Του καθηγητή Νίκου Αυγελή*
Η ιστορία της φιλοσοφίας αρχίζει στην αρχαία Ελλάδα τον έκτο π.Χ. αιώνα με τον Θαλή τον Μιλήσιο, ο οποίος για πρώτη φορά έθεσε το ερώτημα για την πρώτη αρχή και τα αίτια των όντων. Έτσι περνούμε από το μύθο στον λόγο. Ο μύθος ήταν η πρώτη μορφή μέσα από την οποία ο άνθρωπος προσπάθησε να κατανοήσει τον κόσμο και τον εαυτό του, να βάλει μια τάξη στο χάος της πολλαπλότητας της εξωτερικής πραγματικότητας που τον περιβάλλει και του προξενεί δέος, να κάνει οικείο το ξένο , το άγνωστο αναζητώντας πίσω από αυτό τα αίτια που έως ένα βαθμό μπορούσε να ταυτίσει με τον εαυτό του. Γιατί το πιο οικείο είναι ο εαυτός του. Η μυθική αντίληψη για τον κόσμο είναι από τη σκοπιά αυτή ανθρωπομορφική. Όταν ο πρωτόγονος φοβάται τις αστραπές , τις βροντές και τους κεραυνούς βάζει στη θέση τους μια εικόνα που του είναι κατά κάποιο τρόπο οικεία, την εικόνα ενός ισχυρού άνδρα που εκσφενδονίζει φλόγες, φτιάχνει έτσι τη μορφή του θεού Δία, ο οποίος δεν είναι τόσο ξένος , αφού έχει γνωρίσματα που έχει και ο ίδιος. Ο άνθρωπος χρειάστηκε μύθους για να επιβιώσει.
Αυτό που χαρακτηρίζει τη μυθική σκέψη είναι η έλλειψη μιας οριοθέτησης ανάμεσα στο Είναι και το φαίνεσθαι, στο πλαίσιο της οποίας μπορεί να τεθεί μόνον το πρόβλημα της αλήθειας, που είναι το κεντρικό πρόβλημα της φιλοσοφίας. Ο λόγος και όχι ο μύθος είναι ο τόπος της αλήθειας. Έτσι γεννιέται στην αρχαία Ελλάδα η ευρωπαϊκή φιλοσοφία και επιστήμη ως ένα μεγαλεπήβολο και επίπονο εγχείρημα αναζήτησης της αλήθειας, ένα εγχείρημα που αρχίζει με ένα γέλιο, το γέλιο της Θρακιώτισσας για την οποία μας μιλάει ο Πλάτων ( 5ος -4ος π.Χ, )στο έργο του «Θεαίτητος». Δίνοντας τη δική του εκδοχή σε έναν μύθο του Αισώπου ο Πλάτων αφηγείται την εξής ιστορία: Ο Θαλής, ο πρώτος φιλόσοφος, ενώ αστρονομούσε και κοίταζε στον ουρανό έπεσε σε ένα πηγάδι. Τότε μια Θρακιώτισσα υπηρέτρια τον ειρωνεύθηκε και του είπε πως όσα είναι στον ουρανό θέλει να τα μάθει, αλλά δεν βλέπει όσα είναι μπροστά στα πόδια του. Αυτός που πέφτει στο πηγάδι είναι ο φιλόσοφος, ο οποίος κινείται,σε αντίθεση με τη Θρακιώτισσα, στη σφαίρα της καθαρής θεωρίας και όχι της βιοποριστικής, χειρωνακτικής εργασίας. Η Θρακιώτισσα μπορεί από την πρακτική σκοπιά της ζωής να περιγελά τη φιλοσοφία: για την πρακτική ζωή η φιλοσοφία δεν χρησιμεύει σε τίποτε.
Αυτή η ειρωνεία ότι η φιλοσοφία είναι άχρηστη την συνοδεύει ήδη από τις απαρχές της. Ο Πλάτων επισημαίνει πόσο κρίσιμη για την έννοια της φιλοσοφίας είναι η μομφή αυτή, γι΄αυτό και σπεύδει να υπογραμμίσει την ανθρωπολογική διάσταση της φιλοσοφικής προβληματικής. Το φιλοσοφικό ερώτημα αφορά στην ουσία του ανθρώπου: τι είναι ο άνθρωπος και τι αρμόζει να πράττει. Από τη σκοπιά αυτή η φιλοσοφία είναι το πολυτιμότερο κτήμα του ανθρώπου. ‘Όποιος, γράφει ο Πλάτων στο έργο του «Πολιτεία», δεν φθάσει μέσα από τη Διαλεκτική, δηλαδή τη φιλοσοφία, έως τη γνώση του Αγαθού, αυτός θα περιπλανιέται στον κόσμο της δόξας, σε έναν κόσμο δηλαδή σκιών, και θα περάσει τη ζωή του ολόκληρη σαν σε όνειρο και προτού ακόμη ξυπνήσει εδώ πάνω, θα φθάσει νωρίτερα στον Άδη και εκεί μετά θα τον πάρει ύπνος χωρίς τελειωμό.Για τον Πλάτωνα η φιλοσοφία είναι τρόπος ζωής: « ο της αληθινής, γράφει, φιλοσοφίας βίος». Λαμπρό παράδειγμα φιλοσοφικού βίου έχει ο Πλάτων τον βίο του δασκάλου του Σωκράτη. Στον Σωκράτη ( 5ος αι. π.Χ. ) η φιλοσοφία έχει ένα διπλό νόημα, είναι αγάπη για τη γνώση και τη σοφία αλλά και τρόπος ζωής : η φιλοσοφία του είναι η ίδια η ζωή του, που επισφραγίζει ο τραγικός του θάνατος, ένας θάνατος τον οποίο επιλέγει ο ίδιος ελεύθερα. Σε όλη του τη ζωή ο Σωκράτης δίδασκε το πώς πρέπει να ζει ο άνθρωπος ( πώς βιωτέον), να ζει δηλαδή σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις του λόγου, τον οποίο αναγόρευσε σε μέτρο της αλήθειας. Ο λόγος θα ορίσει τι είναι το Αγαθό που πρέπει να είναι ρυθμιστική αρχή του πρακτέου, των πράξεών μας. Πρέπει να γνωρίζει κανείς τι είναι το αγαθό για να πράττει το αγαθό, πρέπει να γνωρίζει τι είναι δίκαιο για να μπορεί να είναι δίκαιος. Η αρετή είναι για τον Σωκράτη γνώση. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει είναι ότι κανείς δεν πράττει με τη θέλησή του το κακό ( ουδείς εκών κακός). Η άγνοια είναι η αιτία που οδηγεί τον άνθρωπο να πράξει το κακό. « Ουδείς άλλα ποιει ή α οίεται δειν.» ( κανείς δηλαδή δεν πράττει άλλα από αυτά που νομίζει ότι πρέπει να πράξει). Αυτοί που συνεπώς γνωρίζουν το αγαθό, αυτοί μπορούν και να το πράξουν.
Τη σωκρατική Ηθική θα την καταλάβουμε καλύτερα, αν την αντιπαραθέσουμε προς την χριστιανική αντίληψη, όπως αυτή εκφράζεται από τον Απόστολο Παύλο στην Προς Ρωμαίους επιστολή του : « Ου γαρ ο θέλω ποιω αγαθόν…, αλλ΄ο ου θέλω κακόν τουτο πράσσω. Ει δε ο ου θέλω εγώ τουτο ποιω, ουκέτι εγώ κατεργάζομαι αυτό, αλλ’ η οικουσα εν εμοί αμαρτία…Συνήδομαι γαρ τω νόμω του θεού κατά τον εσω ανθρωπον, βλέπω δε ετερον νόμον εν τοις μέλεσι μου αντιστρατευόμενον τω νόμω του νοός μου και αιχμαλωτίζοντά με εν τω νόμω της αμαρτίας τω όντι εν τοις μέλεσί μου. Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;»( Δεν κάνω εκείνο που θέλω, αλλά το κακό που δεν θέλω, αυτό κάνω. Και αν κάνω εκείνο που δεν θέλω, τότε δεν ενεργώ πλέονεγώ αλλά η αμαρτία που κατοικεί μέσα μου. Αισθάνομαι μεγάλη ευχαρίστηση στο νόμο του θεού κατά τον εσωτερικόν μου ανθρωπον, αλλά βλέπω άλλον νόμο εις τα μέλη μου, ο οποίος αντιστρατεύεται στο νόμο του λογικού μου και με αιχμαλωτίζει διά του νόμου της αμαρτίας που υπάρχει στα μέλη μου. Ταλαίπωρος εγώ ανθρωπος! Ποιος θα με ελευθερώσει από το σώμα τούτο το καταδικασμένο σε θάνατο;) Και ο Απόστολος Παύλος ομολογεί ότι ουδείς εκών κακός: άλλο θέλουμε και άλλο πράττουμε. Μόνο που σημασιοδοτεί διαφορετικά το γεγονός αυτό. Εκκινεί από την απαισιόδοξη πίστη ότι το κακό βρίσκεται ριζωμένο μέσα στην ίδια μας τη φύση. Ο Απόστολος Παύλος βιώνει βαθιά την αντινομία ανάμεσα σε αυτό που θέλω και σε αυτό που πράττω και αποδίδει την αντινομία αυτή σε κάτι το σκοτεινό και μεταφυσικό, σε μια προγονική ενοχή που κληρονομούμε τις συνέπειές της: με την πτώση γεννήθηκε η αμαρτία και ο θάνατος. Η σωτηρία μπορεί ,πιστεύει ο Απόστολος Παύλος, να έλθει μόνον απ΄ ΄έξω, από ένα θεό λυτρωτή , από τη χάρη του. Ο Σωκράτης αντίθετα είναι αισιόδοξος και πιστεύει ότι η σωτηρία θα έλθει από τον άνθρωπο με τη διαφώτιση και την διαπαιδαγώγησή του, πιστεύει ότι η σοφία και η φρόνηση μπορούν να βοηθήσουν τον άνθρωπο να απαλλαγεί από τη δεσποτεία των άλογων ορμών και επιθυμιών και να τον οδηγήσουν έτσι στην αληθινή ευδαιμονία.
Ο Σωκράτης πιστεύει, όπως είδαμε, στην ενότητα γνώσης και πράξης. Γι’ αυτό και οι ηθικές αξίες δεν έχουν σχετικό, όπως πίστευαν οι Σοφιστές , αλλά αντικειμενικό και οικουμενικό περιεχόμενο. Εν ονόματι του λόγου που ο Σωκράτης έκρινε ως τον βέλτιστο επιλέγει ελεύθερα να μην δραπετεύσει από τη φυλακή,όπου οδηγήθηκε αδίκως , επιλέγει τον θάνατο. Γιατί σε όλη του τη ζωή ο Σωκράτης δίδασκε ότι πρέπει να ακολουθούμε τις υπαγορεύσεις του λόγου, και αυτό έκανε και ο ίδιος επιλέγοντας ελεύθερα τον θάνατό του. Το αληθινό περιεχόμενο της ζωής συνίσταται στην ευπραξία, στην αδιάλειπτη δηλαδή τέλεση δίκαιων πράξεων, στην ακατάπαυστη προσπάθεια του ανθρώπου για την ηθική βελτίωσή του.Η σωκρατική αντίληψη για την ενότητα γνώσης και πράξης, επιστήμης και αρετής δεν αφορά μόνον στον ιδιωτικό βίο αλλά και στο δημόσιο βίο. Γι’ αυτό θεωρεί ότι πρέπει να εκλέγονται ως άρχοντες οι άριστοι και οι κάτοχοι της πολιτικής αρετής: « Βασιλείς και άρχοντες , έλεγε ο Σωκράτης, είναι όχι εκείνοι που κατέχουν τα σκήπτρα ούτε εκείνοι που εκλέχθηκαν από τους τυχόντες … ούτε εκείνοι που εξαπάτησαν αλλά όσοι γνωρίζουν να άρχουν.»
Το ερώτημα «τι πρέπει να πράξουμε για να αποκτήσουμε την ευδαιμονία» είναι κεντρικό ερώτημα για όλη την αρχαία ελληνική ηθική φιλοσοφία. Υπάρχουν αρχές σύμφωνα με τις οποίες πρέπει ο άνθρωπος να ρυθμίζει τη ζωή του προκειμένου να διασφαλίσει την ευτυχία του και ποιες είναι αυτές; Θα μπορούσε ίσως κάποιος να πει ότι τις ρυθμιστικές αρχές των πράξεών μας , τις νόρμες συμπεριφοράς μας τις βρίσκουμε στην πολιτιστική μας παράδοση, στις κοινωνικές συμβάσεις. Αλλά με ποια έννοια οι συμβάσεις αυτές μπορούν να έχουν για μας δεσμευτικό χαρακτήρα; Ότι δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα φαίνεται από το γεγονός ότι αλλάζουν από εποχή σε εποχή και από κοινωνία σε κοινωνία. Η φιλοσοφία αναζητεί κριτήρια του πρακτέου που να έχουν για όλους μας δεσμευτικό χαρακτήρα, να ισχύουν δηλαδή για όλους μας. Αν η ιδέα του Αγαθού είναι η ρυθμιστική αρχή του ευ πράττειν, τίθεται το ερώτημα τι είναι το Αγαθό και γιατί οφείλουμε να το πράττουμε ή γιατί πρέπει να είμαστε αγαθοί . Μια απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί να δοθεί με αναφορά στα ελατήριατων πράξεών μας, για παράδειγμα στον φόβο ότι θα τιμωρηθούμε στην περίπτωση μιας κακής πράξης, ενώ θα ανταμειφθούμε στην περίπτωση μιας καλής πράξης μας. Αλλά όπως έγραψε ο μεγάλος άγγλος δραματουργός Σαίξπηρ, « ορισμένοι ανέρχονταιδιά του αμαρτάνεινκαι ορισμένοι άλλοι κατέρχονται διά της αρετής». Με αναφορά ως εκ τούτου σε προσωπικά ελατήρια (π.χ. το ίδιο συμφέρον) δεν μπορεί να απαντηθεί το ερώτημα γιατί πρέπει οι πράξεις μας να είναι από ηθική σκοπιά ορθές. Πρέπει να αναζητηθεί εν προκειμένω μια ρυθμιστική αρχή του πρακτέου που να ισχύει ανεξάρτητα από το αν για την ενάρετη πράξη μας θα ανταμειφθούμε ή όχι.
Ο Σωκράτης, όπως είπαμε, όρισε ως αρχή του πρακτέου το Αγαθό που υπαγορεύει ο λόγος, αλλά άφησε ανοιχτό το περιεχόμενο της έννοιας του Αγαθού. Έτσι οι σωκρατικοί Αντισθένης ο Αθηναίος και ο Αρίστιππος ο Κυρηναίος όρισαν εντελώς διαφορετικά το αγαθό που θα οδηγήσει τον άνθρωπο στην ευτυχία. Ο πρώτος θεώρησε ως Αγαθό την απόλυτη εγκράτεια, τη νέκρωση των παθών .Το επιχείρημά του είναι το εξής: Αν η αρετή χαρίζει σίγουρα και πάντοτε την ευτυχία, τότε η αρετή είναι τρόπος ζωής που κάνει τον άνθρωπο όσο το δυνατόν πιο ανεξάρτητο από την πορεία των πραγμάτων. Τον εξωτερικό κόσμο δεν θα τον εξουσιάσουμε, εξουσιάζουμε όμως τις επιθυμίες μας. Κάθε επιθυμία μας κάνει σκλάβους του εξωτερικού κόσμου. Η αρετή συνεπώς που κάνει τον άνθρωπο να εξαρτάται αποκλειστικά από τον εαυτό του , δεν μπορεί να συνίσταται παρά στην καταπίεση των επιθυμιών και στον περιορισμό των αναγκών μας στο ελάχιστο δυνατό. Ο δεύτερος, ο Αρίστιππος, θεώρησε ως ύψιστο Αγαθό την ηδονή. Ευδαιμονία είναι η κατάσταση της ηδονής που πηγάζει από την εκπλήρωση κάποιας επιθυμίας. Η ευδαιμονία συνίσταται στη σωματική απόλαυση στο άμεσα παρόν, στη στιγμιαία κατά περίσταση ικανοποίηση, γιατί το μόνο που μας ανήκει είναι το παρόν, αφού το παρελθόν έχει χαθεί, ενώ το μέλλον είναι άγνωστο αν θα υπάρξει. Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι πώς ο Λόγος που αναγορεύθηκε σε ρυθμιστή του ηθικού βίου , πώς η φρόνηση ,ο δάσκαλος της αρετής,μπορεί να υπαγορεύει δύο αντίθετες συμπεριφορές, την απόλυτη εγκράτειααπό την μια , την επιδίωξη της ηδονής από την άλλη.
Mε τον Σωκράτη συντελείται μια ανθρωπολογική στροφή στη φιλοσοφία που θα ορίσει και τον φιλοσοφικό τόπο του μαθητή του, του Πλάτωνα, για τον οποίο ένας σημαντικός φιλόσοφος του εικοστού αιώνα, ο AlfredWhitehead, είπε ότι όλη η φιλοσοφία μετά τον Πλάτωνα δεν είναι παρά υποσημειώσεις στο έργο του. Το πως πρέπει να ζει ο άνθρωπος («πως βιωτέον») είναι ένα κεντρικό ερώτημα και για την πλατωνική φιλοσοφία. Επειδή σύμφωνα με τις ανθρωπολογικές και οντολογικές αρχές της πλατωνικής φιλοσοφίας το σώμα είναι η εστία και η πηγή κάθε κακού, ενώ ή έλλογη ψυχή και ο υπεραισθητός κόσμος των ιδεών είναι η έδρα και η αιτία κάθε καλού και αγαθού, η αληθινή ευδαιμονία του ανθρώπου δεν πρέπει να αναζητηθεί στην απόκτηση και απόλαυση των εξωτερικών αγαθών της ζωής, δηλαδή στη σωματική ηδονή, αλλά στη φρόνηση και στην αρετή με την οποία απαλλάσσεται η ψυχή από κάθε παράλογη ορμή και επιθυμία και προσεγγίζει τον θεό, εξομοιώνεται κατά το δυνατόν με αυτόν . Η φυγή από το κακό είναι ομοίωση προς τον θεό , ομοίωση που γίνεται με τη φρόνηση και την αρετή και προϋποθέτει τη γνώση του νοητού κόσμου των ιδεών. Για τον Πλάτωνα ύψιστη αρχή του πρακτέου είναι η ιδέα του Αγαθού.‘Όποιος θέλει να πράξει με φρόνηση στον ιδιωτικό και στον δημόσιο βίο θα πρέπει με τη δύναμη της Διαλεκτικής, δηλαδή της φιλοσοφίας, να γνωρίσει την ιδέα του Αγαθού, γιατί η γνώση του Αγαθού συνεπιφέρει και την πραγμάτωσή του ( το σωκρατικό παράδοξο ) και οδηγεί έτσι τον άνθρωπο στην ευδαιμονία. Υπάρχει ένας άρρηκτος δεσμός ανάμεσα στη γνώση , στην αρετή και στην ευδαιμονία. Ο αληθινός πλούτος του ευδαίμονος, του ευτυχισμένου ανθρώπου είναι η σοφία και η αρετή. Η ευδαιμονία είναι επακόλουθο της αγαθούς και έμφρονος ζωής .
Αλλά η ιδέα του Αγαθού δεν είναι μόνον η υπέρτατη ρυθμιστική αρχή του ιδιωτικού αλλά και του δημόσιου βίου. Στην ιδανική του πολιτεία ο Πλάτων επιχειρεί να συνδέσει τη φιλοσοφία με την πολιτική, τη σοφία με την εξουσία. Αν τονίζει, ο Πλάτων, δεν κυβερνήσουν οι φιλόσοφοι ή δεν φιλοσοφήσουν οι λεγόμενοι σήμερα βασιλείς και άρχοντες , έτσι ώστε να συμπέσει στο ίδιο πρόσωπο πολιτική και φιλοσοφία, τότε δεν θα έχουν τελειωμό οι συμφορές για τις πόλεις αλλά και για το ανθρώπινο γένος.
Ο Πλάτων ( 5ος -4ος αι. π.Χ.) πρώτος συνέλαβε ότι χωρίς μια μεταφυσική θεμελίωση της η Ηθική θα αιωρείται ανάμεσα στον ηδονισμό και στον ασκητικό δογματισμό. Μόνον που ο Πλάτων , καθώςόριζε την ιδέα του Αγαθού ως μια αυθυπόστατη οντότητα, καθιστούσε την πραγμάτωση του Αγαθού από τον άνθρωπο προβληματική. Ο μαθητής του ο Αριστοτέλης ( 4ος αι. π.Χ. ) έδωσε για τον λόγο αυτό ένα πιο συγκεκριμένο περιεχόμενο στο Αγαθό. Το Αγαθό είναι το «πρακτόν», τονίζει ο Αριστοτέλης, όχι μια ιδέα. Ως υπέρτατο αγαθό θεωρείται η ευδαιμονία , η οποία είναι αυτοσκοπός που δεν ορίζεται όμως σε αναφορά προς τη ζωή ενός μοναχικού ατόμου , αλλά προς τη ζωή του ατόμου μέσα, στην κοινότητα, στην πόλη=κράτος, γιατί κατά τον Αριστοτέλη ο άνθρωπος είναι «ζώον πολιτικόν». Το ερώτημα τι κάνει τη ζωή μας ευτυχισμένη μπορεί να απαντηθεί μόνον στο πλαίσιο της ένταξης του ατόμου σε μια κοινότητα, αφού ο άνθρωπος ως μοναχικό άτομο δεν είναι αυτάρκης.Ο ιδιώτης δεν μπορεί να είναι ευδαίμων. Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι η ηθική ικανότητα του ατόμου μόνον στη συλλογική ζωή μπορεί να βρει την τελείωσή της, μέσα δηλαδή στην πόλη-κράτος του οποίου ουσιαστικός σκοπός είναι η ηθική μόρφωση των πολιτών.
Για να αποκτήσει τώρα ο άνθρωπος την ευδαιμονία θα πρέπει , τονίζει ο Αριστοτέλης, να ενεργεί «κατά τον λόγον», δηλαδή «κατ’ αρετήν». Και ενεργεί κατά τον λόγον ο φρόνιμος, ο οποίος αποφεύγει τα άκρα, την υπερβολή και την έλλειψη και ακολουθεί στη ζωή τη μέση οδό ( θεωρία της μεσότητος). Ο ευδαίμων «ευ ζει» και «ευ πράττει», ενεργεί σύμφωνα με τον ορθό λόγο και ως φρόνιμος γνωρίζει να υπομένει με ευπρέπεια τις εναλλαγές της τύχης και να κάνει μέσα στην εκάστοτε συγκυρία το καλύτερο. Ο ενάρετος βίος είναι και για τον Αριστοτέλη απαραίτητη προϋπόθεση της ευδαιμονίας , αλλά δεν επαρκεί: απαραίτητα είναι και ορισμένα εξωτερικά αγαθά, όπως είναι η εύνοια της τύχης, η υγεία, η υλική άνεση κλπ. ‘Ολοι οι άνθρωποι επιζητούν την ευδαιμονία, μόνον όμως από τις δικές τους πράξεις εξαρτάται αν θα φθάσουν κάποτε σε αυτήν. Αρχικά η λέξη «ευδαιμονία»σήμαινε την εύνοια του δαίμονα και ήταν κοντά στον όρο «ευτυχία» : εύνοια της τύχης, είναι δηλαδή κάτι που δεν πετυχαίνει ο άνθρωπος μόνος του, αλλά πρέπει να ζητήσει την ευδαιμονία με προσευχή από τον θεό. Αλλά ήδη στον Ηράκλειτο και σαφέστερα στον Δημόκριτο η σημασία του όρου «ευδαιμονία» αλλάζει. Για τον Ηράκλειτο δαίμων είναι το ήθος (ο χαρακτήρας) του ανθρώπου και για τον Δημόκριτο η ευδαιμονία και η κακοδαιμονία είναι υπόθεση της ψυχής. Από τη σκοπιά αυτή μπορούμε να καταλάβουμε τον αριστοτελικό ορισμό της ευδαιμονίας που εντάσσεται στη φιλοσοφική αυτή παράδοση. Και ο Αριστοτέλης τοποθετεί την αρχή της ευδαιμονίας μέσα στον άνθρωπο, η ευδαιμονία είναι κατ’ αρετήν ενέργεια , ενώ τα εξωτερικά αγαθά που εξαρτώνται από την τύχη δεν είναι παρά τα απαραίτητα εργαλεία.
Στα ελληνιστικά χρόνια με την κατάρρευση της πόλης-κράτους η φιλοσοφία παίρνει θεραπευτικό χαρακτήρα. Η ανάγκη για μια φιλοσοφία που θα διασφαλίσει στο άτομο την ευτυχία γίνεται επιτακτικότερη τώρα που καταρρέει η συνοχή της ελληνικής ζωής και το άτομο συναισθάνεται ότι πρέπει να βασισθεί αποκλειστικά στον εαυτό του. Το πρόβλημα τώρα είναι πώς το άτομο θα διασφαλίσει κάτω από οποιεσδήποτε πολιτικο-κοινωνικές συνθήκες την ευδαιμονία του. Η φιλοσοφία ως θεραπεία απευθύνεται πια όχι μόνον στους έλληνες , αλλά και στους βαρβάρους, στους ελεύθερους και στους σκλάβους , σε άνδρες και γυναίκες , σε φτωχούς και πλούσιους. Αυτό που ενδιαφέρει τους ανθρώπους είναι η ατομική τους ευδαιμονία. Στον Επίκουρο και στον Επίκτητο, για παράδειγμα, η φιλοσοφία λειτουργεί θεραπευτικά.
Ο Επίκουρος ( 4ος – 3ος αι. π.Χ.) χαρακτηρίζει ως υπέρτατο αγαθό την ηδονή: “την ηδονήν, γράφει, αρχήν και τέλος λέγομεν του μακαρίως ζην». Αναγνωρίζει βέβαια ότι η επιδίωξη της ηδονής οδηγεί στην εξάρτηση του ανθρώπου από τις φυσικές ορμές. Αλλά η εξάρτηση αυτή μπορεί με τη φρόνηση να μετριασθεί: « κακόν, γράφει, η ανάγκη , αλλά ουδεμία ανάγκη ζην μετ’ ανάγκης». Οι αχαλίνωτες επιθυμίες μας δεν οφείλονται στη φύση , αλλά στην ανθρώπινη αυταπάτη, την κενοδοξία μας που τις ελευθερώνει. Ο Επίκουρος διακρίνει τρία είδη επιθυμιών:1) ορισμένες επιθυμίες μας είναι φυσικές και αναγκαίες ( π.χ. το ποτό στη δίψα), 2) ορισμένες επιθυμίες μας είναι φυσικές αλλά όχι αναγκαίες ( π.χ. τα πολυτελή εδέσματα) και 3) ορισμένες επιθυμίες μας δεν είναι ούτε φυσικές ούτε αναγκαίες, αλλά τις γεννάει η κενοδοξία μας ( π.χ. η ανέγερση ανδριάντων). Ο σοφός μπορεί να παραιτηθεί από τις δύο τελευταίες και να επιδιώξει τις πνευματικές απολαύσεις που είναι ανώτερες από τις φυσικές, οι οποίες συνδέονται με τη διέγερση των παθών. Ο Επίκουρος μας προτείνει έναν καλαισθητικό , εκλεπτυσμένο τρόπο ζωής. Την ευδαιμονία δεν μπορούμε να την ορίσουμε θετικά, δεν μπορούμε δηλαδή να πούμε σε κανέναν τι χρειάζεται για να είναι ευτυχής, μπορούμε όμως να την ορίσουμε αρνητικά. Ο υπέρτατος σκοπός της ζωής είναι η αποφυγή των πόνων, η ηρεμία και η γαλήνη της ψυχής και όχι η κίνηση του θυμικού της. Ο φιλοσοφημένος άνθρωπος δεν θα παραδοθεί τυφλά στο κυνήγι των ηδονών και των υλικών απολαύσεων, αλλά θα σταθμίζει τις καταστάσεις συνυπολογίζοντας τα θετικά κα αρνητικά πρόσημά τους , ώστε να περιορίζει στο ελάχιστο το ενδεχόμενο σωματικών και ψυχικών ενοχλημάτων, γιατί μόνον έτσι μπορεί να ελπίζει σε ασφαλέστερη και διαρκέστερη ευτυχία. «Την ηδονή , γράφει, την χρειαζόμαστε, όταν η στέρησή της μας προξενεί πόνο. Όταν δεν αισθανόμαστε πόνο, δεν χρειαζόμαστε πια την ηδονή». Όριο για τον Επίκουρο της ηδονής είναι η αποφυγή των πόνων. Η αντίληψη αυτή που αναγορεύει σε ηθικό κριτήριο την απονία, βρήκε απόηχο στα νεότερα χρόνια και μάλιστα άγγιξε και τη σύγχρονη νομοθεσία μας που θεωρεί κολάσιμο τον βασανισμό των ζώων. Μπορεί να μην γνωρίζουμε τι χρειάζονται τα ζώα για να γίνουν ευτυχισμένα, αλλά μπορούμε να γνωρίζουμε αν πονάνε, κι αυτό πρέπει να αποφευχθεί. Μπορούμε να αναγνωρίσουμε και στα πλάσματα αυτά το δικαίωμα να ζουν όσο το δυνατόν δίχως πόνο.
Για τον Επίκουρο αξία έχουν οι πιο εκλεπτυσμένες και απαλλαγμένες από αρνητικές επιπτώσεις μορφές ευχαρίστησης που συνδέονται με τη φιλία ή την πνευματική καλλιέργεια. «Όταν υποστηρίζουμε», λέει ο Επίκουρος, « ότι τελικός σκοπός είναι η ηδονή , δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων και αυτές που συνίστανται στην αισθησιακή απόλαυση , όπως ορισμένοι νομίζουν, αλλά εννοούμε το να μην έχει κανείς σωματικό πόνο και ταραχή ψυχική. Γιατί τη γλυκύτητα της ζωής δεν την φέρνουν τα απανωτά φαγοπότια και τα γλέντια ούτε τα δαπανηρά πολυτελή εδέσματα , αλλά ο νηφάλιος στοχασμός, αυτός που διερευνά τους λόγους για τους οποίους προτιμάμε ή αποφεύγουμε καθετί, και αποδιώχνει τις δοξασίες που με τόσο ταραχή γεμίζουν την ψυχή μας… Αρχή και μέγιστο όλων αυτών είναι η φρόνηση από την οποία απορρέουν όλες οι αρετές, η φρόνηση που μας διδάσκει ότι δεν είναι δυνατόν να ζούμε ευχάριστα δίχως να ζούμε συνετά, ηθικά και δίκαια… γιατί μας προετοιμάζει να αντιμετωπίζουμε καλύτερα τις μεταστροφές της τύχης.«Θεωρούμε ότι η αυτάρκεια, λέει ο Επίκουρος, είναι μέγιστο αγαθό, όχι για να μένουμε ευχαριστημένοι σε κάθε περίπτωση με τα ολίγα , αλλά για να αρκούμαστε στα λίγα ,όταν δεν έχουμε πολλά με τη βάσιμη πεποίθηση ότι την πολυτέλεια την απολαμβάνουν πιο ευχάριστα εκείνοι που την έχουν μικρότερη ανάγκη.»
Αλλά η φιλοσοφία δεν είναι μόνον βιοσοφία (arsvivendi), αλλά και μια θεωρία για τoν θάνατο ( arsmoriendi).Στην Επιστολή του προς τον Μενοικέα, φίλο του ίσως ή μαθητή του, ο Επίκουρος τον συμβουλεύει να «συνηθίζει στην ιδέα ότι ο θάνατος για μας δεν είναι τίποτε, γιατί κάθε καλό και κάθε κακό έγκειται στον τρόπο με τον οποίο γίνεται αισθητό – και ο θάνατος είναι στέρηση της αίσθησης. Η επίγνωση έτσι ότι ο θάνατος είναι για μας ένα τίποτε μας κάνει ευχάριστη τη θνητή ζωή μας, όχι γιατί προσθέτει άπειρο χρόνο σ’ αυτήν αλλά γιατί αφαιρεί τον πόθο της αθανασίας. Γιατί τίποτε μέσα στη ζωή δεν είναι φοβερό για όποιον έχει στ΄αλήθεια κατανοήσει ότι τίποτε φοβερό δεν υπάρχει στο να μη ζει κανείς. Είναι ως εκ τούτου ανόητος όποιος λέει ότι φοβάται τον θάνατο όχι επειδή θα υποφέρει σαν έρθει ο θάνατος, αλλά επειδή του είναι δυσάρεστη η ιδέα ότι πρόκειται να’ ρθει ο θάνατος. Γιατί αδίκως θλιβόμαστε περιμένοντας ένα πράγμα που σαν το έχουμε δίπλα μας δεν ενοχλεί. Το πιο φρικτό λοιπόν απ΄όλα τα άσχημα πράγματα, ο θάνατος, είναι για μας ένα τίποτε, ακριβώς γιατί , όταν εμείς υπάρχουμε, ο θάνατος δεν είναι κοντά μας , κι όταν πάλι έρθει ο θάνατος δίπλα μας, τότε πια δεν υπάρχουμε εμείς. Ούτε τους ζωντανούς λοιπόν αφορά ο θάνατος ούτε τους πεθαμένους, αφού για εκείνους δεν υπάρχει, ενώ αυτοί οι τελευταίοι δεν έχουν πια υπόσταση. Βέβαια, οι πολλοί από τη μια πασχίζουν να αποφύγουν τον θάνατο ως την πιο μεγάλη , κατ΄αυτούς, συμφορά, κι από την άλλη τον αποζητούν ως ανάπαυση από τα δεινοπαθήματα της ζωής. Ωστόσο ο σοφός ούτε τη ζωή απαρνιέται ούτε την ανυπαρξία φοβάται. Γιατί ούτε αποτελεί γι΄αυτόν ενόχληση το ότι ζει ούτε νομίζει ότι είναι κακό να μη ζει κανείς. Κι’ όπως στο φαγητό δεν προτιμά με κανέναν τρόπο τη μεγαλύτερη ποσότητα αλλά το πιο εύγεστο, όμοια κι εδώ δεν απολαμβάνει τον διαρκέστερο χρόνο αλλά τον όσο το δυνατόν πιο ευχάριστο. Κι αυτός πάλι που προτρέπει τον νέο να ζει όμορφα και τον γέροντα να δώσει όμορφο τέλος στη ζωή του είναι ανόητος, όχι μόνον επειδή η ζωή είναι κάτι το επιθυμητό αλλά και επειδή το να ζει κανείς όμορφα και να πεθαίνει όμορφα είναι ένα και το αυτό εγχείρημα.»
Ό Επίκτητος ( 1Ος π .Χ. αιώνας), ένας σημαντικός εκπρόσωπος της στωικής φιλοσοφίας, θεωρεί ότι η ευδαιμονία του ανθρώπου συνίσταται στο «ομολογουμένως τη φύσει ζην», να ζούμε δηλαδή σε αρμονία με τη φύση , που σημαίνει με τον Λόγο που διέπει τη φύση, συνεπώς με τον εαυτό μας, αφού είμαστε έλλογα όντα.Εκκινεί από τη στωική διάκριση ανάμεσα στα «εφ΄ημιν» και στα «ουκ εφ’ημιν», ανάμεσα δηλαδή σε αυτά που εξαρτώνται από μας και σε αυτά που δεν εξαρτώνται από μας. Για τον Επίκτητο το ερώτημα για το που βρίσκεται το όριο ανάμεσά τους» είναι καίριο, διότι για τα «ουκ εφ’ ημιν» δεν έχουμε την ελευθερία του πράττειν, αφού δεν εξαρτώνται από μας , και συνεπώς δεν τίθεται καν το ερώτημα του Καντ «τι οφείλω να πράττω;». Το ερώτημα αυτό είναι νόμιμο, αν πρώτα διευκρινισθεί το τι μπορώ να πράττω, γιατί δεν έχει νόημα με την ηθική έννοια να αξιώσω από κάποιον να πράξει κάτι που δεν είναι σε θέση να το πράξει, εφόσον δεν εξαρτάται από αυτόν. Σε ό,τιαφορά τα «ουκ εφ΄ημιν» ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος. Υπάρχουν προβλήματα της ζωής που απορρέουν από το γεγονός ότι ο άνθρωπος δεν αποτιμά ορθά τα όρια της ελευθερίας του με αποτέλεσμα να εκλαμβάνει το ξένο ως δικό του και να μην ζει σε αρμονία με τον εαυτό του, να είναι δηλαδή δυστυχισμένος. Έχει γι΄αυτό μεγάλη σημασία για μας να ορίσουμε τα «ουκ εφ΄ημιν», αυτά που δεν εξαρτώνται από μας με την έννοια ότι δεν τα εξουσιάζουμε, κι αυτά είναι το σώμα μας, η περιουσία μας και η κοινωνική μας θέση, το να είσαι δηλαδή στην αρχαιότητα δούλος ή ελεύθερος. Αυτό που εξαρτάται από μας, που είναι απόλυτα δικό μας και το πολυτιμότερο από όλα, είναι η λογική δύναμη , η ικανότητα της επιλογής και της απόρριψης, της επιθυμίας και της αποστροφής και, γενικότερα, η ικανότητα χρήσης των παραστάσεών μας.
Το πρόβλημα τώρα είναι που θα αναζητήσουμε την ευτυχία μας, στα «εφ’ ήμιν» ή στα «ουκ εφ΄ημιν;» Αν αναζητήσουμε την ευτυχία μας στα «ουκ εφ΄ημιν», τότε κινδυνεύουμε να γίνουμε έρμαια της τύχης. Συνεπώς πρέπει να αναζητήσουμε την ευτυχία στα «εφ’ ημιν», σε αυτά δηλαδή που μπορούμε να εξουσιάσουμε. Να εξουσιάσει μπορεί ο άνθρωπος μόνον τον εαυτό του. Ο Επίκτητος μεταθέτει έτσιτην ευτυχία του ανθρώπου από τα εξωτερικά πράγματα που δεν εξουσιάζει στο υποκείμενο, στην ατομική συνείδηση. Ο άνθρωπος πρέπει να αναδιπλωθεί στον εαυτό του, να προβάλλει αντίσταση στα πάθη και να περιορισθεί σε αυτά που έχει στην απόλυτη κατοχή του και που κανείς δεν μπορεί να του τα πάρει, ώστε να διασφαλίσει την απόλυτη εσωτερική του ελευθερία, την απάθεια, την αταραξία, τη γαλήνη της ψυχής όπου βρίσκεται η αληθινή ευτυχία. Τα εξωτερικά πράγματα είναι από ηθική σκοπιά ουδέτερα, δεν είναι ούτε καλά ούτε κακά , είναι, στη γλώσσα των στωικών, «αδιάφορα», όπως η υγεία, η ασθένεια και κάθε σωματική κατάσταση, ο θάνατος, η εξορία διότι δεν συντείνουν ούτε στην ευτυχία ούτε στη δυστυχία. Ο σοφός δεν φοβάται τον θάνατο , γιατί γνωρίζει ότι είναι θνητός. Όπως δεν εξουσιάζει το σώμα του που του είναι δεδομένο με τη γέννησή του, έτσι δεν εξουσιάζει και τον θάνατό του. Δεν φοβάται τον θάνατο όποιος όπως ο στωικός σοφός γνωρίζει να ζει σε συμφωνία με τη φύση, δηλαδή με τον Λόγο, μετην κοσμική τάξη. Έτσι η φιλοσοφία δεν είναι μόνον ένας τρόπος, μια τέχνη του ζην (arsvivendi), αλλά και μια μελέτη του θανάτου, μια τέχνη του θανάτου ( arsmoriendi) . Η τέχνη της ζωής δεν είναι τίποτε άλλο παρά μελέτη του θανάτου με την έννοια ότι ο άνθρωπος μαθαίνει ανά πάσα στιγμή να μπορεί να αποχαιρετά τη ζωή. ‘Όπως γράφει οστωικός Σενέκας, «αν θέλεις να είσαι ελεύθερος από το σώμα σου, να κατοικείς σε αυτό σαν να ήθελες αμέσως να μετοικήσεις».
Άρχισα την ομιλία μου επισημαίνοντας μια μομφή που άδικα συνοδεύει τη φιλοσοφία από τις απαρχές της , ότι δηλαδή είναι μια αφηρημένη σκέψη ξεκομμένη από τη ζωή με την έννοια ότι δεν χρησιμεύει σε τίποτε σε ό,τι αφορά την πρακτική ζωή του ανθρώπου. Ο Πλάτων ήδη μας προειδοποίησε ότι αν δεν φιλοσοφήσουμε , θα περάσουμε τούτη τη ζωή σαν μέσα σε ένα όνειρο. ‘Υστερα από την αναδρομή που κάναμε σε πεπραγμένα της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας θα κλείσω την ομιλία μου με έναν έπαινο του φιλοσοφείν που έγραψε ο Επίκουρος στην Επιστολή του προς τον Μενοικέα : «Δεν πρέπει κανείς ούτε όταν είναι νέος να διστάζει να φιλοσοφεί, ούτε πάλι σαν είναι γέροντας να βαριεστίζει και να μην φιλοσοφεί. Κανένας δεν είναι άγουρος ακόμη, και για κανέναν δεν είναι πια πολύ αργά να φροντίσει για την υγεία της ψυχής του. Κι όποιος λέει ότι δεν ήρθε ακόμη ο καιρός να φιλοσοφήσει ή ότι ο καιρός αυτός έχει περάσει πια, μοιάζει σ΄εκείνον ο οποίος λέει ότι δεν έχει έρθει ακόμη ο καιρός για την ευτυχία ή ότι δεν είναι πια καιρός γι΄αυτήν. Πρέπει, επομένως και ο γέροντας να φιλοσοφεί και ο νέος : ο ένας για να μένει, κι όταν γερνά, νέος χάρη στα όμορφα πράγματα , καθώς με χαρά θα ανατρέχει σταπερασμένα, ο άλλος για να’ ναι και ως νέος συνάμα γέροντας, καθώς δεν θα τον κυριεύει φόβος για τα μελλούμενα. Είναι λοιπόν ανάγκη να στοχαζόμαστε τα πράγματα που φέρνουν την ευτυχία, αφού, όταν υπάρχει ευτυχία, έχουμε τα πάντα, ενώ, όταν αυτή λείπει, κάνουμε τα πάντα για να την έχουμε».
* [Το κείμενο της διαλέξεως που έδωσε στα Τρίκαλα στις 12-11-2015, προσκεκλημένος του Φ.Ι.ΛΟ.Σ. Τρικάλων, ο ομότιμος καθηγητής του Παν/μίου Θεσσαλονίκης κ. Νίκος Αυγελής]
Ο Νικόλαος Αυγελής γεννήθηκε το 1941 στα Σερβωτά Τρικάλων. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. (1959-64) και στην Κολωνία (1966-67). Το 1971, αναγορεύθηκε διδάκτωρ Φιλοσοφίας, με θέμα «Η έννοια της αιτιότητας στο Λογικό Θετικισμό». Βοηθός στην Α΄ Έδρα Συστηματικής Φιλοσοφίας από το 1970, Επιμελητής από το 1972, Επίκουρος Καθηγητής από το 1973, εκλέγεται το 1980 Τακτικός Καθηγητής Φιλοσοφίας. Ο Καθηγητής Νικόλαος Αυγελής έκανε μεταδιδακτορική έρευνα στο Πανεπιστήμιο της Βόννης, με υποτροφία της Alexander von Humboldt Stiftung.
Δίδαξε Φιλοσοφία στο Α.Π.Θ. από το 1970 έως το 2008. Δίδαξε, επίσης, στα Πανεπιστήμια του Klagenfurt, της Ρώμης, της Λειψίας, του Nijmegen και της Κύπρου. Από το 1993 είναι συνεκδότης του περιοδικού Philosophical Inquiry, ενώ υπό την επιμέλειά του εκδόθηκαν σχολιασμένες μεταφράσεις θεμελιωδών κειμένων της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας.
Διετέλεσε, επί σειρά ετών, Διευθυντής του Τομέα Φιλοσοφίας, του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών καθώς και Πρόεδρος του Τμήματος Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής, Μέλος της Συγκλήτου και της Επιτροπής Δημοσιευμάτων, συνέβαλλε καίρια στην οργάνωση των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών σπουδών Φιλοσοφίας στο Α.Π.Θ. Από το 2009 είναι ιδρυτικό μέλος και Πρόεδρος του Ομίλου Φιλοσοφικών Ερευνών, υπό την αιγίδα του οποίου λειτουργούν ο ιστοχώρος www.philosophica.gr και το περιοδικό φιλοσοφικών βιβλιοκρισιών «Κριτικά».
Το συγγραφικό έργο του Νίκου Αυγελή είναι πολύπλευρο. Μετά τη διδακτορική του διατριβή, δημοσίευσε τις μονογραφίες «Η έννοια της μαθηματικής αλήθειας και η απόδειξη του Goedel», 1972, «Η θεωρία των κατηγοριών στο φιλοσοφικό σύστημα του H. Cohen» 1973, «Η προβληματική του δεδομένου στο νεώτερο εμπειρισμό», 1978, καθώς και τις πολύτιμες «Εισαγωγές στη φιλοσοφία της επιστήμης», 1976, και στη φιλοσοφία, 1982. Δημοσίευσε πλειάδα μελετών σε ελληνικά και ξένα περιοδικά, με θέματα που αφορούν στο Δημόκριτο και στον Αριστοτέλη, στο Βίτγκενσταϊν και στον Πόππερ, στον Καντ και στον Κουάιν, στη σύγχρονη επιστημολογία και στα προβλήματα της αλήθειας και του νοήματος.