Από την Πτώση του Τείχους του Βερολίνου στις 9 Νοεμβρίου του 1989 και τον Εθνικό Ύμνο στη βουλή της Ομοσπονδιακής Γερμανίας στη Βόννη την επόμενη μέρα, στη Γερμανική Επανένωση στο Βερολίνο, σαν σήμερα, στις 3 Οκτωβρίου 1990. Συγκίνηση για τους παλιούς, μάθημα και ανακάλυψη ενός κομβικού κεφαλαίου της σύγχρονης γερμανικής και παγκόσμιας ιστορίας για τους νεότερους.
Η βραδιά της Πτώσης του Τείχους, όταν το σιδηρούν παραπέτασμα πλέον είχε πια καταρρεύσει εκείνο το κρύο βράδυ του Νοεμβρίου, σήμανε μια νέα εποχή ασυγκράτητης ελπίδας και χαράς. Αλλά και την αρχή μιας ιστορικής διαδικασίας μέχρι τον Οκτώβριο του 1990 για την ίδια τη Γερμανία, η οποία σαράντα και πλέον χρόνια μετά τη διαίρεσή της σε Δυτική και Ανατολική, θα ενωνόταν και πάλι σε μια χώρα, ειρηνικά και αναίμακτα.
Σαν σήμερα, τέθηκε επίσημα σε ισχύ η Συνθήκη για την Επανένωση των δύο Γερμανιών, που σηματοδοτούσε τη γερμανική επανεκκίνηση σε ένα ενιαίο πλέον κράτος, στη βάση των μεταπολεμικών δεσμεύσεων της Δυτικής Γερμανίας για ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος δικαίου, που θα εγγυόταν την μακροημέρευση των δημοκρατικών θεσμών, της ελευθερίας και της ευημερίας των πολιτών του. Εντός της ευρωπαϊκής οικογένειας και με δεσμεύσεις απέναντι στη διεθνή κοινότητα αλλά και στις εγγυήτριες, νικήτριες δυνάμεις μετά το τέλος του Β´Παγκοσμίου Πολέμου.
Η 3η Οκτωβρίου του 1990 ήταν επίσης μια ημέρα ημέρα ευφορίας και νίκης της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, η οποία σήμερα, 34 χρόνια μετά δέχεται ξανά σοβαρά πλήγματα, αυτή τη φορά από την Ακροδεξιά, η οποία περιφρονεί το δημοκρατικό κεκτημένο που αποκτήθηκε τόσο δύσκολα, μετά τον Ναζισμό, το Ολοκαύτωμα και τη μεταπολεμική διαίρεση σε δύο ομοαίματα κράτη-εχθρούς.
Η «έκπληξη» του υπ. Εσωτερικών Σόιμπλε
Η διαδικασία της ενοποίησης των δύο Γερμανιών δεν ήταν αυτονόητη, ούτε ήταν δεδομένο ότι θα πετύχαινε, σε μια εποχή κοσμογονικών αλλαγών με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Κι όμως πέτυχε, προς έκπληξη πολλών. Και του Βόλφανγκ Σόιμπλε, ο οποίος το 1990 ήταν υπ. Εσωτερικών στην κυβέρνηση Χέλμουτ Κολ και θεωρείται αρχιτέκτονας της Συνθήκης για την Επανένωση.
Όπως είχε πει ο ίδιος στην Ολομέλειας της βουλής της Βόννης λίγο πριν τεθεί σε ισχύ η Συμφωνία, και ο ίδιος δεν το πίστευε. «Αγαπητές κυρίες και αγαπητοί κύριοι. Κάποιοι από εμάς έχουν εκπλαγεί τους τελευταίους μήνες. Και πράγματι τον περασμένο χρόνο έχει προξενήσει έκπληξη το γεγονός ότι η ενότητα της Γερμανίας επήλθε με ειρήνη και ελευθερία, όπως συμβαίνει και εδώ με τη σύγκληση της βουλής και την κυβέρνηση. Κι εμένα με έχει εκπλήξει» είχε πει ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε τον Αύγουστο του 1990.
Μέχρι το τέλος της ζωής του ο Β. Σόιμπλε θεωρούσε τη συμβολή του στην ιστορική εκείνη χρονιά ως πολιτικό παράσημο και τη σημαντικότερη συμβολή του στη γερμανική δημοκρατία.
Από τον Γκορμπατσόφ στον Πούτιν
Καταλυτικός όμως στην ομαλή διαδικασία ενοποίησης των δύο Γερμανιών με την αφομοίωση ουσιαστικά της μέχρι τότε κομμουνιστικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας ήταν και ο ρόλος του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, του σοβιετικού ηγέτη της «Γκλάσνοστ» και της «Περεστρόικα», με τις οποίες ξεκίνησε η φιλελευθεροποίηση της Σοβιετικής Ένωσης και η αρχή του τέλους της. Και στη Γερμανία έχει μείνει στην ιστορία ως ο πολιτικός, που δρομολόγησε όχι μόνο το τέλος του Ψυχρού Πολέμου αλλά και την γερμανική Επανένωση.
Και μπορεί ο Χριστιανοδημοκράτης «καγκελάριος της Επανένωσης», Χέλμουτ Κολ, να μην τον εμπιστευόταν εξαρχής, συγκρίνοντάς τον μάλιστα με τον Γκέμπελς, τον επικεφαλής της ναζιστικής προπαγανδιστικής μηχανής, όμως στη συνέχεια αναγνώρισε τη συμβολή του στην ειρηνική μετάβαση στην ενιαία Γερμανία, αίροντας εμπόδια που θα μπορούσε να είχε θέσει η Μόσχα. Ο Χέλμουτ Κολ είχε πει σχετικά, όπως έχει καταγραφεί σε ντοκιμαντέρ της DW, ότι ο Γκορμπατσόφ «του είχε δηλώσει ότι θα σεβόταν τη διαδικασία της γερμανικής ενοποίησης. Και ότι ήταν υπόθεση των Γερμανών να αποφασίσουν μόνοι τους για τον χρόνο και τον δρόμο προς αυτήν».
34 χρόνια μετά, αυτή η ιστορική στιγμή προσέγγισης Κολ και Γκορμπατσόφ, που άνοιξε το δρόμο για την ειρηνική Γερμανική Επανένωση φαντάζει ξένη όσο ποτέ κι άλλο τόσο ηχεί σαν υπενθύμιση ότι υπάρχει περιθώριο για διάλογο ακόμη κι εκεί που κάποτε υψώνονταν Τείχη.
34 χρόνια μετά, οι σχέσεις Γερμανίας και Ρωσίας, Σολτς και Πούτιν, μετά την εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, βρίσκονται στο απόλυτο ναδίρ και το τηλέφωνο, που κάποτε χτυπούσε συχνά μεταξύ Καγκελαρίας και Κρεμλίνου και οι δύο πλευρές απαντούσαν με άνεση άλλοτε στα γερμανικά κι άλλοτε στα ρωσικά, έχει να χτυπήσει από τον χειμώνα του 2022.