Γράφει ο συγγραφέας-συνεργάτης της Ε.Γ. Αλέξανδρος Ιβανίδης.

Με το που πάτησα το πόδι μου στη Γερμανία, το 1991, άρχισε να χτίζεται μέσα μου η ιστορία του «Πόσο Έλληνας είσαι;». Έρχονταν στο μυαλό μου εικόνες μιας υπέροχης πατρίδας που μας κάνει όλους περήφανους! Με μια ιστορία που θα ζήλευε ο καθένας. Κι όμως, ακόμα δεν μπορεί να ορθοποδήσει και να σταθεί στα πόδια μόνη της. Συνεχίζουμε να μιλάμε για ένα νέο κύμα μεταναστών. Και όλο αυτό μετατρέπεται σε πόνο. Στον πόνο της ξενιτιάς. Ένας πόνος που περιέχει και πολλή, φοβερή μοναξιά. Ο βασικός ήρωας του βιβλίου, ο Γιάννης, είναι ένα παιδί αυτού του νέου κύματος.

Τι είναι αυτό, λοιπόν, το οποίο  συναντά σε αυτή την ξένη χώρα που τον φιλοξενεί, και τι είναι αυτό που τον κρατάει μακριά από την Ελλάδα; Πώς είναι η ζωή ενός Έλληνα ομογενή που είναι αναγκασμένος να ζει τη δική του Ελλάδα κάπου… αλλού; Με τις αναμνήσεις του από τη θάλασσα, τον ήλιο, μέχρι και τον άνεμο που κουβαλάει μυρωδιές από θυμάρι και πολλά άλλα από την Πατρίδα την οποία άφησε πίσω, και που του κρατούν συντροφιά στη μοναξιά του. Ο ήρωάς μου, όμως, έχει και ένα όραμα.

Να βγάλει την Ελλάδα από τον βούρκο όπου έχει χωθεί. Ένα όραμα που θεωρώ ότι το έχουμε όλοι μας. Και βρίσκει συμπαράσταση στο όραμά του σε μια πολύ πλούσια Ελληνίδα, που το δικό της όραμα είναι να γίνει κάτι καλό για όλη την Ευρώπη. Στηριζόμενοι στον πολιτισμό της Ελλάδας θα δώσουν λύσεις σε μια Ευρώπη που καταρρέει οδηγώντας την σε μια νέα Αναγέννηση. Και θα ήθελα να κλείσω την κουβέντα μας μ’ ένα προσωπικό μου όνειρο που ίσως να μην υλοποιηθεί ποτέ. Ξέρω, όπως φαντάζομαι ότι γνωρίζετε και εσείς, ότι υπάρχουν Έλληνες που εγκαταλείπουν την πατρίδα μας ξέροντας ότι δε θα ξαναγυρίσουν ποτέ.

Και υπάρχουν αρκετοί που επιλέγουν χώρες στις οποίες ζουν ελάχιστοι Έλληνες. Και σε άλλες πόλεις όπου είναι οι μοναδικοί. Και εκεί, μόνοι τους, καλούνται να δείξουν το πόσο Έλληνες είναι! Για όλα αυτά που άφησαν πίσω τους και όλα αυτά που κουβαλούν μέσα τους! Γιατί η Ελλάδα κυκλοφορεί συνέχεια μέσα στο αίμα τους. Ξεχασμένοι από φίλους, γνωστούς και συγγενείς. Επιθυμώ, λοιπόν, εάν βέβαια το καταφέρω ποτέ, να μπορούσα να συναντήσω όλους αυτούς τους Έλληνες που ζουν μόνοι τους, κάπου εκεί έξω, και να τους πάω έστω ένα λουλούδι, βεβαιώνοντάς τους ότι δεν είναι μόνοι τους. Υπάρχει και κάποιος αδερφός τους πάνω στη γη, που τους σκέφτεται και τους θυμάται!

Και αν όχι τουλάχιστον να φτάσει στα χέρια τους αυτό το λουλούδι (το βιβλίο, ‘Πόσο Έλληνας είσαι;’)!

Για μένα ήταν μια πανέμορφη βραδιά. Μια βραδιά συγκίνησης! Γιατί συγκινούμαι πάντα, όταν μιλώ για την Ελλάδα. Και αυτή η συγκίνηση γίνεται μεγαλύτερη βλέποντας την κατάσταση που επικρατεί στην πατρίδα. Τα ανελέητα χτυπήματα που δέχεται ο ελληνισμός. Και το απλό ερώτημα, γιατί, μάλλον δεν έχει απάντηση. Σε όλα αυτά έρχεται η βάρβαρη ξενιτιά  να οξύνει περισσότερο την πίκρα μου. Έλληνες ξεχασμένοι σε μακρινές χώρες. Μόνοι! Εντελώς μόνοι που καλούνται να δώσουν μια απάντηση στο ερώτημα, πόσο Έλληνας είσαι. Να διατηρήσουν βαθιά μέσα τους όλα αυτά που μας χαρακτηρίζουν ως λαό. Τη θρησκεία, τα ήθη και έθιμά μας και κυρίως τη γλώσσα μας. Για όλους αυτούς που φεύγουν και ξέρουν ότι δε θα ξαναγυρίσουν ποτέ πίσω. Ακόμα και σε όσους αργούν να επιστρέψουν.

Ήθελα ακόμα μια φορά να ευχαριστήσω όλους όσους ήρθαν στην παρουσίαση και όλους όσους διάβασαν το βιβλίο μου. Να ξέρετε ότι για μένα είναι σαν να σκέφτεστε όλα αυτά τα αδέρφια που ζουν εκτός, κομμάτι των οποίων είμαι και εγώ με την οικογένειά μου!

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ