Από τον κ. Δημήτρη Μάρδα Υφυπουργό Εξωτερικών πήραμε και δημοσιεύουμε το παρακάτω άρθρο:
Δεκέμβριος 1996. Οι κινητοποιήσεις των αγροτών στη πιο ζωντανή περίοδο της αγοράς, παραμονές Χριστουγέννων, κόβουν την Ελλάδα στη μέση, προκαλώντας εύλογα προβλήματα στη διακίνηση των προϊόντων. Οι αγρότες αποδίδουν τις κινητοποιήσεις τους στην αναθεώρηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ). Αυτή όμως κινείται στα όσα έχουν συμφωνηθεί διεθνώς, μετά την υπογραφή της συμφωνίας του «Γύρου της Ουρουγουάης», (1994). Το σχετικό πρωτόκολλο εκείνης της συμφωνίας, άνοιγε στην ουσία τις εθνικές γεωργίες στο παγκόσμιο ανταγωνισμό, καταργώντας λοιπόν κάθε μορφή προστασίας στο μέλλον.
Εκείνη την εποχή κάποιοι μπέρδευαν τα όσα είχαν γραφεί στη «Συνθήκη του Μάαστριχτ» (1993) με τα όσα διαδραματίζονταν στο πλαίσιο της ΚΑΠ, θεωρώντας υπεύθυνη τη «Συνθήκη» για τις αλλαγές στη γεωργία. Στη «Συνθήκη του Μάαστριχτ» όμως, δεν υπάρχει ούτε ένα άρθρο που να αναφέρεται στη ΚΑΠ!. Η πλάνη αυτή οδήγησε στο βροντερό «όχι» των Γάλλων αγροτών στο δημοψήφισμα για την αποδοχή ή μη της «Συνθήκης». Η πλάνη εκείνη, οδήγησε επίσης πολλούς Έλληνες αγρότες στους δρόμους.
Το 1996, εξαιτίας των αγροτικών κινητοποιήσεων οι ζημίες 150 εξαγωγικών επιχειρήσεων της Βόρειας Ελλάδος, υπολογίστηκαν σε 13 δις. Δραχμές, σύμφωνα με έρευνα του Συνδέσμου Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος (ΣΕΒΕ). Αυτή όμως ήταν μια μάλλον ιδιαίτερα επιεικής εκτίμηση, αφού αναφερόταν στις ζημίες των ημερών που διήρκησαν τα μπλόκα και οι κινητοποιήσεις μόνο.
Οι ζημιές όμως που προκαλούνται από το κλείσιμο των δρόμων και των συνόρων δεν μετριούνται μόνο κατά το διάστημα του αποκλεισμού τους. Ακολουθούν την οικονομία και μετά τη λήξη της «μάχης». Διαπιστώνεται από τους πρόσφατους αποκλεισμούς, ότι κάποιοι ξέχασαν πολύ σύντομα τις συνολικές ζημιές που προκλήθηκαν μετά την περιπέτεια του Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου του 1996. Άλλοι όμως που πλήρωσαν ακριβά εκείνη την περίοδο, τις θυμούνται.
Όταν ένας πελάτης δεν εξυπηρετείται στο χρόνο που έχει συμφωνηθεί με τον προμηθευτή του, τότε χάνεται και δύσκολα επανακτάται. Ουδείς στο εξωτερικό δικαιολογεί τους αποκλεισμούς κεντρικών αρτηριών και συνόρων ή οτιδήποτε μορφής καταλήψεων, που ταράσσουν την αγορά. Όλοι θέλουν να βλέπουν τα ράφια τους γεμάτα από προϊόντα, να κάνουν τη δουλειά τους και να εξυπηρετούν τον κόσμο.
Τοn απόηχο των αποκλεισμών των οδών του 1996, το νιώσαμε στην ουσία το 1997 όπως και κάποια χρόνια μετά. Πράγματι, οι ακυρώσεις των παραγγελιών του 1996 των δυο τελευταίων μηνών, συνεχίστηκαν και το 1997, κάτι που ήταν αναμενόμενο. Αναλυτικότερα, το 1997 οι μειώσεις των εξαγωγών σε κρέας, ψάρια, σιτηρά, γαλακτοκομικά, λαχανικά και φρούτα μειώθηκαν κατά 100 εκ. δολάρια σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, (2 δις δολάρια ήταν οι εξαγωγές τους το 1996).
Η διαχρονικά καθοδική τάση των εξαγωγών με διακυμάνσεις, οδήγησε σε ένα χαμηλό ύψος ρεκόρ των εξαγωγών των αγροτικών μας προϊόντων, που έφθασε τα 1,5 δις ευρώ το 2000. Μέσα σε τέσσερα χρόνια λοιπόν χάθηκαν 400 εκ. δολάρια εξαγωγές. Μόνο από το 2001 και μετά άρχισαν να ανακάμπτουν οι εξαγωγές, αλλά με χαμηλότερους ρυθμούς σε σχέση με το παρελθόν δηλαδή πριν το 1996. Στα ποτά και τα καπνά η μείωση το 1997 ήταν 50 εκ. δολάρια σε σχέση με το 1996 (720 εκ δολ. ήταν οι εξαγωγές τους το 1996).
Εύλογα συνάγεται ότι η πτωτική πορεία των εξαγωγών τροφίμων επηρέασε αρνητικά το σύνολο των εξαγωγών της χώρας.
Στις ημέρες μας η ιστορία αυτή φαίνεται να επαναλαμβάνεται. Μικρές επιχειρήσεις με 10-13 άτομα και τζίρους 8-10 εκ. ευρώ, καταγράφουν απώλειες 500 χιλ. ευρώ ανά δεκαήμερο στο συγκεκριμένο χρόνο, καθώς εμποδίζονται οι εξαγωγές των αγροτικών τους προϊόντων. Οι αποκλεισμοί των εθνικών οδών, που οδηγούν σε μια ασυνέπεια ως προς τις παραδόσεις αγαθών, προκαλούν λοιπόν εκ νέου ζημίες στη διακίνηση αγροτικών προϊόντων. Οι μνήμες αδυνάτισαν, με αποτέλεσμα να ακολουθούνται πρακτικές εκ μέρους των αγροτών, που θα οδηγήσουν πάλι στη συσσώρευση ζημιών μετά από είκοσι χρόνια.
Η εμπειρία του 1996 μας έδειξε ότι το κύριο βάρος των ζημιών στις εξαγωγές το σήκωσαν τα αγροτικά προϊόντα και τα τρόφιμα. Το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και τώρα, σε μια περίοδο λοιπόν όπου οι αγρότες «πυροβολούν ξανά τα πόδια τους».