Ἀγαπητοί μου Χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι τῆς Γερμανίας!

Ἔχουμε κι ἐφέτος τὸ ἰδιαίτερο προνόμιο νὰ γιορτάζουμε εἰρηνικὰ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ μποροῦμε νὰ ψάλλουμε μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους: «δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Αὐτό, ὅμως, ποὺ μοιάζει τόσο αὐτονόητο γιὰ μᾶς, γιὰ πολλοὺς Χριστιανοὺς στὸν κόσμο μας εἶναι δύσκολο ἢ ἀδύνατο. Ἡ σκέψη μου στρέφεται σ᾽ ἐκείνους ποὺ ἀναγκάστηκαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὶς πατρίδες τους· σ᾽ ἐκείνους ποὺ θὰ γιορτάσουν σὲ κάποιον καταυλισμό, πεινασμένοι γιὰ τροφὴ καὶ ἀληλλεγγύη μέσα στὸ χειμωνιάτικο κρύο· σ᾽ ἐκείνους ποὺ ζοῦν σ᾽ ἕνα ἐχθρικὸ περιβάλλον, ὅπου ἡ παραμικρὴ ἐκδήλωση τῆς πίστεώς τους μπορεῖ νὰ τοὺς κοστίσει τὴν ἴδια τους τὴ ζωή· ἀλλὰ καὶ σ᾽ ἐκείνους τοὺς Χριστιανούς, ποὺ παλεύουν μὲ τὴν ἀρρώστια, τὴν ἐγκατάλειψη, τὴ μοναξιά, τὴν κατάθλιψη καὶ τὴν ἀπελπισία τους. Φαίνεται σὰν οἱ ἄγγελοι νὰ ἔπαψαν πρὸς στιγμὴν τὸν ὕμνο, ψάχνοντας νὰ βροῦν τὴ λαβωμένη ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρώπου, τὴν χαμένη ἐλπίδα τοῦ κόσμου μας.

Ἀκούγοντας, λοιπόν, τὸ «ἐπὶ γῆς εἰρήνη», σκεφτόμαστε σχεδὸν αὐτόματα ὅτι ἡ εἰρήνη παραμένει ἄπιαστο ὄνειρο. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ μᾶς κατανοοῦμε τὴν εἰρήνη εἴτε ὡς τὸ ὅραμα γιὰ ἕναν καλύτερο κόσμο, γιὰ ἕναν κόσμο χωρὶς πολέμους, εἴτε ὡς μιὰ κατάσταση ἐσωτερικῆς γαλήνης καὶ ψυχικῆς ἠρεμίας. Ἡ εἰρήνη, ὅμως, τὴν ὁποία ἀναγγέλλουν οἱ ἄγγελοι ξεπερνάει αὐτὰ τὰ δεδομένα: εἶναι κάτι παραπάνω ἀπὸ τὴν εἰρήνη τῆς ψυχῆς μας ἢ τὴν ἀπουσία πολέμου.

Ἡ εἰρήνη εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Γι᾽ αὐτὸ δοξολογοῦμε τὸν Θεό, ἀφοῦ ὁ Θεὸς δὲν μένει στὰ λόγια: ἀποκαλύπτεται στὸν ἄνθρωπο, παρουσιάζεται μέσα στὸν κόσμο καὶ τὴν ἱστορία κι ἔτσι «ἀνοίγει ἕνα παραθύρι τοῦ οὐρανοῦ γιὰ νὰ φωτιστῆ ὁ κόσμος ἀπὸ τὴ λάμψη τοῦ Θεοῦ»[1].

Ἡ πραγματικὴ εἰρήνη εἶναι ὁ Χριστός, γιατὶ μόνο Αὐτὸς μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τοὺς πραγματικούς μας ἐφιάλτες: τὴν ἁμαρτία καὶ τὶς δυνάμεις τοῦ κακοῦ, τὴν φθορὰ καὶ τὸν θάνατο. Ὅσο αὐτὰ θὰ εἶναι παρόντα στὴ γῆ, τόσο ἀποῦσα θὰ εἶναι ἡ εἰρήνη. Ὁ Χριστός, μὲ τὴν ἐνσάρκωση καὶ τὸ ὅλο ἔργο Του, μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ αὐτὰ καὶ ἀποκαθιστᾶ τὴ σωστὴ σχέση ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὴ εἶναι ἡ εἰρήνη ποὺ «ἐνσαρκώνει στὸ ἐδῶ καὶ τώρα ἡ Ἐκκλησία καὶ τὴν γεύονται οἱ πιστοὶ μὲ τὴν μετοχή τους στὸ ἀπολυτρωτικό της ἔργο. Εἰρήνη εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ἡ ἐμπειρία ἀπὸ τὴν ἕνωση μαζί Του ἐντὸς τῶν κόλπων τῆς Ἐκκλησίας»[2].

Ὅσο, ὅμως, ἀληθινὸ κι ἂν εἶναι ὅτι ἡ γῆ μας θὰ εἰρηνεύσει μόνο καὶ ὅταν ὅλοι δεχθοῦν τὴν εἰρήνη ὡς καταλλαγὴ μὲ τὸν Θεό, αὐτὸ φαίνεται νά ᾽ναι μακριὰ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, τὸν ὁποῖο δὲν ἀπασχολεῖ ἡ ἁμαρτία καὶ ὁ ὁποῖος ἀπωθεῖ μὲ κάθε τρόπο τὴν πραγματικότητα τοῦ θανάτου, ζώντας ὑλιστικὰ κι ἐγωιστικὰ τὸ σήμερα, σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει τὸ αὔριο. Γι᾽ αὐτὸ εἶναι σημαντικὴ ἡ ἐνεργὸς συμμετοχὴ τῆς Ἐκκλησίας στὴν προσπάθεια γιὰ τὴν εἰρήνευση τοῦ κόσμου μαζὶ μὲ ὅλους ὅσοι ἀγωνίζονται γι᾽ αὐτό. Ἐξίσου, ὅμως, σημαντικὸ εἶναι, ἡ ὅποια δράση τῆς Ἐκκλησίας νὰ στηρίζεται στὴν ἐμπειρία τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπαρχὴ τῆς μεταμορφώσεως τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἀπολυτρώσεως τοῦ ἀνθρώπου.

Μόνον ἔτσι ἐλπίζουμε γιὰ τὸν ἐρχομὸ τῆς εἰρήνης καὶ προσευχόμαστε γι᾽ αὐτό. Μόνον ἔτσι – χωρὶς τὴν αἴσθηση τῆς ματαιοπονίας ἢ τῆς ἀπογοητεύσεως ἀπὸ τὶς ὅποιες ἀποτυχίες – μπαίνουμε στὸν καθημερινὸ ἀγώνα γιὰ τὴν ἀλλαγὴ καταστάσεων, ἀνθρώπων, τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα γιὰ τὸν εὐαγγελισμὸ τοῦ κόσμου: νὰ ἔρθει ἡ συμφιλίωση τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸν Θεὸ καὶ μεταξύ τους, καὶ νὰ δοξάζεται, τελικά, ὁ Θεός.

Στὰ φετεινὰ Χριστούγεννα εὔχομαι νὰ μένουμε συνδεδεμένοι μὲ τὸν Σωτήρα μας Χριστό, τὴν εἰρήνη τοῦ κόσμου, μέσα στὴν Ἐκκλησία μας κι αὐτὸς ὁ σύνδεσμος νὰ μᾶς ἐμπνέει νὰ ἀνακαλύπτουμε διαρκῶς τρόπους νὰ στεκόμαστε στὸ πλευρὸ τοῦ διπλανοῦ ἢ τοῦ μακρινοῦ – μὰ ἰδιαίτερα τοῦ πονεμένου – συνανθρώπου μας, συμβάλλοντας ἔτσι νὰ μένει ἀνοιχτὸ τὸ παραθύρι τ᾽ οὐρανοῦ καὶ νὰ φωτίζεται ὁ κόσμος ἀπὸ τὴ λάμψη τοῦ Θεοῦ.

 

Εὐλογημένα Χριστούγεννα!

 

Βόννη, 25 Δεκεμβρίου 2016

Ὁ Μητροπολίτης σας

+ ὁ Γερμανίας Αὐγουστῖνος

 


[1] Βασ. Π. Στογιάννος, «Ἐπὶ γῆς εἰρήνη (Σχόλιο στὸ Λουκᾶ 2,14)», ἐν: Ἑρμηνευτικὰ Μελετήματα, Βιβλικὴ Βιβλιοθήκη 4, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 322.

[2] Βασ. Π. Στογιάννος, ὅπ.π., σ. 323.


ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ