Τοῦ Μητροπολίτου Γερμανίας Αὐγουστίνου.

1. Ἡ Ὀρθοδοξία στὴ Γερμανία

Τὸ ζήτημα τῆς λεγομένης Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς[1] στὴ Γερμανία συνδέεται κυρίως μὲ τὶς μετακινήσεις μεγάλων πληθυσμιακῶν ὁμάδων κατὰ τὶς δεκαετίες τοῦ ΄60 (ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν τότε Γιουγκοσλαβία) καὶ τοῦ ΄90 (ἀπὸ τὶς χῶρες τῆς πρώην Ἀνατολικῆς Εὐρώπης μετὰ τὴν πτώση τοῦ Παραπετάσματος) τοῦ προηγούμενου αἰῶνα. Ὅμως οἱ συγκεκριμένες μεταναστεύσεις δὲν ἀποτελοῦν παρὰ τὴν γ΄ καὶ δ΄ φάση μετακινήσεως Ὀρθοδόξων πληθυσμῶν στὴ Γερμανία κατὰ τὸν 20ὸ αἰώνα, καθὼς ἡ Ὀρθοδοξία στὴ Γερμανία, ἂν ἀποσιωπήσει βεβαίως κανεὶς τὴν πρὸ τοῦ σχίσματος παρουσία της, ἔχει ἱστορία σχεδὸν τριακοσίων ἐτῶν, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ περιγραφεῖ στὶς παρακάτω φάσεις:

Α΄. Γιὰ τὸν μὴ γνώστη τῆς γερμανικῆς ἱστορίας πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι αὐτὸ ποὺ σήμερα εἶναι γνωστὸ ὡς Ὁμοσπονδιακὴ Δημοκρατία τῆς Γερμανίας κατὰ τὸν 18ο, 19ο αἰ. καὶ μέχρι τὸ τέλος τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ἦταν μιὰ ὁμοσπονδία πολλῶν μικρῶν πριγκηπάτων, βασιλείων καὶ αὐτονόμων πόλεων. Ἡ μεταξὺ τῶν δυναστικῶν οἴκων ἐνδογαμία εἶχε τὸ νόημα τῆς συσφίξεως τῶν συμμαχικῶν (πολιτικῶν καὶ οἰκονομικῶν) δεσμῶν μεταξὺ τῶν συμβαλλομένων οἴκων. Καὶ τὰ γερμανικὰ κράτη εἶχαν (καὶ ἔχουν) τὴν ἀνάγκη νὰ ἔχουν καλὲς σχέσεις μὲ τὴ μεγάλη ρωσσικὴ αὐτοκρατορία. Σχεδὸν ὅλοι οἱ Ρῶσσοι τσάροι τοῦ 19ου αἰ. εἶχαν νυμφευθεῖ Γερμανίδες πριγκίπισσες, ἐνῶ οἱ Ρωσσίδες πριγκίπισσες ἀποτελοῦσαν περιζήτητες νύφες στὶς γερμανικὲς αὐλές. Μαζί τους ἔρχονται αὐλικοὶ καὶ ἀριστοκράτες, οἱ ὁποῖοι περνοῦν ἕνα μέρος τῆς ζωῆς τους στὴ Γερμανία. Αὐτὸ δικαιολογεῖ π.χ. καὶ τὴν ὕπαρξη Ὀρθοδόξων ναῶν ρωσσικοῦ χαρακτῆρα σὲ πολλὲς λουτροπόλεις: στὸ Wiesbaden, στὸ Bad Ems, στὸ Bad Homburg, στὸ Darmstadt, στὸ Bad Kissingen, στὸ Bad Nauheim.

Οἱ πρῶτες Ὀρθόδοξες ὀργανωμένες κοινότητες, ὅμως, ἀπαρτίζονται κυρίως ἀπὸ ἑλληνικῆς καταγωγῆς (ἀλλὰ καὶ ρουμανικῆς, προερχομένους ἀπὸ τὶς παραδουνάβιες ἡγεμονίες) ἐμπορευομένους. Αὐτὲς τὶς βρίσκουμε σὲ μεγάλες πόλεις, γνωστὲς ὡς κέντρα τοῦ ἐμπορίου καὶ τοῦ πνεύματος, ὅπως ἡ Λειψία[2], τὸ Ἁμβοῦργο καὶ τὸ Μόναχο. Στὸ β΄ μισὸ τοῦ 18ου αἰ. ἡ Λειψία ἀποτελεῖ κέντρο ἑλληνικῆς κουλτούρας λόγω τῆς τυπογραφίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐκεῖ παρουσίας λογίων ὅπως ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης καὶ ὁ Νικηφόρος Θεοτόκης. Οἱ παλαιότεροι Ὀρθόδοξοι κοινοτικοὶ ναοὶ βρίσκονται στὸ Potsdam, στὸ Βερολῖνο, στὴ Δρέσδη, στὴ Λειψία, στὴ Στουτγκάρδη. Ὁ παλαιότερος Ὀρθόδοξος ναός, ποὺ λειτουργεῖται σήμερα στὴ Γερμανία, εἶναι ὁ ναὸς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ἡ ἱστορικὴ Salvatorkirche, στὸ κέντρο τοῦ Μονάχου. Βεβαίως ὁ ναὸς αὐτὸς δὲν χτίστηκε Ὀρθόδοξος, ἀλλὰ παραχωρήθηκε ἀπὸ τὸ Βασιλιὰ Λουδοβῖκο τῆς Βαυαρίας, τὸν πατέρα τοῦ Ὄθωνα, στὶς 2 Ἰουλίου 1830 στοὺς Ἕλληνες τοῦ Μονάχου. Ὁ ναὸς αὐτὸς ἀνήκει σήμερα στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Γερμανίας.

Β΄. Μετὰ τὸ τέλος τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου συνεπεία τῆς Ρωσσικῆς Ἐπαναστάσεως ἡ ρωσσικὴ ἀριστοκρατία καὶ διανόηση κυνηγημένη ἀπὸ τοὺς Μπολσεβίκους θὰ κάνει τὸν πρῶτο της σταθμὸ στὴ Γερμανία, κατὰ προτίμηση στὸ Βερολῖνο, γιὰ νὰ ἐγκατασταθεῖ τελικὰ στὴ Γαλλία, τὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες κ.ἀ. Κι ἐνῶ δὲν θὰ μείνουν ἀρκετοὶ Ἐμιγκρέδες στὴ Γερμανία θὰ εἶναι τόσοι, ὥστε ἡ ἐν Ὑπερορία Ρωσσικὴ Ἐκκλησία, μέχρι τὸ 2007 μὴ κανονική, νὰ συστήσει τὸ 1926 ἰδιαίτερη Ἐπισκοπὴ γιὰ τὴ Γερμανία. Τὸ 1936 ὁ Χίτλερ θὰ δώσει στὴν Ἐπισκοπὴ αὐτὴ νομικὴ προσωπικότητα (ΝΠΔΔ) μὲ τὴν ἑξῆς χαρακτηριστικὴ ἐπωνυμία: «Ρωσσικὴ Ὀρθόδοξος Ἐπισκοπὴ τοῦ Ὀρθοδόξου Ἐπισκόπου Βερολίνου καὶ Γερμανίας».

Κατὰ τὸ Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο καὶ συνεπεία τῆς γερμανικῆς κατοχῆς εὐρυτέρων περιοχῶν τῆς Ἀνατολικῆς καὶ Νοτιοανατολικῆς Εὐρώπης φτάνουν στὴ Γερμανία κατὰ χιλιάδες Ὀρθόδοξοι αἰχμάλωτοι πολέμου ἀπὸ τὴ Ρωσσία, τὴν Οὐκρανία, τὶς Βαλκανικὲς χῶρες, οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ὁποίους βέβαια μετὰ τὸν πόλεμο θὰ ἐπιστρέψουν στὶς χῶρες τους.

Ἡ μετὰ τὸν πόλεμο ἐπέκταση τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης καὶ τῆς σφαίρας ἐπιρροῆς της ὁδηγεῖ στὴν φυγὴ μεγάλου ἀριθμοῦ Ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι καὶ πάλι βρῆκαν τὸν πρῶτο τους σταθμὸ σὲ στρατόπεδα μεταναστῶν στὴ Γερμανία, γιὰ νὰ φύγουν σύντομα οἱ περισσότεροι γιὰ ἄλλους προορισμούς. Τὸ ἔτος 1950 στὸ ἔδαφος τῆς τότε Δυτικῆς Γερμανίας ἡ Ἐπισκοπὴ τῆς Ὑπερορίου Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας ἀριθμοῦσε 77 ἐνορίες καὶ περὶ τοὺς 50.000 πιστούς.

Γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους Ρώσσους ποὺ βρίσκονται στὴν Ἀνατολικὴ Γερμανία τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας θὰ ἱδρύσει τὸ 1948 τὴν Ἐπισκοπὴ Βερολίνου, ἐνῶ τὸ 1960 θὰ συστήσει καὶ μιὰ ἰδιαίτερη Ἐπισκοπὴ γιὰ τὴ Δυτικὴ Γερμανία, μὲ ἕδρα τὸ Μόναχο, ἡ ὁποία τὸ 1971 θὰ χωριστεῖ σὲ δύο Ἐπισκοπές: μία γιὰ τὰ κρατίδια τῆς Βαυαρίας καὶ τῆς Βάδης-Βυρτεμβέργης (μὲ ἕδρα τὸ Μόναχο) καὶ μία γιὰ τὰ ὑπόλοιπα κρατίδια (μὲ ἕδρα τὸ Düsseldorf). Μετὰ τὴν ἕνωση τῶν δύο γερμανικῶν κρατῶν οἱ τρεῖς Ἐπισκοπὲς συγχωνεύονται σὲ μία, ἡ ὁποία θὰ φέρει τὴν ὀνομασία «Ἐπισκοπὴ Βερολίνου τῆς Ρωσσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας».

Γ΄. Καταλυτικὸ ρόλο γιὰ τὴν ἐγκατάσταση τῆς Ὀρθοδοξίας στὴ Γερμανία παίζει τὸ μεταναστευτικὸ ρεῦμα τῆς δεκαετίας τοῦ ΄60. Μὲ τὴν ὑπογραφὴ τῆς σχετικῆς συμφωνίας μεταξὺ τῆς Ὁμοσπονδιακῆς Δημοκρατίας τῆς Γερμανίας καὶ τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδας γιὰ τὴν ἀποστολὴ ἐργατῶν στὶς 30 Μαρτίου τοῦ 1960 ἀρχίζει ἡ εἰσροὴ ἑκατοντάδων χιλιάδων Ἑλλήνων Ὀρθοδόξων στὴν τότε Δυτικὴ Γερμανία. Καθὼς οἱ ἐργάτες ποὺ ἔρχονταν ἐδῶ εἶχαν γιὰ πολλὰ χρόνια βραχυπρόθεσμα μόνο συμβόλαια, οὐδεὶς πίστευε τότε ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ θὰ μέναν μιὰ μέρα μόνιμα ἐδῶ. Οὐδεὶς πλὴν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ὁ ὁποῖος ὀσμιζόμενος τὸν καιρό, ἱδρύει τὸ 1963 τὴν «Ἱερὰ Μητρόπολη Γερμανίας» (τότε καὶ Ἐξαρχία Ὁλλανδίας καὶ Δανίας), τὴν τρίτη Ὀρθόδοξη Ἐπισκοπὴ ἐπί γερμανικοῦ ἐδάφους. Ἡ Μητρόπολη αὐτὴ τὸ 1974 θὰ ἀναγνωριστεῖ ὡς Νομικὸ Πρόσωπο τοῦ γερμανικοῦ Δημοσίου Δικαίου, γιὰ νὰ ἀποτελεῖ μέχρι σήμερα τὴν τρίτη σὲ μέγεθος ἀναγνωρισμένη Ἐκκλησία τῆς Γερμανίας.

Ἑκατοντάδες χιλιάδες εἶναι καὶ οἱ Gastarbeiter ποὺ καταφθάνουν μετὰ τὸ 1968 ἀπὸ τὴν τότε Γιουγκοσλαβία (φυσικὰ ὄχι μόνο Ὀρθόδοξοι Σέρβοι, ἀλλὰ καὶ Ρωμαιοκαθολικοὶ Κροάτες), ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς τῶν ὁποίων θὰ παραμείνει τελικὰ μόνιμα στὴ Γερμανία. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας θὰ φροντίσει τὸ 1969 νὰ τοὺς τακτοποιήσει ποιμαντικὰ ἱδρύοντας τὴν «Σερβικὴ Ὀρθόδοξο Ἐπισκοπὴ γιὰ τὴ Δυτικὴ Εὐρώπη»[3].

Δ΄. Τὸ τέταρτο, καὶ μέχρι σήμερα μὴ περατωθέν, μεταναστευτικὸ κύμα Ὀρθοδόξων πρὸς τὴ Γερμανία κατὰ τὸν 20ὸ αἰ. ἀρχίζει μὲ τὴν κατάρρευση τοῦ Ἀνατολικοῦ Μπλὸκ στὶς χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς καὶ Κεντρικῆς Εὐρώπης τὸ 1989, καθὼς καὶ τὴν ἐπανένωση τῆς Γερμανίας, ἡ ὁποία κατέστη ἐφικτὴ ἀκριβῶς λόγω αὐτῆς τῆς κατάρρευσης. Οἱ μετανάστες ποὺ κατέφθασαν ἀπὸ τὴν πρώην Σοβιετικὴ Ἕνωση καὶ ἄλλα πρώην σοσιαλιστικὰ κράτη αὔξησαν τὸν ἀριθμὸ τῶν ἐν Γερμανία Ὀρθοδόξων σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε αὐτὸς νὰ ξεπεράσει κατὰ πολὺ τὸ ἕνα ἑκατομμύριο.

Συνέπεια αὐτῆς τῆς μεταναναστεύσεως ἀποτελεῖ καὶ ἡ ἵδρυση τῆς «Ρουμανικῆς Ὀρθοδόξου Μητροπόλεως γιὰ τὴ Γερμανία καὶ τὴν Κεντρικὴ (σήμερα καὶ Βόρεια) Εὐρώπη» τὸ 1993 μὲ ἕδρα σήμερα τὴ Νυρεμβέργη, τῆς «Βουλγαρικῆς Ἐπισκοπῆς Δυτικῆς καὶ Μέσης Εὐρώπης» (πρώην Δυτικῆς Εὐρώπης) τὸ 1994 μὲ ἕδρα τὸ Βερολῖνο καὶ τῆς «Ἐπισκοπῆς Δυτικῆς Εὐρώπης τῆς Γεωργιανῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» τὸ 2003[4].

2. Ἡ «Ἐπιτροπὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὴ Γερμανία»

Στὶς παραπάνω Ἐπισκοπὲς ποὺ ἱδρύθηκαν ἢ ἀναδιαρθρώθηκαν κατὰ τὴ δεκαετία τοῦ ΄90, γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσουν ποιμαντικὰ τοὺς Ὀρθόδοξους μετανάστες τῆς Γερμανίας πρέπει νὰ προστεθοῦν καὶ ἐκεῖνες πού, ἐνῶ δὲν ἔχουν τὴν ἕδρα τους στὴ Γερμανία, ἔχουν στὴ δικαιοδοσία τους ἐνορίες, οἱ ὁποῖες βρίσκονται ἐδῶ. Πρόκειται γιὰ τὴν «Ἐξαρχία Ὀρθοδόξων Παροικιῶν Ρωσσικῆς Παραδόσεως στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη», τὴν «Οὐκρανικὴ Ὀρθόδοξη Ἐπισκοπὴ Δυτικῆς Εὐρώπης» τῆς Ὑπερορίου Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες ὑπάγονται στὸ Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο, καὶ τὴν «Ἀρχιεπισκοπὴ Δυτικῆς καὶ Κεντρικῆς Εὐρώπης» τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας.

Οἱ λόγοι τῆς ἀναπτύξεως τῆς Ὀρθοδοξίας στὴ Γερμανία εἶναι βέβαια ἱστορικοί, ἡ ἵδρυση, ὅμως, διαφόρων Ἐπισκοπῶν ἐντὸς τῶν ἴδιων γεωγραφικῶν ὁρίων βασίζεται κυρίως σὲ ἐθνικιστικὰ κριτήρια· τὰ ἴδια κριτήρια ὁδήγησαν καὶ στὴν ἀνεξαρτητοποίηση καὶ αὐτοκεφαλία τῶν περισσοτέρων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν κατὰ τοὺς δύο προηγούμενους αἰῶνες. Χαρακτηριστικὸ λοιπὸν τῆς ἐσωτερικῆς δομῆς αὐτῶν τῶν Ἐπισκοπῶν δὲν εἶναι ἡ κοινὴ πίστη καὶ παράδοση (ἀλλιῶς θὰ εἶχαμε μία Ὀρθόδοξη Ἐπισκοπή!), ἀλλὰ ἡ κοινὴ καταγωγὴ καὶ ἡ κοινὴ γλώσσα. Ἔτσι ἔχουν σχεδὸν καθιερωθεῖ στὸ γερμανικὸ λεξιλόγιο οἱ ὅροι: griechisch-orthodox (τὸ ὁποῖο ὅμως οἱ Γερμανοὶ ἀντιλαμβάνονται μὲ ἐθνικὰ κριτήρια, δηλαδὴ ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία καὶ ὄχι Ἑλληνορθοδοξία!), russisch-orthodox, serbisch-orthodox κλπ. Παρενθετικὰ νὰ σημειωθεῖ ὅτι οἱ Ιταλοί, Ἱσπανοί, Πορτογάλοι καὶ ἄλλοι Ρωμαιοκαθολικοὶ μετανάστες, ποὺ εἰσέρρευσαν ἐπίσης κατὰ δεκάδες χιλιάδες στὴ Γερμανία, δὲν ἵδρυσαν δικές τους Ἐπισκοπές, ἀλλὰ κατὰ βάση ἐντάχθηκαν στὶς γερμανικὲς Ἐπισκοπὲς τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, ἀκολούθησαν δηλαδὴ τὴν ἀρχαία καὶ ὀρθὴ τάξη τῆς Ἐκκλησίας.

Τὸ φταίξιμο βεβαίως δὲν ἀνήκει στὴ γερμανικὴ πλευρά, ἀλλὰ στοὺς Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι ταύτισαν ἔθνος καὶ Ἐκκλησία σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε πρῶτα νὰ προβάλλεται τὸ ἔθνος καὶ μετὰ ἡ Ἐκκλησία. Εἶναι γνωστὸ ὅτι σύμφωνα μὲ τὸν 28ο κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου μόνο τὸ Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο ἔχει ἐκκλησιαστικὴ δικαιοδοσία ἐκτὸς τῶν δικαιοδοσιακῶν ὁρίων τῶν λοιπῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Κι ὅμως ἔχει καθιερωθεῖ μιὰ κατάσταση, τὴν ὁποία ἀπαγορεύουν οἱ κανόνες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας: σὲ ἕναν συγκεκριμένο γεωγραφικὸ τόπο (στὴ Γερμανία) ὑπάρχουν περισσότερες ἀπὸ μία Ὀρθόδοξες Ἐπισκοπές.

Ἔτσι ἑπτὰ αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες ἔχουν ἱδρύσει καὶ συντηροῦν δικές τους Ἐπισκοπὲς στὴ Γερμανία: τὸ Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο (ἡ Μητέρα Ἐκκλησία τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν), τὸ Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσσίας, ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας, ἡ Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας. Δύο ἀπὸ αὐτὲς διατηροῦν δὲ περισσότερες Ἐπισκοπές: τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Γερμανίας, τὴν Ἐξαρχία τῶν Ὀρθοδόξων Παροικιῶν Ρωσσικῆς Παραδόσεως στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη καὶ τὴν Ἐπαρχία Δυτικῆς Εὐρώπης τῆς Ὑπερορίου Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσσίας ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ἐπισκοπὴ Βερολίνου ἀπέκτησε μετὰ τὴν ἕνωση τῆς Ὑπερορίου Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας στὶς 17 Μαΐου 2007 καὶ τὴν Ἐπισκοπὴ Βερολίνου καὶ Γερμανίας τῆς Ὑπερορίου Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία μέχρι τότε ἦταν σχισματική.

Δημιουργήθηκε, λοιπόν, μιὰ κατάσταση, τὴν ὁποία κανένας δὲν μπορεῖ πλέον νὰ παραγνωρίσει. Οἱ νομικοὶ θὰ μιλοῦσαν γιὰ de facto κατάσταση, γιὰ μιὰ κατάσταση ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν πραγματικότητα, παρότι εἶναι ἀντίθετη πρὸς τὸν νόμο. Καὶ τὸ πρόβλημα αὐτὸ δὲν ὑφίσταται μόνο στὴ Γερμανία: κατὰ τὸν 20ὸ αἰ. μετακινήθηκαν Ὀρθόδοξοι πληθυσμοὶ σὲ ὅλα τὰ μήκη καὶ τὰ πλάτη τῆς γῆς ἔτσι, ὥστε τὸ πρόβλημα αὐτὸ νὰ ὑφίσταται σὲ ὅλες τὶς ἠπείρους τῆς ὑφηλίου. Γιὰ τὴ θεραπεία αὐτῆς τῆς καταστάσεως ἡ Διορθόδοξη Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπὴ τῆς Δ΄ Προσυνοδικῆς Συνδιάσκεψης, ἡ ὁποία προετοιμάζει τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδοξίας, πρότεινε, ὡς γνωστόν, τὸ 1993 τὴ δημιουργία Ὀρθοδόξων Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων σὲ χῶρες, ὅπου ὑπάρχουν περισσότερες Ὀρθόδοξες Ἐπισκοπές. Στὴν πρόταση αὐτὴ προβλέπεται ὅτι τὴν προεδρία αὐτῶν τῶν Συνελεύσεων θὰ ἔχει ἐπίσκοπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Τέτοια σώματα ὑπῆρχαν ἤδη στὴν Ἀμερικὴ (ἡ SCOBA: Μόνιμη Διάσκεψη τῶν Κανονικῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων στὴ Βόρειο καὶ Νότιο Ἀμερική) καὶ στὴ Γαλλία (ἡ Συνέλευση τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων Γαλλίας).

Μέχρι τὸ 1993 ἡ Πανορθόδοξη συνεργασία στὴ Γερμανία προχωροῦσε μὲ μικρὰ βήματα: προσωπικὲς φιλικὲς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων, Πανορθόδοξα συλλείτουργα καὶ ἑσπερινοί, συνεργασία σὲ συνέδρια καὶ ἡμερίδες. Τὴν 1η Μαΐου 1994 μὲ πρωτοβουλία τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Γερμανίας καὶ ἔπειτα ἀπὸ σχετικὴ προπαρασκευὴ ποὺ κράτησε σχεδὸν ἕνα χρόνο, ἱδρύεται ἡ «Ἐπιτροπὴ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησίων στὴ Γερμανία», ἡ ὁποία τὸ 1997 θὰ μετατρέψει τελικὰ τὴν ὀνομασία της σὲ «Ἐπιτροπὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὴ Γερμανία – Σύνδεσμος τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκοπῶν» (Kommission der Orthodoxen Kirche in Deutschland – Verband der Diözesen) καὶ θὰ μείνει γνωστὴ μέχρι τῆς καταργήσεώς της τὸ 2010 μὲ τὸ ἀκρωνύμιό της ὡς KOKiD. Ἔτσι στὸ τελικὸ ὄνομα τῆς ἐπιτροπῆς τονίζεται αὐτὸ ποὺ ἀποτελεῖ τὸ μέγα θέμα (πρόβλημα!) τῆς Ὀρθοδοξίας στὴ Διασπορά: ὅτι δηλαδὴ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι μία, ἐνῶ οἱ κατὰ τόπους Ὀρθόδοξες αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες εἶναι περισσότερες.

Σκοποὶ τῆς ἱδρύσεως τῆς KOKiD ἦταν οἱ ἀκόλουθοι:

–        Κοινὴ δράση τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκοπῶν σὲ ποιμαντικὰ θέματα καὶ θέματα νεότητας.

–        Ἵδρυση ἐκπαιδευτικῶν ἱδρυμάτων, μοναστηριῶν, προσκυνημάτων, σεμιναρίων, καθὼς καὶ κέντρων διακονίας.

–        Κοινὴ ἐκπροσώπηση στοὺς διεκκλησιαστικούς, πολιτιστικούς, κοινωνικοὺς καὶ κρατικοὺς ὀργανισμούς.

–        Ἀλληλοπληροφόρηση μεταξὺ τῶν Ἐπισκοπῶν-μελῶν.

–        Ἐπιδίωξη κοινῶν στόχων καὶ δράσεων.

–        Συνεργασία σὲ θέματα ἐσωτερικῆς καὶ ἐξωτερικῆς ἐπικοινωνίας καὶ πληροφόρησης.

Μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς εἶναι οἱ λεγόμενες «μητέρες Ἐκκλησίες», οἱ διάφορες δηλαδὴ αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες διατηροῦν στὴ Γερμανία Ἐπισκοπές. Οἱ Ἐπισκοπὲς αὐτὲς ἀντιπροσωπεύουν τὶς «μητέρες Ἐκκλησίες» τους στὴν KOKiD. Κατὰ τὴν πρώτη περίοδο τῆς δράσεώς της, ἀπὸ τὸ 1994 μέχρι τὸ 2007, ὄργανα τῆς Ἐπιτροπῆς ἀποτελοῦσαν: ἡ «Συνέλευση τῶν Ἀντιπροσώπων» (Delegiertenversammlung) καὶ τὸ Προεδρεῖο της. Στὴ Συνέλευση τῶν Ἀντιπροσώπων ἀπέστελλε κάθε αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία μέχρι τρεῖς Ἀντιπροσώπους (οἱ ὁποῖοι ὅμως εἶχαν κοινὴ ψῆφο), ἐνῶ ἐπικεφαλῆς τοῦ Προεδρείου, ὁ Πρόεδρος τῆς KOKiD, ἦταν πάντοτε ἐκπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου[5].

Παρὰ τὸν «κληρικολαϊκὸ» χαρακτήρα τοῦ ὀργάνου οἱ ἐπαρχιοῦχοι Ἐπίσκοποι εἶχαν τὸν τελικὸ λόγο στὶς ἀποφάσεις, καθὼς μποροῦσαν ἄμεσα ἢ ἔμμεσα νὰ προβάλουν βέτο. Ἔτσι τὸ 2007 ἡ Συνέλευση τῶν Ἀντιπροσώπων ψηφίζει ἀλλαγὲς στὸ Καταστατικό, μὲ τὶς ὁποῖες αὐτοκαταργεῖται παραχωρώντας τὴ θέση της σὲ ἕνα πιὸ «Ὀρθόδοξο» θεσμικὸ σῶμα, τὸ ὁποῖο θὰ ὀνομαστεῖ «Συνέλευση τῶν Ἐπισκόπων» (Bischofsversammlung). Αὐτὴ ἡ συνέλευση ἀντικατοπτρίζει ὄχι μόνο τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση, ἀλλὰ καὶ δομὲς ποὺ ὑπάρχουν καὶ σὲ ἄλλες Ἐκκλησίες τῆς Γερμανίας. Ἤδη ἀπὸ τὸ 2006 τὸ Προεδρεῖο εἶχε μορφὴ «Διαρκοῦς Ἐπισκοπικοῦ Συμβουλίου», καθὼς ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Πρόεδρό του, τὸν γράφοντα, οἱ δύο Ἀντιπρόεδροι ἦσαν ἐπίσης Ἐπίσκοποι: ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λογγῖνος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας καὶ ὁ Μητροπολίτης Σεραφεὶμ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας.

Ἕνα μεγάλο μέρος τῶν δραστηριοτήτων, τὶς ὁποῖες εἶχε ἀναπτύξει ἡ Ἐπιτροπή, ὀφειλόταν σὲ πρωτοβουλίες τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γερμανίας. Οἱ κυριότερες ἀπὸ αὐτὲς τὶς δρατηριότητες εἶναι οἱ ἀκόλουθες:

–        Συγκρότηση τοῦ μαθήματος τῶν Ὀρθοδόξων θρησκευτικῶν ὡς κανονικοῦ σχολικοῦ μαθήματος σὲ ὅλα τὰ ὁμόσπονδα κρατίδια.

–        Ὀργάνωση διορθοδόξου νεολαίας μὲ τὴν ἐπωνυμία «Σύνδεσμος Ὀρθοδόξου Νεολαίας» (Orthodoxer Jugendbund).

–        Ὁμάδα θεολόγων, ἡ ὁποία ἀσχολεῖται κατόπιν ἐντολῆς τῶν Ἐπισκόπων μὲ ἐπίκαιρα θεολογικὰ θέματα.

–        Ὁμάδα μεταφράσεως λειτουργικῶν κειμένων.

–        Ἐπικοινωνία μὲ τὶς ἄλλες Ἐκκλησίες (διαχριστιανικὸς διάλογος).

–        Κοινὴ Ἐπίτροπη μὲ τὴ Γερμανικὴ Σύνοδο τῶν [Ρωμαιοκαθολικῶν] Ἐπισκόπων (Deutsche Bischofskonferenz).

–        Κύκλος συναντήσεων μὲ τὴν Εὐαγγελικὴ Ἐκκλησία τῆς Γερμανίας (EKD).

–        Συμμετοχὴ στὴν κίνηση «Παγκόσμια Ἡμέρα Προσευχῆς τῶν Γυναικῶν» (Weltgebetstag der Frauen).

–        Ἐπικοινωνία μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες.

–        Γραφεῖο τύπου καὶ δημοσίων σχέσεων.

–        Ποιμαντικὴ μέριμνα τῶν Ὀρθοδόξων φοιτητῶν στὰ μεγαλύτερα Πανεπιστήμια τῆς Γερμανίας μὲ τὸν διορισμὸ ὑπευθύνων ἱερέων.

–        Συνεργασία σὲ τοπικὸ ἐπίπεδο τῶν Ὀρθοδόξων ἐνοριῶν μέσω τῆς δημιουργίας τοπικῶν ὁμάδων-ἐπιτροπῶν.

Ἡ KOKiD ἦταν τὸ μόνο ὄργανο ποὺ οὐσιαστικὰ ἔθεσε σὲ ἐφαρμογὴ τὴν πρόταση τῆς Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς. Ἄλλες προσπάθειες συσπειρώσεως τῆς Ὀρθοδοξίας σὲ τοπικὸ ἐπίπεδο παρατηροῦνται μέχρι τὸ 2009 στὴν Ἑλβετία καὶ τὸ Βέλγιο. Στὴν Ἑλβετία ἱδρύθηκε τὸ 2006 ἡ Arbeitsgemeinschaft Orthodoxer Kirchen in der Schweiz (AGOK), μιὰ Ὁμάδα, στὴν ὁποία ὅμως συμμετέχουν καὶ οἱ προχαλκηδόνιες ἐκκλησίες (καὶ γι’ αὐτὸ ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Ἑλβετίας εἶχε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἐπιφυλάξεις ὡς πρὸς τὴ συμμετοχή της), ἐνῶ στὸ Βέλγιο οἱ Ὀρθόδοξοι ἀποτελοῦν ἑνιαία μονάδα ὑπὸ τὸν Μητροπολίτη Βελγίου, καθὼς σύμφωνα μὲ νόμο τοῦ 1988 ὁ Μητροπολίτης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ἢ ὁ ἀντικαταστάτης τοῦ ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὸν βασιλιὰ τοῦ Βελγίου ὡς ἀντιπροσωπευτικὸ θεσμὸ τῆς σύνολης Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.

3. Ἡ «Ὀρθόδοξος Ἐπισκοπικὴ Συνέλευση στὴ Γερμανία»

Ἡ ἐπικύρωση τῶν προτάσεων τῆς Διορθόδοξης Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς γιὰ τὸ ζήτημα τῆς διεθευτήσεως τοῦ προβλήματος τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς μὲ τὴν σχετικὴ ἀπόφαση τῆς Δ΄ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως στὸ Chambésy τὸ 2009 βρίσκει τὴν Ὀρθοδοξία στὴ Γερμανία ἔτοιμη νὰ προχωρήσει στὸ δρόμο ποὺ δείχνει ἡ Διάσκεψη. Οἱ δομὲς τῆς KOKiD ἔχουν μετεξελιχθεῖ σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε ἡ μετατροπή της σὲ Ἐπισκοπικὴ Συνέλευση νὰ εἶναι (σχεδὸν) ζήτημα μετονομασίας. Πράγματι ἡ υἱοθέτηση τῶν ἀποφάσεων τοῦ Chambésy ἀπὸ τὴν KOKiD στὶς 27 Φεβρουαρίου 2010 στὴ Νυρεμβέργη σημαίνει τὴν (αὐτο)κατάργηση τῆς KOKiD καὶ ἵδρυση τῆς «Ὀρθοδόξου Ἐπισκοπικῆς Συνελεύσεως στὴ Γερμανία» (Orthodoxe Bischofskonferenz in Deutschland – ἀκρωνύμιο ΟΒΚD). Στὶς 13 Νοεμβρίου 2010 στὸ Essen υἱοθετεῖται τὸ Καταστατικὸ ποὺ ψηφίστηκε στὸ Chambésy, τὸ ὁποῖο συμπληρώνεται μὲ διατάξεις ποὺ ρυθμίζουν ἐπουσιώδη πρακτικὰ θέματα (σύγκληση σωμάτων, ἀντιπροσώπευση, πρακτικὰ καὶ ἐφαρμογὴ τῶν ἀποφάσεων, οἰκονομικά). Οἱ διατάξεις αὐτές, παρμένες ἐν πολλοῖς ἀπὸ τὸ Καταστατικὸ τῆς KOKiD, ἀποτελοῦν γέφυρα γιὰ τὴν ὁμαλὴ διάβαση ἀπὸ τὸ προηγούμενο σχῆμα στὴν Ἐπισκοπικὴ Συνέλευση.

Κάτι ποὺ ἄλλαξε μὲ τὴν υἱοθέτηση τοῦ νέου Καταστατικοῦ εἶναι ἡ συμπερίληψη τῶν βοηθῶν Ἐπισκόπων τῶν διαφόρων δικαιοδοσιῶν στὴ Συνέλευση. Σήμερα τὰ μέλη τῆς «Ὀρθοδόξου Ἐπισκοπικῆς Συνελεύσεως στὴ Γερμανία» εἶναι τὰ ἑξῆς:

Α΄. Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο

Α΄.1. Ἱερὰ Μητρόπολη Γερμανίας

1. Μητροπολίτης Γερμανίας Αὐγουστῖνος

2. Ἐπίσκοπος Ἀρίστης Βασίλειος (βοηθὸς Ἐπίσκοπος)

3. Ἐπίσκοπος Λεύκης Εὐμένιος (βοηθὸς Ἐπίσκοπος)

4. Ἐπίσκοπος Ἀριανζοῦ Βαρθολομαῖος (βοηθὸς Ἐπίσκοπος)

Α΄.2. Ἐξαρχία Ὀρθοδόξων Παροικιῶν Ρωσσικῆς Παραδόσεως στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη

5. Ἀρχιεπίσκοπος Κομάνων Γαβριήλ

Α΄.3. Ἐπαρχία Δυτικῆς Εὐρώπης τῆς Ὑπερορίου Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας

6. Ἐπίσκοπος Παρνασσοῦ Ἰωάννης

Β΄. Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας

7. Μητροπολίτης Δυτικῆς καὶ Κεντρικῆς Εὐρώπης Ιωάννης

8. Ἐπίσκοπος Παλμύρας Ἰωάννης (βοηθὸς Ἐπίσκοπος)

9. Ἐπίσκοπος Σελευκείας Ἐφραὶμ (βοηθὸς Ἐπίσκοπος)

Γ΄. Ἐκκλησία Ρωσσίας

Γ΄.1. Ἐπισκοπὴ Βερολίνου καὶ Γερμανίας τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας

10. Ἀρχιεπίσκοπος Βερολίνου καὶ Γερμανίας Θεοφάνης

Γ΄.2. Ἐπισκοπὴ Βερολίνου καὶ Γερμανίας τῆς Ὑπερορίου Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας

11. Ἀρχιεπίσκοπος Βερολίνου καὶ Γερμανίας Μᾶρκος

12. Ἐπίσκοπος Στουτγκάρδης Ἀγαπητὸς (βοηθὸς Ἐπίσκοπος)

[Γ΄.3. Μόνιμη Ἀντιπροσωπεία τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας στὴ Γερμανία]

13. Ἀρχιεπίσκοπος Κλὶν Λογγῖνος (βοηθὸς Ἐπίσκοπος τοῦ Πατριάρχου Μόσχας)[6]

Δ. Ἐκκλησία Σερβίας

14. Ἐπίσκοπος Μεσευρώπης Κωνσταντῖνος

Ε. Ἐκκλησία Ρουμανίας

15. Μητροπολίτης Γερμανίας, Κεντρικῆς καὶ Βορείου Εὐρώπης Σεραφείμ

16. Ἐπίσκοπος Brasov Σοφιανὸς (βοηθὸς Ἐπίσκοπος)

ΣΤ. Ἐκκλησία Βουλγαρίας

17. Μητροπολίτης Δυτικῆς καὶ Κεντρικῆς Εὐρώπης Συμεών

18. Ἐπίσκοπος Κωνσταντίας Ἀντώνιος (βοηθὸς Ἐπίσκοπος)

Ζ. Ἐκκλησία Γεωργίας

19. Μητροπολίτης Δυτικῆς Εὐρώπης Ἀβραάμ

Σύμφωνα μὲ τὶς ἀποφάσεις τῆς Δ΄ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως ex officio Πρόεδρος τῆς Συνελεύσεως εἶναι ὁ πρῶτος τῇ τάξει Ἱεράρχης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐνῶ Ἀντιπρόεδροι οἱ πρῶτοι τῇ τάξει Ἱεράρχες τῶν ἑπομένων κατὰ τὴ σειρὰ τῶν Διπτύχων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ἐπὶ τοῦ παρόντος τὸ Προεδρεῖο ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸν γράφοντα ὡς Πρόεδρο, τὸν Μητροπολίτη Ἰωάννη καὶ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Θεοφάνη ὡς Ἀντιπροέδρους. Γενικὸς Γραμματέας τῆς Ἐπιτροπῆς ἐξελέγη ὁ Θεολόγος Νικόλαος Thon, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς ἱδρύσεώς της Γραμματέας τῆς KOKiD, ἐνῶ Ταμίας της ἐξελέγη ὁ Πρεσβύτερος Radomir Kolundzic.

Οἱ δύο ὁμάδες ἐργασίας τῆς KOKiD ἀναβαθμίστηκαν σὲ Ἐπιτροπές, στὶς ὁποῖες προΐσταται πλέον Ἐπίσκοπος ἐκλεγμένος ἀπὸ τὴ Συνέλευση:

–        Τῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς προΐσταται ὁ Ἐπίσκοπος Βασίλειος[7].

–        Τῆς Ἐπιτροπῆς Μεταφράσεως Λειτουργικῶν Κειμένων προΐσταται ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Μᾶρκος[8].

Παράλληλα τὸ Γραφεῖο τοῦ Ὀρθοδόξου Μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν ἀναβαθμίζεται ἐπίσης σέ:

–        Ἐπιτροπὴ τοῦ Μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν ὑπὸ τὴν ἡγεσία, ὅπως καὶ πρίν, τοῦ Μητροπολίτου Αὐγουστίνου[9].

Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς Ἐπιτροπὲς αὐτὲς ἡ Ὀρθόδοξος Ἐπισκοπικὴ Συνέλευση ἔχει ἀναθέσει σὲ πρόσωπα τὸν συντονισμὸ ὁρισμένων δραστηριοτήτων. Ἔτσι:

–        Ὁ Ἀρχιμανδρίτης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου Ἐμμανουὴλ Σφιάτκος ἔχει ἐκλεγεῖ Ἐκπρόσωπος τῆς Συνελεύσεως στὰ ὁμοσπονδιακὰ θεσμικὰ ὄργανα τῆς Γερμανίας (Πρόεδρος, Βουλή, Κυβέρνηση, Γερουσία, Συνταγματικὸ Δικαστήριο).

–        Στὸν Πρωτοπρεσβύτερο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου Κωνσταντῖνο Μύρων ἔχει ἀνατεθεῖ ὁ συντονισμὸς τῆς διαχριστιανικῆς συνεργασίας[10].

–        Ὁ Γενικὸς Γραμματέας Νικόλαος Thon ἔχει τὴν εὐθύνη τοῦ τομέα ἐπικοινωνίας (τύπος καὶ δημόσιες σχέσεις). Στὸ πλαίσιο αὐτὸ εἶναι ὑπεύθυνος γιὰ τὶς ἐκδόσεις τῆς Συνελεύσεως[11] ὅπως καὶ γιὰ τὶς ὀρθόδοξες ἐκπομπὲς στοὺς ραδιοτηλεοπτικοὺς σταθμούς[12].

–        Ὁ Καθηγητὴς Ὀρθοδόξου Θεολογίας στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Münster Assaad Ἠλίας Kattan εἶναι ὑπεύθυνος ἐξ ὀνόματος τῆς Συνελεύσεως γιὰ θέματα διαθρησκειακῆς συνεργασίας.

–        Ὁ Πρεσβύτερος Mladen Janjic ἔχει ἀναλάβει τὴν ἐποπτεία τῆς Ὀρθοδόξου νεολαίας καὶ τὴν προεδρία τοῦ «Συνδέσμου Ὀρθοδόξου Νεολαίας».

–        Στὸν Πρεσβύτερο Κωνσταντῖνο Schmidt ἔχει ἀνατεθεῖ ἡ ἐπαφὴ μὲ τὸν κόσμο τοῦ ἀθλητισμοῦ.

–        Ἡ Συνέλευση, τέλος, ἔχει ἐπίσης ὁρίσει διάφορα πρόσωπα, τὰ ὁποῖα τὴν ἐκπροσωποῦν σὲ πολιτικά, κοινωνικὰ καὶ διαχριστιανικὰ φόρα.

Οὐσιαστικὰ ἡ Πανορθόδοξη συνεργασία στὴ Γερμανία μὲ τὰ διάφορα ὄργανά της καὶ τὶς πολλὲς δραστηριότητές της προσπαθεῖ νὰ βοηθήσει στὴν ἄμβλυνση τοῦ χωρισμοῦ, ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μὲ τὴ δημιουργία μιᾶς ἑνιαίας φωνῆς ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων τῆς Γερμανίας. Εἶναι κοινὸ μυστικό, ὅτι ἡ προσπάθεια αὐτὴ συναντᾶ πολλὲς δυσκολίες. Σὲ πολλὲς περιπτώσεις διακρίνεται ἀπὸ δυσλειτουργία. Ὅμως εἶναι ἀπαραίτητη, ὥστε νὰ συντονιστοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι τῆς Γερμανίας, «ἴνα πάντες ἓν ὤσι…, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ…» (Ἰω 17,21). Τὴ δεύτερη πρόταση μπορῶ μάλιστα νὰ τὴν παραφράσω μὲ μιὰ ἔκφραση ποὺ χρησιμοποιῶ συχνά: ἡ Πανορθόδοξη αὐτὴ συνεργασία χρειάζεται, γιὰ νὰ μᾶς παίρνουν οἱ ἄλλοι στὰ σοβαρά!

[1]. Ὁ ὅρος «Ὀρθόδοξη Διασπορά» χρησιμοποιεῖται ἐδῶ, ὅπως καὶ ἀπὸ τὴν Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξο Διάσκεψη, ὡς τεχνικὸς ὅρος, παρότι ἐκκλησιολογικὰ δὲν στέκει – οὔτε κοινωνιολογικὰ πλέον.

[2]. Στὸ ἀρχεῖο τῆς πόλεως τῆς Λειψίας καταγράφεται, ὅτι ἡ πρώτη Θεία Λειτουργία ἔλαβε χώρα κατόπιν βασιλικῆς ἐγκρίσεως στὶς 29 Σεπτεμβρίου 1742. Τὴν τέλεσε ὁ Ἀρχιμανδρίτης Θεόκλητος Πολυειδῆς.

[3].  Ἀπὸ τὸ 1991 μόνο γιὰ τὴ Μεσευρώπη, δηλαδὴ τὴ Γερμανία, τὴν Αὐστρία καὶ τὴν Ἑλβετία, ἐνῶ ἀπὸ τὸ 2011 μὲ δικαιοδοσία μόνο στὴ Γερμανία.

[4]. Ὁ Μητροπολίτης Ἀβραάμ ἑδρεύει μέχρι σήμερα ἐκτὸς Γερμανίας.

[5]. Mέχρι τὸ 2006 Πρόεδρος ἦταν ὁ Καθηγητὴς Ὀρθοδόξου Θεολογίας τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Münster Ἀναστάσιος Κάλλης, τὸν ὁποῖο διαδέχθηκε ὁ συγγραφέας τοῦ παρόντος.

[6]. Μέχρι τὸ 1992 ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λογγῖνος ἦταν Ἐπίσκοπος τοῦ Düsseldorf, ἐπαρχιοῦχος καὶ ὑπεύθυνος γιὰ τὴν Κεντρικὴ καὶ Βόρεια Γερμανία. Μετὰ ὅμως τὴν ἕνωση τῶν δύο γερμανικῶν κρατῶν καὶ τὴν συνεπεία αὐτῆς συνένωση τῶν τριῶν ρωσσικῶν Ἐπισκοπῶν, ὁ Ἐπίσκοπος Λογγῖνος ἀναλαμβάνει βοηθὸς Ἐπίσκοπος τοῦ Πατριάρχου Μόσχας μὲ τὸν τίτλο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κλὶν καὶ διορίζεται ἀντιπρόσωπος τοῦ Πατριαρχείου του στὴ Γερμανία.

[7]. Ἡ Θεολογικὴ Ἐπιτροπὴ ἔχει μέχρι σήμερα ἐκδώσει τρία κείμενα, τὰ ὁποῖα διαπραγματεύονται τὰ θέματα τῆς ἀναγνωρίσεως τοῦ βαπτίσματος τῶν ἑτεροδόξων, τῶν διαχριστιανικῶν προσευχῶν καὶ τὴ συμβολὴ τῆς Ὁρθοδοξίας στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.

[8]. Ἡ Ἐπιτροπὴ αὐτὴ ἔχει μέχρι σήμερα μεταφράσει τὴ Θεία Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἡ μετάφραση αὐτὴ τελεῖ μέχρι τὸ τέλος τοῦ 2014 ὑπὸ δοκιμασία.

[9]. Τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ἐξυπηρετεῖ ὄχι μόνο τὴν Ὀρθόδοξη θρησκευτικὴ ἀγωγή, ἀλλὰ κυρίως τὴν ἐνσωμάτωση τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν στὴ γερμανικὴ πραγματικότητα ὅπως καὶ τὴν ἀνάπτυξη τῆς συνειδήσεως, ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι εἶναι μέλη τῆς μίας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Καθὼς τὸ ζήτημα τῆς σχολικῆς ἐκπαιδεύσεως ἀποτελεῖ ὑπόθεση τῶν γερμανικῶν κρατιδίων καὶ ὄχι τῆς ὁμοσπονδίας, ὑπὸ τὸ συντονισμὸ τοῦ γράφοντος ἐνεργοποιοῦνται ἐντεταλμένοι συντονιστὲς στὰ ἑξῆς κρατίδια: Βάδη-Βυρτεμβέργη, Βαυαρία, Ἕσση, Κάτω Σαξονία, Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, Ρηνανία Παλατινᾶτο. Μὲ ἐξαίρεση τὸ τελευταῖο κρατίδιο, σὲ ὅλα τὰ ἄλλα διδάσκονται τὰ Ὀρθόδοξα Θρησκευτικὰ σὲ πολλὰ σχολεῖα, ἐνῶ ἔχουν καταρτιστεῖ ἀναλυτικὰ προγράμματα σχεδὸν γιὰ ὅλους τοὺς σχολικοὺς τύπους καὶ ὅλες τὶς σχολικὲς βαθμίδες. Σημαντικὸ ρόλο στὴν ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων ἔπαιξε ὁ Ἐπίσκοπος Λεύκης Εὐμένιος, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 2002 μέχρι τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 2006 ἦταν ὁ Schulbischof, ὁ Ἐπίσκοπος δηλαδὴ γιὰ τὰ σχολικὰ θέματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὴ Γερμανία.

[10]. Ἀπὸ τὸ Μάρτιο τοῦ 2007 ὁ π. Κωνσταντῖνος Μύρων εἶναι Ἀντιπρόεδρος τῆς ὁμοσπονδιακῆς Ὁμάδος Ἐργασίας Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν (ACK), τῆς πλατφόρμας συνεργασίας ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Γερμανίας, θέση ποὺ κατεῖχε ὁ γράφων ἀπὸ τὸ 1974 μέχρι τὸ 2007.

[11]. Ἡ KOKiD καὶ σήμερα ἡ OBKD μέσω τῆς «Ἑταιρίας Ὀρθοδόξων Μέσων Ενημέρωσης» («Gesellschaft Orthodoxe Medien e.V.») ἔχει μιὰ συνεχὴ παρουσία μὲ τὸ περιοδικό-ὄργανο της «Orthodoxie Aktuell», τὸ «Ὀρθόδοξο Λειτουργικὸ Ἡμερολόγιο» (Orthodoxer Liturgischer Kalender) καὶ τὸν Κατάλογο «Ὀρθόδοξες Ἐπισκοπὲς καὶ Ἐνορίες στὴ Γερμανία (Orthodoxe Bistümer und Gemeinden in Deutschland).

[12]. Κάθε α΄ Κυριακὴ τοῦ Μαΐου τὸ ZDF (τὸ δεύτερο πρόγραμμα τῆς γερμανικῆς τηλεόρασης) μεταδίδει μιὰ Ὀρθόδοξη Θεία Λειτουργία, ἐνῶ τὸ ραδιόφωνο τοῦ WDR (ἡ δυτικὴ γερμανικὴ ραδιοφωνία) μία Κυριακὴ τοῦ Σεπτεμβρίου.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ