Πριν το αιματηρό τέλος των διαδηλώσεων στην καρδιά του Πεκίνου πολλοί ήλπιζαν για μία δημοκρατική αλλαγή στην Κίνα. 35 χρόνια αργότερα το ενδεχόμενο αυτό μοιάζει ακόμη πολύ μακρινό.O Γουέρ Καϊσί θυμάται με οργή την 4η Ιουνίου. Ο εξόριστος Κινέζος ήταν ένας από τους εκατοντάδες χιλιάδες μαθητές που πριν από 35 χρόνια κατέβηκαν στην Πλατεία της Ουράνιας Ειρήνης (Τιεν Αν Μεν) σε μία ειρηνική διαδήλωση ενάντια στην κυβέρνηση, τη διαφθορά και υπέρ της ενίσχυσης της δημοκρατίας.

Η διαδήλωση όμως έληξε μέσα σε ένα λουτρό αίματος και έκτοτε η ημέρα αυτή είναι επισήμως ένα θέμα ταμπού στην Κίνα. Μέχρι σήμερα η χαρακτηριστική εικόνα του άνδρα που στάθηκε μπροστά από το τεθωρακισμένο όχημα αποτελεί σύμβολο διαμαρτυρίας των απλών ανθρώπων ενάντια στο πανίσχυρο κόμμα.

«Οι ήχοι από τους πυροβολισμούς ήταν δυνατοί», θυμάται ο Καϊσί για τη νύχτα μεταξύ της 3ης και 4ης Ιουνίου 1989 όταν επενέβησαν οι στρατιώτες και έθεσαν αιματηρό τέλος στις διαδηλώσεις που διαρκούσαν εβδομάδες. «Θέλαμε να έχουμε και εμείς λόγο, θέλαμε να ακουστούμε», λέει ο Ουιγούρος, που σήμερα ζει στην Ταϊβάν. Αιτήματα των διαδηλωτών ήταν η αναγνώριση του δημοκρατικού φοιτητικού κινήματος και διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών.

Στη σημερινή Κίνα του Σι Τζινπίνγκ τα αιτήματα αυτά εξακολουθούν να μοιάζουν με μακρινό όνειρο. Το πρόβλημα ωστόσο δεν είναι ο Σι, αλλά το ίδιο το σύστημα, δηλώνει ο Γου Ρενχουά, ο οποίος βρισκόταν επίσης μεταξύ των διαδηλωτών το 1989 και ζει και αυτός εξόριστος στην Ταϊβάν. «Εάν το Κομμουνιστικό κόμμα δεν πάρει την πρωτοβουλία να ξεκινήσει μία μετάβαση στη δημοκρατία, τότε μία μέρα θα ανατραπεί από τον λαό όπως το σοβιετικό κομμουνιστικό καθεστώς», εκτιμά.

Ελπίδα για δημοκρατία στη δεκαετία του 1980

Κατά τη δεκαετία του 1980 υπήρχε στην Κίνα η πίστη πως τον οικονομικό εκσυγχρονισμό θα ακολουθήσουν και μεταρρυθμίσεις. Ελπίδα πολλών ήταν ο Χου Γιαομπάνγκ, τότε Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος και σύντροφος του μεταρρυθμιστή Ντενγκ Σιαοπίνγκ. Ποτέ δεν υλοποιήθηκε όμως μία δημοκρατική αλλαγή. Το 1987 ο Χου καθαιρέθηκε και τελικά πέθανε τον Απρίλιο του 1989.

Με τον θάνατο του Χου έλαβε χώρα η δημοκρατική κινητοποίηση στην Πλατεία Τιεν Αν Μεν – μπροστά μάλιστα από το μνημείο του Μάο Τσετούνγκ, του άλλοτε ισχυρότερου επαναστατικού ηγέτη των κομμουνιστών, η εικόνα του οποίου κοσμεί την είσοδο προς την Απαγορευμένη Πόλη. Έμπνευση για τις διαδηλώσεις ήταν μεταξύ άλλων και το κίνημα του Solidarnosc («Αλληλεγγύη») στην Πολωνία, όπως λέει ο Καϊσί – του συνδικάτο που αντιτάχθηκε στην κυβέρνηση και πέτυχε τη διεξαγωγή εκλογών. «Τότε ελπίζαμε πως το Πεκίνο θα γίνει μία δεύτερη Βαρσοβία».

Ένα «αιματηρό σκηνικό»

Η πίεση προς την κυβέρνηση κορυφώθηκε με απεργία πείνας. Το Πεκίνο δεν μπορούσε να ελέγξει τις διαδηλώσεις – στις 15 Μαΐου εμποδίστηκε ακόμη και η έλευση του προέδρου της Σοβιετικής Ένωσης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στην Πλατεία όπου οι επίσημοι επισκέπτες γίνονταν συνήθως δεκτοί με λαμπρές τιμές. Περίπου ένα εκατομμύριο άνθρωποι διαδήλωσαν μπροστά στα μάτια του διεθνούς Τύπου, καταφέρνοντας έτσι ένα σημαντικό πλήγμα στη διεθνή φήμη της κινεζικής ηγεσίας.

Η κινεζική κυβέρνηση κάλεσε τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό και επέβαλε στρατιωτικό νόμο. «Νωρίς το πρωί της 4ης Ιουνίου 1989 παρέμεινα στην Πλατεία μαζί με δύο χιλιάδες ακόμη φοιτητές, έως ότου μας απομάκρυναν οι στρατιώτες», διηγείται ο Ρενχουά, συγγραφέας αρκετών βιβλίων για τη σφαγή στην Πλατεία Τιεν Αν Μεν.

Κατά τη διάρκεια της νύχτας οι φοιτητές είχαν εγκαταλείψει την Πλατεία και η σφαγή έλαβε χώρα στους γύρω δρόμους, με τεθωρακισμένα άρματα μάχης να κυνηγούν τους φοιτητές που προσπαθούσαν να διαφύγουν προς τα δυτικά, συνεχίζει ο Ρενχουά. «Ένα από τα τεθωρακισμένα με τον αριθμό 106 ξεπρόβαλε από πίσω, σκότωσε 11 ανθρώπους επί τόπου και τραυμάτισε ακόμη περισσότερους», μετατρέποντας την περιοχή σε ένα «αιματηρό σκηνικό».

Διαφυγή με ασθενοφόρα

Ο Καϊσί διέφυγε και αυτός από την Πλατεία, με «το τελευταίο ασθενοφόρο», όπως λέει ο 56χρονος. Ένας φοιτητής, βαριά τραυματισμένος στο κεφάλι, ξεψύχησε μέσα στο όχημα μπροστά στα μάτια του. «Η οργή είναι ένα από τα πολλά συναισθήματα που νιώθω», δηλώνει.

Ο αριθμός των νεκρών παραμένει μέχρι σήμερα άγνωστος σίγουρα εκατοντάδες. Ο κινεζικός Ερυθρός Σταυρός είχε προβεί τότε σε μία ανεπιβεβαίωτη εκτίμηση που έκανε λόγο για 2.600 νεκρούς. «Κάποια μέρα η αλήθεια θα αποκαλυφθεί», είναι βέβαιος ο Καϊσί.

Λίγο πριν την 35η επέτειο από τη σφαγή της Πλατείας οι «Μητέρες της Τιεν Αν Μεν», μίας ένωσης συγγενών των θυμάτων, ζητά και πάλι εξηγήσεις και κάποια αποζημίωση από την κυβέρνηση. Πολλοί από τους ανθρώπους που είχαν κατέβει τότε στους δρόμους ζουν σήμερα στην εξορία – και μονάχα από εκεί μπορούν να μιλήσουν ελεύθερα για τις εμπειρίες τους. «Μία σφαγή που συγκλόνισε ολόκληρο τον πλανήτη και 35 χρόνια αργότερα ο κινεζικός λαός δεν επιτρέπεται ακόμη να μιλήσει γι' αυτό», λέει ο Ρενχουά. «Το βρίσκω πολύ θλιβερό».

Συλλήψεις πριν την επέτειο

Για πολλά χρόνια οι άνθρωποι στο Χονγκ Κονγκ τιμούσαν τη μνήμη των θυμάτων. Το Πεκίνο όμως έχει υπονομεύσει τόσο τη δημοκρατία στην άλλοτε βρετανική αποικία ώστε πλέον δεν επιτρέπονται οι δημόσιες εκδηλώσεις μνήμης.

Η αστυνομία προβαίνει αυτές τις μέρες σε αρκετές συλλήψεις πολιτών, με την κατηγορία πως δημοσιεύουν «ανατρεπτικές» απόψεις στο διαδίκτυο και καλούν σε παράνομες πράξεις ενόψει μίας «ευαίσθητης ημερομηνία».

Η κινεζική κυβέρνηση θέλει να σβήσει κάθε ανάμνηση για τη σφαγή, όπως αναφέρει η Μάγια Γουάνγκ από το Human Rights Watch. Η οργάνωση για τα ανθρώπινα δικαιώματα ζητά από τη διεθνή κοινότητα να μην επιτρέψει στο Πεκίνο να απαγορεύει τις αναφορές στη σφαγή και να διώκει όσους θέλουν να ανακαλούν τα γεγονότα.

Οι δημόσιες εξεγέρσεις είναι προφανώς κάτι το αδύνατο στην Κίνα. Μία μικρή αχτίδα ελπίδας υπήρξε με τις διαδηλώσεις για την πανδημία το 2022, όταν οι άνθρωποι κατέβηκαν στους δρόμους με λευκά φύλλα χαρτιού, διαμαρτυρόμενοι ενάντια στους αυστηρούς περιορισμούς της κυβέρνησης. Οι διαδηλώσεις εμποδίστηκαν και τα μέτρα για την πανδημία άρθηκαν μονάχα όταν τα κρούσματα δεν μπορούσαν πια να τεθούν υπό έλεγχο. Επρόκειτο για τη μεγαλύτερη συλλογική κινητοποίηση με πολιτικά αιτήματα στη χώρα από τα γεγονότα της Πλατείας Τιεν Αν Μεν, λέει ο Ρενχουά.

Η ελπίδα για αλλαγή παραμένει ζωντανή

Ο Καϊσί δηλώνει πως σήμερα εξακολουθούν να υπάρχουν αυτοί οι ακτιβιστές στην Κίνα όπως και τα δημοκρατικά αιτήματα για περιορισμό της κυβερνητικής εξουσίας και για μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών στη λήψη αποφάσεων. Το ζήτημα είναι μόνο το πώς θα διαχειριστεί η κυβέρνηση αυτές τις επιθυμίες. «Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα κανένα καθεστώς δεν υπήρχε αιωνίως», παρατηρεί ο Ρενχουά.

Οι ακτιβιστές του 1989 ζητούν μεγαλύτερη δημοκρατία στην Κίνα. Και παρ' ότι κάτι τέτοιο δεν είναι απλή υπόθεση, «η πίεση φέρνει πάντα κάποιο αποτέλεσμα», δηλώνει ο Καϊσί. Αντιθέτως η ανοχή που δείχνει η παγκόσμια κοινότητα απέναντι στην Κίνα εδώ και 35 χρόνια δεν βοηθάει σε τίποτα. «Μπορεί κάποιος να βρίσκεται είτε στην πλευρά των τεθωρακισμένων είτε του διαδηλωτή που στάθηκε μπροστά στο τανκ. Δεν υπάρχει τίποτα ενδιάμεσο».

Επιμέλεια: Γιώργος Πασσάς

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ