Επέδρασε πράγματι καταλυτικά η σχολή του Bauhaus στη σύγχρονη αρχιτεκτονική; Ο καθηγητής αρχιτεκτονικής της Στουτγάρδης Σωκράτης Γεωργιάδης θέτει ερωτηματικά. Συζήτηση με την Deutsche Welle.Με αφορμή την επέτειο των 100 χρόνων από την ίδρυση του Bauhaus πραγματοποιούνται φέτος σε ολόκληρη τη Γερμανία γύρω στις 600 εκδηλώσεις – εκθέσεις, συνέδρια, θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες. Ο αριθμός αυτός τεκμηριώνει την απήχηση που είχε αυτή η καλλιτεχνική και στη συνέχεια και αρχιτεκτονική σχολή, που λειτούργησε για 14 χρόνια κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου.

Η σχολή ιδρύεται τον Απρίλιο του 1919 στην πόλη της Βαϊμάρης, το 1925 μετακομίζει στο Ντεσάου και το 1932 στο Βερολίνο. Το 1933 το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς επιβάλλει το κλείσιμο της σχολής. Σήμερα το Bauhaus ταυτίζεται κυρίως με την αρχιτεκτονική. Στην πραγματικότητα όμως το τμήμα αυτό προστέθηκε μόλις τα τελευταία χρόνια της λειτουργίας της σχολής και τα κτήρια που κατασκευάστηκαν αυτό το διάστημα ήταν πολύ λίγα.

Στο επίκεντρο ήταν πάντα η χειροτεχνία

Όπως εξηγεί ο Σωκράτης Γεωργιάδης, ομότιμος καθηγητής ιστορίας της αρχιτεκτονικής και του ντιζάιν στην πανεπιστημιακή Κρατική Ακαδημία Καλών Τεχνών Στουτγάρδης, «το Bauhaus προκύπτει από τη συγχώνευση δυο σχολών: της Ακαδημίας των Καλών Τεχνών της Βαϊμάρης και της Σχολής Καλλιτεχνικής Χειροτεχνίας (Kunstgewerbeschule)». Με αυτή τη σύμπραξη οι ιδρυτές της νέας σχολής, συνεχίζει ο Σ. Γεωργιάδης, στόχευαν στην «αναβίωση της παλιάς χειροτεχνίας, τη συνένωση όλων των τεχνών σε χειροτεχνική βάση. Όπως έλεγε ο ιδρυτής του Bauhaus Βάλτερ Γκρόπιους η σχολή και τα εργαστήρια της πρέπει να είναι οργανωμένα σύμφωνα με το πρότυπο των μεσαιωνικών συντεχνιών».

Το 1923 ξεκινά μια νέα φάση στην ιστορία της σχολής που διαρκεί ως το 1928. Ο Βάλτερ Γκρόπιους διατυπώνει ένα νέο προσανατολισμό ο οποίος ανατρέπει ολοκληρωτικά τον προηγούμενο. «Στον πυρήνα του νέου προγράμματος βρίσκεται» σύμφωνα με τον κ. Γεωργιάδη, «η σύνδεση της τέχνης με τη βιομηχανία, η σύνδεση της τέχνης με την τεχνολογία». Το παράδοξο όμως είναι ότι ο νέος προσανατολισμός δεν οδηγεί στη μαζική παραγωγή βιομηχανικών προϊόντων όπως στην περίπτωση των μεγάλων εφευρέσεων του 19ου αιώνα – του αυτοκινήτου, της ραπτομηχανής, της γραφομηχανής. «Αντιθέτως, αυτά που απασχολούσαν το Bauhaus», υποδεικνύει ο κ. Γεωργιάδης, «ήταν προϊόντα ήπιων τεχνολογιών. Ας πούμε έπιπλα, καρέκλες, πολυθρόνες, καναπέδες, τραπέζια, είδη οικοσκευής, σερβίτσια τσαγιού, λάμπες, σκάκια, παιχνίδια κ.ο.κ.»

Είδη πολυτελείας αντί για βιομηχανικά προϊόντα

Αν και προορίζονται για βιομηχανική παραγωγή, στην πραγματικότητα επρόκειτο για χειροτεχνίες. Το γεγονός αυτό, όπως επίσης και η υψηλή ποιότητα των υλικών που χρησιμοποιείται, καθιστούν τα προϊόντα του Bauhaus απλησίαστα για τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού – εκείνων δηλαδή για τους οποίους προορίζονταν αρχικά. Και δεν είναι μόνο οι ακριβές τιμές. Ποιος μπορούσε να χρησιμοποιήσει για παράδειγμα μια λάμπα του Bauhaus, όταν την ίδια εποχή στο Βερολίνο το 80% των εργατικών οικογενειών έμεναν σε σπίτια χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα;

Αυτός ο προσανατολισμός αλλάζει το 1928 όταν τα καθήκοντα του διευθυντή αναλαμβάνει ο ελβετός αρχιτέκτονας Χάνες Μάγερ. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Σωκράτης Γεωργιάδης, «αυτό που τον ενδιέφερε ήταν η μαζική παραγωγή αντικειμένων, τα οποία να είναι προσιτά στα λαϊκά στρώματα.» Ο Μάγερ δεν δίνει μόνο έμφαση στη συνεργασία με γερμανικές επιχειρήσεις για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος αλλά και στην ανάπτυξη της αρχιτεκτονικής. Το νέο τμήμα ξεκίνησε να λειτουργεί μόλις τον Απρίλη του 1927.

Αρχιτεκτονική Bauhaus: μία «ετικέτα» μοντερνισμού;

Βασικό χαρακτηριστικό των κτηρίων της αρχιτεκτονικής σχολής του Bauhaus είναι ότι η κάτοψή τους δεν έχει άξονες και συμμετρίες αλλά σχεδιάζεται με βάση τις χρηστικές ανάγκες. Τα δείγματα αυτής της αρχιτεκτονικής ως τη διάλυση του Bauhaus τον Απρίλιο του 1933 περιορίζονται σε τρία παραδείγματα στο Ντεσάου: στο κτήριο της σχολής, τα σπίτια των δασκάλων και ενός οικισμού που σχεδίασε ο Βάλτερ Γκρόπιους.

Συνεπώς, συμπεράνει ο Σωκράτης Γεωργιάδης, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για «αρχιτεκτονική του Bauhaus». Επί της ουσίας πρόκειται για μια «ετικέτα», για μια «μετωνυμία» του μοντερνισμού: «Υπάρχει η αρχιτεκτονική του μοντέρνου κινήματος με κοινά ιδεολογικά, μορφολογικά και τεχνολογικά χαρακτηριστικά. Πρόκειται για ό,τι πιο προωθημένο προσέφερε η περίοδος του μεσοπολέμου και συνηθίζεται να αποκαλείται ‘αρχιτεκτονική Bauhaus'. Η αρχιτεκτονική του Bauhaus είναι μια από τις αρχιτεκτονικές που συναντάμε στα πλαίσια του μοντέρνου κινήματος σε όλη την Ευρώπη». Και όχι μόνο. Ο αριθμός των κτηρίων από αρχιτέκτονες που προέρχονται από άλλα κινήματα του μοντερνισμού κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου στη Γερμανία είναι ασύγκριτα μεγαλύτερος απ’ ό,τι του Bauhaus.

Ο ρόλος του Ψυχρού Πολέμου

Εφόσον λοιπόν κατασκευάστηκαν ελάχιστα κτίρια κατά την «κλασική περίοδο» του Bauhaus, πως εξηγείται η μεγάλη φήμη που έχει αποκτήσει στην αρχιτεκτονική; Ο καθηγητής Γεωργιάδης απαντά: «Το Bauhaus χρησιμοποιήθηκε ιδεολογικά την εποχή του Ψυχρού Πολέμου ως η κατ’ εξοχή δημοκρατική εκδοχή στις τέχνες σαν το αντίπαλο αισθητικό και καλλιτεχνικό παράδειγμα απέναντι στη Σοβιετική Ένωση και το ανατολικό μπλοκ – το σοσιαλιστικό ρεαλισμό.»

Επιπλέον, στη Δυτική Γερμανία το Bauhaus εντάσσεται μεταπολεμικά στην «καλή» γερμανική κληρονομιά.

Παναγιώγης Κουπαράνης

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ