Πριν από ακριβώς 75 χρόνια κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το περιοδικό DER SPIEGEL. Παραμένει συνώνυμο της μαχητικής, αλλά και ποιοτικής δημοσιογραφίας μέχρι σήμερα.«Λέμε τα πράγματα, όπως είναι». Μία ρήση τόσο απλή, αλλά όχι πάντα αυτονόητη στο δημοσιογραφικό επάγγελμα. Αποδίδεται στον Ρούντολφ Άουγκσταϊν, ιδρυτή και εκδότη του περιοδικού DER SPIEGEL. Έχει χαραχθεί στην κεντρική είσοδο των γραφείων του περιοδικού, στο Αμβούργο. Το εμβληματικό περιοδικό αποτελεί πλέον ένα ζωντανό κομμάτι της μεταπολεμικής γερμανικής ιστορίας. Για πρώτη φορά κυκλοφόρησε στις 4 Ιανουαρίου 1947. Πολλές δεκαετίες αργότερα ο Αουγκστάιν θα καταθέσει την προσωπική του ανάμνηση από τις δύσκολες εκείνες ημέρες: την ιδέα για το περιοδικό, έγραφε, είχαν τρεις Βρετανοί στρατιωτικοί στο Ανόβερο, ενάμισι χρόνο μετά το τέλος του πολέμου, που «ήθελαν να επαναφέρουν τον ανθρώπινο πολιτισμό στους ηττημένους Γερμανούς» και σκέφτηκαν ότι μία ενδεδειγμένη μέθοδος θα ήταν ένα «news magazine», κάτι σαν το αμερικανικό TIME ή το βρετανικό News Review. Η πρώτη σύγκρουση του νεαρού εκδότη με την εξουσία δεν άργησε, καθώς οι Βρετανοί ήθελαν να ασκήσουν λογοκρισία, αλλά στη συνέχεια απλώς βαρέθηκαν να ασχοληθούν περαιτέρω και τελικά προτίμησαν να πουλήσουν την άδεια για το περιοδικό. Την αγόρασε ο ίδιος ο Άουγκσταϊν.

«Όλοι ήταν χαρούμενοι που υπήρχε μία βρετανική ζώνη κατοχής», έγραφε ο ίδιος, «μόνο και μόνο γιατί η βρετανική ζώνη κατοχής δεν ήταν η σοβιετική ζώνη κατοχής». Να η διεισδυτική ματιά και το υποδόριο χιούμορ που έμελλε να αποτελέσει «σήμα κατατεθέν» του περιοδικού στις επόμενες δεκαετίες, μαζί φυσικά με τα αποκαλυπτικά θέματα και τον μαχητικό σχολιασμό. Ακολούθησε μία ακόμη σύγκρουση με την εξουσία, ίσως η πιο αποφασιστική: το 1962 το περιοδικό κυκλοφορεί με τίτλο «Bedingt abwehrbereit» («Έτοιμοι να αμυνθούμε, αλλά υπό όρους»). Ήταν ένα ιδιαίτερα επικριτικό ρεπορτάζ για την αμυντική πολιτική της τότε Δυτικής Γερμανίας μετά τον επανεξοπλισμό της «Μπούντεσβερ», του ομοσπονδιακού στρατού. Το SPIEGEL οδηγείται σε μετωπική σύγκρουση με τον υπουργό Άμυνας και μετέπειτα πρωθυπουργό της Βαυαρίας, τον υπερσυντηρητικό Φραντς Γιόζεφ Στράους. Η αστυνομία κατηγορεί τους δημοσιογράφους για «αποκάλυψη κρατικού απορρήτου» και εισβάλλει τα γραφεία της σύνταξης, ο Αουγκστάιν και πολλοί συνεργάτες του οδηγούνται στη φυλακή με την κατηγορία της «προδοσίας».

Το «σκάνδαλο SPIEGEL» είναι γεγονός, αλλά επιφυλάσσει στους κυβερνώντες μία δυσάρεστη έκπληξη: χιλιάδες άνθρωποι βγαίνουν στους δρόμους, ζητούν την προστασία της ελευθερίας του τύπου και φωνάζουν συνθήματα όπως «Έξω ο Άουγκσταϊν, μέσα ο Στράους». Προκαλείται κυβερνητική κρίση. Σε μία συντονισμένη κίνηση πέντε υπουργοί του Κόμματος των Φιλελευθέρων (FDP) αποχωρούν από την κυβέρνηση. Ο καγκελάριος Κόνραντ Αντενάουερ αναγκάζεται να αλλάξει ρότα και αφήνει εκτός κυβέρνησης τον Στράους. Το SPIEGEL επιστρέφει θριαμβευτικά στα περίπτερα και εδραιώνει τη φήμη του ως το «βαρύ πυροβολικό της Δημοκρατίας».

Η δύσκολη σχέση με τον Χέλμουτ Κολ

Ο Άουγκσταϊν είχε εξαιρετική σχέση με τους Φιλελεύθερους και μάλιστα διετέλεσε βουλευτής του FDP για …τρεις μήνες, από τον Νοέμβριο του 1972 μέχρι τον Φεβρουάριο του 1973. Στη συνέχεια επέστρεψε στο περιοδικό, επικαλούμενος τις «αλλαγές στην αρχισυνταξία». Ήταν απλώς μία συμβολική ενέργεια, για να εκφράσει την υποστήριξή του στη φιλελεύθερη ιδεολογία; Πάντως το περιοδικό, αν και αντιμετώπιζε όλα τα πολιτικά κόμματα με κριτική διάθεση, απέκτησε τη φήμη ενός μάλλον αριστερού εντύπου. Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος για την ιδιαίτερα ψυχρή σχέση του με τον χριστιανοδημοκράτη Χέλμουτ Κολ. Για 16 ολόκληρα χρόνια, όσο κράτησε η παντοδυναμία του στην καγκελαρία, ο Κολ δεν θα μιλήσει ούτε μία φορά στους δημοσιογράφους του SPIEGEL. Οι ίδιοι τον τιμούν δεόντως, καθώς του αφιερώνουν συνολικά 80 εξώφυλλα έναντι μόλις 44 που είχαν προβλέψει για τον Βίλλυ Μπραντ. Η μοναδική φορά που ο Κολ δέχθηκε να μιλήσει ήταν τον Ιούνιο του 1976, όταν ακόμη βρισκόταν στην αντιπολίτευση και ετοιμαζόταν να διεκδικήσει την καγκελαρία από τον σοσιαλδημοκράτη Χέλμουτ Σμιτ. Είχε υποδεχθεί δύο δημοσιογράφους του SPIEGEL στο «ησυχαστήριό» του, στη λίμνη Wolfgangsee. Ωστόσο, στη διάρκεια της συνέντευξης, κάθε τόσο δυσανασχετούσε για τις ερωτήσεις που δεχόταν.

Μία ακόμη μεγάλη στιγμή του SPIEGEL ήρθε τον Δεκέμβριο του 1978. Αυτή τη φορά το περιοδικό είχε εστιάσει στα προβλήματα που αντιμετώπιζε το κομμουνιστικό καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας (ΛΔΓ, στα γερμανικά DDR). Σε εκτενές δημοσίευμα με τίτλο «Τι συμβαίνει στην DDR;» ισχυριζόταν ότι φέρνει στο φως το πολιτικό μανιφέστο μίας άτυπης εσωκομματικής αντιπολίτευσης που είχε εκδηλωθεί στο απολυταρχικό «Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανίας» (SED). Επί υπαρκτού σοσιαλισμού οι Ανατολικογερμανοί δεν είχαν πρόσβαση στο SPIEGEL. Το δημοσίευμα προκάλεσε αίσθηση στη Βόννη, αλλά και στο Ανατολικό Βερολίνο. Ο ανταποκριτής του περιοδικού στην Ανατολική Γερμανία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα.

Από το γερμανικό «Γουότεργκεϊτ» στις …γκάφες

Οι αποκαλυπτικές έρευνες συνεχίστηκαν στα επόμενα χρόνια. Τον Σεπτέμβριο του 1987 το SPIEGEL φέρνει στο φως ένα πρωτοφανές σκάνδαλο με τραγικές συνέπειες, που μέχρι σήμερα δεν έχει διαλευκανθεί πλήρως. Πρόκειται για το «Γουότεργκεϊτ του Κιέλου» που ξέσπασε λίγο πριν τις τοπικές εκλογές στο κρατίδιο του Σλέσβιγκ Χόλσταϊν, στη βόρεια Γερμανία. Ο χριστιανοδημοκράτης πρωθυπουργός Ούβε Μπάρσελ, που διεκδικούσε την επανεκλογή του, κατηγορήθηκε ότι παρακολουθούσε τον κύριο αντίπαλό του, τον χαρισματικό σοσιαλδημοκράτη Μπιορν Ένγκχολμ. Στις 11 Οκτωβρίου 1987, ακριβώς μία ημέρα πριν παρουσιαστεί για να καταθέσει σε εξεταστική επιτροπή της Βουλής, ο Μπάρσελ βρέθηκε νεκρός στη μπανιέρα του, σε ξενοδοχείο της Γενεύης. Πάντως η υπόθεση δεν τελείωσε εκεί, καθώς πολλά χρόνια αργότερα, και ενώ ετοιμαζόταν να διεκδικήσει την καγκελαρία για λογαριασμό του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), o Ένγκχολμ παραδέχθηκε ότι είχε ενημερωθεί για τις σκοτεινές δραστηριότητες του Μπάρσελ πιο νωρίς από την ημερομηνία που ανέφερε όταν ξέσπασε για πρώτη φορά το «Γουότεργκεϊτ του Κιέλου». Τελικά ο Ένγκχολμ αναγκάστηκε να παραιτηθεί και να αποχωρήσει από την πολιτική.

Μία από τις πιο πρόσφατες δημοσιογραφικές επιτυχίες του SPIEGEL, αυτή τη φορά σε συνεργασία με την εφημερίδα Süddeutsche Zeitung του Μονάχου και άλλα ΜΜΕ, ήταν η αποκάλυψη του «σκανδάλου Ίμπιζα» το 2017, το οποίο προκάλεσε την παραίτηση του αυστριακού αντικαγκελάριου Κρίστιαν Στράχε και τη διάλυση του κυβερνητικού συνασπισμού που είχε συνάψει στη Βιέννη ο συντηρητικός καγκελάριος Σεμπάστιαν Κουρτς με το ακροδεξιό «Κόμμα των Ελευθέρων» (FPÖ). Δεν έλειψε όμως και μία δημοσιογραφική «γκάφα»: το 2018 αποδείχθηκε ότι ένας βραβευμένος συνεργάτης του περιοδικού, ο Κλάους Ρελότσιους, διαστρέβλωνε πολλά ρεπορτάζ, «εμπλουτίζοντάς» τα με δηλώσεις ή συνεντεύξεις που απλώς επινοούσε. Ο ίδιος έχασε τη δουλειά του, ενώ ακολούθησαν μετακινήσεις στελεχών στο ίδιο το περιοδικό. Σημειώνεται πάντως ότι ο Ρελότσιους δεν ήταν «μόνιμος» στο SPIEGEL, αλλά εργαζόταν παράλληλα και σε άλλα μέσα, όπως οι εφημερίδες Die Welt, Tagesspiegel, Frankfurter Allgemeine Zeitung και το πολιτικό περιοδικό Cicero.

Γιάννης Παπαδημητρίου (DPA, Der Spiegel)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ