Οδυσσέας Αθανασιάδης*.

Χιλιάδες χρόνια είναι οι Έλληνες στους «δρόμους». Ο Οδυσσέας στην θάλασσα, ο Ίκαρος στον αέρα, ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Ηρόδοτος και τα εκατομμύρια των Ελλήνων που ζουν και εργάζονται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.athana

Και πάλι στους «δρόμους». Οι νέοι Έλληνες ξαναφεύγουν. Είναι υποχρεωμένοι. Η ανεργία των νέων και των νέων ενηλίκων στην Ελλάδα ξεπέρασε το 50%. Και πολλοί από όσους έχουν μια κάποια δουλειά στην Ελλάδα, αδυνατούν πάνω της να χτίσουν οικογένεια και μέλλον.

Πρόκειται στην πλειοψηφία για καλά εκπαιδευμένους – πολλές φορές με σπουδές στο εξωτερικό – μιλούν περισσότερες ξένες γλώσσες και μεταναστεύουν για να βρουν δουλειά στο εξωτερικό. Με ανάμικτα συναισθήματα. Λυπημένοι και θυμωμένοι.

Διαφορετικές οργανώσεις και γραφεία διαμεσολάβησης προσπαθούν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό να βοηθήσουν αυτούς τους νέους μετανάστες ή να εκμεταλλευτούν την συγκυρία.

Ακούγονται και καταγράφονται διαφορετικές απόψεις, εκτιμήσεις και τοποθετήσεις αναφορικά με το επίκαιρο κύμα μετανάστευσης. Για την απώλεια καλά εκπαιδευμένου δυναμικού που θα λείψει στην φάση ανοικοδόμησης της χώρας, διαβάζουμε.

Σίγουρο είναι πως αυτοί οι νέοι άνθρωποι χρειάζονται δουλειά και χώρο για να αναπτύξουν τις ικανότητές τους και να υλοποιήσουν τα όνειρά τους. Και αυτό δεν μπορούν πλέον να το κάνουν στην πατρίδα τους.

Τις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις αυτού του νέου μεταναστευτικού κύματος μάλλον στο τέλος αυτής της περιόδου θα μπορέσουμε να τις αξιολογήσουμε ικανοποιητικά.

Αλλά παρ όλες τις ουσιαστικές διαφορές μεταξύ της τελευταίας και της επίκαιρης μεταναστευτικής περιόδου της χώρας μας, θεωρούμε χρήσιμη την ανάλυση των επιπτώσεων της τελευταίας μεταναστευτικής περιόδου στους ενδιαφερόμενους και στην χώρα αποστολής των μεταναστών.

Ίσως αυτή η ανάλυση βοηθήσει σε μια πιο αντικειμενική δημόσια συζήτηση για το επίκαιρο μεταναστευτικό κύμα.

Untitled1

Το φαινόμενο της μετανάστευσης, παρουσιάζει μια διαρκή επικαιρότητα. Με την άμεση μετάδοση των πληροφοριών και την γρήγορη και σχετικά οικονομική μετακίνηση είναι πλέον σχεδόν αδύνατο να βρει κανείς μεγάλους κοινωνικούς χώρους και ακόμα λιγότερο εθνικές και κρατικές οντότητες που να μην επηρεάσθηκαν και επηρεάζονται από αξιόλογες μετακινήσεις μικρότερων ή μεγαλύτερων ομάδων ανθρώπων.

Τα αίτια και οι επιπτώσεις του φαινομένου της μετανάστευσης παλιότερα και σήμερα έχουν εν μέρει διαφοροποιηθεί. Υπάρχει όμως ένας κοινός τόπος αιτιών και αποτελεσμάτων που διέπει το φαινόμενο της μετανάστευσης σε όλη του την διαχρονική εξέλιξη.

Η προσπάθεια βελτίωσης των βιοποριστικών συνθηκών και η αποφυγή της διαφορετικής-αρνητικής αντιμετώπισης από το εκάστοτε κατεστημένο μπορούν να ανιχνευθούν, ίσως με διαφορετική ένταση, στις περισσότερες ιστορικές περιόδους, ως εκ των αιτιών της μετανάστευσης.

Στην τελευταία περίπτωση και σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου η αλλαγή τόπου είχε να κάνει με την προστασία της ζωής και των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το φαινόμενο της μετανάστευσης είναι συνυφασμένο και με την αναζήτηση ασύλου.

Ήδη σήμερα και με αυξανόμενο ειδικό βάρος, στα αίτια της μετανάστευσης γενικότερα και της εσωτερικής μετανάστευση συγκαταλέγεται και η μόλυνση και αλόγιστη διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος.

Συμπεράσματα λοιπόν που προκύπτουν από την ανάλυση του φαινομένου της ελληνικής μετανάστευσης, μπορούν αναλογικά να έχουν ισχύ και για τους αλλοδαπούς πολίτες που ζουν και εργάζονται σήμερα στην Ελλάδα.

Οι περισσότερες εργασίες για την ελληνική μετανάστευση αναφέρονται κυρίως σε αριθμούς , στατιστικές και ποσοστά. Οι λιγότερες από αυτές αναφέρονται στο ξερίζωμα, τον πόνο και τα συναισθήματα αυτών των ανθρώπων. Αυτοί οι άνθρωποι, που όπως οι ίδιοι γράφουν, δεν κόπηκαν μόνο από τις ρίζες τους αλλά έχασαν και τα κλαδιά τους. Πολλοί από αυτούς, για πολλά χρόνια, επαφή με τα παιδιά τους είχαν μόνο για τέσσερις εβδομάδες κάθε χρόνο. Τα παιδιά ζούσαν με τους παππούδες τους στην Ελλάδα και ας μην ξεχνάμε ότι στις δεκαετίες του 60 και 70 πολύ λίγα νοικοκυριά στην πατρίδα είχαν τηλέφωνο για να μπορούν να επικοινωνούν οι οικογένειες των μεταναστών.

Η πατρίδα τους έστειλε στην ξενιτιά, απροετοίμαστους και χωρίς στοιχειώδη γνώση της γλώσσας, με βασικό σκοπό την αποσυμπίεση της ελληνικής αγοράς εργασίας και την εισροή του «πολύτιμου» συναλλάγματος.

Παρ΄ όλα αυτά η πατρίδα ήταν η επιθυμία και ο σταθερός στόχος των περισσοτέρων εξ΄ αυτών.

 

Ένας μετανάστης έγραφε

 

«…όταν φυσούσε ο Νοτιάς, ανοίγαμε τα παράθυρα και μας χάιδευε τα πρόσωπα. Ήταν το αεράκι που ερχόταν απ’ την πατρίδα. Στο μουρμουρητό του αναγνωρίζαμε τα χαιρετίσματα της αγαπημένης, τον καημό των γονιών και το τραγούδι της αδερφής. Ήταν το αεράκι που μας χάρισε την πρώτη ανάσα της ζωής μας και έπαιρνε μαζί του τον τελευταίο στεναγμό αγαπημένων προσώπων…»

Για τους Έλληνες και για την Ελλάδα η μετανάστευση αποτελεί μια πολύ παλιά ιστορία. Από την Αρχαία Ελλάδα και μέχρι σήμερα, μεμονωμένα άτομα και ολόκληρες ομάδες με την θέλησή τους ή κάτω από πίεση, εγκατέλειπαν την πατρίδα τους για λιγότερο ή περισσότερο χρονικό διάστημα ψάχνοντας την τύχη τους στα ξένα.

Την ελληνική μετανάστευση μπορούμε να την κατατάξουμε σε τέσσερεις περιόδους.

 

  1. την « αγροτική μετανάστευση» στην Αρχαία Ελλάδα. Τα αίτια εδώ ήταν δημογραφικής φύσεως και ο σκοπός η κατάκτηση νέων εδαφών (Μικρά Ασία, Βόρειος Αφρική, Σικελία)

 

  1. την «εμπορική» μετανάστευση που διήρκησε από τον Μεσαίωνα μέχρι τα τέλη του 19. αιώνα, με κύριο αίτιο τις εμπορικές συναλλαγές με την Κεντρική Ευρώπη, τον Βαλκανικό χώρο και την Μέση Ανατολή

 

  1. την «βιομηχανική» μετανάστευση που άρχισε την τελευταία δεκαετία του 19 αιώνα και διήρκησε περίπου έναν αιώνα. Την περίοδο αυτή εργατικό δυναμικό από την Ελλάδα μετανάστευσε προς τα ανεπτυγμένα βιομηχανικά κράτη της Δύσης. Αυτή η περίοδος και ιδιαίτερα το διάστημα μετά 1960 αποτελεί και το αντικείμενο της σημερινής μας προσέγγισης

 

Untitled2

  1. και την περίοδο που διανύουμε σήμερα με την φυγή χιλιάδων καλά μορφωμένων νέων Ελλήνων στην αναζήτηση δουλειάς και χώρων δημιουργικής δραστηριοποίησης.

Οι αιτίες της μετανάστευσης ήταν περισσότερες και διαφορετικές.

Ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού πληθυσμού ήταν πρόσφυγες ή παιδιά προσφύγων, που ήρθαν στην Ελλάδα από την Μικρά Ασία το 1922.

Και σήμερα ακόμα μια από τις κυριότερες αιτίες της μετανάστευσης γενικότερα αποτελεί η «προσφυγιά». Η οικονομική κατάσταση αυτών των ανθρώπων ήταν και είναι ιδιαίτερα δύσκολη.

Από την πρώην Σοβιετική Ένωση, λίγο πριν ξεσπάσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήρθαν Έλληνες, οι οποίοι και εξ΄ αιτίας του πολέμου, έζησαν κάτω από άθλιες συνθήκες στην Ελλάδα. Και στις περισσότερες περιπτώσεις αντιμετωπίσθηκαν με καχυποψία, γιατί θεωρήθηκαν “επηρεασμένοι” από το πολιτικό σύστημα της Σοβιετικής Ένωσης. Ο εμφύλιος πόλεμος ανέβαλε την ανοικοδόμηση της χώρας. Οι ηττημένοι στον εμφύλιο υπέστησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα διώξεις και οι πόρτες για απασχόληση στο κράτος ήταν γι αυτούς πρακτικά κλειστές.

Η δικτατορία συνέχισε τις διώξεις και συνέβαλε έτσι και αυτή στην μετανάστευση.

Για τους λόγους που προαναφέρθηκαν πολλοί Έλληνες μετανάστευσαν στα ελληνικά αστικά κέντρα όπου και ένοιωθαν περισσότερη ασφάλεια και ήλπιζαν να βρουν δουλειά. Έτσι συγκεντρώθηκε στην Αθήνα, πολύς κόσμος χωρίς καμιά ελπίδα για εύρεση εργασίας. Παράλληλα η ύπαιθρος άρχισε να ερημώνει και η οικονομία στις αγροτικές περιοχές ήταν σε ύφεση. Η αγροτική οικονομία αδυνατούσε σε κάθε περίπτωση να απασχολήσει το υπάρχον εργατικό δυναμικό. Οι αγροτικές μονάδες ήταν στην Ελλάδα ιδιαίτερα μικρές.   Με μέσο όρο 36 στρέμματα ανά μονάδα δεν είχαν καμιά δυνατότητα να λειτουργήσουν παραγωγικά και να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας. Το μικρό μέγεθος των αγροτικών εκμεταλλεύσεων δεν επέτρεπε την πραγματοποίηση επενδύσεων με παραγωγή υπεραξίας και την αύξηση των θέσεων εργασίας.

Εξ΄ άλλου και οι χαμηλές τιμές των αγροτικών προϊόντων δεν επέτρεπαν την συγκέντρωση κεφαλαίου. Η έλλειψη λοιπόν θετικής προοπτικής στην αγροτική Ελλάδα συνέβαλε στην μετανάστευση της δεκαετίας του 70.

Επίσης δεν υπήρχε στην Ελλάδα μια αγροτική και βιομηχανική πολιτική που θα μπορούσε να δώσει μια προοπτική απασχόλησης στο υπάρχον εργατικό δυναμικό.

Και ας μην ξεχνάμε και την επίδραση των πρώτων μεταναστών σ΄ εκείνους που έμειναν στην πατρίδα. Για να φανούν επιτυχημένοι, παρουσίαζαν την κατάστασή τους με ιδιαίτερα φωτεινά χρώματα και παρακινούσαν συμπατριώτες τους να μεταναστεύσουν. Δεν αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι άνθρωποι από τον ίδιο τόπο καταγωγής ζούσαν και εργαζόντουσαν και στο εξωτερικό σε πολύ κοντινές περιοχές.

Η σχετικά δύσκολή οικονομική θέση της Ελλάδας την περίοδο αυτή φαίνεται ξεκάθαρα και από τους οικονομικούς δείκτες.

Το κατά κεφαλήν εισόδημα το 1960 έφτανε στην Ελλάδα τα 430 δολάρια και αποτελούσε μόνο το 36% του μέσου κατά κεφαλήν εισοδήματος των τότε εννέα κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το έτος 1975 ο δείκτης αυτός έφτασε στην Ελλάδα στα 2 150 δολάρια και αντιστοιχούσε στο 50% του αντίστοιχου μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αλλά όλοι αυτοί οι λόγοι από μόνοι τους δεν μπορούσαν να προκαλέσουν αυτές τις μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών. Η οικονομική ανάπτυξη και η ζήτηση εργατικών χεριών από τα βιομηχανικά κράτη της Δυτικής Ευρώπης ήταν ο απαραίτητος αντίποδας για την δημιουργία του μεταναστευτικού ρεύματος.

Ο αριθμός των Ελλήνων που μετανάστευσαν σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό ήταν ιδιαίτερα μεγάλος. Μόνο στην Γερμανία μετανάστευσαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο πάνω από ένα εκατομμύριο Έλληνες. Περισσότεροι από 650 χιλιάδες μετανάστευσαν το ίδιο διάστημα στις Η.Π.Α., τον Καναδά και την Αυστραλία.

Οι περισσότεροι από αυτούς έφυγαν από την Βόρεια Ελλάδα και από την Αθήνα. Και η πλειοψηφία αυτών που έφυγαν από την Αθήνα προέρχονταν επίσης από την επαρχία. Στην προσπάθεια βελτίωσης των συνθηκών ζωής τους μετακινήθηκαν κατ΄ αρχάς προς την πρωτεύουσα.

Οι δημογραφικές επιπτώσεις ήταν για κάποιες περιοχές πολύ σημαντικές. Σε αρκετούς Βορειοελλαδικούς νομούς ο αριθμός των κατοίκων  μειώθηκε κατά 25%. Οι επιπτώσεις στην οικονομία, την εκπαίδευση και τον τομέα των δημοσίων επενδύσεων ήταν ιδιαίτερα αισθητές

Το επίπεδο μόρφωσης των μεταναστών ήταν χαμηλό. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, το 90% των μεταναστών την περίοδο 1963 με 65 πήγαν στο δημοτικό σχολείο. Τα στοιχεία όμως δεν αναφέρουν πόσοι από αυτούς τελείωσαν το δημοτικό σχολείο.

Η επαγγελματική εξειδίκευση των Ελλήνων μεταναστών ήταν διαφορετική. Το εργατικό δυναμικό που μετανάστευσε στην Γερμανία την περίοδο 61-65, προέρχονταν από τον βιομηχανικό τομέα και θεωρούνταν υψηλότερης εξειδίκευσης. Το διάστημα 1966 με 1975 μετανάστευσαν εργατικά χέρια, κατά πλειοψηφία από τον αγροτικό τομέα, χωρίς καμιά βιομηχανική εξειδίκευση.

Η πλειοψηφία αυτών των ανθρώπων είχε καλή υγεία.

Πρώτον γιατί άνθρωποι με προβλήματα υγείας δείχνουν μικρότερη διάθεση ν΄ αλλάξουν ουσιαστικά την ζωή τους και δεύτερον τα κριτήρια επιλογής της γερμανικής επιτροπής σε συνεργασία με τις ελληνικές αρχές ήταν ιδιαίτερα αυστηρά.

Ποια ήταν όμως η στάση των ελληνικών κυβερνήσεων. Μεταναστευτική πολιτική κατά την γνώμη μας δεν υπήρξε.

Για τις ελληνικές κυβερνήσεις μετά τον πόλεμο, η μετανάστευση ήταν για την αγορά εργασίας μια καλοδεχούμενη βαλβίδα εκτόνωσης. Το αχρησιμοποίητο εργατικό δυναμικό αποτελούσε εξ΄ άλλου έναν δυνητικό κίνδυνο για «δυσάρεστες» κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις.

Το εισαγόμενο μεταναστευτικό συνάλλαγμα βελτίωνε επίσης και το ελλειμματικό ελληνικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και υποστήριζε ουσιαστικά μια αδύνατη οικονομία.

Στην αρχή της μετανάστευση προς την Δυτική Ευρώπη έγιναν δύο θεμελιώδεις υποθέσεις, οι οποίες όμως αποδείχθηκε ότι ήταν λανθασμένες και δεν επαληθεύθηκαν.

Σύμφωνα με την πρώτη υπόθεση η μετανάστευση θα είχε έναν προσωρινό χαρακτήρα.

Έτσι δεν θεωρήθηκε απαραίτητη μια ολοκληρωμένη μεταναστευτική πολιτική και οι όποιες κρατικές παρεμβάσεις περιορίσθηκαν στην διευκόλυνση κατά την μετακίνηση και την εύρεση θέσεων εργασίας.

Επίσης έπρεπε, σύμφωνα με την νομοθεσία, να ρυθμισθούν θέματα σχετικά με την αμοιβή της προσφερόμενης εργασίας, οι συνθήκες εργασίας και η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.

Ένα μεγάλο μέρος των ελλήνων μεταναστών, αντίθετα με την πρόβλεψη της σύντομης μετανάστευσης, έμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Γερμανία και είτε έφερε από την Ελλάδα τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του, είτε δημιούργησε νέα οικογένεια στην Γερμανία.

Το 1991 ο μέσος όρος παραμονής των Ελλήνων στην Γερμανία ανέρχονταν στα 19,6 έτη. Η λανθασμένη υπόθεση της βραχείας παραμονής των μεταναστών στην Γερμανία δεν ευνόησε την γλωσσική και επαγγελματική υποστήριξη των μεταναστών. Για τους λόγους  αυτούς αποτελούσαν οι μετανάστες τον αδύνατο κρίκο της οικονομικής και κοινωνικής αλυσίδας και ήταν οι πρώτοι στους οποίους επιδρούσαν οι αρνητικές εξελίξεις όπως η ανεργία.

Σύμφωνα με την δεύτερη θεμελιώδη υπόθεση, οι Έλληνες μετανάστες με τις εξειδικεύσεις που θα αποκτούσαν στην ξενιτιά, θα επηρέαζαν θετικά με την επιστροφή τους την ελληνική οικονομία.

Κατά πρώτον, η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων μεταναστών δεν απέκτησε καμία ιδιαίτερη εξειδίκευση και κατά δεύτερον ακόμα κι εκεί που απεκτήθησαν παρόμοιες εξειδικεύσεις, για πολλούς και διαφορετικούς λόγους δεν έγινε δυνατή η εκμετάλλευση τους μετά την επιστροφή τους στην Ελλάδα.

Αντιθέτως, το επίπεδο εκπαίδευσης της πλειοψηφίας των νέων Ελλήνων στο εξωτερικό ήταν σαφώς χαμηλότερο από το αντίστοιχο επίπεδο των νέων στην Ελλάδα.

Θεωρητικά οι Έλληνες μετανάστες θα μπορούσαν να επηρεάσουν με τους εξής τρόπους την Ελλάδα.

 

1       Με την αποδημία τους,

 

2       με τα χρηματικά εμβάσματα

 

3       με τις αποκτηθείσες γνώσεις και εξειδικεύσεις

 

4       με τις οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητές τους μετά την επιστροφή τους στην Ελλάδα

και

 

5       με την λειτουργία τους ως πρεσβευτές της χώρας.

 

Οι δημογραφικές επιπτώσεις της μετανάστευσης και οι αντίστοιχες στην αγορά εργασίας αναφέρθηκαν ήδη.

Λόγω και της έλλειψης εργατικών χεριών εξ΄ αιτίας της μετανάστευσης, εγκαταλείφθηκαν καλλιέργειες με υψηλή συμμετοχή εργασίας( όπως καπνός) προς όφελος άλλων με χαμηλή συμμετοχή εργασίας( όπως τα σιτηρά).

Αργότερα αναπτύχθηκαν φυτείες ελιάς και ακτινιδίου. Ταυτόχρονα προωθήθηκε η μερική μηχανοποίηση της γεωργίας. Μια ορθολογική χρήση του κεφαλαίου δεν ήταν όμως δυστυχώς δυνατή στην ελληνική αγροτική οικονομία λόγω, όπως προαναφέρθηκε, του μικρού μεγέθους των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, και του πολυτεμαχισμού των γεωργικών μονάδων.

Μετά την επιστροφή τους, οι μετανάστες δεν επηρέασαν ιδιαίτερα την αγροτική οικονομία και δεν συνέβαλαν στην ουσιαστική βελτίωσή της.

Στην βιομηχανία, η μετανάστευση, με την ροή των εμβασμάτων και τις τραπεζικές καταθέσεις, προκάλεσε επενδύσεις με υψηλή συμμετοχή κεφαλαίου. Οι επενδύσεις αυτές υποστηρίχθηκαν από ένα πολύ αδύνατο στρώμα εξειδικευμένου προσωπικού, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να μείνουν ανταγωνιστικά σε μια ανοιχτή αγορά όπως αυτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πολλές από τις επιχειρήσεις αυτές, είτε έκλεισαν είτε στράφηκαν προς το εμπόριο, με συνέπεια την δυσμενή διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας.

Εναλλακτικά θα μπορούσαν να υλοποιηθούν επενδύσεις με υψηλό ποσοστό εργασίας με δυνατότητα αξιοποίησης του υπάρχοντος εργατικού δυναμικού με ευνοϊκούς όρους. Η συγκέντρωση κεφαλαίου από τις επενδύσεις αυτές με την παράλληλη βελτίωση του βαθμού εξειδίκευσης του εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα, θα δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για οικονομική ανάπτυξη σε διαρθρωτικά υψηλότερο επίπεδο.

Οι επιδράσεις των χρηματικών εμβασμάτων δεν περιορίσθηκαν όμως μόνο στην βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Από τα λεφτά αυτά ωφελήθηκαν και οικονομικά αδύνατες ομάδες του ελληνικού πληθυσμού και αναπτυξιακά μειονεκτούσες περιοχές. Αλλά η εξ αιτίας της μετανάστευση αλλαγή του καταναλωτικού μοντέλου προκάλεσε και νέες εισαγωγές προϊόντων και κατ΄ επέκταση εξαγωγή συναλλάγματος. Επίσης τα χρηματικά ποσά που δεν επενδύθηκαν σε παραγωγικές επενδύσεις προκάλεσαν ανεπιθύμητες πληθωριστικές τάσεις.

Σύμφωνα με σχετικές μελέτες, ο μεγάλος κερδισμένος στην ελληνική οικονομία από τα μεταναστευτικά εμβάσματα, ήταν ο οικοδομικός τομέας.

Κατασκευάσθηκαν διαμερίσματα και σπίτια χωρίς ιδιαίτερες ποιοτικές απαιτήσεις. Πολλά ελληνικά χωριά άλλαξαν όψη. Πολλά νέα σπίτια καταβρόχθισαν κυριολεκτικά ένα μεγάλο μέρος των οικονομιών των Ελλήνων μεταναστών και συχνά έπαιξαν ένα ρόλο προβολής χωρίς να ικανοποιούν πραγματικές ανάγκες. Αρκετά από τα σπίτια αυτά έμειναν ακατοίκητα για μεγάλο χρονικό διάστημα και έπρεπε με την επιστροφή των ιδιοκτητών να ανακαινισθούν. Με την οικοδομική δραστηριότητα είχαν αρκετοί οικονομικοί κλάδοι για μεγάλα χρονικά διαστήματα δουλειά. Μόλις όμως η οικοδομική δραστηριότητα βρισκόταν σε ύφεση, όλοι αυτοί οι κλάδοι αντιμετώπιζαν προβλήματα με συνέπεια να επιδεινώνονται και τα προβλήματα στην αγορά εργασίας.

Ένα άλλο μέρος των οικονομιών των μεταναστών ήταν κατατεθειμένα στις τράπεζες. Αλλά για να ήταν δυνατόν, με τα χρήματα αυτά να ακολουθηθεί μια επιτυχής εκβιομηχάνιση της χώρας, έπρεπε η πολιτική να θεσπίσει και το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο. Δυστυχώς, η πολιτική αυτή έλειψε, με αποτέλεσμα την δημιουργία μιας σειράς προβληματικών επιχειρήσεων, των οποίων τα οικονομικά ελλείμματα, για κοινωνικούς λόγους, χρηματοδοτήθηκαν από τα κρατικά ταμεία.

Οι αποκτηθείσες εξειδικεύσεις ήταν περισσότερο μια επιθυμία και λιγότερο μια χειροπιαστή πραγματικότητα. Η πρόσκληση εργατικού δυναμικού στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης δεν ήταν κάποιο είδος αναπτυξιακής βοήθειας, αλλά εξυπηρετούσε την στενότητα στην αγορά εργασίας στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης.

Το ειδικό βάρος των προγραμμάτων για την επαγγελματική επιμόρφωση δεν ήταν μεγάλο, γιατί σύμφωνα και με την συνθήκη υποδοχής, οι μετανάστες έπρεπε να κληθούν από την Ελλάδα να επιστρέψουν , όταν δεν θα ήταν αναγκαία η παρουσία τους στις αγορές της Δύσης. Αλλά οι Έλληνες δεν έκαναν ικανοποιητική χρήση και των όποιων δυνατοτήτων τους προσέφερε το γερμανικό κράτος για επαγγελματική εξέλιξη.

Μη ικανοποιητική γνώση της γλώσσας, η προτίμηση καλύτερα πληρωμένων εργατικών θέσεων αλλά με λιγότερες ευκαιρίες επαγγελματικής εξέλιξης, η δεύτερη δουλειά και οι υπερωρίες, συνέβαλαν έτσι ώστε μόνο ένα 10% των Ελλήνων μεταναστών να αποκτήσει επαγγελματική εξειδίκευση. Παράλληλα ένα 20% των μεταναστών επέστρεψε σχετικά σύντομα στην Ελλάδα, με ανάλογα μικρές επαγγελματικές εμπειρίες. Ένα άλλο κομμάτι των μεταναστών, μετά την επιστροφή του στην πατρίδα, δεν ήταν πλέον επαγγελματικά ενεργό.

Επίσης η ελλιπής επαγγελματική εξειδίκευση της νεώτερης γενιάς των Ελλήνων μεταναστών , με αυξανόμενες δυσκολίες και την πίεση στην αγορά εργασίας, τους δυσκολεύει να πάρουν μέρος με επιτυχία στον σύγχρονο καταμερισμό εργασίας.

Τι περίμενε όμως τους μετανάστες στην πατρίδα και σε ποιους τομείς απασχολήθηκαν οι Έλληνες μετά την επιστροφή τους στην Ελλάδα;

Υπήρχε η ελπίδα ότι με τις οικονομίες των μεταναστών θα γίνουν παραγωγικές επενδύσεις με αναπτυξιακές επιδράσεις για την ελληνική οικονομία. Η εξέλιξη όμως δεν ήταν η αναμενόμενη για πολλούς και διαφορετικούς λόγους όπως επενδύσεις κεφαλαίων σε κατασκευή σπιτιών και ελλιπής επαγγελματική κατάρτιση.

Εξ΄ άλλου η άποψη ότι οι μετανάστες με την επιστροφή τους θα απασχολούνταν ως ελεύθεροι επαγγελματίες, με βελτίωση του επιπέδου των προσφερομένων υπηρεσιών, ανταποκρίνεται μόνο εν μέρει στην πραγματικότητα. Η αυτοαπασχόληση ήταν στις περισσότερες φορές η μοναδική διέξοδος για δουλειά.

Η πλειοψηφία των ανδρών που συνέχισαν να εργάζονται μετά την επιστροφή τους στην Ελλάδα κατευθύνθηκε αναγκαστικά προς τον αγροτικό τομέα. Πολλοί λίγοι απασχολήθηκαν στην μεταποίηση. Σημαντικές ήταν και οι διαφοροποιήσεις που προέκυψαν στο μεταξύ ανάμεσα στον πρωτογενή και τριτογενή τομέα.

Μόνο το 3% των ανδρών είχαν απασχόληση στον τριτογενή τομέα πριν μεταναστεύσουν. Μετά την επιστροφή τους οι απασχολούμενοι στον τριτογενή τομέα έφταναν το 25%.

Η λειτουργία ενός καφενείου, καφετέριας, εστιατορίου, ενός μικρού εμπορικού καταστήματος ή ενός ταξί, υπήρξαν οι τομείς που προτιμήθηκαν ιδιαίτερα στον τομέα των υπηρεσιών. Αυτό ήταν αποτέλεσμα της έλλειψης εργατικών θέσεων στην βιομηχανία. Παράλληλα οι εργασίες στην αγροτική οικονομία συνοδεύονταν από μειωμένη κοινωνική αποδοχή με αποτέλεσμα, εκεί όπου αυτό ήταν δυνατό, να μην προτιμούνται.

Untitled3Στα παραθαλάσσια χωριά έγιναν επενδύσεις στον τουριστικό τομέα. Οι επενδύσεις αυτές, τις περισσότερες φορές, προσκόμισαν στους μετανάστες ένα σχετικά εξασφαλισμένο ετήσιο εισόδημα. Στην περίπτωση αυτή βέβαια δεν αναλύουμε την επίδραση των επενδύσεων αυτών στο φυσικό περιβάλλον των τουριστικών περιοχών.

Ο κοινωνικός ρόλος των μεταναστών ήταν μάλλον περιορισμένος. Οι επιθυμητές θέσεις εργασίας στον δημόσιο τομέα ήταν στην ουσία για τους μετανάστες, για μεγάλο χρονικό διάστημα απρόσιτες. Με την απουσία τους για μεγάλο διάστημα από την Ελλάδα, τους έλειψαν και οι απαραίτητες επαφές για να μπορούν να έχουν πρόσβαση στον δημόσιο τομέα. Κομματικές λειτουργίες ανελάμβαναν συνήθως όσοι δεν μετανάστευσαν, γιατί γνώριζαν καλύτερα τους κανόνες του παιχνιδιού και ήταν σε θέση να εκτιμήσουν με μεγαλύτερη επιτυχία τα νέο κομματικό πεδίο.

Οι μετανάστες δεν μπόρεσαν να παίξουν τον ρόλο του πρεσβευτή για τον τόπο τους. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν απλοί άνθρωποι, οι οποίοι για να πετύχουν τους προσωπικού τους στόχους με την μετανάστευση, έπρεπε να εργαστούν πολύ σκληρά. Η όλη δραστηριοποίησή τους επικεντρώθηκε στην επίλυση των προσωπικών τους προβλημάτων και την διατήρηση της πολιτιστικής τους ταυτότητας. Παρά τα μεγάλα χρονικά διαστήματα που έμεναν εκτός Ελλάδας, η βασική τους επιδίωξη ήταν η επιστροφή στον τόπο τους, με συνέπεια τα όποια αποθέματα ενέργειας, να τα διέθεταν για την εκπλήρωση αυτού του στόχου. Αλλά και για να μπορούσαν να λειτουργήσουν ως πρεσβευτές χρειαζόντουσαν υποστήριξη, την οποία όμως δεν είχαν, ακόμα και σε επίπεδο τοπικών πολιτιστικών συλλόγων. Ούτε από την Ελλάδα αλλά ούτε και από τις διπλωματικές υπηρεσίες της πατρίδας τους. Ειδικά οι διπλωματικές αρχές, για μεγάλα χρονικά διαστήματα, παρακολουθούσαν με καχυποψία τις δραστηριότητες των μεταναστών.

Αλλά και η ελληνική οικονομία γενικότερα δεν κατόρθωσε μέσω των μεταναστών να αποκτήσει ουσιαστικά μεγαλύτερα μερίδια αγοράς στις χώρες υποδοχής.

Ένα παράδειγμα. Για μεγάλο διάστημα ο αριθμός των ελληνικών εστιατορίων στην Γερμανία ξεπερνούσε τις 12 χιλιάδες και κάθε χρόνο επισκέπτονταν την Ελλάδα περισσότεροι από 2 εκατομμύρια γερμανοί πολίτες.

Σε δειγματοληπτικά τεστ στην γερμανική αγορά, για την αυθόρμητη αναφορά επώνυμων ελληνικών προϊόντων το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό.

Οι απαντήσεις αναφερόντουσαν γενικά σε ούζο, φέτα κλπ. Η αναφορά συγκεκριμένων προϊόντων, συγκεκριμένων εταιριών και από μη καταναλωτές των προϊόντων αυτών, εκτός από το κονιάκ Μεταξά και εν μέρει την εταιρία Τσάνταλη, ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη.

Η πολιτιστική ανταλλαγή της πρώτης γενιάς των μεταναστών δεν ήταν ιδιαίτερα έντονη. Το σπίτι, οι συγγενείς και συμπατριώτες, το ελληνικό καφενείο και σε κάμποσες περιπτώσεις οι υπάρχουσες ελληνικές κοινότητες, κάλυπταν όλες τις εξωεργασιακές ανάγκες των μεταναστών. Η δεύτερη γενιά, είχε περισσότερες πολιτιστικές και κοινωνικές επαφές με τον γερμανικό πληθυσμό και τις άλλες εθνικές ομάδες. Προέκυψαν μικτές οικογένειες με παράλληλη άμβλυνση πολιτικών, κοινωνικών, πολιτιστικών, θρησκευτικών και ταξικών διαφορών και συνόρων. Τα παιδιά αυτών των οικογενειών διαμορφώνουν την προσωπικότητά τους με στοιχεία από διαφορετικούς πολιτισμούς. Ιδιαίτερα θετικό στοιχείο αυτής της εξέλιξης αποτελεί το γεγονός ότι για ένα μέρος της γενιάς αυτής έννοιες όπως χριστιανός, καθολικός, μουσουλμάνος, να χρησιμοποιούνται ουδέτερα και χωρίς προκαταλήψεις.

Συνοπτικά μπορούμε να αναφέρουμε:

 

Η μετανάστευση συνέβαλε στην ουσιαστική μείωση του πληθυσμού της χώρας.

 

Η αναλογία των ηλικιωμένων αυξήθηκε και ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός μειώθηκε.

 

Επιτεύχθηκε μερική αποσυμπίεση της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα.

 

Το εισαχθέν συνάλλαγμα συνέβαλε στην βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και έδωσε για μεγάλο χρονικό διάστημα ζωή στον οικοδομικό τομέα χωρίς όμως να μπορέσει να επηρεάσει ιδιαίτερα την διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας.

 

Η επαγγελματική κατάρτιση των μεταναστών δεν βελτιώθηκε ουσιαστικά. Διαμορφώθηκε μάλλον ένα δυσμενές περιβάλλον για την επαγγελματική επιμόρφωση των μεταναστών δεύτερης γενιάς, με τάσεις αναπαραγωγής ανειδίκευτων εργατών. Την βασική ευθύνη βέβαια εδώ την έχουν οι ελληνικές κυβερνήσεις.

 

Οι μετανάστες οι ίδιοι απεκόμισαν οικονομικά οφέλη με υψηλό όμως τίμημα. Οι συνθήκες διαβίωσης και εργασίας δεν ήταν πάντα οι καλύτερες. Η απομάκρυνσή τους από την οικογένειά τους και το οικείο περιβάλλον, προκάλεσε ψυχοσωματικά προβλήματα με επιπτώσεις και μετά την επιστροφή στην πατρίδα τους.

 

Αναρωτιέμαι αν οι συμπατριώτες μας στην σύγχρονη Οδύσσεια τους κατόρθωσαν να πετύχουν τους στόχους τους , να φθάσουν στην Ιθάκη και να απαλλαγούν από τον φόβο του Ποσειδώνα. Την απάντηση πρέπει μάλλον να την δώσει ο καθένας για τον εαυτό του ξεχωριστά. Το ίδιο μάλλον θα συμβεί και με τις χιλιάδες των καλά εκπαιδευμένων νέων Ελλήνων που βρίσκονται και σήμερα στους «δρόμους».

Κείμενο, φωτογραφίες: Οδυσσέας Αθανασιάδης

Ο *Οδυσσέας Αθανασιάδης σπούδασε οικονομικά στη Χαϊδελβέργη και εκπροσωπεί την „Elliniki Gnomi,, και τον Γερμανοελληνικό Επιχειρηματικό Σύνδεσμο (DHW) στην Βόρεια Ελλάδα.

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ