Την οργή των νεκρών να φοβάστε

Οδυσσέας Ελύτης

 Γράφει ο Δημήτρης Βλαχοπάνος.

Η εγκληματική πράξη

Δεν είναι περίεργο που οι Γερμανοί έχουν χάσει τη μνήμη τους. Και έχουν ξεχάσει τα δράματα που έσπειραν και τις πληγές που άνοιξαν στις ψυχές των Ελλήνων. Κι ούτε που δίνουν την εντύπωση πως η ανθρώπινη ζωή δεν έχει καμιάν αξία μπροστά στα συμφέροντά τους και τις οικονομικές απαιτήσεις τους. Κι έχουν αναθέσει στον εαυτό τους το ρόλο του πρωταγωνιστή σε μια πανάθλια εκστρατεία κατασυκοφάντησης της χώρας μας. Μα εμείς δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τα εγκλήματά τους και δεν ησυχάζουμε αν δεν τους τα υπενθυμίζουμε αδιάκοπα.

Ότι, λοιπόν, οι στρατιώτες της 1ης γερμανικής μεραρχίας εντελβάις διέπραξαν στο Κομμένο τον Αύγουστο του 1943 ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα πολέμου είναι πέραν πάσης αμφιβολίας. Ανεξάρτητα από το τι έχει αποφασιστεί για το ολοκαύτωμα του Κομμένου στη δίκη της Νυρεμβέργης και τι εκκρεμότητες έχουν απομείνει στα διεθνή δικαστήρια και στα επίσημα εθνικά και διεθνή έγγραφα, στη συνείδηση όλων των ανθρώπων η σφαγή των αμάχων και η ισοπέδωση του χωριού μόνο ως έγκλημα πολέμου και ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας έχει καταγραφεί.1

Το ολοκαύτωμα του Κομμένου ανήκει στις ελάχιστες εκείνες φρικιαστικές περιπτώσεις όπου άνθρωποι ανυπεράσπιστοι και ανυποψίαστοι μετατρέπονται αιφνίδια σε τραγικά θύματα μιας οργανωμένης επίθεσης τακτικού στρατού με στόχο δήθεν την εξόντωση ανταρτών. Οι στρατιώτες του 12ου λόχου εκτελούσαν τις διαταγές που τους δόθηκαν, συντονίζοντας τη δράση τους με το φανατισμό που διέκρινε το διοικητή τους υπολοχαγό ναζιστή Βίλι Ρέζερ. Γι’ αυτό κάποιοι από αυτούς, εξοικειωμένοι με παρόμοια εγκλήματα στις μάχες της Ρωσίας και του Μαυροβουνίου, επέδειξαν ιδιαίτερο ζήλο και δεν είχαν κανέναν απολύτως ηθικό φραγμό. Δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός του Στέφανου Παππά ότι «προτού αρχίσουν το βάρβαρο έργο τους εμέθων από ναρκωτικά».2 Ήταν απλά μεθυσμένοι από τα στοιχεία που περιείχε η ανάλυση της διαταγής τόσο από το συνταγματάρχη Γιόζεφ Ζάλμινγκερ όσο και από τον υπολοχαγό Ρέζερ. Και ασφαλώς ενεργούσαν οι περισσότεροι από αυτούς ως στρατιώτες του Χίτλερ.

Στο Κομμένο οι ναζιστικές δυνάμεις δεν έδωσαν μάχη. Δε συγκέντρωσαν τους κατοίκους του για να επιλέξουν θύματα προς εκτέλεση. Δεν εφάρμοσαν τα γνωστά αντίποινα. Τέτοιος λόγος, ασφαλώς, δεν υπήρχε, αφού κανείς Γερμανός αξιωματικός ή στρατιώτης ούτε εκτελέστηκε ούτε τραυματίστηκε ούτε, εν πάση περιπτώσει, αντιμετωπίστηκε με βαναυσότητα από τους κατοίκους του ή από τους αντάρτες που υποτίθεται ότι έδρευαν σ’ αυτό. Ακόμη και ο ίδιος ο συνταγματάρχης Ζάλμινγκερ, που έφτασε σ’ αυτό στις 12 Αυγούστου, διευκολύνθηκε να το εγκαταλείψει ανενόχλητος. «Όχι μόνο δεν πείραξαν τους Γερμανούς οι αντάρτες, αλλά βοηθήσαμε το αυτοκίνητο να βγη από το χαντάκι, που είχε ανατραπή, και να φύγη ανενόχλητο. Κάναμε περισσότερο από ό,τι επέβαλε η εθνική μας τιμή, ενώ μπορούσαμε όλους να τους σκοτώσουμε», αναφέρει ο γυμνασιάρχης Στέφανος Παππάς καταθέτοντας στη δίκη της Νυρεμβέργης.3

 

Οι γερμανικές μαρτυρίες

Πλήθος στοιχείων και μαρτυριών από τους ίδιους τους Γερμανούς στρατιώτες δεν αφήνουν το ελάχιστο ίχνος σχετικά με το κακούργημα και το έγκλημα πολέμου. «Χωριά στα οποία θα πέφτουν πυροβολισμοί ή θα απαντώνται οπλισμένοι, θα καίγονται και ο ανδρικός πληθυσμός θα εκτελείται» ανέφερε η διαταγή του στρατηγού Βάλτερ φον Στέτνερ, διοικητή της 1ης Μεραρχίας Ορεινών Καταδρομών. Στο Κομμένο εκτελέστηκαν οι πάντες χωρίς καμιά διάκριση, παρότι δεν έπεσαν πυροβολισμοί ούτε απαντήθηκαν οπλισμένοι αντάρτες. «Στο χωριό δεν υπήρξε η παραμικρή αντίσταση, ούτε καν ένας πυροβολισμός, και από τη δική μας πλευρά δεν υπήρξε ούτε ένας τραυματίας», αναφέρει ο δεκανέας Κουρτ Ντρέερ.4 Παρά ταύτα εκτελέστηκαν 36 παιδιά ηλικία 4 μηνών έως 5 χρονών, 126 γυναίκες από 16 έως 80 χρονών και 96 άντρες από 16 έως 80 χρονών.

«Πρώτα ρίχναμε χειροβομβίδες μέσα στα σπίτια και μετά πυροβολούσαμε με καραμπίνες και οπλοπολυβόλα από τις πόρτες. Πολλά πτώματα κάηκαν μέσα στα σπίτια και η μυρωδιά ήταν αφόρητη», θυμάται ο Γιοχάνες Ραλ.5 «Ήμουν αυτόπτης μάρτυρας όταν κάποιοι στρατιώτες έχωναν μπουκάλια μπίρας στα γεννητικά όργανα γυναικείων πτωμάτων. Νομίζω ότι είδα και πτώματα με βγαλμένα μάτια», εκμυστηρεύεται χωρίς να μπορεί να κρύψει την αηδία του ο Άλμπερτ Σένγκερ.6

«Τα μέλη του 12ου λόχου συνέλαβαν εκείνους που ήταν κρυμμένοι στα σπίτια τους και τους συγκέντρωσαν στη μικρή πλατεία… ήταν μια ομάδα 15 – 20 ανθρώπων, κυρίως γυναίκες. Ανάμεσά τους υπήρχαν όμως και μερικά αγόρια και κορίτσια 12 ή 13 ετών… Ο Τσάντερ έστησε το πολυβόλο σε απόσταση 10 – 15 μέτρων… έριξε μια σειρά ριπές και θέρισε τον κόσμο», περιγράφει ο Όσκαρ Γκούντμαν,7 ο οποίος σημειώνει πως ο Τσάντερ άνοιξε πυρ στην αυλή του Θεόδωρου Μάλλιου την ώρα του γάμου, κατόπιν διαταγής του ανθυπολοχαγού και απειλής ότι σε περίπτωση ανυπακοής θα συντάξει αναφορά σε βάρος του και θα τον στείλει στο στρατοδικείο. Αλλά κι ο ίδιος ο πυροβολητής δεκανέας Άλμπερτ Τσάντερ ομολογεί χαρακτηριστικά: «Ήμουν τόσο ταραγμένος που θ’ αναγκαζόμουν να πυροβολήσω γυναικόπαιδα. Τα νεύρα μου ήταν εξαιρετικά τεντωμένα. Πραγματικά δε θυμάμαι πια, είναι σαν να έχω στη μνήμη μου ένα κενό».8

Και συνεχίζει αμέσως μετά: «Ο ανθυπολοχαγός ή αρχηγός της ομάδας μου έδωσε τη διαταγή να πυροβολήσω τους Έλληνες. Αρνήθηκα. Ανάμεσα στους Έλληνες βρίσκονταν γυναίκες και παιδιά και νομίζω μια από τις γυναίκες κρατούσε ένα μωρό στην αγκαλιά. Ήμουν απόλυτα σίγουρος ότι ετοιμαζόμουν να διαπράξω ένα έγκλημα. Αυτή η μέρα ανήκει στις χειρότερες αναμνήσεις που έχω από όλο τον πόλεμο. Ο ανθυπολοχαγός ή ομαδάρχης είχε στηθεί πίσω μου και απειλούσε να με πυροβολήσει με το οπλοπολυβόλο του σε περίπτωση που θ’ αρνιόμουν να εκτελέσω τη διαταγή του. Αυτή την απειλή την πήρα πολύ σοβαρά. Όλοι μας είχαμε αναγκαστεί να λάβουμε μέρος στην επιχείρηση. Ίσως να με απείλησε και με στρατοδικείο. Αμέσως άρχισα να πυροβολώ προς τη μεριά των Ελλήνων, οι οποίοι προσπάθησαν να κρυφτούν πίσω από τα κασόνια».9

Για το ίδιο γεγονός καταθέτει στη δίκη της Νυρεμβέργης ο γυμνασιάρχης Στέφανος Παππάς: Οι Γερμανοί «έβγαλαν έξω από το σπίτι του Θεόδωρου Μάλλιου, που γινόταν ο γάμος, 10 – 15 άτομα που εθέρισαν με το πολυβόλο. Είδα με τα μάτια μου απέναντι από τα θύματα σωρός από κάλυκες. Οι υπόλοιποι, γαμπρός, νύφη, συμπέθεροι και άλλοι εν όλω 32 κάηκαν, έγιναν στάχτη μέσα στο διώροφο σπίτι, που καίονταν μια ολόκληρη ημέρα και νύχτα».10 Οι Γερμανοί φρόντισαν, μετά το τέλος της «μάχης» και παρά την αφόρητη ζέστη, να κάνουν μια τελευταία επιθεώρηση στο χωριό και να αποτελειώσουν ό,τι έμεινε στη μέση. «Παντού υπήρχαν πτώματα. Ορισμένοι δεν είχαν αφήσει ακόμη την τελευταία τους πνοή. Προσπαθούσαν να μετακινηθούν και βογκούσαν. Δύο ή τρεις κατώτεροι αξιωματικοί έκαναν μια τελευταία περιπολία στο χωριό κι έδωσαν τη χαριστική βολή στους ετοιμοθάνατους», θυμάται ο δεκαεννιάχρονος στρατιώτης Γιόχαν Χάουσμαν.11

Λίγο πριν αναχωρήσει ο στρατός, οι επικεφαλής παρότρυναν τους στρατιώτες να πάρουν μαζί τους ό,τι ήθελαν ως λάφυρο από το χωριό. «Οι στρατιώτες όμως ήταν σε τέτοιο βαθμό εξαντλημένοι, που δεν άγγιξαν σχεδόν τίποτε από τα πράγματα που βρίσκονταν ολόγυρα. Μόνο οι αξιωματικοί φόρτωσαν στα φορτηγά κλεμμένα χαλιά και άλλα πολύτιμα αντικείμενα», θυμάται ένας άλλος δεκαεννιάχρονος στρατιώτης, ο Χανς Τίσλερ.12  Ενώ ο Ρέζερ «διέταξε μερικούς στρατιώτες να βάλουν φωτιά στα λίγα σπίτια που είχαν μείνει ανέπαφα».13

Η αηδία και ο εξευτελισμός

Θα μπορούσε να παραθέσει κανείς αμέτρητα γεγονότα που δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία πως το ολοκαύτωμα του Κομμένου ήταν ένα έγκλημα πολέμου, σε βαθμό που ο ίδιος ο ταγματάρχης Ράινχολντ Κλέμπε, που ακολούθησε την εκκαθαριστική επιχείρηση ως διοικητής του τάγματος στο οποίο ανήκε ο 12ος λόχος, χωρίς – όπως ισχυρίστηκε ο ίδιος – να λάβει μέρος σ’ αυτή, να επιπλήξει αυστηρά τον υφιστάμενό του υπολοχαγό Βίλι Ρέζερ, όταν κάτωχρος και αηδιασμένος από αυτό που αντίκρισαν τα μάτια του μέσα στο Κομμένο, βρέθηκε αντιμέτωπος μαζί του: «αυτό, κύριε υπολοχαγέ, δεν έχει καμιά σχέση με τον πόλεμο. Με κάτι τέτοια δε θέλω να έρθω σε επαφή».14

Τα στοιχεία της καταστροφής είναι συνταρακτικά. Εξοντώθηκαν και αφανίστηκαν 20 ολόκληρες οικογένειες. Δολοφονήθηκαν μαζικά και αποτρόπαια 72 παιδιά ηλικίας κάτω των δέκα ετών. Μέσα στα ίδια τους τα σπίτια κάηκαν ζωντανοί γονείς μαζί με τα παιδιά τους. Ούτε ένα τουφέκι δε στράφηκε εναντίον των Γερμανών. Ούτε ένας αντάρτης δε βρέθηκε τη μέρα εκείνη στο Κομμένο. Απώλειες του Κομμένου 317 νεκροί. Σπίτια καμένα, αγαθά λεηλατημένα, κτίρια πυρπολημένα. Απώλειες ανταρτών: μηδέν. Απώλειες των επιδρομέων: ένα μεγάλο, ένα τεράστιο και απερίγραπτο μηδέν, που στρέφεται, εντέλει, εναντίον τους και τους εξευτελίζει.

 

Σημειώσεις

  1. «Χάρτης του Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης»

Β΄ Εγκλήματα πολέμου

Στην κατηγορία αυτή εμπίπτουν οι παραβιάσεις των νόμων και εθίμων του πολέμου. Ενδεικτικά τέτοιες παραβιάσεις αποτελούν, ο φόνος, η κακή μεταχείριση, ή η μεταγωγή στο εξωτερικό αστικού πληθυσμού κατεχόμενης Χώρας για καταναγκαστική εργασία ή για οποιοδήποτε άλλο σκοπό, ο φόνος ή η κακή μεταχείριση αιχμαλώτων πολέμου ή προσώπων σε ανοικτή θάλασσα, η θανάτωση ομήρων, η διαρπαγή δημόσιας ή ιδιωτικής περιουσίας, η άσκοπη καταστροφή πόλεων, κωμοπόλεων και χωριών, ή η ερήμωση που δεν δικαιολογείται από στρατιωτική ανάγκη.

Γ΄ Εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας

Τέτοια θεωρούνται οι φόνοι, η εξόντωση, ο εξανδραποδισμός, η εκτόπιση και άλλες απάνθρωπες πράξεις που στρέφονται κατά αστικού πληθυσμού. Επίσης σ’ αυτή την κατηγορία εμπίπτουν οι διώξεις που γίνονται για πολιτικούς φυλετικούς ή θρησκευτικούς λόγους, όταν τέτοιες πράξεις και διώξεις λαμβάνουν χώρα σε εκτέλεση και συνάφεια προς οποιοδήποτε έγκλημα κατά της Ειρήνης ή έγκλημα πολέμου.

  1. Στέφανος Παππάς, το ολοκαύτωμα του Κομμένου, Αθήνα 1976, σελ. 24
  2. Στέφανος Παππάς, ο. π., σελ. 132
  3. Φ. Χ. Μάγερ «Η φρίκη του Κομμένου», Καλέντης 1998, σελ. 68
  4. Φ. Χ. Μάγερ, ό. π. σελ. 70
  5. Φ. Χ. Μάγερ, ό. π. σελ. 72
  6. Φ. Χ. Μάγερ, ό. π. σελ. 76
  7. Φ. Χ. Μάγερ, ό. π. σελ. 77
  8. Φ. Χ. Μάγερ, ό. π. σελ. 77
  9. Στέφανος Παππάς, ό. π., σελ. 126
  10. Χ. Φ. Μάγερ, ό.π., σελ. 80
  11. Χ.Φ. Μάγερ, ό.π., σελ. 80
  12. Mark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ, Αλεξάνδρεια 1994, σελ. 223
  13. Χ.Φ. Μάγερ, ό.π., σελ. 90 και Mark Mazower, ό. π., σελ. 226

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ