Του Μάριου Μιχαηλίδη

Η θητεία του Ηλία Γκρή στα ποιητικά πράγματα της χώρας, διανύει αισίως την πέμπτη δεκαετία. Πρόκειται για μία πολύ ξεχωριστή και γόνιμη παρουσία, στο ενεργητικό της οποίας αριθμούν επτά ποιητικές συλλογές και ένας συγκεντρωτικός τόμος, που φέρει τον εύληπτο τίτλο Λήθαργος κόσμος και περιλαμβάνει ενδεικτικές επιλογές ποιημάτων της πρώτης δημιουργικής δεκαετίας 1977-1987. Παράλληλα, στο έργο του συγκαταλέγονται και τρία εκτεταμένα αφηγήματα με κορυφαίο την Αρσενική Έρημο (1996). Στο έργο του πρέπει, επίσης, να προσθέσουμε δύο δοκιμιακές μελέτες, μία για τον Τάκη Σινόπουλο και μία για τo φαινόμενο της ποίησης, ένα μεταφραστικό έργο για τον Rupert Brooke, σε συνεργασία με την Κερασία Κάραλη, καθώς και πέντε θεματικές ανθολογίες. Πολύπλευρη, λοιπόν, η συγγραφική ιδιότητα του Γκρή με προεξάρχουσα την ποίηση.

Ο Ηλίας Γκρής ανήκει στην πολυσυζητημένη γενιά του ’70, μια γενιά ποιητών με κοινά, ως ένα βαθμό, χαρακτηριστικά, όπως είναι η θεματική και η εκφραστική ομοτροπία. Όμως, κεντρικό σημείο αναφοράς είναι το συγκλονιστικό άλγος που κουβαλά η γενιά αυτή για τους αγώνες που δεν τελεσφόρησαν. Μην ξεχνάμε ότι οι ποιητές που πρωτοεμφανίστηκαν τη δεκαετία του ’70, στην ευαίσθητη παιδική και εφηβική ηλικία βίωσαν τα παρεπόμενα του εμφυλίου πολέμου, ενώ ορισμένοι από αυτούς υπέστησαν διώξεις από το καθεστώς της επτάχρονης χούντας, και άλλοι, όπως ο Γκρής, συμμετείχαν  ενεργά στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Είναι, λοιπόν η γενιά των ανεκπλήρωτου ονείρου.

Το πρόσφατο ποιητικό έργο του Ηλία Γκρή Σαν άλλος Οιδίποδας, έρχεται να προστεθεί στην ήδη αναγνωρισμένη από την κριτική σημαντική του προσφορά. Ο τίτλος αυτός, με τις μεταφορικές του προσημάνσεις, προϊδεάζει για το βαρύ φορτίο που κουβαλούν οι στίχοι των ποιημάτων της συλλογής. Χαρακτηριστικό είναι το ομότιτλο ποίημα, το γραμμένο προς τιμήν του Δημήτρη Λιαντίνη. Σ’ αυτό ο Γκρής παραθέτει την σπαρακτική κραυγή αγωνίας του φιλοσόφου: ω γένος των ρωμιών δυσάνολβο/πότε θα γίνεις πάλι/γένος των Ελλήνων; Μέσα στο ίδιο πνεύμα κινούμενος ο ποιητής, παραθέτει ως  προμετωπίδα, κοινώς moto, όπως κατέληξε να λέγεται, τον στοχαστικό λόγο του Παλλαδά του Αλεξανδρέως: Είμαστε, αλήθεια, ζωντανοί, ω Έλληνες, καθώς μας πήρε η συμφορά κι έγινε η ζωή μας εφιάλτης;

Αυτή η αγωνιώδης και συνάμα θρηνητική ερώτηση, δεν αποτελεί μόνο το νοηματικό σκηνικό υπόβαθρο αυτής της συλλογής, αλλά και την ουσία που αβίαστα εκρέει και επιβεβαιώνεται από τους εξαίσιους στίχους των ποιημάτων. Εκείνο που κατορθώνει ο Γκρής, είναι να μεταγγίσει στον αναγνώστη την αγωνία για την πορεία μας ως λαού, όχι  με φτηνές και αγοραίες κραυγές σε τεχνηέντως  διαμορφωμένα λεκτικά σκευάσματα, αλλά με εκλεκτές ποιητικές πραγματώσεις, όπου γλώσσα και ύφος  στοχεύουν στο σκοπούμενο αποτέλεσμα: Να διεγείρουν τη μνήμη και να τροφοδοτήσουν τον μηχανισμό του αναστοχασμού.

Τα πρώτα ποιήματα της συλλογής μοιάζουν σαν μια απόπειρα ιχνηλασίας, όπου ο ποιητής αναζητεί το προσωπικό του στίγμα. Δηλωτικοί είναι οι στίχοι:  (ΡΕΤΣΙΤΑΤΙΒΟ,σ. 11)

Γιατί αν δε μείνεις θεατής ενός κόσμου καρνάβαλου/Εκρήγνυνται νάρκες από μάχες σ’ οροσειρές ανεξίτηλες/Κυλούν πυρακτωμένες αναμνήσεις με μπλουτζίν κι αμπέχωνα/Δακρυγόνα σε οδοφράγματα κι αναρχικές ουτοπίες(…). 

Ο αληθινός ποιητής δεν ζει μέσα σε ελεφάντινο πύργο, αλλά συμμετέχει ενεργά στα κοινωνικά δρώμενα. Τα περί προστασίας της πνευματικής πρωτοπορίας και διανόησης αποτελούν εκλεκτικισμό που υπονομεύει την αρχή της ισότητας και μεταθέτει την ευθύνη των αγώνων σε ώμους άλλων, τους οποίους θεωρεί  αναλώσιμους. Αυτόν τον εκλεκτικισμό τον καταδικάζουν με πύρινες στιχοβολές οι γνήσιοι ποιητές της γενιάς του ’70. Οι γνήσιοι, γιατί παντού και πάντοτε παρεισφρέουν οι δολεροί μιμητές και οι κατά φαντασία ποιητές-αγωνιστές που εντελώς ξεδιάντροπα ιδιοποιούνται ρόλους που δεν τους ανήκουν.

Και καθώς αναζητεί ο ποιητής το «Εαυτόν γνώναι» μάς μεταφέρει σε μια  διαπιστωμένη πραγματικότητα, όπου ο Μίλτος Σαχτούρης που (…) δε μίλαγε πολύ και νήστευε το φθόνο βρίσκεται στο καφενείο όπου σύχναζε, στην τότε ρομαντική Φωκίωνος Νέγρη και (…) δίπλα του κάτι ψέλλιζε ο πιστός του φίλος/για δύστυχους αυτόχειρες. Τότε, όπως καταμαρτυρείται, ο Σαχτούρης, βγαίνοντας από τον κόσμο του, του απηύθυνε το διπλό ερώτημα: «Ξέρεις έναν ποιητή Ηλία Γκρή;» «Ξέρεις τον ποιητή Ηλία Γκρή;»

Στην εξέλιξή της η αναζήτηση αυτή αυξάνει το εύρος της και μεταβάλλεται σε πορεία προς την ιστορικο-ιδεολογική αυτογνωσία, ο ποιητής μάς μεταφέρει στην κατακτημένη από τους Τούρκους Σαλαμίνα του Τεύκρου, (ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗ ΣΑΛΑΜΙΝΑ, σ. 13). Και όταν η περιδιάβαση στα αρχαία ερείπια έφτανε στο τέλος της, και  (…) Στην έξοδο μαύριζε δίβουλη η ψυχή μας /ο φύλακας ασιάτικη μούρη στην καρέκλα του/γλάρωνε προς τη μεριά της στοιχειωμένης Αμμοχώστου/ “εμφανίζεται” o Σεφέρης του «Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν…» να βαδίζει στην άμμο με πόδια που (…) από βαρύ τρίζουν στοχασμό αφ’ ότου/το Κακό απτόητο χύνει οχιάς φαρμάκι (…).

Και καθώς ο ποιητής νιώθει να οπλίζεται από τη βεβαιότητα της αυτοσυνειδησίας, ο λόγος του προβάλλει την ανάγκη ενός πανεθνικού καθαρμού από τα ψεύδη των λαθρεπιβατών της ιστορίας, που εξαιτίας τους  η πατρίδα χάνει το δρόμο της: Σύναξα φωνές συλλαβές απ’ τα υπόγειά της/ρεύματα να ξεχυθούν εωθινός αγέρας/πάνω από τάφους συλημένους/ με υπόκωφο θρήνο ελληνικό. (Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΨΕΥΔΟΥΣ, σ. 19).

Στην συνέχεια, ο ποιητικό λόγος μεταβάλλεται σε σπουδή θανάτου. Ο Ηλίας Γκρής στέκεται ιδιαίτερα σε εμβληματικές μορφές, όπως είναι ο αυτοκράτορας Ιουλιανός και ο σοφός Δημόκριτος. Στην εξαιρετική ποιητική πρόζα ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΤΕΛΕΥΤΗ (σ.28) διαβάζουμε: Ήρθε η ώρα ν’ αφήσω το σώμα επιστρέφοντας την οφειλή μου στο ταμείο των άστρων. (…) Εγώ που (…) στάθηκα πράος κι αγαθός, άναβα πρωί το καντηλάκι του νου μου και λειτουργιόμουν στην πάμφωτη εκκλησία του ήλιου εγώ που άγια χώρα  είδα την Ελλάδα κι ανέχτηκα τους αργυρολόγους (…).

Στην επόμενη πρόζα με τίτλο ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ, ο Γκρής περιγράφει την τελευτή του βίου του σοφού ανδρός για την οποία αντέδρασαν οι γυναίκες ότι, τάχα, θα χαλούσε την ημέρα των Θεσμοφορίων. (…) και ο Δημόκριτος που μια ζωή μελετούσε πώς να δοθεί στο θάνατο έσφιξε στη χούφτα του την πελιδνή του ηλικία με τριήμερη παρηγοριά μιας πελίκης θυμαρίσιο μέλι/ώσπου (…) παραδόθηκε στη Μεγάλη Σκιά (…).

Στα επιλεγμένα ποιήματα της περιόδου 2007-2008, ο ποιητής περιδιαβάζει και στιχουργεί τον ελληνικό κόσμο  της περηφάνιας και της μεγάλης προσφοράς. Εμβληματικός εκπρόσωπος αυτού του κόσμου υπήρξε ο μεγάλος χορηγός του Αγώνα, Παναγιώτης Σέκερης από την Πόλη (…) ο λεβέντης που ξέπεσε ρέστος στην Ύδρα/ και ψωμοζεί σαν τελώνης με προσφάι τη θλίψη/δίπλα σε ρακένδυτα του οίστρου απομεινάρια (…). Αυτός τόλμησε και  απέρριψε την πρόθεση του βασιλιά Όθωνα να τον παρασημοφορήσει, με τα λόγια: «Στήθια σαν τα δικά μου δε χρειάστηκε/ποτέ να τα κοσμούν παράσημα». ( Η ΕΠΕΛΑΣΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΟΥΣ ΑΡΧΟΝΤΙΑΣ, σ. 37).

Το ίδιο τιμά ο Ηλίας Γκρής και τον Διονύσιο Σολωμό, μέσα από μια ευρηματική ποιητική πρόζα (Ο ΚΟΝΤΕ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΚΑΙ Η ΣΚΙΑ ΤΟΥ, σ.39-40), όπου ο Ζακυνθινός αρχηγέτης της ποίησής μας, στέλνει τη δική του συμβουλή στον πρωτοπρόσωπο συνομιλητή του και, κατ’ επέκταση, σε όλους τους νεότερους ομότεχνούς του: (…) δε βγαίνεις νικητής μες στο σκόρπιο κοπάδι των λέξεων που βόσκουν στις σκιές των πραγμάτων/μόνο ας κάνεις το ποίημα να ’χει ψυχή, πάει να πει την ψυχή σου, γεμάτη απ’ το αίμα ιδέας πρωταρχικής (…).

Με σεβασμό, πάλι, στέκεται ο ποιητής απέναντι στον Ανδρέα Κάλβο (…) που ασύντακτος αδιάλλακτος παραβάτης του στίχου/στην παραζάλη της βιοπάλης/ έχτισε απόρθητο κάστρο ένα έργο/κανόνα ζωής το φτάσιμο της αρετής/να ’ναι όχημα στη λεωφόρο υψηλής τέχνης (ΤΑΠΑΡΑΣΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΛΒΟΥ, σ.42).

Ο κατάλογος των τιμωμένων εκτείνεται και περιλαμβάνει μορφές, όπως είναι ο Γιαννούλης Χαλεπάς, (…) που σμίλευε πείσμων το θερμουργό γεφύρι της αιωνιότητας/π’ έκτοτε διαβαίνει με τον Διονύσιο Σολωμό! (ΓΙΑΝΟΥΛΗΣ ΧΑΛΕΠΑΣ, σ.55)

Επίσης, με δέος περιγράφει το τέλος Υπατίας που (…) ένα σούρουπο την άρπαξαν/την γύμνωσαν της έκοψαν τ’ αυτιά/ να μην ακούει το σφυγμό του κόσμου (…) (ΥΠΑΤΙΑ, σ.64).

Ο κύκλος των εμβληματικών μορφών κλείνει με τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Ο Ηλίας Γκρής, μεταφέρει στην ποίησή του μιαν άγνωστη στους πολλούς περιπέτεια του πρωτοπόρου υπερρεαλιστή. Συγκεκριμένα, o ποιητής της Υψικαμίνου συλλαμβάνεται από την οργάνωση «ΟΠΛΑ» την παραμονή της Πρωτοχρονιάς των “Δεκεμβριανών” και οδηγείται στο χωριό Κρώρα.  Ο Γκρής αναπλάθει αυτήν την περιπέτεια και εστιάζει στη στιγμή που ο  Εμπειρίκος βρίσκεται σε ένα δεσμωτήριο ανταρτών (…) στα χέρια ηττημένου οράματος/ Που ρακένδυτο πληγωμένο σε φάλαγγα υποχωρούσε/(…) Στον απόηχο της Αθήνας που κυλιόταν στο αίμα (…) (Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΘΑΝΑΤΟΣ, σ. 73)

Απέναντι σε όλους αυτούς τους πρωτοστάτες του πνεύματος,  ο Ηλίας Γκρής παραβάλλει τους λάθρα βιούντες. Αυτούς που κάτω από την ανοχή των πολλών, αλλά και με τη συνέργεια εκείνων που αρέσκονται ή και απαιτούν υμνητικές αναφορές για το δικό τους μέτριο έργο, πλάθουν και περιφέρουν μια δημόσια εικόνα που δεν τους ανήκει. Η αγορά είναι πλήθουσα από οσφυοκάμπτες και που νέμονται τον ευαίσθητο χώρο της λογοτεχνίας. Γι αυτούς μιλά ειδικότερα στο ποίημα ΧΑΜΑΙΛΕΟΝΤΕΣ (σ.45)

Αν σου μιλώ για χαμαιλέοντες δεν είναι/ που το κηπάκι ποδοπατούν της ευπρέπειας/νομίζοντας ατιμώρητα πως ξεγελούν το μάταιο/(…) είναι που καμαρώνουν στο προσκέφαλο της ευτέλειας/ με πινελάκι αλαζονείας πλαστογραφούν το αύριό μας.

Εν τέλει ο Ηλίας Γκρής, στη συγκεκριμένη συλλογή κατορθώνει, με ποιητικές πραγματώσεις υψηλής έμπνευσης και αισθητικής, να μεταδώσει την προσωπική του αγωνία για την απομάκρυνση ή ακόμη και την αποκοπή από  εκείνες τις πνευματικές συνιστώσες, που συνθέτουν την γνήσια εθνική μας ταυτότητα ως Ελλήνων. Και όχι μόνον αυτό. Παράλληλα, προσφέρει στον αναγνώστη τα κατάλληλα ερεθίσματα, ώστε να αναστοχαστεί με τρόπο γόνιμο, ενώνοντας τη δική του σκέψη με την αγωνιώδη φωνή του Παλλαδά του Αλεξανδρέως: Είμαστε , αλήθεια ζωντανοί, ω Έλληνες, καθώς μας πήρε η συμφορά κι έγινε η ζωή μας εφιάλτης;

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ