(c) ellinikignomi.eu

Έρευνα του “Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών” (ΕΚΚΕ) για την εγκληματικότητα στην χώρα μας κατά την τελευταία 25ετία, δείχνει, ότι στα χρόνια της κρίσης μειώθηκε ο συνολικός αριθμός των αδικημάτων!

– Ενώ τα ελαφρύτερης βαρύτητας αδικήματα ακολουθούν την γενική πορεία της διαπιστωμένης εγκληματικότητας στην χώρα, τα βαρύτερα αδικήματα σε βαθμό κακουργήματος ακολούθησαν μια αύξουσα πορεία, που κορυφώθηκε τα έτη 2012-2013 και στην συνέχεια μειώκαν σημαντικά!

Ωστόσο, συνεχή ανοδική πορεία με διακυμάνσεις εμφανίζουν τα αδικήματα, που αφορούν στα Ναρκωτικά και στα αδικήματα, που στρέφονται κατά της ιδιοκτησίας!

 

Επιμέλεια: Ευθύμιος Χατζηϊωάννου

 

«Το εγκληματικό φαινόμενο στην Ελλάδα σήμερα – Δεδομένα και Αναγνώσεις» είναι ο τίτλος του πρόσφατου βιβλίου του “Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών” (Εκδόσεις Παπαζήση), που στις περισσότερες από τις 400 σελίδες του επιχειρεί να διερευνήσει, πως έχει διαμορφωθεί η εικόνα του εγκλήματος την τελευταία 25ετία στην χώρα μας.

Στο βιβλίο αυτό διερευνάται, αν το έγκλημα στην Ελλάδα έχει επηρεαστεί στο διάστημα, από το 1987 έως το 2015, από την οικονομική κρίση και παράλληλα παρουσιάζονται χρήσιμα συμπεράσματα για την χάραξη μιας αντεγκληματικής πολιτικής.

Η μελέτη της Διευθύντριας ερευνών του ΕΚΚΕ, κ.Ιωάννας Τσίγκανου, σε συνεργασία με τις κοινωνιολόγους και εγκληματολόγους, κ.κ. Ηλέκτρα Κουτσούκου, Ιουλία Λαμπράκη και Μάρθα Λεμπέση, αναμετράται με τις θεωρίες, που θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν τις τάσεις του εγκλήματος, αλλά και τα στερεότυπα:

-Γεννάει η φτώχεια το έγκλημα;

-Κατά πόσο τα ποσοτικά δεδομένα βοηθούν στην κατανόηση εγκλήματος και εγκληματία;

-Μήπως αποτελούν προϊόντα της εξουσίας, που τα συγκεντρώνει;

-Μπορεί η συζήτηση για την επικινδυνότητα να προδίδει την θέση των ομιλητών, αποτελώντας μια θεωρητική κατασκευή, που αντανακλά μέρος μόνον της πραγματικότητας;

«Η τάση είναι απόλυτα διαυγής. Η διόγκωση του εγκληματικού φαινομένου εντοπίζεται στους καιρούς της ευφορίας, άλλως στην εποχή μιας οικονομικά εύρωστης επιφανειακά, τουλάχιστον, κοινωνικής πραγματικότητας, που συνοδευόταν από μια ηθικού τύπου αξιακή αμεριμνησία» παρατηρεί η κ. Τσίγκανου. .

(c) elliniki-gnomi ATHINA
(c) elliniki-gnomi ATHINA

 

“Το εγκληματικό φαινόμενο φαίνεται -στα χρόνια της κρίσης- να υποφέρει και αυτό, να συρρικνώνεται, να συμπιέζεται από την κρατούσα οικονομική κυρίως απραξία”!

 

Η ίδια συμπληρώνει: «Αντίθετα, στην εποχή των δεινών, που επέφερε η κρίση, οι πολιτικές λιτότητας και τα μνημόνια της δυσφορίας, το εγκληματικό φαινόμενο φαίνεται να υποφέρει και αυτό, να συρρικνώνεται, να συμπιέζεται από την κρατούσα οικονομική κυρίως απραξία.

Η εικόνα, όμως, είναι πιο σύνθετη, αν την παρατηρήσει κανείς προσεκτικά. Γιατί, την ίδια στιγμή αλλάζει η ποιότητα του εγκλήματος, καθώς αυξάνονται τα λεγόμενα βαριά αδικήματα.

Και μετά το ξάφνιασμα της κρίσης, που επέφερε μία κάμψη της εγκληματικότητας, αυτή εσχάτως εμφανίζει μια διστακτική ανάκαμψη παρά το γεγονός, ότι η κρίση συνεχίζει να ταλαιπωρεί την χώρα…».

Όσο για την διαφθορά, αυτή δεν αποτιμάται με ασφαλείς μετρήσεις και εργαλεία, καθώς εμπίπτει στον σκοτεινό αριθμό, μια πραγματικότητα, που δυστυχώς παραμένει ασύλληπτη.

«Τα δεδομένα και τα στοιχεία από τις Διωκτικές, Ποινικές, Σωφρονιστικές Αρχές, αφορούν ένα μικρό δείγμα του πληθυσμού, καθώς η ορατή εγκληματικότητα, όχι μόνον δεν αντιπροσωπεύει το πραγματικό μέγεθος του εγκληματικού φαινομένου, αλλά ούτε και την φύση του. Όπως το παγόβουνο, μόνον η κορυφή είναι ορατή και άδηλο το μεγαλύτερο τμήμα του».

Σε κάθε περίπτωση, όμως, όσο περιορισμένη κι’ αν είναι, αυτή η εικόνα, ξετυλίγει ένα μωσαϊκό καταστάσεων, που αφορούν την κοινωνική πραγματικότητα: Από τις επιπτώσεις της κρίσης στην οικογένεια, την κοινωνική αναταραχή, που προκάλεσε η βίαιη εφαρμογή των μέτρων λιτότητας, μέχρι την ναυαρχίδα των αδικημάτων, που σχετίζονται με την θεμελιώδη σημασία των νόμων και αφορούν την προστασία της περιουσίας- αδικήματα, που καμία κρίση δεν αγγίζει, καθώς αυξάνονται, τόσο στην ευμάρεια, όσο και στην κρίση.

 

“Ενώ τα ελαφρύτερης βαρύτητας αδικήματα ακολουθούν την γενική πορεία της διαπιστωμένης εγκληματικότητας στην χώρα, τα βαρύτερα αδικήματα σε βαθμό κακουργήματος ακολουθούν μια αύξουσα πορεία, που κορυφώνεται μαζί με την κορύφωση της κρίσης τα έτη 2012-2013 για να μειωθούν σημαντικά στην συνέχεια”!

 

Αναφορικά με το πως διαμορφώνεται η εικόνα της εγκληματικότητας, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, και ποιές είναι οι τάσεις της, στην συγκεκριμένη έρευνα του ΕΚΚΕ παρουσιάζονται κατά κατηγορίες ενδιαφέροντα και χρήσιμα στοιχεία, ορισμένα εκ των οποίων παραθέτουμε στην συνέχεια.

Σύμφωνα, λοιπόν, με την στατιστική της Αστυνομίας, τα αδικήματα στο σύνολό τους ακολουθούν μια ανοδική πορεία από το 1987 (303.182 αδικήματα) μέχρι και το 2006, οπότε

και φθάνουν στην υψηλότερη τιμή τους (463.750 αδικήματα) για την περίοδο της τελευταίας 25ετίας.

Έκτοτε, όμως, ακολουθούν καθοδική πορεία. Το 2015 τα διαπραχθέντα αδικήματα δεν ξεπέρασαν τα 222.245 σε όλη την επικράτεια.

Στην διετία 2011 (194.031) και 2012 (194.144) καταγράφονται οι ιστορικά χαμηλότερες τιμές, ενώ στην συνέχεια τραβούν ξανά την ανηφόρα, έστω και με πιο ήπιους ρυθμούς. Ωστόσο αυτή η εικόνα δεν είναι πλήρης.

Την συμπληρώνει το γεγονός, ότι από το 2010, που υπογράφηκε το πρώτο μνημόνιο, τα βαρύτερα αδικήματα σε βαθμό κακουργήματος ακολουθούν μια αύξουσα πορεία, που κορυφώνεται μαζί με την κορύφωση της κρίσης τα έτη 2012-2013, όπου ξεπερνούν τις 14.000, για να μειωθούν στην συνέχεια.

Αντίθετα, τα ελαφρύτερης βαρύτητας αδικήματα ακολουθούν την γενική πορεία της διαπιστωμένης εγκληματικότητας στην χώρα.

 

Πτωτική είναι η τάση, που αφορά τους εντοπισθέντες δράστες, ενώ παρατηρείται σημαντική αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στην εγκληματικότητα!

 

Πτωτική είναι και η τάση, που αφορά τους εντοπισθέντες δράστες, καθώς το 1987 φθάνουν τους 285.197, κορυφώνεται το 2001 (425.492 δράστες) και αγγίζει ιστορικό χαμηλό το 2013 (98.784 δράστες), τάση, που σχεδόν διατηρείται μέχρι σήμερα (το 2015, 111.020 δράστες).

Η παραβατική δραστηριοποίηση των αλλοδαπών ακολουθεί τον ρυθμό αύξησης των μεταναστευτικών ροών στην χώρα μας, ενώ επισημαίνεται η μεγάλη θεατότητα αυτής της κοινωνικής ομάδας, καθώς συγκεντρώνει την προσοχή των Διωκτικών Αρχών με μεγαλύτερη ένταση. Το ποσοστό συμμετοχής τους στη διαπιστωμένη εγκληματικότητα αγγίζει το ιστορικά υψηλό 42,2% το 2012 και έκτοτε φθίνει (34% το 2014).

Αυτό, που, όμως, εντυπωσιάζει, είναι η αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στην εγκληματικότητα, που έχει υπερτριπλασιαστεί με την πάροδο του χρόνου. Αυτή ξεκίνησε από το 8%-9%, τότε που θεωρείτο ανδροκρατούμενη η συμμετοχή στο έγκλημα, και έφθασε να αθροίζει ως ποσοστό το ένα τέταρτο (1/4) της συμμετοχής στην παραβατική συμπεριφορά, αγγίζοντας το 26,2% το 2015, με μια ερμηνεία να είναι η έκθεση της σύγχρονης γυναίκας σε δραστηριότητες και ρόλους, παραδοσιακά προορισμένων για άνδρες.

Αναφορικά με την ηλικία των δραστών, πρώτη έρχεται η ηλικιακή κατηγορία των 35-44 ετών, ακολουθούν οι ηλικίες 30-34 και των 45-59 ετών, ενώ την τέταρτη θέση κατέχουν οι νεότεροι, 25-29 ετών, σε αντίθεση με τα χρόνια της ευμάρειας, που τα σημαντικά ποσοστά δραστών αφορούσαν ανήλικους και μετέφηβους. Πάντως σε όλες οι ηλικιακές κατηγορίες η πτώση των ποσοστών μετά την κρίση είναι ραγδαία.

 

Τα εγκλήματα, που σχετίζονται με τον γάμο και την οικογένεια – Αυξημένες οι παραβατικές συμπεριφορές κρατικών λειτουργών και υπαλλήλων!

 

Τα εγκλήματα, που σχετίζονται με τον γάμο και την οικογένεια (διατάραξη οικογενειακής τάξης, παραβίαση υποχρέωσης για διατροφή, εγκατάλειψη εγκύου, παραμέληση εποπτείας ανηλίκου), δείχνουν πόσο υποφέρει ο θεσμός, λόγω της κρίσης, αφού διαπιστώθηκε, ότι η πορεία τους βαίνει ανησυχητικά αύξουσα, ιδιαίτερα εν μέσω κρίσης, καθώς, από 44 που ήταν το 1987, έφθασαν σε 1234 το 2012 και σε 2.404 το 2015.

Εντυπωσιάζει η συμμετοχή γυναικών σε αυτά (1/4) ενώ γίνεται φανερό, ότι όλο και περισσότεροι γονείς αδυνατούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, λόγω κρίσης.

Αναφορικά με τις παραβατικές συμπεριφορές κρατικών λειτουργών και υπαλλήλων (δωροδοκίες, υπεξαιρέσεις, χρήσεις ψευδεπίγραφων εγγράφων, καταχρήσεις εξουσιών) αυτές αποκαλύπτονται πλέον και καταγράφονται με αυξητικό ρυθμό κατά την διάρκεια της κρίσης.

Όμως η στατιστική της Αστυνομίας μαρτυρεί πολλά γεγονότα, που συνθέτουν την πραγματικότητα. Ένα από αυτά είναι η κοινωνική αντίδραση στην βία της φτωχοποίησης, που επιβάλλεται, η οποία μεταφράζεται με ποικίλα αδικήματα στην γλώσσα των Διωκτικών Αρχών.

 

Τα αδικήματα, που αφορούν προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας

 

Στα χρόνια των μνημονίων, η εγκληματικότητα απογειώνεται στα αδικήματα, που αφορούν προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας (θεσμών και προσώπων εξουσίας), καθώς, από 536 που ήσαν το 1987, σημείωσαν κατακόρυφη αύξηση μετά, φθάνοντας το 2008 τα1170, σημειώνοντας στην συνέχεια αριθμό- ρεκόρ 4.243 σχετικών αδικημάτων το 2013, για να μειωθούν σταδιακά έκτοτε, φθάνοντας τα 3.838 αδικήματα το 2015.

Σε αυτά, αυξημένη εμφανίζεται η συμμετοχή νεαρότερων δραστών και αλλοδαπών. «Τα μνημόνια δεν εφαρμόζονται αναίμακτα» όπως παρατηρούν οι συγγραφείς: οι τέσσερις Κυβερνήσεις σε διάστημα σχεδόν μιας τετραετίας- από δύο εκλογικές αναμετρήσεις το 2012 και το 2015- ίσως δίνουν μια ερμηνεία στα σχετικά δεδομένα.

Επεισόδια στο περιθώριο ειρηνικών διαμαρτυριών, η εμφάνιση του ναζιστικού κόμματος με ακραία ρητορική και πρακτική κατά όψεων του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, η ψήφιση και εφαρμογή των μνημονιακών μέτρων λιτότητας αναζωπυρώνει την κοινωνική αγανάκτηση που στράφηκε ακόμη και κατά φορέων άσκησης εξουσίας δίνουν το κοινωνικό πλαίσιο αυτών των αδικημάτων.

Η κοινωνική αντίδραση αντανακλάται και στις πράξεις, που χαρακτηρίζονται ως «αδικήματα επιβουλής της δημόσιας τάξης» και  από 76 αδικήματα και 39 άτομα το 1987 έφθασαν τα 640 αδικήματα και τους 2185 δράστες το 2015.

Πρόκειται για πράξεις, που απειλούν την κοινωνική ευταξία και την ρυθμισμένη οργάνωση του δημόσιου χώρου, πρόκληση ή διέγερση δημόσια σε απείθεια κατά των νόμων, δημόσιο εγκωμιασμό εγκλήματος, παρότρυνση σε διάπραξη αδικήματος, διατάραξη κοινής ειρήνης, που αφορά ενέργειες συναθροισμένου πλήθους.

 

Συνεχίζεται η πτωτική πορεία του αριθμού των ανθρωποκτονιών στην χώρα μας κατά τα χρόνια της κρίσης, φθάνοντας, μάλιστα, σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα!

 

Η αύξηση των κοινωνικών περιστάσεων, που προκάλεσαν την εφαρμογή αυτών των διατάξεων, ενδεικτικά αφορούσαν την άσκηση δίωξης κατά βουλευτών και μελών της “Χρυσής Αυγής”, ιδιαίτερα μετά την δολοφονία Φύσα, την αυξημένη δυναμική των κινητοποιήσεων, το κίνημα «δεν πληρώνω» για διόδια ή φορολογικές οφειλές κ.α

Σε ότι αφορά το δικαίωμα στην ζωή, που αποτελεί, ίσως, θεμέλιο λίθο του πολιτισμού μας, οι επιστήμονες χαρακτηρίζουν πρωτότυπη για την παγκόσμια βιβλιογραφική παραγωγή την συνέχιση της πτωτικής πορείας των ανθρωποκτονιών στην χώρα μας κατά τα χρόνια της κρίσης και, μάλιστα, σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Το 1987 καταγράφηκαν 1663 αδικήματα, το 1998 σημειώθηκε η υψηλότερη καταγραφή 2.059  ανθρωποκτονιών και η συνέχεια ήταν πτωτική για να φθάσσουν στις 544 το 2015.

Οι δράστες είναι κυρίως άνδρες, πάνω από 30 ετών, ενώ η συμμετοχή αλλοδαπών στο αδίκημα εκτινάσσεται και αυξάνει και η συμμετοχή των γυναικών.

Αλλά και σε ότι αφορά την ανθρώπινη ακεραιότητα, παρατηρείται μείωση στις σωματικές βλάβες κάτι στο οποίο συνεισφέρει η διαφορετική πλέον ταξινόμηση των αυτοκινητιστικών ατυχημάτων.

Η πτωτική πορεία των αδικημάτων κατά της ζωής, σύμφωνα με τις επιστήμονες, υποδηλώνει την εξέλιξη σε αξιακό επίπεδο της χώρας, με μια περιστασιακή αναδίπλωση την περίοδο της παρατεταμένης κρίσης να υποδεικνύει τη σύγχρονη νοηματική ανασφάλεια.

 

Αυξάνονται οι παραβάσεις της Νομοθεσίας περί Όπλων- Ιδιαίτερα επιεικείς οι Αρχές απέναντι στα αδικήματα επαιτείας και αλητείας!

 

Μπορεί οι ανθρωποκτονίες να μειώνονται, ωστόσο αυξάνονται οι παραβάσεις της Νομοθεσίας περί Όπλων στην κρίση. Έτσι, τα 501 συναφή αδικήματα του 1987, γίνονται 1390 το 2007, φθάνουν τα 2056 το 2010, εκτινάσσονται σε 9.850 καταγραφές -το ιστορικό υψηλό της περιόδου, το 2013, και περιορίζονται σε 6.027 το 2015.

Η απεικόνιση των γνωστών δραστών δείχνει κυρίως ημεδαπούς άνδρες, στο ένα τέταρτο την συμμετοχή των αλλοδαπών δραστών και στο άλλο ένα τέταρτο την συμμετοχή των γυναικών, με μεγαλύτερη εξοικείωση των δραστών από 21 ετών και άνω.

Σε αντίθεση με το αναμενόμενο, τα αδικήματα επαιτείας και αλητείας, που καταγράφονται, παρουσιάζουν έντονα πτωτική πορεία τα χρόνια της κρίσης, καθώς, από 233 περιπτώσεις το 1987 και 1645 το 2009, φθάνουν τις 115 καταγραφές το 2015, γεγονός, που οφείλεται περισσότερο στην ανοχή των Διωκτικών Αρχών, λόγω της αυξανόμενης ανέχειας και φτώχειας.

«Σε μια εποχή, που η χώρα μαστίζεται από την ανεργία και οι άστεγοι πλημμύρισαν κυριολεκτικά την Αθήνα, οι Διωκτικές Αρχές εμφανίζονται ιδιαίτερα επιεικείς στο χαρακτηρισμό των σχετικών συμπεριφορών» παρατηρούν οι ερευνήτριες.

 

Συνεχής ανοδική πορεία με διακυμάνσεις εμφανίζουν τα αδικήματα, που αφορούν στα Ναρκωτικά!

 

Τα αδικήματα περί την γενετήσια ελευθερία δεν παρουσιάζουν σημαντικές μεταβολές, καθώς διαχρονικά δεν καταγγέλλονται, και ακολουθούν την δική τους διαδρομή ανεξαρτήτως κρίσης.

Ακόμη και ο βιασμός, παρά την χαμηλή του θεατότητα, φαίνεται να παραμένει ανεπηρέαστος από την κρίση, αλλά και την εκστρατεία ευαισθητοποίησης των γυναικών, παρά την νομοθέτηση το 2006 της ποινικοποίησης του ενδοοικογενειακού βιασμού παρουσιάζοντας μια κανονικότητα στη διακύμανσή του ανάμεσα στις 200-250 καταγραφές ετησίως.

Οι δράστες, είναι συνήθως άνω των 35 ετών, αν και τελευταία εμφανίζονται και 20ρηδες, ενώ καταγράφονται και ελάχιστες περιπτώσεις με δράστες γυναίκες για να αμφισβητηθεί αχνά το στερεότυπο του άνδρα βιαστή.

Αναφορικά με τα αδικήματα, που αφορούν στα Ναρκωτικά, παρατηρείται συνεχής ανοδική πορεία με διακυμάνσεις και για τις παραβάσεις της Νομοθεσίας περί ναρκωτικών, ανεξαρτήτως κρίσης. Έτσι, από τα 2.020 αδικήματα του 1991, φθάνουμε στα 7.516 το 2011 και στα 12.070 το 2015.

Το αδίκημα αυτό φαίνεται να μεγιστοποιήθηκε στα χρόνια της ευμάρειας και να γιγαντώθηκε στην κρίση, με περιορισμένη συμμετοχή των αλλοδαπών χρηστών, δραματικά αυξημένη των γυναικών (22,4% το 2015), πτωτικές τάσεις ανάμεσα στις νεότερες ηλικίες και κυρίως χρόνιους χρήστες άνω των 35 ετών.

Όπως παρατηρούν και οι ερευνήτριες, ο παγκόσμιος πόλεμος κατά των ναρκωτικών διεθνώς ελέγχεται ως προς την αποτελεσματικότητά του, ενώ η εγκληματοποιημένη χρήση «αποδεικνύεται αλυσιτελής ως προς την αποτρεπτική της δύναμη».

Αντιθέτως, τα δεδομένα υποδεικνύουν, ότι οι πρακτικές αυτές συνιστούν ένα από τα «καταφύγια κοινωνικών αδιεξόδων, στερήσεων και αδικιών, τόσο εκτός, όσο και εντός της οικονομικής κρίσης» διαπίστωση, που επαναφέρει στην συζήτηση την κοινωνική φυσιογνωμία του ζητήματος.

 

Πενιχρά τα αποτελέσματα στον τομέα της δίωξης της Λαθρεμπορίας – Οι κλοπές, διαρρήξεις, ληστείες κσι φθορές ιδιοκτησιακών αντικειμένων είναι στην χώρα μας η  κατηγορία, που συγκεντρώνει το 40%-50% του συνόλου των διαπραχθέντων εγκλημάτων!

 

Σε ότι αφορά αδικήματα, σχετικά με την Λαθρεμπορία, παρά την ρητορεία για την απώλεια τεράστιων φορολογικών εσόδων από λαθρεμπορία όπλων, τσιγάρων, καυσίμων κ.α., τα αποτελέσματα των Διωκτικών Αρχών είναι πενιχρά σε αυτόν τον τομέα. Μάλιστα, σε τέτοιον βαθμό, που τίθεται εύλογα το ερώτημα της πραγματικής βούλησης της Πολιτείας για την πάταξή της! Από τις 161 καταγραφές του 1987, το 2015 καταγράφονται μόλις 158 σχετικές παραβάσεις, για να θυμηθούμε και τις αμνηστεύσεις πρατηριούχων από οικονομικούς αξιωματούχους, που άλλαζαν κομματικό στρατόπεδο ταχύτερα από

τις επερχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα στατιστικά στοιχεία για τα αδικήματα, που στρέφονται κατά της ιδιοκτησίας, προνομιακό πεδίο προστασίας κάθε δικαίου επί γης;

Διόλου τυχαία, οι κλοπές, διαρρήξεις, ληστείες, φθορές ιδιοκτησιακών αντικειμένων είναι η  κατηγορία, που συγκεντρώνει το 40%-50% του συνόλου των διαπραχθέντων εγκλημάτων στην χώρα μας!

Και μπορεί η ληστεία να εμπεριέχει βία ακόμη και κατά προσώπων, όμως το νομικό της «τσουβάλιασμα» με την κλοπή πλήττει την δυνατότητα συγκριτικών αποτιμήσεων.

Η συνολική πορεία αυτών των αδικημάτων είναι «δυσθεώρητα ανοδική». Έτσι, καταγράφηκαν 38.562 τέτοια αδικήματα το 1987, 90.583 το 1997, 102.735 το 2009, 108.081 το 2010, 124.536 το 2013 και 119.778 το 2015.

Αντίστοιχα, οι γνωστοί δράστες, από 9.204 άτομα το 1996, φθάνουν τα 26.391 άτομα το 2015. Πρόκειται κυρίως για Έλληνες, που αποθρασύνονται με την έλευση της κρίσης, ενώ η συμμετοχή των μεταναστών κυμαίνεται σε αισθητά μικρότερα ποσοστά με εμφανείς τάσεις συγκράτησης από την κρίση μέχρι σήμερα και αισθητά ανοδική συμμετοχή γυναικών (10%-30% του συνόλου).

 

Κυρίαρχο αναδεικνύεται το αδίκημα της κλοπής, καθώς η ογκώδης ανοδική πορεία του φαίνεται ανεπηρέαστη από την κρίση!

 

Μετά την κρίση, δεν υπάρχουν ηλικιακοί περιορισμοί καθώς περιλαμβάνονται και ανήλικοι (13-17 ετών). Παρά τις διαφορετικές νομικές ταξινομήσεις αντίστοιχη είναι πορεία της διακεκριμένης κλοπής.

Εντελώς ατομική πορεία διαγράφουν οι διαρρήξεις: Από 25.945 γνωστούς δράστες το 1998- πρώτο έτος καταγραφής δραστών- φθάνουν στο ιστορικό υψηλό των 56.720 δραστών κατά το 2004, που ήταν έτος αυξημένης επιτήρησης λόγω Ολυμπιακών αγώνων, μειώνονται στους 55.649 το 2011 και φθίνουν έως τους 22.505 το 2015.

Παράλληλα, η κλοπή αντικειμένων ευτελούς αξίας σταδιακά σχεδόν εξανεμίζεται, καθώς η επιβίωση επισκιάζει τα υπόλοιπα, λόγω κρίσης. Κυρίαρχο αναδεικνύεται το αδίκημα της κλοπής, καθώς η ογκώδης ανοδική πορεία του φαίνεται ανεπηρέαστη από την κρίση.

Σύμφωνα με τα στοιχεία, οι 36.672 γνωστοί δράστες του 1987 υπερδιπλασιάζονται σε μία δεκαετία (85.070 το 1997) και συνεχίζουν να αυξάνονται και με την κρίση (96.435 το 2010, 113.012 το 2013, 109.496 το 2015). Όπως διευκρινίζουν οι ερευνητές, πρόκειται για άτομα φερόμενα ως δράστες από την Αστυνομία και υψηλής θεατότητας (αλλοδαποί).

Ανοδική πορεία διαγράφει και το αδίκημα της ληστείας από 1.102 ληστείες το 1990, σε 2.131 το 2002 και μετά το 2010 οι ετήσιες καταγραφές να κυμαίνονται γύρω στις 4.500 αδικήματα μεσοσταθμικά, με ρεκόρ εγγραφών το 2013 (5.514 αδικήματα), ενώ το 2015 έκλεισε στις 4.775 καταγραφές.

Ακολούθως αυξάνονται και οι γνωστοί δράστες, από 534 το 1996 σε 2.402 το 2015, κυρίως ημεδαποί, με πτωτική συμμετοχή αλλοδαπών στην κρίση και θεαματική αύξηση στην συμμετοχή γυναικών (από 5,8% το 1996, στο 36,4% το 2015).

 

Στα αδικήματα κατά της ιδιοκτησίας δοκιμάζεται η διασύνδεση της φτώχειας με την εγκληματικότητα!

 

Το ανησυχητικό είναι, ότι με τα χρόνια ανεβαίνει η συμμετοχή ανηλίκων. «Στα αδικήματα κατά της ιδιοκτησίας δοκιμάζεται η διασύνδεση της φτώχειας με την εγκληματικότητα, ενώ φαίνεται, ότι η ιδιοκτησία είναι ευάλωτη σε προσβολές, τόσο στον πλούτο, όσο και στην φτώχεια, καθώς κλοπές και ληστείες διαγράφουν ανοδική τροχιά.

Η ανοδική τάση, που καταγράφεται σε αυτά τα αδικήματα, αγκαλιάζει ολόκληρη την εικόνα της διαπιστωμένης  εγκληματικότητας, λόγω του όγκου των καταγραφών και του βάρους των συμπεριφορών (χρήση όπλων, διαρρήξεις σε σπίτια) με σημαντικές επιπτώσεις, τόσο για τον φόβο του εγκλήματος, όσο και για την αντιμετώπιση του εγκληματικού φαινομένου» παρατηρούν οι ερευνήτριες.

Σχετικά με τις αναπαραστάσεις του εγκλήματος, όπως αυτή αποτυπώνεται από την απονομή της Δικαιοσύνης και τις αποφάσεις των Δικαστηρίων, η στατιστική της Δικαιοσύνης, δίνει μια εικόνα, που συμπίπτει με αυτή της Αστυνομίας. Καταγράφει την πτωτική πορεία της συνολικά διαπιστωμένης εγκληματικότητας, με σημαντική καθοδική κατεύθυνση κατά τα πρώτα χρόνια της κρίσης και σημάδια σταθεροποίησης σε ιστορικά χαμηλές τιμές έκτοτε.

Αντιθέτως τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας εμφανίζουν  σημαντική άνοδο, που μεγιστοποιείται κατά την διάρκεια της κρίσης.

Το σύνολο των καταδικασθέντων ανά έτος για την περίοδο 1996-2010 επιδεικνύει μια ξεκάθαρα πτωτική πορεία, που εκτός των άλλων, φανερώνει μια επιείκεια των δικαστικών λειτουργών απέναντι στου δράστες -ιδίως τους ανήλικους, ενώ αντίθετα διαπιστώνεται ουδετερότητα στην μεταχείριση, σε ότι αφορά το φύλο.

 

“Η πορεία των αδικημάτων και των δραστών από την στιγμή της διάπραξης του αδικήματος μέχρι την οριστική καταδίκη, είναι μακρά”!

 

Ενώ το εκπαιδευτικό επίπεδο στην χώρα αυξάνει, οι καταδικασθέντες κατά κύριο λόγο στερούνται εκπαίδευσης, καταγράφονται ως μη εγγράμματοι και ανήκουν κυρίως στις παραγωγικές ηλικίες (35-60 ετών) αθροιστικά, ενώ υπάρχει σημαντική συμμετοχή ανηλίκων (14-18 ετών), αφήνοντας ενδείξεις για το κτίσιμο μιας εγκληματικής καριέρας.

Η μεγάλη απόσταση ανάμεσα στους φερόμενους ως δράστες και τους καταδικασθέντες κατ’ έτος υποδεικνύει έναν υπερβάλλοντα ζήλο των Αστυνομικών Αρχών κατά την εξιχνίαση των εγκλημάτων, την ανατρεπτική δύναμη της αποδεικτικής διαδικασίας και την αξία του τεκμηρίου της αθωότητας, καθώς, ενδεικτικά το 2006, μόνον το 11,9% των δραστών καταδικάστηκε από τα δικαστήρια της χώρας.

Η βαριά εγκληματικότητα ανθεί. Εξετάζοντας την σχέση του  αριθμού κάθε καταδίκης ανά αδίκημα, φαίνεται, ότι η βαρύτητα του αδικήματος καθοδηγεί την στάση των δικαστικών λειτουργών.

Η έλλειψη κρίσιμων πληροφοριών δεν επιτρέπει την στοιχειοθέτηση της κοινωνικής μεροληψίας του συστήματος των ισχυρών απέναντι στους αδύναμους, παρατηρούν οι ερευνήτριες και επισημαίνουν, ότι το δικαστικό φίλτρο κανονικοποιεί το εγκληματικό φαινόμενο απαλλάσσοντάς το από υπέρμετρες διογκώσεις.

Σημειώνεται, ότι η πορεία των αδικημάτων και των δραστών από την στιγμή της διάπραξης του αδικήματος μέχρι την οριστική καταδίκη, είναι μακρά.

 

“Η επιρροή της κρίσης εντοπίζεται δυναμικά στην αυξητική πορεία των αδικημάτων, που σχετίζονται με την αμφισβήτηση ενός ηττημένου πολιτικού συστήματος και στρέφονται κατά των εξουσιαστικών δομών και θεσμών του κράτους”!

 

Συνοψίζοντας τις κυριότερες διαπιστώσεις, η διευθύντρια ερευνών στο ΕΚΚΕ, Ιωάννα Τσίγκανου αναφέρει τα εξής:

«Οι στατιστικές της Αστυνομίας υποδεικνύουν μια συνολική πτωτική πορεία του εγκλήματος με διακυμάνσεις και τάσεις σταθεροποίησης κατά την τελευταία διετία… Η αποτυπωμένη εγκληματικότητα είναι ελαφράς μορφής. Από την άλλη διαπιστώνεται μια αδιαμφισβήτητη ανοδική πορεία της βαριάς εγκληματικότητας κακουργηματικού χαρακτήρα.

Φαίνεται, πως το εγκληματικό φαινόμενο αλλάζει μέτωπο και να αποκτά χαρακτηριστικά ξένα προς την ιστορικά διαπιστωμένη φύση του στην χώρα μας. Στην μεταβατική περίοδο από την εποχή της αφθονίας, στην εποχή των δεινών,το έγκλημα φαίνεται, πως λειτούργησε ως ένα ιδιότυπο κοινωνικό βαρόμετρο των αντιδράσεων και των αντιστάσεων…

Ο βίαιος χαρακτήρας των μέτρων έπληξε την ποιότητα της δημοκρατίας και διευκόλυνε την εμφάνιση ακραίων πολιτικών συμπεριφορών αμφισβήτησής της.

Η επιρροή της κρίσης εντοπίζεται δυναμικά στην αυξητική πορεία των αδικημάτων, που σχετίζονται με την αμφισβήτηση ενός ηττημένου πολιτικού συστήματος και στρέφονται κατά των εξουσιαστικών δομών και θεσμών του κράτους, αλλά και της κοινωνικής ευταξίας με διαφορετικό, κάθε φορά, ύφος και ύψος ανυπακοής. Δεν πρόκειται, όμως, για την ανυπακοή, που υποδαυλίζει η ταξική διευθέτηση, αλλά περισσότερο για μια έκφραση απείθειας, παροδικού μάλλον χαρακτήρα, όπως καταγράφεται από την σταθεροποίηση, την κόπωση των σχετικών παραβατικών συμπεριφορών κατά την τελευταία διετία, που καθορίστηκε από τις νέου τύπου διαιρετικές δομές της κοινωνίας, με όρους απληστείας και πείνας.

 

“Η δυναμική ποσοστιαία εμφάνιση ανήλικων δραστών σε συγκεκριμένα αδικήματα συσχετίζεται με τις παραμέτρους των ευκαιριών με το πέρασμα στην πράξη, λόγω ακύρωσης προσδοκιών, πόθων, ελπίδων και ονείρων”!

 

Ακολουθεί η αύξουσα διάθεση εξαπάτησης με κάθε μέσο του συστήματος, που, άλλωστε, είναι εγγενής ιστορικοπολιτισμικά στην παραδοσιακά επιφυλακτική ελληνική αντιμετώπιση του κράτους και των οικονομικών ιδιαίτερα απαιτήσεων και υπηρεσιών του…

Οι περικοπές εισοδημάτων, προνοιακών  παροχών και υπηρεσιών και η αναδιάταξη του τοπίου της αγοράς εργασίας με την φτωχοποίηση, που επέφεραν, είχαν επιπτώσεις και στις οικογενειακές σχέσεις, όπως αποτυπώνεται στα επίσημα στοιχεία. Η δυναμική ποσοστιαία εμφάνιση ανήλικων δραστών σε συγκεκριμένα αδικήματα συσχετίζεται με τις παραμέτρους των ευκαιριών με το πέρασμα στην πράξη, λόγω ακύρωσης προσδοκιών, πόθων, ελπίδων και ονείρων.

Τοποθετώντας την ελληνική εμπειρία στα αδικήματα κατά της ζωής, η πτωτική τάση, που διαπιστώνεται και μέσα στην κρίση, είναι μια καθησυχαστική πορεία, που ερμηνεύεται στην βάση μιας εκσυγχρονιστικής ματιάς. Το έγκλημα φαίνεται να ενίσταται, καθώς διαγράφει πτωτική πορεία σε κάποιες περιπτώσεις, σταθεροποιημένη σε ιστορικά χαμηλές τιμές.

 

“Η ένταση της προσοχής των Διωκτικών Αρχών στράφηκε στην καταπολέμηση, τόσο των φαινομένων πολιτικής και κοινωνικής ανυπακοής, όσο και της παράτυπης μετανάστευσης στην χώρα”!

 

Είναι φανερό, ότι το εγκληματικό φαινόμενο στην Ελλάδα αποφεύγει τις βαριές εξάρσεις και ποσοτικά χαρακτηρίζεται κυρίως από μια εμμονή στα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, τόσο στον πλούτο, όσο και στην φτώχεια.

Πέρα από την πτωτική πορεία συγκεκριμένων παραβατικών συμπεριφορών, μεσούσης της κρίσης, είχαμε την ανοδική πορεία άλλων, που ενδεχομένως να μην συνιστούν εγκληματικότητα των φτωχών και των δρόμων, αλλά μια εγκληματικότητα κατά των φτωχών.

Ενδεικτική είναι η περίπτωση της διαφθοράς, η οποία δεν συνεκτιμάται, ούτε αποτυπώνεται σε στατιστικές ταξινομήσεις ακόμη και των προηγμένων χωρών.

Η κρίση δεν φαίνεται να επηρέασε με τον ίδιο τρόπο τα διαφορετικά είδη παραβατικότητας, ωστόσο φαίνεται, ότι η ένταση της προσοχής των Διωκτικών Αρχών στράφηκε στην καταπολέμηση, τόσο των φαινομένων πολιτικής και κοινωνικής ανυπακοής, όσο και της παράτυπης μετανάστευσης στην χώρα, καθώς τα επίσημα δεδομένα, εν μέρει αντανακλούν τα αποτελέσματα των επιχειρήσεων του “Ξένιου Δία” και των περιπολιών και επιτηρήσεων των μονάδων “Δίας”…».

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ