Γράφει ο δημοσιογράφος-ερευνητής Ευθύμιος Χατζηϊωάννου.Ο διαχρονικός της ρόλος και οι παράγοντες που καθορίζουν το μέλλον της.

Ως Ελληνική Διασπορά χαρακτηρίζεται το σύνολο των εκπατρισμένων Ελλήνων, που μολονότι εγκαταστάθηκε, έστω και με σχετική μονιμότητα, σε χώρες ή περιοχές εκτός του εθνικού χώρου, εξακολουθεί να συντηρεί, σε επίπεδο συλλογικό ή και ατομικό, τις υλικές, πολιτιστικές και συναισθηματικές του σχέσεις με την χώρα της άμεσης ή της παλαιότερης καταγωγής του. Η μακραίωνη ιστορία της Ελληνικής Διασποράς (που έχει επικρατήσει να την αποκαλούμε και Απόδημο Ελληνισμό), ξεκινά περίπου κατά την δεύτερη χιλιετία π.Χ., ενώ στην σύγχρονη εποχή χωρίζεται συνήθως σε τρεις μεγάλες περιόδους, η καθεμία από τις οποίες έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά. makis

Η πρώτη περίοδος αντιστοιχεί στους τέσσερις αιώνες της Τουρκοκρατίας, η δεύτερη αντιστοιχεί στην εποχή, από την δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η τρίτη στην εποχή, από την λήξη του πολέμου μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα. Διαχρονικά αίτια των μεταναστεύσεων θεωρούνται κυρίως οι πολιτικοστρατιωτικές ή οικονομικοκοινωνικές συνθήκες στον ελληνικό χώρο. Η Ελληνική Διασπορά χαρακτηρίζεται από την σημαντική συμβολή της στην οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική εξέλιξη του συνολικού ελληνικού κόσμου, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας, ενώ αριθμητικά αντιστοιχεί στο ήμισυ ή κατ’ άλλους στα δύο τρίτα του πληθυσμού της Ελλάδας, διάσπαρτη σε 140 από τις 200 χώρες του Πλανήτη μας,

Όταν λάβουμε υπόψη μας, ότι ο πληθυσμός της Ελλάδας είναι ένδεκα περίπου εκατομμύρια, και της Κύπρου 600.000, είναι ευνόητο, ότι τα 5 ή (κατά άλλους υπολογισμούς, όπως αυτόν του ΣΑΕ) τα 7 εκατομμύρια περίπου των ομογενών μας, που ζουν έξω από τις δύο αυτές Μητροπόλεις, αποτελούν μια οντότητα, που δίνει στο έθνος μας μια παγκόσμια παρουσία και διάσταση.

Στις εκάστοτε αναφορές στον Απόδημο Ελληνισμό πρέπει να συμπεριλαμβάνονται και οι ομογενείς από την Κύπρο, επειδή η Κύπρος, αν και αποτελεί ένα ανεξάρτητο κράτος, έχει πληθυσμό – εάν εξαιρέσουμε τους Τουρκοκύπριους – που αποτελεί φυλετικά αναπόσπαστο μέρος του ελληνικού Έθνους.

Εκτός από τους Κυπρίους, στους απόδημους Έλληνες πρέπει να συμπεριλαμβάνονται ακόμη και οι ομογενείς μας, που προέρχονται απευθείας από περιοχές της «ιστορικής» Ελληνικής Διασποράς, όπως η Μικρά Ασία, ο Πόντος, η Ανατολική Θράκη, η Κωνσταντινούπολη, η Ρουμανία, η Αίγυπτος, η Μέση Ανατολή, η Ρωσία, κ.ά.

Η συμβολή της Ελληνικής Διασποράς στην εξέλιξη του Ελληνισμού

Αν εξετάσουμε κατά περιόδους τον ρόλο του Απόδημου Ελληνισμού, αρχίζοντας από την Τουρκοκρατία, θα διαπιστώσουμε, ότι καθ’ όλη την διάρκειά της η Ελληνική Διασπορά έπαιζε πρωτεύοντα ρόλο στην οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή του Ελληνισμού στο σύνολό του.

Στους κόλπους της Ελληνικής Διασποράς εκκολάφθηκε η Φιλική Εταιρεία, και από εκεί ξεκίνησε το 1821 το πρώτο επαναστατικό κίνημα, έναν μήνα πριν από την κήρυξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο.

Όταν, μετά από την Εθνεγερσία του 1821 συστάθηκε το σύγχρονο ελληνικό κράτος το 1830, ο πληθυσμός του δεν ξεπερνούσε τις 750.000, ενώ ο Ελληνισμός της Ανατολικής Θράκης, της Μικράς Ασίας, του Πόντου, και της Νότιας Ρωσίας έφθανε τα δύο εκατομμύρια.

Στα πρώτα δύσκολα χρόνια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, οι Έλληνες της Διασποράς έγιναν οι κύριοι χορηγοί του, και με την οικονομική τους βοήθεια ιδρύθηκαν τα κυριότερα εκπαιδευτικά και πολιτιστικά ιδρύματα και έγιναν μεγάλα έργα υποδομής.

Με την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, και την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας, το μεγαλύτερο μέρος του πανάρχαιου ανατολικού Ελληνισμού ξεριζώθηκε βίαια από τις πατρογονικές του εστίες.

Μια πιο πρόσφατη φάση στην εξέλιξη του Απόδημου Ελληνισμού είναι η μετανάστευση από την Ελλάδα, αλλά και από μεγάλες εστίες της ελληνικής Διασποράς, προς τις νέες χώρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής από τα τέλη του 19ου αιώνα, και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και προς τη Νότια Αμερική, τον Καναδά, την Αυστραλία, και στην συνέχεια προς χώρες της Δυτικής Ευρώπης, με επίκεντρο την Γερμανία, κάτι που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. statistik_world

Η διάχυση των Ελλήνων σε όλες τις γωνιές της Υφηλίου δίνει μια οικουμενική διάσταση στο ελληνικό Έθνος.  Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού, η σύγχρονη κατανομή των αποδήμων Ελλήνων ανά ηπείρους κατανέμεται ως ακολούθως: Αμερική 61%, Ευρώπη 23%, Αφρική 2%, Ασία 1%, και Ωκεανία (συμπεριλαμβανομένης της Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας) 13%.

Ο Απόδημος Ελληνισμός διατηρεί ακμαία την εθνική του συνείδηση, οι συναισθηματικοί του δεσμοί με τις Μητροπόλεις (Ελλάδα και Κύπρο) είναι στενοί, και στις χώρες της διαμονής του καταβάλλει κάθε προσπάθεια για την προαγωγή των εκάστοτε εθνικών μας θεμάτων.

Εδώ βρίσκεται και η ιδιομορφία του Απόδημου Ελληνισμού.  Στις παροικίες του εξωτερικού, οι ομογενείς από τις διάφορες χώρες προέλευσής τους, παρά το γεγονός, ότι προέρχονται από διαφορετικά κοινωνικά περιβάλλοντα, βρίσκουν, πως οι παραδοσιακές αξίες της φυλής μας και η κοινή μας πίστη αποτελούν τον κοινό παρονομαστή, που λειτουργεί ως συνεκτικός κρίκος. Γι’ αυτό υπάρχει και η κοινή πορεία στις χώρες υποδοχής, και η ομόθυμη αντιμετώπιση των εθνικών θεμάτων, που αφορούν τις δύο Μητροπόλεις.

Η Ελληνική Διασπορά αποτελεί μια προέκταση του Ελληνισμού πολύ πέρα από τα οριοθετημένα γεωγραφικά σύνορα του σημερινού κράτους της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Ο Ελληνισμός της Διασποράς κατόρθωσε, όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά και να αναπτύξει σημαντικές δραστηριότητες και πρωτοβουλίες με στόχο την διατήρηση της ελληνικής ταυτότητας, που αποτελεί την μόνιμη και διαχρονική επιδίωξή του.

Οι βασικοί παράγοντες και η μελλοντική προοπτική του Απόδημου Ελληνισμού

Είναι γενικά παραδεκτό, ότι το μέλλον του Ελληνισμού της Διασποράς εξαρτάται από τρεις γενικούς και βασικούς παράγοντες. Οι παράγοντες αυτοί είναι:berlin

α) Η βούληση των ιδίων των Ελλήνων της Διασποράς, β) η πολιτική των εθνικών μητροπολιτικών κέντρων (κυρίως της Ελλάδος) και γ) οι πολιτικές, που εφαρμόζουν για τους μετανάστες οι χώρες φιλοξενίας.

Επιχειρώντας να διατυπώσουμε τις εκτιμήσεις μας για τις μελλοντικές προοπτικές της Ελληνικής Διασποράς, θεωρούμε ως δεδομένο, ότι η βούληση του εθνικού κέντρου και των Ελλήνων της Διασποράς γενικώς θα είναι η ενσωμάτωση των τελευταίων στις χώρες παραμονής, με ταυτόχρονη διατήρηση μιάς ισχυρής ελληνικής ταυτότητας. Θεωρούμε, επίσης, ως δεδομένο, ότι η πολιτική του τρίτου παράγοντα, δηλαδή των χωρών φιλοξενίας, θα παραμένει σταθερή, όπως έχει σήμερα, δίχως να παρεμποδίζει γενικώς αυτήν την βούληση.

Είναι ευνόητο σε όλους μας, ότι αν μπορέσουμε να διατηρήσουμε ισχυρή την εθνική ταυτότητα του Ελληνισμού της Διασποράς, τότε το μέλλον του προβλέπεται ευοίωνο. Αν όχι, τότε οι Έλληνες της Διασποράς θα αφομοιωθούν πλήρως στις περισσότερες από τις κοινωνίες υποδοχής και θα μειωθούν σημαντικά.

Εφ’ όσον, λοιπόν, το μέλλον του Ελληνισμού της Διασποράς έχει άμεση εξάρτηση από την διατήρηση μιας ισχυρής ελληνικής ταυτότητας, πρέπει αρχικά να εξετάσουμε, σε τι συνίσταται η ισχυρή ελληνική ταυτότητα και μετά να αναζητήσουμε τρόπους διατήρησης της ελληνικής ταυτότητας.

Τα χαρακτηριστικά της «ισχυρής» Ελληνικής Ταυτότητας

Τα κύρια χαρακτηριστικά, από τα οποία προσδιορίζεται η εθνική ταυτότητα, μπορεί να είναι υποκειμενικά και αντικειμενικά. Υποκειμενικό κριτήριο είναι η εθνική συνείδηση και αντικειμενικά είναι η γλώσσα, η θρησκεία, η καταγωγή, οι παραδόσεις και ο πολιτισμός. Το εγκυρότερο κριτήριο, το οποίο είναι διεθνώς αποδεκτό σήμερα, είναι ο αυτοπροσδιορισμός μέσω της εθνικής συνείδησης. Αυτό το κριτήριο αναπληρώνει την έλλειψη κάποιων από τα αντικειμενικά κριτήρια. Μάλιστα, την άποψη αυτή είχε υιοθετήσει και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος είχε δηλώσει στο Συνέδριο της Ειρήνης στις Βερσαλλίες, ότι «Έλληνας είναι αυτός, που θέλει να είναι Έλληνας, που νιώθει ότι είναι Έλληνας και λέει ότι είναι Έλληνας».

Για να υπάρχει, όμως, αυτή η υποκειμενική αίσθηση κάποιου, ότι είναι Έλληνας, πρέπει να υφίσταται τουλάχιστον κάποιο αντικειμενικό χαρακτηριστικό. Στην περίπτωση της ελληνικής εθνικής συνείδησης το ισχυρότερο αντικειμενικό χαρακτηριστικό είναι η Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη. Ήδη στα Επαναστατικά Συντάγματα της Επιδαύρου (1822), του Άστρους (1823) και της Τροιζήνας (1827), συναντούμε την πρώτη προσπάθεια προσδιορισμού της ελληνικής εθνικής ταυτότητας, βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων. Είναι χαρακτηριστικό, ότι σε αυτά ο προσδιορισμός του Έλληνα γίνεται με κριτήριο, όχι την εθνολογική καταγωγή ή την ελληνική γλώσσα, αλλά την Χριστιανική πίστη: «Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες».

Η σύμπτωση εθνικής ταυτότητας και θρησκείας στον Ελληνισμό αντανακλά μια μακρά παράδοση, που ξεκίνησε από την Βυζαντινή εποχή και διατηρήθηκε κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Είναι, λοιπόν, απόλυτα φυσιολογικό να αποτυπώνεται και στα Επαναστατικά Συντάγματα. Όσο πλησιάζουμε στην σύγχρονη εποχή, διαπιστώνουμε, ότι ο παράγοντας της γλώσσας αποκτά περισσότερη σημασία, κυρίως υπό την επίδραση των ιδεών του Δυτικού διαφωτισμού, δίχως όμως να μειώνεται η αξία του θρησκευτικού παράγοντα.

Ελλαδική, Ελλαδοκεντρική και συμβολική Ελληνικότητα

Τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά της ελληνικής ταυτότητας, όπως είναι η Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη, η ελληνική γλώσσα, η ελληνική ιστορία, τα ήθη, τα έθιμα και ο πολιτισμός, υπάρχουν στην ολότητά τους -ή, πάντως, σε μεγάλο βαθμό- στους Έλληνες των εθνικών κέντρων της Ελλάδας και της Κύπρου. Συνιστούν, δηλαδή, αυτό που μπορεί να ονομαστεί ελλαδική Ελληνικότητα. Συναντάται, όμως, και σε ένα μεγάλο μέρος της Ελληνικής Διασποράς (κυρίως στην μεταναστευτική Διασπορά της Ευρώπης) και μπορεί να ονομασθεί ελλαδοκεντρική Ελληνικότητα.

Όμως, εκτός αυτής υπάρχει και μια άλλη εξωελλαδική έκφανση της Ελληνικότητας, η οποία συναντάται κυρίως στην «ιστορική» Διασπορά, δηλαδή στους Έλληνες και Ελληνόριζους των περιοχών, που ιστορικά ανήκουν στον ευρύτερο ελληνικό γεωγραφικό και πολιτισμικό χώρο, αλλά δεν ανήκουν σήμερα στην ελληνική επικράτεια. Η έκφανση αυτή βασίζεται στα υποκειμενικά χαρακτηριστικά της πεποίθησης στην ελληνική καταγωγή των μελών της, στην συναισθηματική σύνδεσή τους με κάθε τι ελληνικό, δίχως να συνοδεύεται από τα διαπιστώσιμα χαρακτηριστικά, που προαναφέραμε. Σε αυτήν την περίπτωση της συμβολικής Ελληνικότητας, η ελληνική εθνική συνείδηση τροφοδοτείται από την πίστη στην ελληνική καταγωγή, ως ιδεολόγημα συναισθηματικά φορτισμένο. Αυτοί, που αισθάνονται Έλληνες, με αυτόν το τρόπο, στην καλύτερη των περιπτώσεων διαθέτουν κάποια ψήγματα ελληνικής γλώσσας στο λεξιλόγιό τους ή κάποια ελληνογενή πολιτισμικά στοιχεία, ως ένα «πολιτισμικό ελάχιστο», επάνω στο οποίο θεμελιώνεται μια συμβολική ελληνικότητα. Ανάμεσα στις δύο αυτές εκφάνσεις Ελληνικότητας, την ελλαδοκεντρική και την συμβολική, εκτείνεται ολόκληρο το φάσμα της ελληνικής συνείδησης της Ελληνικής Διασποράς.

Ο Ελληνισμός της Διασποράς, μετά το 1973-1974 και μέχρι την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, είχε παύσει να τροφοδοτείται με νέο αίμα, καθώς το φαινόμενο της παλιννόστησης ήταν μεγαλύτερο από αυτό της μετανάστευσης. Με την κρίση, που ενέσκηψε στην χώρα μας από τα τέλη της περασμένης δεκαετίας, η μετανάστευση ξεκίνησε και πάλι, με κατεύθυνση κυρίως προς τα κράτη της Ευρώπης και ιδιαίτερα προς αυτά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως, προς άλλα κράτη, όπως είναι οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Αυστραλία κ.α. το ποσοστό της μετανάστευσης Ελλήνων κατά τα τελευταία αυτά χρόνια είναι ελάχιστο και φαίνεται, ότι δεν πρόκειται να παρουσιάσει εντυπωσιακή άνοδο, εξαιτίας πολλών παραγόντων. Αυτό σημαίνει, ότι η Ελληνική Διασπορά στα κράτη εκτός της Ευρώπης δεν τροφοδοτείται πλέον επαρκώς από νέα μέλη, τα οποία διαθέτουν τα διαπιστώσιμα στοιχεία της ελλαδοκεντρικής ελληνικότητας, που προαναφέραμε. Έτσι η ελληνική συνείδηση των μελών της Ελληνικής Διασποράς στα κράτη αυτά θα μετακινείται, με την πάροδο του χρόνου, όλο και περισσότερο από την ελλαδοκεντρική, προς την συμβολική Ελληνικότητα. Οι απόγονοι των Ελλήνων μεταναστών σε αυτές τις χώρες της Διασποράς ομιλούν όλο και λιγότερο την ελληνική γλώσσα, ενώ και το κριτήριο της καταγωγής εξασθενεί λόγω των μικτών γάμων. Για να διατηρηθεί, όμως και η ίδια η συμβολική Ελληνικότητα και να αποτραπεί η πλήρης αφομοίωση των Ελλήνων της Διασποράς από τις τοπικές κοινωνίες, θα πρέπει να εξευρεθούν τρόποι για την εξασφάλιση από αυτούς ενός «πολιτισμικού ελαχίστου», που θα είναι ικανό να θεμελιωθεί επάνω σε αυτό, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, μια ισχυρή ελληνική ταυτότητα.

 

Τρόποι διατήρησης της Ελληνικής Ταυτότητας στους Έλληνες της Διασποράς

 

  1. Η Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη

 

Ένας πολύ ισχυρός παράγοντας, επάνω στον οποίο μπορεί να θεμελιωθεί ισχυρή ελληνική ταυτότητα, είναι η Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη.

Ιστορικά, είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα των Τουρκοφώνων Ορθοδόξων Χριστιανών κατοίκων της Μ. Ασίας και ιδιαίτερα της Καππαδοκίας, που αισθάνονταν Έλληνες. Ο Άγγλος ιστορικός Arnold Toynbee περιγράφει αυτό, που είχε δηλώσει ένας Καραμανλής στο Ναζιλί της Μικράς Ασίας κατά την διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας (1919-1922): «Αν και η γλώσσα μου είναι τουρκική η καρδιά μου είναι ελληνική».

Το έντονο θρησκευτικό συναίσθημα μπορεί να επιβραδύνει αποτελεσματικά την διαδικασία της αφομοίωσης. Αυτό επιβεβαιώνει και το παράδειγμα της Εβραϊκής Διασποράς. Η θρησκευτική και εθνική ταυτότητα των Εβραίων, και μάλιστα των Ορθοδόξων Εβραίων, παρέμεινε επί αιώνες αναλλοίωτη. Μετά τη ίδρυση του Εβραϊκού κράτους η εθνικο-θρησκευτική ταυτότητα των Εβραίων ενισχύεται από διάφορα προγράμματα, όπως η δωρεάν μετάβαση και φιλοξενία για διακοπές Εβραιοπαίδων στο Ισραήλ.frankfourt

Αν, λοιπόν, το Ελληνικό κράτος, οι οργανώσεις των Ελλήνων της Διασποράς και οι Εκκλησιαστικοί φορείς υιοθετούν και ενισχύουν τέτοιες πρωτοβουλίες, παρόμοιες με την διοργάνωση προσκυνηματικών επισκέψεων λ.χ. στους Αγίους Τόπους και τα Μοναστήρια της Ελλάδος για τους Ελληνόπαιδες, ώστε να ενισχύεται το θρησκευτικό τους συναίσθημα, αν οργανωθούν καλύτερα τα κατηχητικά σχολεία του εξωτερικού και σταματήσουν οι ξένες προς την Ορθόδοξη παράδοση πρακτικές, που έχουν παρεισφρύσει στις ελληνικές ενορίες του εξωτερικού (π.χ. μουσική από αρμόνια στις εκκλησίες αντί από χορούς ιεροψαλτών, μοντέρνα εκκλησιαστική μουσική αντί της βυζαντινής, χαμηλά ή καθόλου τέμπλα στους ναούς κ.λπ.), τότε θα επιβιώσει ένα ισχυρό στήριγμα της ελληνικής συνείδησης των Ελλήνων της Διασποράς, ακόμη και αν παύσουν να ομιλούν την ελληνική γλώσσα. Το φαινόμενο της απώλειας της ελληνικής γλώσσας είναι πολύ κοινό στους ομογενείς μας από την τρίτη γενεά και μετά και επομένως αυτοί χρειάζονται περισσότερο τα θρησκευτικά, ηθικά και πολιτιστικά στηρίγματα για την επιβίωση της ελληνικότητάς τους.

 

  1. Η Ελληνική Παιδεία

 

Ο δεύτερος ισχυρός παράγοντας ελληνικότητας είναι η ελληνική γλώσσα. Το ελληνικό κράτος προσπαθεί με ειδικά εκπαιδευτικά προγράμματα για τους ελληνόπαιδες του εξωτερικού να καλύψει τις στοιχειώδεις ανάγκες διδασκαλίας της ελληνικής μητρικής γλώσσας, της ελληνικής Ιστορίας κλπ. και να βοηθήσει στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της έλλειψης ειδικού καταρτισμένου εκπαιδευτικού προσωπικού και διδακτικού υλικού, καταλλήλου για τους Έλληνες της Διασποράς. Αυτό γίνεται, όχι μόνο με την απόσπαση Ελλήνων εκπαιδευτικών στο εξωτερικό, αλλά και με την βοήθεια ειδικών επιστημονικών προγραμμάτων, όπως είναι π.χ. το πρόγραμμα «Παιδεία Ομογενών» από το Πανεπιστήμιο Κρήτης. Όμως, αυτά τα μέτρα δεν είναι επαρκή, αφού δεν μπορούν να καλύψουν όλο το φάσμα των αναγκών, ούτε επιδρά άμεσα, αλλά αναμένεται να αποδώσει καρπούς στο προσεχές μέλλον.

Είναι γνωστό, ότι τα τελευταία χρόνια οι έδρες Νεοελληνικών Σπουδών στα διάφορα Πανεπιστήμια του εξωτερικού κινδυνεύουν από τις οικονομικές περικοπές των κυβερνήσεων και για να συνεχισθεί η λειτουργία τους επιβάλλεται η χρηματοδότησή τους. Αν το ελληνικό κράτος ή οι εύποροι ομογενείς επιδοτήσουν την ίδρυση και την διατήρηση προγραμμάτων Ελληνικών Σπουδών σε Κολλέγια και Πανεπιστήμια του εξωτερικού, αν ενδυναμωθούν τα ομογενειακά σχολεία, αν οι εκκλησιαστικοί φορείς διατηρήσουν σε μεγάλο βαθμό την ελληνική γλώσσα στην Θεία Λειτουργία στις ελληνορθόδοξες ενορίες της Διασποράς και αν διατηρηθούν στενοί δεσμοί των Ελλήνων της Διασποράς με τα εθνικά κέντρα, τότε θα μπορέσει να διατηρηθεί σε μεγάλο βαθμό η ελληνική γλώσσα στους Ομογενείς μας. Επίσης, τα προγράμματα διακοπών νέων της Ελληνικής Διασποράς στην Ελλάδα και την Κύπρο, σε συνδυασμό με μορφωτικές επισκέψεις και εκδρομές σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδος, βοηθούν αποτελεσματικά στην ενίσχυση της γλωσσικής και ιστορικής τους παιδείας.

Ο ρόλος της Παγκοσμιοποίησης και της τεχνολογικής ανάπτυξης των ΜΜΕ

Αν και οι γενικές επιδιώξεις της Παγκοσμιοποίησης έχουν αρνητική επίδραση και εγκυμονούν πολλούς κινδύνους και για τον Ελληνισμό, στην προκειμένη περίπτωση, τόσο η Παγκοσμιοποίηση των μέσων επικοινωνίας (ΜΜΕ), όσο και η συνεχής τεχνολογική τους ανάπτυξη μπορούν να βοηθήσουν στην επίτευξη αυτών των στόχων, εφόσον καθιστούν δυνατή την άμεση τροφοδοσία των Ελλήνων της Διασποράς με οπτικοακουστικό υλικό στην ελληνική γλώσσα και την άνετη επικοινωνία μεταξύ τους με την αίσθηση της εγγύτητας. Η δορυφορική και καλωδιακή τηλεόραση φέρνει την Ελληνική γλώσσα μέσα στα σπίτια των Ομογενών. Αν το Ελληνικό Κράτος αξιοποιήσει τις σύγχρονες τεχνολογίες ώστε να παρέχεται εξ αποστάσεως μάθηση και σπουδή στην ελληνική γλώσσα και Ιστορία από όποιον επιθυμεί και φροντίσει για την παραγωγή διδακτικών και ιστορικών «ντοκυμαντέρ», θα μπορούσε να ενισχυθεί πολύ η γνώση αλλά και η διάδοση της ελληνικής  γλώσσας και ιστορίας.

Με την καλύτερη οργάνωση της παιδείας των ομογενών και την χρήση των νέων τεχνολογιών, θα μπορούσε να καλλιεργηθεί η σύνδεση των Ελλήνων της Διασποράς με τα οικουμενικά ιδανικά του Ελληνισμού, δηλαδή την Δημοκρατία, την Φιλοσοφία και τις Τέχνες. Τα ιδανικά αυτά μπορούν να αποτελέσουν ένα όραμα για τους Έλληνες της Διασποράς. Η αίσθηση, ότι οι θεμελιώδεις αυτές αξίες του δυτικού πολιτισμού έχουν τις ρίζες τους στην αρχαία Ελλάδα και ότι εξακολουθούν να καλλιεργούνται επάξια από Έλληνες, που διαπρέπουν παγκοσμίως στην πολιτική, στις επιστήμες και στις τέχνες και ότι και αυτοί ανήκουν στην ίδια οικογένεια, μπορεί να αποτελέσει από μόνη της ένα πολιτισμικό ελάχιστο, ικανό να συντηρήσει ισχυρή ελληνική συνείδηση και ταυτότητα. Οι Έλληνες της Διασποράς προσδίδουν την διάσταση της οικουμενικότητας στον Ελληνισμό, και όταν εγκολπωθούν το αξιακό πλαίσιο του ελληνικού πολιτισμού, τότε η συνοχή τους και το μέλλον τους είναι εξασφαλισμένα.

 

  1. Οι Ελληνικές Παραδόσεις

 

Σε όλες τις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού οι διάφορες εθνοτοπικές οργανώσεις και οι πολιτιστικοί σύλλογοι των ομογενών μας καλλιεργούν την παραδοσιακή ελληνική μουσική και τους χορούς, ενώ στα ελληνικά πανηγύρια (Festivals), που οργανώνονται από τις κοινότητες και τις ενορίες προσφέρονται παραδοσιακά ελληνικά εδέσματα. Η διατήρηση των ελληνικών αυτών παραδόσεων, ακόμη και μόνης της ελληνικής μαγειρικής, μπορεί να αποτελέσει επίσης ένα «πολιτισμικό ελάχιστο» για την διατήρηση της ελληνικής συνείδησης. Οι ελληνικές παραδόσεις μπορούν να καλλιεργηθούν και με την βοήθεια των νέων τεχνολογιών, όπως είναι η τηλεόραση και το διαδίκτυο.

 

  1. Η Προσαρμογή στις νέες Συνθήκες

 

Για να μπορούν οι ελληνικές κοινότητες της Διασποράς να λειτουργούν και μελλοντικά με αποτελεσματικότητα στον τομέα της διατήρησης της εθνικής συνείδησης και της διάδοσης του ελληνικού πολιτισμού, θα πρέπει να προχωρήσουν σε αναγκαίες θεσμικές προσαρμογές στις σύγχρονες συνθήκες, ώστε να συνεχίσουν να προσελκύουν το ενδιαφέρον των νεότερων Ελλήνων της Διασποράς. Οι νέες συνθήκες της Παγκοσμιοποίησης δημιουργούν δυνατότητες, τις οποίες μπορεί να εκμεταλλευτεί η Ελληνική Διασπορά προς όφελός της. Καθώς είναι γνώστες δύο ή και περισσοτέρων γλωσσών και πολιτισμών, τα νεότερα μέλη της Ελληνικής Διασποράς θα μπορέσουν να γίνουν γέφυρα μεταξύ του «ιδιαιτέρου» και του «καθολικού», μεταξύ ατόμου και κοινωνίας, μεταξύ τοπικού και παγκοσμίου. Τα συγγενικά και ομοεθνικά επιχειρηματικά και εμπορικά δίκτυα μπορούν να βρουν πιο πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθούν, ενώ η παρουσία τους στις κοσμοπολίτικες παγκόσμιες πόλεις, που θα αποτελέσουν τα μελλοντικά οικονομικά κέντρα, θα ενισχύσει τον ρόλο και την σημασία τους.

 

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ