Πρόταση νόμου υπέρ της ψήφου των ομογενών στις εθνικές εκλογές κατέθεσε η ΝΔ στη βουλή και επαναφέρει -επιτέλους- ένα πολιτικό θέμα για διαβούλευση στη δημόσια σφαίρα. Το ερώτημα που τίθεται είναι σαφές: Είμαστε υπέρ ή κατά της ψήφου των ομογενών; Το πρώτο αντεπιχείρημα που θα ακούσεις είναι ‘’γιατί να τους δώσουμε αυτή τη δυνατότητα αφού δεν ζουν εδώ’’;

Kαταρχάς, αυτό που θα πρέπει να γίνει σαφές είναι ότι πρόκειται για την άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος και αφορά στους εγγεγραμμένους επί των εκλογικών καταλόγων, στους οποίους δίδεται η δυνατότητα να ψηφίζουν στον τόπο διαμονής τους. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και τους ετεροδημότες εντός Ελλάδος, για τους οποίους στήνονται ειδικές κάλπες στους τόπους διαμονής και ψηφίζουν εκεί όπου είναι εγγεγραμμένοι χωρίς να μεταφέρονται (για λόγους εργασίας, οικονομίας, αδυναμίας μετακίνησης, κτλ). Δεν πρόκειται για εξυπηρέτηση αλλά για τη διασφάλιση του δικαιώματος του εκλέγειν.

Η δεύτερη διαφωνία χωρίζει τους απόδημους σε γενιές: ‘’Ας ψηφίσουν μονάχα αυτοί της 1ης γενιάς, καθότι έχουν περισσότερη σχέση με τον ελληνισμό’’. Αυτή είναι μία προσέγγιση που σημειολογικά χωρίζει τους Έλληνες του εξωτερικού σε λιγότερο και περισσότερο Έλληνες. Το κράτος θα πρέπει να στέκεται ισότιμα απέναντι στους πολίτες και να διασφαλίζει τα δικαιώματά τους. Η παράλειψη του νομοθέτη να θεσπίσει διαδικασίες συμμετοχής των αποδήμων είναι αντισυνταγματική και ‘’προσκρούει στη θεμελιώδη αρχή της λαϊκής κυριαρχίας (άρθρο 1 §§2-3) και σε εκείνη της καθολικής ψηφοφορίας (άρθρο 51 § 3), καθώς στερεί από ένα τμήμα του εκλογικού σώματος την πρακτική δυνατότητα να ασκεί το δικαίωμα της ψήφου (Δ. Θ. Τσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο, Β’, 1993, σ. 177)’’. [‘’Η ψήφος των αποδήμων’’, της Λίνα Παπαδοπούλου, Έθνος]. Ο διαχωρισμός σε λιγότερο και περισσότερο Έλληνες είναι εξίσου επικίνδυνος για τους εντός και εκτός Ελλάδος πολίτες.

Ένα τρίτο και συνάμα εύλογο ερώτημα είναι ‘’γίνεται να ψηφίζουν από απόσταση;’’ ή ”μπορούν να κρίνουν ποιους θα ψηφίσουν εφόσον λείπουν”;  Όπως λέει και ο θυμόσοφος λαός μας ‘’όλα γίνονται, αρκεί να το θέλεις”. Μπορούν να στηθούν κάλπες σε κτίρια των Ελληνικών Διπλωματικών ή έμμισθων Προξενικών Αρχών, υπάρχει η επιλογή της επιστολικής ψήφου και φυσικά η δυνατότητα της ηλεκτρονικής ψήφου. Το διαδίκτυο απαντά και στο ερώτημα της επαρκούς πληροφόρησης των τεκταινομένων εντός της χώρας. Στην εποχή που αναπτύσσεται ραγδαία η τεχνολογία δεν ρωτάς ”αν γίνεται κάτι” αλλά ”πώς γίνεται αυτό”.parastrati

Για το τέλος κρατώ δύο επιχειρήματα που δεν διατυπώνονται από επίσημα χείλη, αλλά είναι υπαρκτά και ίσως τα πιο κρίσιμα. Το ένα έχει συναισθηματική χροιά και αφορά στους πολίτες και το δεύτερο έχει συμφεροντολογική αφετηρία και αφορά στα κόμματα.

Αυτό που λέγεται χαμηλόφωνα και ανεπίσημα από τους πολίτες είναι πως ‘’δεν είναι δυνατόν να αποφασίζουν για το μέλλον μου οι απόντες και μάλιστα αυτοί που έφυγαν στις δύσκολες για τη χώρα στιγμές’’. Δεν θέλω να στερήσω από κάποιον το αίσθημα του αδίκου. Δεν μπορώ όμως να μην επισημάνω πως αυτή η προσέγγιση είναι συντηρητική, φοβική και κτητική. Μου θυμίζει, επί Καποδίστρια, την προσπάθεια αποκλεισμού των Φαναριωτών ή Καλαμαράδων (γιατί ήξεραν γραφή και χρησιμοποιούσαν καλαμάρι με μελάνι) από τις εκλογές, με πρωτεργάτες τους προύχοντες και κοτζαμπάσηδες της εποχής, και με την αιτιολογία ότι ήρθαν στην Ελλάδα μετά το αίσιο τέλος του αγώνα για να μας διοικήσουν. Βέβαια, αυτοί οι ίδιοι, πριν από την επανάσταση, ήταν οι καλύτεροι συνεργάτες των Τούρκων επί ελληνικού εδάφους [Βασίλης Ραφαηλίδης – Ιστορία (κωμικοτραγική) νεοελληνικού κράτους 1830-1974].

Εκτός, λοιπόν, της διασφάλισης του νομίμου εκλογικού δικαιώματος των αποδήμων και δευτερευόντως της μη διάκρισης αυτών, καταλαμβάνει χώρο και το εθνικό συμφέρον που επιζητά μία τέτοια δυνατότητα. Η άποψη των αποδήμων για την εθνική πορεία σε μία παγκοσμιοποιημένη κοινωνία βοηθάει στην εναρμόνιση με το διεθνές περιβάλλον, η συμμετοχή διατηρεί την επαφή με την Ελλάδα και το μέλλον αυτής, το ενδιαφέρον παραμένει αμείωτο, η διάθεση για προσφορά και η αντίστοιχη αξιοποίηση ενός εξαιρετικού ανθρώπινου δυναμικού είναι σημαντική, η επανένταξη αυξάνει πιθανότητες και βεβαίως η υπεράσπιση των θέσεων της χώρας γίνεται με πιο συστηματικό και αποδοτικό τρόπο.

Πέραν λοιπόν ημών, των ‘’stayers’’, δηλαδή όσων μείναμε στη χώρα κατ’ επιλογή και θέλουμε να δώσουμε τη μάχη για να βγούμε από την κρίση, υπάρχει και η μαζική ‘’διαρροή εγκεφάλων’’ [brain drain] στο εξωτερικό τα τελευταία 6 έτη, συμπολίτες μας και φίλοι που διατίθενται να συνεισφέρουν μαζί μας τα μέγιστα, από το δικό τους μετερίζι, ώστε να βοηθήσουμε όλοι μαζί την Ελλάδα να ανακάμψει. Η αγωνία όλων είναι κοινή·κανείς δεν περισσεύει.

Όσον αφορά στα κόμματα, αυτά απαντούν στο ερώτημα ‘’υπέρ ή κατά της ψήφου των ομογενών’’ με βάση την κομματική ανθρωπογεωγραφία και το δικό τους συμφέρον. Έτσι, η ψήφιση ενός τέτοιου νόμου από τα 2/3 της βουλής έχει να κάνει με τις ψήφους που αυτή φέρει. Προσωπικά εκτιμώ ότι ο Μητσοτάκης κινείται άμεσα σε αυτή την κατεύθυνση γιατί τον βολεύει κομματικά τη δεδομένη χρονική στιγμή. Όμως ως ιδεολογικά αυτοπροσδιοριζόμενος προοδευτικός, ενοχλούμαι ακόμη περισσότερο από προοδευτικά κόμματα και συμπολίτες μου που αισθάνονται μαγκωμένοι, σιωπούν ή αντιπαρατίθενται, μοναχά επειδή το είπε ο ιδεολογικός αντίπαλος ή επειδή δεν είναι προς το κομματικό τους συμφέρον.

Καταληκτικά, ένας προοδευτικός πολίτης, ένα προοδευτικό κόμμα και συνολικά ο προοδευτικός χώρος δεν πρέπει να ετεροπροσδιορίζεται· αυτό σημαίνει ότι στερείται περιεχομένου. Ούτε πρέπει να λειτουργεί κλειστά και φοβικά·τουναντίον, θα πρέπει να δρα ανοιχτά προς πάσα κατεύθυνση. Και αν η συντηρητική ΝΔ μιλά για άνοιγμα στους Έλληνες του εξωτερικού, εμείς είμαστε αυτοί που θα πρέπει να το φωνάξουμε δυνατά. Και αν αυτό δεν βολεύει κάποιους από εμάς κομματικά, αυτό δεν σημαίνει ότι σηκώνουμε τείχη και αποκλείουμε τους συμπατριώτες μας, αλλά ρίχνουμε τείχη και διεκδικούμε να τους κερδίσουμε με την άποψή μας, κάνοντας διάλογο, χρησιμοποιώντας επιχειρήματα, σηκώνοντας έναν πόντο πιο ψηλά την ελευθερία, την ισότητα, τη δημοκρατία.

* Aναδημοσίευση από το tvxs.gr. Ο Στέφανος Παραστατίδης είναι γιατρός.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ