(Μια αναφορά στον Ιωάννη Πολέμη)
Του Πάνου Χατζηγεωργιάδη, Μουσικοσυνθέτης, Λογοτέχνης και Δημοσιογράφος
Οι καιροί μας αναμφίβολα θα χαρακτηριστούν εκ του ιστορικού του μέλλοντος, ως καιροί “μετάβασης” απο τον παλαιό κόσμο στον νέο. Μέσα στην αναξιότητα τους την οποίαν οι περισσότεροι συναισθανόμεθα, κρύβουν τούτο το μεταιχμιακόν στοιχειο όπου ίσως τους κάμει ενδιαφέροντες προς μελέτη στο ιστορικό μέλλον. 
Κάθε κατάσταση προυποθέτει ένα παρόν, επάνω είς το οποίον σχηματίζεται το μέλλον. Ένα μέλλον το οποίο και τούτο με την σειρά του γίνεται παρόν και παρελθόν, μέσα σε όλο αυτό το διαδραστικό αέναο παιχνίδι της αιωνιότητος του οποίου εμείς ως πρόσκαιροι θεατές παρακολουθούμε τον στροβιλισμόν που ενώ δεν είναι τίποτα άλλο απο ένα απλό αναμάσημα καταστάσεων, στα θνητά μας μάτια φαίνεται ως βίαια τρικυμία η οποία δεν οδηγεί πουθενά.
Κι όμως η τρικυμία αυτή, κάποτε θα λήξει έστω και πρόσκαιρα. Και θα λήξει μεταβαίνοντας σε έναν νέο αξιακά κόσμο, μιά νέα terra incognita, ως ο κόσμος αυτός και πάλι να αναταραχθεί και να συνεχίσει το χωροχρονικό του ταξίδι προς το αιώνιο και το αέναο. Εύλογα θα αναρωτηθεί ο αποψινός μου αναγνώστης, την σχέση όλων αυτών των σκέψεων, με την σημερινή μου αναφορά στον Ιωάννη Πολέμη, έναν θεατρικό συγγραφέα και ποιητή των παιδικών μας χρόνων για μερικούς και άγνωστο είς τους νεότερους.
Κι όμως οι σκέψεις αυτές πως ο κόσμος μεταβαίνει απο ένα σταθερό σημείο νοητικά και αξιακά στο άλλο, σχετίζονται με την αποψινή μου αναφορά αλλά και γενικότερα με το γεγονός πως οφείλουμε να έχουμε κατά νού, τούτη την αέναη μετάλαξη – μετεξέλιξη των ατόμων και των κοινωνιών είς τον αξιακόν τους άξονα, ώστε να μην θεωρήσει κανείς “παλαικήν” την ποίηση του Πολέμη, ενός ποιητού ο οποίος ενεπνεύσθη πολλά απο τα κείμενα του και κείνος απο το παρελθόν, παρελθόν το οποίον ύμνησε είς το δικόν του παρόν και διαμόρφωσε συνειδήσεις δίχως να το γνωρίζει, σε ένα μέλλον αρκετά μακρινό για εκείνον, ποτίζοντας ψυχές που ούτε τον είδαν ούτε εκείνος είδε ποτέ κατά σάρκαν με το καθάριο ύδωρ της αγνής αγάπης για την κοινή μας προσφιλήν πατρίδα.
Ο Ιωάννης Πολέμης, γεννιέται στα 1862. Γόνος μάλλον ευκατάστατης οικογενείας μιάς και ο πατέρας του υπήρξε δικαστής, υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις του δημοσίου όπως το υπουργείο της Παιδείας ή την σχολή Καλών τεχνών όπου διετέλεσε και γενικός της γραμματέας. Η οικογένεια του υπήρξε οικογένεια με ρίζες στην περίοδο του Βυζαντίου, ενώ ο ίδιος άρχισε να συνθέτει τα πρώτα του ποιήματα σε ηλικία μόλις δεκατριών ετών.
Σχετίστηκε φιλικά με τον αξιολογότατο επίσης ποιητή και δημοσιογράφο Γεώργιο Σουρή αλλά και τον Δημήτριο Καμπούρογλου. Σαν ολοκληρώνει τις γυμνασιακές του σπουδές, εντάσσεται στον όμιλο νέων ‘Αι Μούσαι”, όπου απο εκεί δραστηριοποιείται πλέον εντατικά, αναφορικά με την λογοτεχνία. Σπούδασε επίσης νομικά στην Αθήνα αλλά και αισθητική και ιστορία της τέχνης είς Παρισίους. Συνέθεσε κατά την προσφιλήν συνήθεια της εποχής, είς καθαρεύουσαν. Αργότερα είς δημοτικήν ακολουθώντας και εκείνος το ρεύμα της εποχής του δημοτικισμού.
Υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος της νεοσυσταθήσης τότε ένωσης θεατρικών συγγραφέων και πέθανε στην Αθήνα εκ βρογχοπνευμονίας στα 1924.
Ποιητικά ο Πολέμης υπήρξε όπως και οι περισσότεροι του καιρού του αενάως εμπνεόμενος εκ της προ ολίγων ετών επαναστατικής περιόδου η οποία καθόρισε και το νεοελληνικόν κράτος, μιάς εποχής εντελώς ηρωικών συμβόλισμών και πρωτύπων και έτσι σήμερα αν και η ποίησις του είναι γραμμένη και είς δημοτικήν, στην εδικήν μας αντιηρωική εποχή, ομοιάζει παράταιρος και εκτός του γενικότερου αποδομητικού και άτακτου κλίματος.
Επίσης την ποίησιν του διακρίνει μια υπερευαισθησία και ένας ρομαντισμός υπέρμετρος ώστε να κατηγορηθεί εκ των μετέπειτα αλλά και εκ των συγχρόνων του για αυτό. Ο Πολέμης είναι ο εσωτερικός ποιητής των χαμηλών τόνων μα συνάμα και των υψηλών ιδανικών ως η αγάπη προς την πατρίδα και οτι τούτο συνεπάγεται σε επίπεδο συμβολισμών (Γνωστότατο του ποίημα ακόμη και την σήμερον, είναι το φέροντα τον τίτλον “Η σημαία”). Ευτύχισε να δεί ποίηση του μελωποιημένη.
Ο Μάρκος Αυρήλιος, ρωμαίος Αυτοκράτωρ και φιλόσοφος, σημειώνει πως “Οι πράξεις μας αντηχούν στην αιωνιότητα” λίαν ευστόχως. Οτι για εμάς σήμερα φαίνεται ασάλευτο και αδιέξοδον, δια το εγγύς και απώτερον μέλλον λειτουργεί ως η γενεσιουργός αιτία διαμόρφωσης νέων καταστάστεων. Οτι σήμερα σκεφτόμεθα, αναλύουμε και πράττουμε, αποτελεί το δομικό υλικό του μέλλοντος. Έτσι οφείλουμε να αξιολογούμε και το εκάστοτε πνευματικό έργο. Ως κομμάτι δημιουργικόν εκ του οποίου θα προέλθουν τα νέα μας πράγματα, η νέα μας καθημερινότητα, όσο και καιρό να πάρει ώστε τούτα να αξιοποιηθούν εκ των κτιστών και κοινωνικών διαμορφωτών των ατόμων και των κοινωνιών του μέλλοντος χρόνου.
Η σκιά του έργου του Ιωάννου Πολέμη λοιπόν, είναι μια σκιά έμπλεη φωτός. Μια σκιά φωτοδότρα η οποία οφείλει να μας εμπνεύσει δια το μέλλον εν μέσω τοιαύτης εποχής όπου τα ιερά και τα όσια του παλαιού μας κόσμου καταπατούνται ατάκτως διότι ουδείς εφρόντισε όπως τα εκτιμήσωμεν δεόντως, 

ο Πολέμης μας επαναφέρει είς την τάξιν. Και είναι σπουδαία η τάξις αυτή όσο και αν απαξιώνεται. Θα έλεγε κανείς πως όσο περισσότερο απαξιώνεται κάποιος ή κάτι εκ των πολλών, τόσο σπουδαιότερον είναι, αλλά ας μην προβώ είς αοριστολογίας αι οποίαι δύνανται όπως αποδειχθούν παραπλανητικές,

Ο Πολέμης αξίζει να διαβαστεί εκ νέου είς τον εικοστόν αιώνα. Κομίζων αξίες διαχρονικές μόνον καλό έχει να προσφέρει είς έναν λαόν, μίαν κοινωνίαν εν αποσυνθέσει, η οποία διψά για αξίες αλλά δεν ημπορεί να τις εύρει είς ουδέν σημείον την σήμερον. Μικρά εκλογή, ακολουθεί.
 Ἡ σημαία
Πάντα κι ὅπου σ᾿ ἀντικρίζω,
μὲ λαχτάρα σταματῶ,
ὑπερήφανα δακρύζω,
ταπεινὰ σὲ χαιρετῶ.
Δόξα ἀθάνατη στολίζει
κάθε θεία σου πτυχὴ
καὶ μαζί σου φτερουγίζει
τῆς πατρίδος ἡ ψυχῆ.
Ὅταν ξάφνου σὲ χαϊδεύει
τ᾿ ἀγεράκι τ᾿ ἀλαφρό,
μοιάζεις κύμα, ποὺ σαλεύει
μὲ χιονόλευκον ἀφρό.
Κι ὁ σταυρὸς ποὺ λαμπυρίζει
στὴν ψηλή σου κορυφή,
εἶν᾿ ὁ φάρος ποὺ φωτίζει
μίαν ἐλπίδα μας κρυφή.
Σὲ θωρῶ κι ἀναθαρρεύω
καὶ τὰ χέρια μου χτυπῶ,
σὰν ἁγία σὲ λατρεύω,
σὰ μητέρα σ᾿ ἀγαπῶ.
Κι ἀπ᾿ τὰ στήθη μου ἀνεβαίνει
μία χαρούμενη φωνή:
«Νἆσαι πάντα δοξασμένη,
ὦ Σημαία γαλανή!»
Τί εἶναι ἡ πατρίδα μας
Τί εἶναι ἡ πατρίδα μας; Μὴν εἶν᾿ οἱ κάμποι;
Μὴν εἶναι τ᾿ ἄσπαρτα ψηλὰ βουνά;
Μὴν εἶναι ὁ ἥλιος της, ποὺ χρυσολάμπει;
Μὴν εἶναι τ᾿ ἄστρα της τὰ φωτεινά;
Μὴν εἶναι κάθε της ρηχὸ ἀκρογιάλι
καὶ κάθε χώρα της μὲ τὰ χωριά;
κάθε νησάκι της ποὺ ἀχνὰ προβάλλει,
κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;
Μὴν εἶναι τάχατε τὰ ἐρειπωμένα
ἀρχαία μνημεῖα της χρυσὴ στολή,
ποὺ ἡ τέχνη ἐφόρεσε καὶ τὸ καθένα
μία δόξα ἀθάνατη ἀντιλαλεῖ;
Ὅλα πατρίδα μας! Κι αὐτὰ κι ἐκεῖνα,
καὶ κάτι πού ῾χουμε μὲς τὴν καρδιὰ
καὶ λάμπει ἀθώρητο σὰν ἥλιου ἀχτίνα
καὶ κράζει μέσα μας: Ἐμπρὸς παιδιά!
Τὰ ζῶα
Ποτὲ δὲ θὰ πειράξω
τὰ ζῶα τὰ καημένα,
μὴν τάχα σὰν ἐμένα
κι ἐκεῖνα δὲν πονοῦν;
Θὰ τὰ χαϊδεύω πάντα,
προστάτης τους θα γίνω.
Ποτὲ δὲ θὰ τ᾿ ἀφήνω
στοὺς δρόμους νὰ πεινοῦν.
Ἀκόμα κι ὅταν βλέπω
πὼς τὰ παιδεύουν ἄλλοι,
ἐγὼ θὰ τρέχω πάλι
μὲ θάρρος σταθερό,
θὰ προσπαθῶ μὲ χάδια
τὸν πόνο τους νὰ γιάνω
κι ὅ,τι μπορῶ θὰ κάνω
νὰ τὰ παρηγορῶ.
https://iperalitheias.blogspot.gr/2017/06/blog-post.html

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ