Δεκαπέντε χρόνια χωρίς το Στέλιο Καζαντζίδη.

Τού Αποστόλη Δίκογλου.

Φίλοι και φίλες τής Ελληνικής Γνώμης, 15 γιομάτα χρόνια μας λείπει ο ευαίσθητος και καλόκαρδος τραγουδιστής Στέλιος Καζαντζίδης.

Μα η γλυκόηχη καθάρια φωνή του εξακολουθεί να ‘ναι ανάμεσά μας, να μας συντροφεύει και να μας συγκινεί.apostolos-dicoglou

Δεν υπάρχει, φίλοι και φίλες τής ξενιτιάς, γλέντι, δεν υπάρχει γιορτή, δεν υπάρχει πανηγύρι, δεν υπάρχει πολιτιστική εκδήλωση σε χωριό και πόλη στην πατρίδα και όπου αλλού υπάρχουν Έλληνες, που να μην ακούγονται τα αλησμόνητα τραγούδια τού Στέλιου Καζαντζίδη. Ο Στέλιος μας, ο αγαπημένος τραγουδιστής των ξενιτεμένων Ελλήνων από τα μέσα τού 50ντα, 15 χρόνια μετά το θάνατό του είναι in! Τα εκατοντάδες τραγούδια του, τραγούδια τής πικρής ξενιτιάς, τής αγάπης, τού χωρισμού και τής φτωχολογιάς, αρέσουν, όπως πάντα, και τραγουδιούνται από καλλίφωνους και λιγότερο καλλίφωνους συμπατριώτες μας με κάθε ευκαιρία, σε καλή ή σε κακή διάθεση, τόσο από την παλιά γενιά, που έζησε από κοντά τον ευθυτενή και συμπαθέστατο καλλιτέχνη στη διάρκεια τής καριέρας του, όσο και απ’ τις νέες γενιές, που τον ξέρουν μόνο από τα τραγούδια του αλλά και ως μύθο από τις διηγήσεις των μεγαλυτέρων τους.

Και θαρρώ στη θέση αυτή αξίζει να αναφερθούμε και σε μια ανέκδοτη ιστοριούλα, που αφορά τη φωνή και την καλλιτεχνική αξιοσύνη τού αείμνηστου Στέλιου Καζαντζίδη. Θυμάμαι, θα ‘ταν στα μέσα τού 1970 μετά την πτώση των Συνταγματαρχών, σε μια άκρως φορτισμένη από τις εξελίξεις ατμόσφαιρα (τραγικά γεγονότα στην Κύπρο μας, παράδοση τής πολιτικής εξουσίας στον Κωνσταντίνο Καραμανλή κλπ.) ζήσαμε και απολαύσαμε εμείς οι Έλληνες και Ελληνίδες τής Δυτικής Γερμανίας, μια αξέχαστη μουσική βραδιά με το Μίκη Θεοδωράκη να διευθύνει ο ίδιος την ορχήστρα του στη μεγάλη Mercator Halle στην πόλη Duisburg στο Ruhrgebiet (με πρώτο μπουζούκι τον ταλαντούχο Λάκη Καρνέζη και σταρ τραγουδιστή τον Πέτρο Πανδή, -μαζί και ο νεότατος τότε Βασίλης Παπακωνσταντίνου), που καταχειροκροτήθηκε από πλήθος κόσμου, Ελλήνων και Γερμανών θαυμαστών του.

Στο τέλος τής συναρπαστικής εκείνης συναυλίας, με τραγούδια που ο καθένας μας μπορεί εύκολα να φανταστεί, ευδιάθετος και πανευτυχής ο Μίκης ξεκίνησε μια χαλαρή συζήτηση … εγκλωβισμένος από φανατικούς θαυμαστές και θαυμάστριες του, που δεν έλεγαν να εγκαταλείψουν το φουαγιέ τής αίθουσας καίτοι ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Η κουβέντα περιστράφηκε γύρω από το μέλλον τής ελληνικής λαϊκής μουσικής και των καταξιωμένων Ελλήνων τραγουδιστών αλλά και στην ανερχόμενη νέα γενιά που ακολουθούσε. Εκεί ο Μίκης ρωτήθηκε από Gastarbeiter συμπατριώτη μας, ποιος είναι, ποιον θεωρεί ο ίδιος ως τον καλύτερο και σημαντικότερο τραγουδιστή τού καιρού μας. Και ο μεγάλος Μουσικοσυνθέτης και δημιουργός τού Άξιον Εστί, αφού χαμογέλασε απάντησε αυθόρμητα και χωρίς περιστροφές: Ο Στέλιος Καζαντζίδης!.. Η φωνή τού Στέλιου, συνέχισε ο Μίκης, είναι τεράστια και πηγαία και έχει ανεξάντλητες δυνατότητες ώστε να μπορεί να αποδώσει τέλεια και το πιο δύσκολο κι απαιτητικό είδος τραγουδιού!.. Ναι, συμφωνούμε μαζί σου Μίκη, είναι ο Καζαντζίδης. Ο Στέλιος μας, που αγαπήθηκε όσο κανείς άλλος Έλληνας τραγουδιστής και θα αγαπιέται εσαεί, όσο θα υπάρχουν Έλληνες και τα τραγούδια του θ’ ανήκουν, απείραχτα, στη μεγάλη πολιτιστική Κληρονομιά τού λαού μας …

Και κάτι ακόμα, φίλοι και φίλες αναγνώστες τής Ελληνικής Γνώμης. Το παραπάνω σημείωμα μου για το Στέλιο Καζαντζίδη θα ήταν λειψό άνευρο και άγευστο χωρίς να συνοδεύεται από το ρεπορτάζ τού καλού και αείμνηστου φίλου Γιάννη Δελόγλου που υπήρξε για πολλά πολλά χρόνια και ως το απροσδόκητο τέλος τής ζωής του, ένας ακούραστος συνεπής και παραγωγικότατος συνεργάτης τής Ελληνικής Γνώμης. Αλλά η μοίρα των ανθρώπων γίνεται κάποιες φορές σκληρή και άθλια, όπως στην περίπτωση τού Γιάννη Δελόγλου. Γιατί την ώρα που ο Γιάννης έστελνε το κείμενό του για τα 11 χρόνια από το θάνατο τού Στέλιου Καζαντζίδη στα Γραφεία τής εφημερίδας μας, ο Χάρος από τη μεριά του ετοίμαζε τη δική του άκαρδη ατάκα στη ζωή του χωρίς ο ίδιος να υποψιάζεται το παραμικρό. Κι αυτό συνέβη, άμεσα. Στις 26 Σεπτεμβρίου 2012, ο Γιάννης δεν ήταν πια ανάμεσά μας. Γι’ αυτό σας παρακαλώ να διαβάσετε με προσοχή το κείμενο τού Γιάννη Δελόγλου που ακολουθεί και αναφέρεται στη γνωριμία του με το Στέλιο Καζαντζίδη το 1977, αλλά και στο θάνατο του. Ένα, κατά τη δική μου εκτίμηση, λυπητερό, γνήσιο και συναρπαστικό συνάμα ανάγνωσμα με πολλές άγνωστες πτυχές και λεπτομέρειες απ’ τη ζωή και την καλλιτεχνική καριέρα τού μεγάλου Έλληνα τραγουδιστή …

Ο Γιάννης Δελόγλου είχε την εύνοια τής τύχης να γνωρίσει ως δημοσιογράφος προσωπικά το Στέλιο Καζαντζίδη, να κουβεντιάσει αβίαστα μαζί του και να πάρει από τον χαρισματικό καλλιτέχνη μια εφ’ όλης τής ύλης ιστορική συνέντευξη. Τους συνέδεε εκτός από τη συμπάθεια που ένιωθε ο ένας για τον άλλον, η κοινή καταγωγή, οι κοινές ρίζες στα ίδια χώματα τού Πόντου, η σκληρή μοίρα τής προσφυγιάς δικών τους ανθρώπων πριν και στη διάρκεια τής μεγάλης καταστροφής, ο ξεριζωμός από τα πάτρια χώματα, τις αλησμόνητες πατρίδες …

Και κλείνοντας επιτρέψτε μου, πριν σας μεταφέρω στο κείμενο αλησμόνητου φίλου και συνάδελφου Δελόγλου, να κάμω μια μικρούλα κατάχρηση τής ανοχή σας, παραθέτοντας ένα μόνο τετράστιχο/μία στροφή από μια μεγάλη επιτυχία τού Καζαντζίδη στις αρχές τής καριέρας του. Εκείνο το τραγούδι μιλούσε για τη φτωχολογιά, την ανέχεια, την αδικία και την απονιά στην κοινωνία. Και ο γράφων φτωχόπαιδο και ορφανός από πατέρα, μαθητής στο Νυχτερινό Γυμνάσιο Δράμας, την ημέρα σε οιανδήποτε δουλειά και το βράδυ στα θρανία για λίγα γράμματα. Και το τραγουδούσα αδιάκοπα γιατί το ένιωθα πάνω στη σάρκα μου και στην σκληρή καθημερινότητά μου. Κι αυτό καρφώθηκε βαθιά στη μνήμη μου με γύφτικα μεγάλα καρφιά και υπάρχει ως σήμερα!. – “Προικισμένος στη ζωή μου με τη φτώχεια τη σκληρή / τής φτωχολογιάς τραγούδι απ’ τα χείλη μου θα βγει. Δουλεύω νύχτα μέρα / μα δεν τα βγάζω πέρα. Τύχη δεν ξέρω τι θα πει, δεν είδα τα καλά της / σε μένα δίνει δάκρυα και σ’ άλλους τη χαρά της. Όταν κανείς είναι φτωχός απ’ όλους αδικιέται / ο φτωχός μάνα, ο φτωχός μάνα, καλύτερα να μη γεννιέται.” Αυτός ήταν, συμπατριώτες και συμπατριώτισσες, ο Στέλιος Καζαντζίδης!! Κατεβάστε το από το youtube, αξίζει να το ακούσετε και θα μη θυμηθείτε …

Τον Αύγουστο 2012 ο Γιάννης Δελόγλου έγραψε:

 

Στέλιος Καζαντζίδης, ο άνθρωπος, που αγάπησε όλους τους Έλληνες

Κάθε συζήτηση μαζί του ήταν και ένα μάθημα ανθρωπιάς, μια ελπίδα για το μέλλον, μια ευχή για όλα τα καλά, μια συμβουλή μεγάλου αδελφού. Ήταν ο αγνός καλλιτέχνης, που δεν λύγισε ποτέ σε συντεχνίες της νύχτας και του κατεστημένου, που επικρατούσε στο σκοτεινό τούνελ των ελαχίστων τότε δισκογραφικών εταιρειών. Ήταν για όλους ο Στέλιος. Αυτός που πρώτος έγινε σύμβουλο μόνο με το μικρό του όνομα σε μικρούς και μεγάλους σε όλα τα στρώματα της κοινωνίας. Αυτός που έζησε τις στερήσεις και τις έκανε τραγούδι και σημαία στους νέους. Ο άνθρωπος που αγαπήθηκε και αγάπησε τους απανταχού Έλληνες. Αυτός που έσκυψε το βλέμμα του στο πληγωμένο κομμάτι του Ελληνισμού. Στους αδικημένους, τους αγρότες, τους εργάτες. Εκείνους που ξερίζωσαν από μέσα τους τον πόνο και ξενιτεύτηκαν αφήνοντας πίσω τους ανήμπορους γονείς, μικρά αδέλφια, γυναίκες και παιδιά. Αυτούς που δημιούργησαν μια αγνή Ελλάδα και δεν συμμετείχαν στις δεξιώσεις τού «… μαζί τα φάγαμε». Αυτούς που γέμιζαν τότε την Ελλάδα με συνάλλαγμα και τώρα με συντάξεις τού εξωτερικού ενισχύουν και πάλι την Εθνική Οικονομία αλλά και συντηρούν μέλη των οικογενειών τους που μαστίζονται από την ανεργία. Αυτούς που στην Ελλάδα είναι … ξένοι και στα ξένα Έλληνες. Αυτούς που και τώρα άγγιξαν τα λέιζερ πονηρών πολιτικών μας, που άνοιξαν τραπεζικό λογαριασμό για την ενίσχυση της στραπατσαρισμένης οικονομίας, που έφεραν τα δικά τους χάλια, με τα κάθε είδους ρουσφέτια, παράνομους διορισμούς, παράνομες συντάξεις και κάθε είδους παράλογης διαχείρισης.deloglou-kazantzidis-1

Ήταν ο Στέλιος όλων των Ελλήνων, ήταν ο Στέλιος της καρδιάς μας. Ο καλλιτέχνης εκείνος που παράτησε πολύ νωρίς τις εμφανίσεις του στα νυχτερινά κέντρα αλλά δεν ξεχάστηκε από την πλατιά μάζα του Ελληνισμού. Αυτός που τραγούδησε το λαϊκό, το ρεμπέτικο, το δημοτικό, το ανατολίτικο.

 Tête-á-tête με τον μεγάλο βάρδο

Ήταν ένα φθινοπωρινό απόγευμα τον Οκτώβριο του 1977 όταν συνάντησα τον 46χρονο τότε μεγάλο βάρδο Στέλιο Καζαντζίδη στο Kornwestheim του νομού Ludwigsburg Βάδης Βυρτεμβέργης της τότε Δυτικής Γερμανίας. Όταν του είπα την ιδιότητά μου, δεν δέχτηκε απλά μόνο να μιλήσει αλλά δέχτηκε και την παρέα μου, για να γεμίσουμε ένα τραπέζι με χαμόγελα, να σφίξουμε τα χέρια και να θυμηθούμε πολλά. Ο πολυσύνθετος καλλιτέχνης του Ελληνικού τραγουδιού μου μίλησε τότε για όλους και για όλα.

Ο Στέλιος γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1931 από πρόσφυγες γονείς, που ήλθαν από τα Κοτύωρα του Πόντου, στη Νέα Ιωνία και κατά τα χρόνια της κατοχής ακολούθησε τους γονείς του σε συγγενείς που είχαν στα χωριά Μανδράκι Σερρών και Μουριές Κιλκίς, χωριά που είναι μεταξύ τους πολύ κοντά.

Η ανάδειξη του Στέλιου στο Ελληνικό τραγούδι είναι σε όλους γνωστή μέσα από τηλεοπτικές εκπομπές. Εκείνο όμως που τον έκανε να φύγει από τα νυχτερινά κέντρα μας το είπε το 1977: «Το παλκοσένικο το απεχθάνομαι, το σιχαίνομαι γιατί η δουλειά μας έχει χαλάσει. Έφυγε εκείνος ο σεβασμός του καλλιτέχνη προς τον πελάτη. Σήμερα πρέπει να αλλάξει κανείς τα πράγματα τελείως και είναι κάτι που δεν μ’ αρέσει, διότι δεν είναι στο κλίμα μου, γι’ αυτό από τότε που τέλειωσε η τουρνέ μου στη Γερμανία επιστρέφοντας στην Ελλάδα δεν ξαναεμφανίστηκα στο κοινό γιατί το σέβομαι και το αγαπώ. Τώρα επιστρέφω από την Αμερική γιατί στην Ελλάδα έχω ότι πιο πολύτιμο υπάρχει στη ζωή, τη μητέρα μου και αυτή πάω να δω».

Σε άλλη ερώτηση είπε: «Έχω κάνει πολλούς δίσκους, περίπου 5.500 τραγούδια στον αριθμό. Το τραγούδι που μιλάει πολύ στην ψυχή μου και μου αρέσει είναι το «Η ζωή μου όλη» του μεγάλου συνθέτη Άκη Πάνου. Μεγάλος συνθέτης είναι επίσης ο Χρήστος Νικολόπουλος αλλά και ο Απόστολος Καλδάρας, ενώ στο χώρο των τραγουδιστών ξεχωρίζω τον Στράτο Διονυσίου γιατί έχει την πιο αρρενωπή φωνή, που μοιάζει με την δική μου και έχει απήχηση στο κοινό».deloglou-kazantzidis-2

Αυτά, λοιπόν, και πολλά άλλα το 1977 στην συνέντευξη που είχα πάρει από τον λεοντόκαρδο αυτοκράτορα του ελληνικού Πενταγράμμου. Τότε δηλαδή που μίλησε με ανοιχτή καρδιά. «Λέγε με Στέλιο, για να είμαστε προσγειωμένοι» …

Είκοσι τέσσερα χρόνια μετά, 14 Σεπτεμβρίου 2001, πάγωσαν τα πρόσωπα, έσβησαν τα χαμόγελα, σιώπησαν τα μικρόφωνα. Και εκείνοι που μεγάλωσαν «στις φάμπρικες της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές», «μέσα στα έρημα τα ξένα» βλέποντας «ένα πιάτο άδειο στο τραπέζι, μια καρέκλα πάντα αδειανή» συνειδητοποίησαν ότι «εκεί που πάω δεν περνά το δάκρυ και ο πόνος» και ας εκλιπάρησε «άσε με γιατρέ μου θέλω να πεθάνω» γιατί «έχω αγιάτρευτη πληγή και θα με φάει η μαύρη γη».

Ο Στέλιος Καζαντζίδης έβαλε με ευλάβεια στο φόρουμ της δισκογραφικής του δουλειάς και τα Ποντιακά τραγούδια με τον πατριάρχη του ποντιακού τραγουδιού Χρύσανθο και τον Στάθη Νικολαϊδη. Γιατί «η μάνα εν κρύο νερόν και σο ποτήρ’ κε μπαίν» και «έρθαν οι εμπόρ’ να παίρνε τσάμπα τον καπνόν».

Αυτό το διαμάντι του Ελληνικού τραγουδιού, που συνέδεσε το όνομά του με το ρεμπέτικο τραγούδι και έκανε διάσπαση ήχου στα μικρόφωνα με την εγκεφαλική φωνή του, αφού τραγούδησε «στου πόνου το κρεββάτι», «τώρα που φεύγω απ’ τη ζωή», «το τελευταίο βράδυ μου απόψε το περνάω» στις 11 η ώρα, Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2001, ημέρα του Τιμίου Σταυρού, πέταξε κοντά στους γονείς του που τόσο λάτρευε.

Είπε και είπαν

Κάνοντας το δίσκο «Ελεύθερος» είχε πει: «Στην πιο δύσκολη και πικρή στιγμή της ζωής μου, ένας σεβαστός μου φίλος, που κι αυτός λείπει τώρα από κοντά μας, ο Παπαγιώργης Πηρουνάκης, με φίλησε και μου είπε: Στέλιο, μην την κλαις την μάνα σου, τραγούδησέ την’. Αυτό και έκανα. Με πολύ σεβασμό και αγάπη αφιερώνω αυτό το τραγούδι στο γλυκύτερο πλάσμα του κόσμου, στηνηδάκης αρχή τής ζωής, τη μάνα, για τους αγώνες και τις αγωνίες της, τους πόνους και τις λαχτάρες της, τη γλύκα της και τη στοργή της. Στη δική σου και στη δική μου, σε όλες τις μανάδες του κόσμου».

Μάνος Χατζηδάκης στον στιχουργό Πυθαγόρα: «’… Για να γεννηθεί ένας καινούργιος Καζαντζίδης θα πρέπει να περάσουν τουλάχιστον δύο αιώνες …’ Ο Καζαντζίδης είχε τη σφραγίδα του Θεού: μια φωνή έντονη σαν το δράμα του λαού που τον γέννησε, σταθερή σαν την απόφαση των ξεριζωμένων για ζωή, πολυκύμαντη σαν την ιστορία τής Φυλής μας και τραγική σαν τη μοίρα τής φτωχολογιάς, που τον υιοθέτησε για να την εκφράσει. Και ο λαϊκός αυτός βάρδος στάθηκε άξιος. Δεν ξέχασε τη καταγωγή του, ούτε πρόδωσε τη αποστολή του. Με τα βιώματα τής Νέας Ιωνίας και τις εμπειρίες του συγκλόνισε την Εποχή μας, έγινε Σχολή.»

Απόστολος Σαμαράς: «Στα δύσκολα χρόνια της μετανάστευσης αυτός μας κρατούσε όρθιους στην ξενιτιά. Με τα τραγούδια του περνούσαμε όλο μας τον ελεύθερο χρόνο, με αυτά παρηγοριόμασταν, με αυτά γλεντούσαμε. Μας λείπει, αλλά και εκεί που είναι κάποιοι διασκεδάζουν με τη μουσική και τα τραγούδια του.»

Αθανάσιος Κατσιόλας: «Σε όποιο χωριό κι αν πήγαινες και όποιο ραδιόφωνο ή τζουκ μποξ άκουγες ήταν κολλημένα στα τραγούδια τού Στέλιου. Ο κόσμος τον αγάπησε γι’ αυτό που ήταν. Και ήταν άνθρωπος τής παρέας, άνθρωπος της ξενιτιάς, τραγουδιστής της αγάπης.»

Ηλίας Γερμανίδης: «Ήταν αυτός που μας αγκάλιασε με τη φωνή και τα τραγούδια του. Μας έκανε υπερήφανους Έλληνες, μας δίδαξε καλοσύνη, μας έδειξε δρόμους αγάπης με τα παραδείγματά του.»

Αθανάσιος Γεωργαμλής: «Μ’ αρέσουν τα τραγούδια τού Στέλιου. Ταιριάζουν σε όλους μας. Ο Στέλιος με αυτά μιλούσε, και όταν μιλούσε για άλλα είχε πάντα μπροστά του τη μάνα του. Γι’ αυτήν υπήρχε. Ήταν συγκινητικός και ευαίσθητος, κάτι που δεν έχουν άλλοι άνθρωποι της νύχτας.»

 

Ζήσης Μηχαηλίδης: «Ήταν η μεγάλη Σχολή του λαϊκού τραγουδιού. Συνεργάστηκε με κορυφαίους συνθέτες και στιχουργούς, άγγιξε όλους τους χώρους του λαϊκού και δημοτικού τραγουδιού και έβαλε σφραγίδα επιτυχίας σε όλα τα στοιχεία της Ελληνικής μουσικής.»

 

Γιώργος Καλαίτζίδης: «Ήταν μεγάλος τραγουδιστής. Σοβαρός, ταπεινός καλόψυχος. Η φωνή του είναι αδύνατο να βγει από άλλον στο λαϊκό μας τραγούδι. Είχε πολλά χαρίσματα και μιλούσε για αγάπη. Εμείς όμως, δεν μπαίναμε, τότε, στο βαθύτερο νόημα. Τραγουδούσαμε τα τραγούδια του χωρίς να δίνουμε σημασία στις λεπτομέρειες. Τώρα, όμως, που ακούω τα τραγούδια του ξεχωρίζω τη γλώσσα τους. Αυτός τώρα μας λείπει αλλά η εικόνα και η φωνή του θα είναι συνεχώς δίπλα μας

 

Φώτο 1:

Ο Γιάννης Δελόγλου, αριστερά, με τον αλησμόνητο βάρδο τού Ελληνικού Τραγουδιού Στέλιο Καζαντζίδη τον Οκτώβριο τού 1977 στο El Greco τού Kornwestheim Γερμανίας.

Από τις 26 Σεπτέμβριου 2012 ο Γιάννης βρίσκεται κοντά στο ίνδαλμα του, το Στέλιο, σε κάποιο αστέρι τού σύμπαντος. Κι έχουν ατέλειωτο χρόνο για κουβέντα, να τραγουδούν ποντιακά και τις επιτυχίες τού Στέλιου, και να παίζουν τάβλι σε κάνα ελληνικό καφενείο που σίγουρα θα υπάρχει κι εκεί. Ο καιρός όμως λιγοστεύει και για μας που περπατάμε ακόμα στα πάτρια χώματα τού πλανήτη γης και αγχωμένοι απ’ την καθημερινότητα τής ζωής και τα πικρόγλυκα βάσανά της γνωρίζουμε: το Πεπρωμένο φυγείν αδύνατο …

 

Φώτο 2:

Οι φίλοι του Στέλιου Καζαντζίδη έχοντας ανάμεσά τους την προτομή του, από αριστερά: Ζήσης Μιχαηλίδης, Απόστολος Σαμαράς, Παντελής Ανθρακόπουλος, Αθανάσιος Κατσιόλας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ