Της Ανθούλας Δανιήλ.

Το βιβλίο με τον τίτλο Η Απειλή, του Μάριου Μιχαηλίδη, διαβάζεται σε πολλά επίπεδα. Σαν παρα-ιστορικό ντοκουμέντο, σαν κοινωνικό-πολιτικό σχόλιο, σαν σουρεαλιστικό (όχι υπερρεαλιστικό) παραλήρημα, σαν θησαυρός διακειμενικών αναφορών, σαν εσχατoλογική αλληγορία.

Περιλαμβάνει τριάντα έξι ενότητες, όπου διαπλέκονται ο μύθος με την  ιστορία, η πραγματικότητα με τη φαντασία,  το όνειρο με το εφιάλτη, το παράδοξο με το αληθοφανές, το αληθινό με το ψεύτικο. Σαν αλληγορία του ένοχου και βρόμικου και πολύπλοκου τέρατος που έχει καταντήσει η κοινωνία μας με τα προβλήματά της. Και αφορμή για όλα δίνει ένα νεκροταφείο,  ένα κοιμητήριο – κάθε όρος έχει τη σημασία του – σε μια  μικρή πόλη, με ποικίλα και διαπλεκόμενα συμφέροντα.

Έτσι, λοιπόν, στο βιβλίο του Μιχαηλίδη Η Απειλή αναπτύσσεται μια ιστορία που έχει πολύ ψωμί.  Επιχείρηση: Επέκταση του νεκροταφείου. Γιατί το πρόβλημα είναι οι πεθαμένοι, που είναι πιο πολλοί κι από τους ζωντανούς. Οπότε το νεκροταφείο θέλει επέκταση…

Κι εδώ, το πράγμα παρουσιάζει την «Εμπλοκή» του. Η επέκταση του νεκροταφείου στα εδάφη της κατοικημένης περιοχής, είναι το θέμα και το πρόβλημα. Ο καθένας έχει το λόγο του να θέλει να εμποδίσει αυτή την επέκταση, αυτή τη «γειτνίαση ζωής και θανάτου». Ωστόσο, η απόφαση είναι ειλημμένη  και το χαρτί βρίσκεται στο γραφείο του νομάρχη, που τα ’χει καλά με τον μητροπολίτη. Ο νομάρχης είναι εναντίον της επέκτασης του «νεκροταφείου», ο ιεράρχης υπέρ της επέκτασης του «κοιμητηρίου»· και η ορολογία έχει τη σημασία της επειδή κατά τον ιεράρχη «οι νεκροί εγερθήσονται και τα σώματα θα περιβληθούν σάρκα». Και άμα εγερθήσονται και περιβληθούν σάρκα θα δικεδικήσουν γη. Το πράγμα αν το καλοσκεφτούμε, ενώ μοιάζει κωμικό, είναι πολύ σοβαρό. 

Τελικώς υπεγράφη η Απόφαση για την επέκταση, με τον όρο η τοιχοδομή να εναρμονίζεται με την αρχιτεκτονική της πόλης. Και ποιοι θα είναι οι χτίστες; Οι Ηπειρώτες πετράδες ή Καλαβρυτινοί χτιστάδες; Οι Καλαβρυτινοί. Γιατί οι Καλαβρυτινοί; Υπάρχει σοβαρός λόγος. Κι έρχονται. Η υποδοχή των χτιστάδων γίνεται πανηγυρικά. Ο Δήμαρχος ανέλαβε να τους καλωσορίσει. Ονόμασε το χτίσιμο της μάντρας «πρωτοποριακό έργο», το καθάρισμα της κοίτης του ποταμού «εκκαθαρίσεις», «η ζωή κι ο θάνατος το συναμφότερον» είπε ένας νεαρός διανοούμενος. Ο πρωτομάστορας, που είναι προσγειωμένος, κρατά αποστάσεις από τη διαμάχη και συνιστά στα μαστόρια του ψυχραιμία: «εμείς τη δουλειά μας  να κοιτάμε».

Το περίεργο είναι ότι οι μαστόροι χτίζουν και μοιρολογούν- ωχ μάνα–  οι γυναίκες του χωριού ανάβουν κεριά, καίνε λιβάνια, κάνουν τελετές, μνημόσυνα, καλλωπίζουν του τάφους,  ξαναθυμούνται τα πεθαμένα τους, άλλοι ορκίζονται ότι  συνομίλησαν κιόλας μαζί τους και άλλος ισχυρίζεται ότι άκουσε το φτερούγισμα· «ψυχοπομπός που λοξοδρόμησε» θα ήταν.

Οι χτιστάδες, οι πετροπελεκητές έκαναν την πίκρα τους τραγούδι σαν τη γραία Χαδούλα του Παπαδιαμάντη ή σαν τη γριά Λούκαινα που μοιρολογούσε πλένοντας την αβασταγή της. Και αυτή την πίκρα τους την άπλωσαν σαν ένα λινό κυμάτισμα. Οι Καλαβρυτινοί, βεβαίως, έχουν το λόγο τους. Κι εδώ εισβάλλουν τα γεγονότα του 1943. Ο συγγραφέας αξιοποιεί πολύ καλά το ιστορικό γεγονός που το εισάγει στο δικό του μύθο για να σκαλίσει την ιστορική μνήμη.

Ο αγωνιστής νομάρχης Γεράσιμος Γιαννίδης ήταν κάποτε στο βουνό, είχε απέναντί του Γερμανούς και ταγματασφαλίτες, έλαβε μέρος σε μάχες, εκτελέσεις, πλιάτσικο. Έχει δει κι έχει κάνει φριχτά πράγματα. Γ’ αυτό  όταν πάει μαζί με τους άλλους να δει την εξέλιξη του έργου, εκείνοι τον κοίταγαν μοιρολογώντας κι εκείνος τους άκουγε ταραγμένος. Ώσπου, «με ένα απότομο τίναγμα του αυχένα, σαν για να αποδιώξει έναν από εκείνους τους απρόσμενους νυχτερινούς επισκέπτες, που χρόνια τώρα τον βασανίζουν, απέστρεψε το πρόσωπο…». Ο αφηγητής λέει ότι ο νομάρχης είχε πολλές ρωγμές στην ψυχή του, και ο συγγραφέας δημιουργεί ρωγμή στην αφήγησή του, για να φέρει στο προσκήνιο την παλιά ιστορία, η οποία κάνει τον νομάρχη να μην μπορεί να κοιμηθεί, να έχει εφιάλτες και να αναστατώνεται από το μοιρολόι αλλά και από τον τρόπο που τον κοιτάζουν οι Καλαβρυτινοί.  Και θυμήθηκε τότε  που μάζεψαν τους άντρες στην Αγία Λαύρα και τα παιδιά και τα βρέφη, την επίθεση των ανταρτών, κι αυτός ήταν ανάμεσά τους, και έγινε χαμός και θυμήθηκε έναν έναν όλους εκείνους που σκοτώθηκαν και  εκείνον που η σφαίρα του έφαγε το αυτί και αυτός τώρα, ήταν εκεί και  έχτιζε τον μαντρότοιχο. Και να πώς επιβεβαιώνεται ο ιεράρχης που έλεγε «και οι νεκροί ανασταίνονται και εγερθήσονται».

Εν τω μεταξύ πεθαίνει ο δάσκαλος  με την αμφιλεγόμενη πολιτική και κοινωνική συμπεριφορά. Οι παλιοί συστρατιώτες του που έρχονται για την κηδεία του πλέκουν τον εγκώμιο, ψάλλουν, μεθούν, τραγουδούν «Τ’ αετού ο γιος»… αυτοί ανήκουν στο δεξιό ημιχόριο της τραγωδίας. Τα μεσάνυχτα φεύγουν «γιατί τότε είχαν το συνήθειο να ξεδιπλώνουν μνήμες»… οι απαίσιοι, όπως θα έλεγε ο Καβάφης.

Εν τω μεταξύ, το νεκροταφείο επιβάλλει την αισθητική και το ύφος του. Η πόλη αλλάζει, γίνεται πένθιμη. Επικρατεί «Η αισθητική της κατάθλιψης». Και το συναμφότερον ζωής και θανάτου έχει το παρεμφερές  συναμφότερον του θανάτου και του έρωτα. Αυτό το δεύτερο αλλάζει και την ερωτική συμπεριφορά των πολιτών. Όχι μόνο θυμήθηκαν τους πεθαμένους αλλά και τους παλιούς έρωτες, «ανασύρθηκαν ανενεργοί όρκοι αγάπης», δράματα, απιστίες, κάποιοι λοιδόρησαν τους ποιητές, κάποιοι άλλοι είπαν «αυτούς ας τους» «καλά τα λένε». Ο αρχιμάστορας θύμισε στον νομάρχη ότι οι δικοί του σκότωσαν την οικογένειά του. «Η μνήμη η μνήμη», «όπου και να την αγγίξεις πονεί», λέει ο ποιητής και έτσι λέει και η συμπεριφορά του αρχιμάστορα.

Από τη μια άκρη στην άλλη, τα πάντα αλλάζουν στην πόλη. Το συναμφότερον επικρατεί και στην ψυχοσύνθεση, την κοινωνική συμπεριφορά, την πολιτική και όποια άλλη ιδεολογία. Οι κάτοικοι βάφουν τα σπίτια τους χρωματιστά για να διώξουν την κατάθλιψη, σπάνε τους καθρέφτες για να μη βλέπουν τα πρόσωπά τους, «τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στο καθρέφτη», λέει πάλι ο ποιητής, δηλαδή ο Σεφέρης, αλλά ο Μιχαηλίδης ως ποιητής και αυτός και βαθύς γνώστης όλης της παράδοσης, ξέρει καλά και το στίχο του Σεφέρη και την συνακόλουθη συμπεριφορά των ανθρώπων, οι οποίοι στον καθρέφτη βλέπουν τον ένοχο εαυτό τους, μαραγκιασμένο από δημόσιες αμαρτίες. Ο καθρέφτης είναι μάρτυρας. Οι πολίτες πραγματοποίησαν  τη δελφική εντολή «γνώθι σ’ αυτόν» που είναι η αρχή πάσης σοφίας. Γνωρίζοντας όμως τους  εαυτούς τους  έσπασαν τους καθρέφτες για να μην τους βλέπουν. Κι εκεί, κάπου, μεταξύ πλαστής πραγματικότητας και σουρεαλισμού, δηλαδή μεταξύ πραγματικότητας  και γελοίου, ψάχνουν τα κομματάκια του σπασμένου ειδώλου τους. «Πού να μαζεύεις τα χίλια κομματάκια του κάθε ανθρώπου», λέει πάλι ο Σεφέρης. Κι εδώ, σ’ αυτό το σημείο παρεμβαίνει ο υπερρεαλισμός, σαν από μηχανής θεός, για να δώσει λύση στο  αδιέξοδο και στους κατοίκους την ελευθερία  να κάνουν τις αναγκαίες προσαρμογές -«στοχαστικές» δεν ξέρω- επιβεβλημένες έξωθεν, σίγουρα.

Εν τω μεταξύ,  η μεταμόρφωση της πόλης με μαζορέτες, άρματα χαρούμενα τραγούδια και χορούς, όλα προς αποποίηση της κατάθλιψης, μοιάζει με  καρναβάλι, σαν ξόρκι κατά του  θανάτου, σαν πίνακας του Μπρύγκελ. Ακόμα και απαγγελίες ποιημάτων ακούστηκαν των Ρεμπώ, Μποντλέρ και Καβάφη και η επιλογή έχει το νόημά της. Το όλο σκηνικό είναι στημένο σαν καβαφικό ποίημα, όλα δηλαδή στην πρόσοψη είναι ωραία και από πίσω θάνατος (σαν τον Θάνατο στην Βενετία  του Τόμας Μαν)…

Και επιστέφουμε στο Ολοκαύτωμα των Καλαβρυτινών. Έφταιγε το μοιρολόι τους; Δεν ξέρουμε. Πάντως, μια νύχτα γκρεμίζεται ο τοίχος και η περιγραφή του γκρεμίσματος δίνεται σαν  περιγραφή θύελλας, παιγμένη από συμφωνική ορχήστρα με τη λεπτομέρεια της συμμετοχής του κάθε οργάνου στο όλο αποτέλεσμα. Σαν η Δευτέρα παρουσία να έγινε μουσική συμφωνία για να καταλήξει σε αηδία, βρόμα και δυσωδία. Μερικοί βλέπουν τους καμένους χτίστες και τον πρωτομάστορά τους μπροστά μπροστά, να μοιρολογούν, ο αλαφροΐσκιωτος δολοφονήθηκε, λέγοντας «Πρέβεζα… Βερλαίν» και πάλι η επιλογή δεν είναι τυχαία.

Κι έτσι από τη μια, η περιγραφή των πολυτελών τάφων και το συναμφότερόν της· από την άλλη, τα  σπλάχνα της γης που «κακοφορμίζουν», «μυρωδιές του Άδη, δυσοσμία από το κατεστραμμένο, δαιδαλώδες, αποχετευτικό σύστημα βόθρων και υπονόμων, βόρβορος, ακαθαρσίες. Τα μουσεία καταβυθίζονται,  τα εκθέματα παρασύρονται από τα απόνερα, ο ποιητής που κρατά τη λήκυθο με την τέφρα πνίγεται μέσα στο βόρβορο. Κι εκεί μέσα καταβαίνουν τις νύχτες οι πολιτικοί, τα κομματικά στελέχη, οι πρόεδροι τραπεζών, υπουργοί, γραμματείς, εκπρόσωποι φορέων δημοσιογράφοι. Δεν είναι τυχαίος ο κατάλογος ούτε ο χώρος δείχνει πολύ καλά ότι οι προαναφερθέντες είναι βουτηγμένοι μέχρι το λαιμό στη βρόμα. Μια άλλου είδους Νέκυια, μια κάθοδος στον Άδη, στην κόλαση της βρόμας. «Την αμεριμνησία των πουλιών να φοβάσαι. Και τη σιωπή των αγαλμάτων»,  λέει ο Μιχαηλίδης. «Τη σιωπή των νεκρών να φοβάστε και των βράχων τα αγάλματα», λέει ο Ελύτης, που εντέλει είναι το ίδιο.

Το μυθιστόρημα είναι μια αλληγορία κόλασης. Και αυτή η κόλαση έχει γεωγραφικό προσδιορισμό. Είναι μέσα στο ταραγμένο μυαλό του ήρωα, του Γεράσιμου Γιαννίδη, που είναι Νομάρχης, που ήταν αντάρτης, που σπούδασε στη Φιλοσοφική, στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας,  που γνώρισε χούντα και βασανιστήρια, που πήγε στο Συνέδριο της Δρέσδης με  πρόταση για την πόλη, που έκανε πράγματα για τα οποία ντρέπεται, που δεν μπορεί να κοιμηθεί από τους εφιάλτες,  που είχε όνειρα και όλα διαψεύστηκαν.

Ο συγγραφέας αξιοποιώντας τα διδάγματα του υπερρεαλισμού μπαινοβγαίνει  στο όνειρο και στην πραγματική ζωή. Και όλα εκείνα τα τρομακτικά και αηδιαστικά μπορεί να μεταφορικά ή ένα κακό όνειρο ή διαστροφή του νου που τα γεννάει ή ενοχές και τύψεις ή αγωνίες, με στόχο την αφύπνιση του αναγνώστη. Ο λαός λέει ότι από μικρό και από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια. Ο συγγραφέας ποιητής είναι ένας «τρελός» που μέσα από το παραλήρημα του ήρωά του λέει την αλήθεια. Κι αυτή η μεταφορική αλήθεια και η μεταφορική καταβύθιση στο βούρκο είναι η άλλη όψη της πραγματικότητας. Κι έτσι μας δείχνει την αλήθεια σαν ψέμα, αλλά το ψέμα του είναι αληθινό. Είναι όλα αυτά που έγιναν και έκαναν τη ζωή μας, από μικρό χωριό που ήταν, ωραίο νεκροταφείο που επεκτείνεται και δεν είναι τυχαίο το παράδειγμα της αλληγορίας.

Δεν είναι τυχαίο ότι την πρώτη θέση σ’ αυτή την κόλαση την έχουν οι πολιτικοί, οι διευθυντές τραπεζών και οι δημοσιογράφοι. Και δεν υπάρχει κανείς για να εμποδίσει το κακό που έρχεται και στο οποίο θα καταβυθιστεί η πόλη. Γιατί, όποια και να είναι η  εξέλιξη του βιβλίου και του ήρωα, το γεγονός είναι η διαφθορά σε όλους τους τομείς και η εμπλοκή όλων των ανθρώπων σ’ αυτήν. Η επιφάνεια της πόλης που λάμπει σαν τους ωραίους τάφους αλλά οι τάφοι είναι κεκονιαμένοι, που λέει και το Ευαγγέλιο, λάμπουν απέξω και από μέσα  τα σκουλήκια κάνουν το έργο τους. Έτσι και η πόλη από πάνω είναι γεμάτη ωραία σπίτια, δρόμους και κήπους και από κάτω υπονόμους με ό,τι αυτοί μεταφέρουν στις άπειρες και πολύπλοκες διακλαδώσεις τους.

Όμως, ένα μυθιστόρημα δεν είναι μόνο το θέμα αλλά και η επεξεργασία του. Ο συγγραφέας έχει πολύ καλή φιλολογική παιδεία και μπορεί και ενσωματώνει επιτυχώς ποιήματα, στίχους και ατάκες από ποιητές γνωστούς και αγαπημένους, αλλά και απλές λέξεις που οικειοποιείται με μεγάλη άνεση δείχνοντας και τη σημασία της κειμενικής λειτουργίας της Διακειμενικότητας στα λόγια μας. Γιατί

είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας, είπε ο Σεφέρης και ο Μιχαηλίδης το αποδεικνύει με τον πιο πλούσιο και γοητευτικό τρόπο. Καλά χωνεμένο, μετρημένο ζυγισμένο, καλοπελεκημένο το  διακείμενό του, σαν Καλαβρυτινού πετρά, από τους μεγάλους Έλληνες ποιητές, δημιουργικά ενταγμένους στο δικό του κείμενο. Και θεωρία της λογοτεχνίας, όπως «Τα περί ελευθερίας του δημιουργού» και οι δεσμεύσεις του π.χ.  Ευσεβή μνήμη συνιστά η αναφορά του ονόματος του Κώστα Στεργιόπουλου (που πέθανε πέρυσι). Γόνιμη συζήτηση προκαλεί η άποψη «ο ερασιτεχνισμός …με τη συμπλεγματική μορφή  του πρωτοποριακού», καθώς και η άλλη :  «το μέτριο, ενόσω συντηρεί την ελπίδα για κάτι ποιοτικό δεν πρέπει να διαγράφεται».

Τέλος, θεωρώ το μυθιστόρημα πολιτικό με βαθύ κοινωνικό προβληματισμό, με έντονο καταγγελτικό χαρακτήρα, με λεπτό και διακριτικό, αλλά πολύ πικρό, χιούμορ.

Ο αρχαίος Αριστοφάνης όταν κατέβαζε τον Διόνυσο στον Άδη, να διαλέξει ποιητή για να τον φέρει πάνω στη γη, προς αποκατάσταση της ηθικής τάξης, τον πέρασε μέσα από ένα χώρο που ήταν βόθρος. Και εκεί, στον Άδη, βάζει δύο ποιητές να διαγωνιστούν. Ο νικητής θα βγει στον πάνω κόσμο. Ο Αισχύλος που πολέμησε στο Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα και ο Ευριπίδης. Ο Μιχαηλίδης έχει επίσης δύο ποιητές που αγωνίζονται μέσα στον υπόγειο  βόθρο-κόσμο. Δε είναι τυχαία η παρουσία τους στο έργο. Αποτελεί ίσως μια απάντηση στο ερώτημα του Χέλντερλιν «τι χρειάζονται οι ποιητές σ’ αυτούς τους άχρηστους καιρούς;». Χρειάζονται, και να μην ξεχνάμε πως  ο Μιχαηλίδης πρώτα πρώτα είναι ποιητής.

ΦΡΕΑΡ

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ