Η βουλευτής της ΝΔ Ντόρα Μπακογιάννη συμμετείχε την Παρασκευή (7/11) σε εκδήλωση της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας, προς τιμήν του Παύλου Μπακογιάννη, με τίτλο «Ελληνικό Πρόγραμμα: μια ραδιοφωνική εκπομπή γράφει ιστορία», η οποία πραγματοποιήθηκε στο Μόναχο.

Στην εκδήλωση μίλησαν οι συνεργάτες του Παύλου Μπακογιάννη στη Βαυαρική Ραδιοφωνία, Ελένη Τορόση, Ασημάκης Χατζηνικολάου και Κώστας Πετρογιάννης, Γερμανοί επικεφαλής του Ελληνικού Προγράμματος της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας και η Ντόρα Μπακογιάννη, της οποία η ομιλία είχε τίτλο: «1964-1974 ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΒΑΘΡΑ 11 ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ». Υπενθυμίζεται ότι η αποβάθρα 11 του σταθμού του Μονάχου είναι η ιστορική αποβάθρα στην οποία έφταναν τα τρένα που μετέφεραν μετανάστες από την Αθήνα και τη Νότια Ευρώπη και έμεινε γνωστή ως αποβάθρα της ελπίδας.141107_radiofwnia_pavlos_munich_440x

Ακολουθούν σημεία της ομιλίας της Ντόρας Μπακογιάννη:

«Ο Παύλος Μπακογιάννης ήταν βαθύς μελετητής της παγκόσμιας και ιδιαίτερα της ελληνικής ιστορίας. Ήταν επίσης δημοκράτης και φιλελεύθερος με την κλασσική έννοια, θιασώτης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, των δικαιωμάτων και της αξίας κάθε ατόμου. Γνώριζε όλα τα ρεύματα που διαμόρφωσαν την πολιτική ιστορία της Ηπείρου μας, από τον διαφωτισμό και τις εξεγέρσεις του 1848 μέχρι την άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία και του αυταρχισμού στην Ελλάδα.

Ο Παύλος πίστευε ότι όλη η σύγχρονη ιστορία της Ελλάδος ήταν ένας αγώνας για όλο και περισσότερη ελευθερία. Αυτό εξηγεί το πάθος και τη μεθοδικότητα του αντιδικτατορικού του αγώνα. Ένοιωθε ότι η δικτατορία αδικούσε την Ελλάδα και τους Έλληνες. Ήταν βαθύς γνώστης ενός φαινομένου που είναι γενικά άγνωστο στη Γερμανία: του ελληνικού διαφωτισμού. Αυτού του κινήματος των φωτισμένων Ελλήνων που έφτιαξαν την σύγχρονη Ελλάδα, ο Παύλος ένοιωθε συνεχιστής. Από το 1843 έως σήμερα μου έλεγε, φίλες και φίλοι, όλο αυτό το μεγάλο χρονικό διάστημα, μόνο λίγα χρόνια η Ελλάδα είχε αυταρχική διακυβέρνηση. Είναι αδιανόητο το 1970 να είναι δικτατορία.

Με αυτά τα πιστεύω ανεξίτηλα μέσα του, αγωνίστηκε από δω, απ’ το Μόναχο, αλλά και μέχρι τέλους της ζωής του, για τη δημοκρατία αλλά και για την εθνική συμφιλίωση στην Ελλάδα για να καταλήξει ένας μάρτυρας και για τα δύο.

Μετά τα πιστεύω του, που καθόρισαν το πλαίσιο της από την Βαυαρική Ραδιοφωνία πολιτικής του δράσης, επιτρέψτε μου να σας πω και δύο λόγια για την ανθρώπινη πορεία αυτού του αγωνιστή, που ξεκίνησε από ένα απομονωμένο χωριό της Ευρυτανίας, της μικρής ελληνικής Ελβετίας, για να γίνει ένα σύμβολο της εθνικής συμφιλίωσης. Η προσωπική του πορεία και τα βιώματα αυτά είχαν πολιτική – και όχι μόνον ανθρώπινη σημασία. Διαμόρφωσαν το υπόβαθρο επί του οποίου εδράζονταν στη συνέχεια τόσο οι θεωρητικές όσο και οι μεθοδολογικές του προσεγγίσεις της πολιτικής.

Ήταν γιός ιερέως, του παπά-Κώστα και της Ειρήνης Μπακογιάννη, και γεννήθηκε στα απόμακρα Βελωτά της Ευρυτανίας στις 10 Φεβρουαρίου 1935. Σπούδασε πολιτικές και κοινωνικές επιστήμες στην Αθήνα. Μετά ήρθε ως gastarbeiter στη Γερμανία: έπλενε αυτοκίνητα, έκανε κι άλλες δουλειές και ταυτόχρονα μάθαινε γερμανικά.

Το 1963, γράφεται στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου για να σπουδάσει πολιτικές επιστήμες και συνεχίζει μετά στο Τύμπιγκεν και την Κωνστάντζ στην οποία ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ των Κοινωνικών Επιστημών. Δίδαξε δημοσιογραφία και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, ενώ για 10 περίπου χρόνια ήταν διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας θέση στην οποία, συνακολούθως, τον βρήκε η 21η Απριλίου 1967, η κήρυξη της δικτατορίας.

Ήταν δύσκολοι οι καιροί εκείνοι, όχι μόνον στην Ελλάδα αλλά και στη Γερμανία, διότι η κυβέρνηση του CSU εκείνη την εποχή, υπό τον Φραντς-Γιόζεφ Στράους δεν έβλεπε και με πολύ καλό μάτι την ελληνική αντίσταση. Ο Στράους τον έλεγε «αυτός ο δημοσιογράφος λεβαντίνικης καταγωγής».

Η χούντα τού πήρε το διαβατήριο, κάτι που τον πλήγωσε ασφαλώς πολύ. Κατόπιν η Ομοσπονδιακή Γερμανία τού προσέφερε γερμανικό διαβατήριο, τιμής ένεκεν, αλλά εκείνος δεν το δέχτηκε, νοιώθοντας ότι θα ήταν σαν να απαρνιόταν την Ελλάδα. Προτίμησε το διαβατήριο τού πρόσφυγα τού ΟΗΕ. Θυμάμαι που πηγαίναμε μια φορά στο Salzburg και περνώντας τα σύνορα ο αστυνομικός φώναξε: ”Max, ein blauer”!

Η περίοδος αυτή τέλειωσε το 1974. Το 1974, επίσης, παντρευτήκαμε και κάναμε στη συνέχεια δύο παιδιά, την Αλεξία και τον Κώστα. Η δουλειά του Παύλου από δω, από τη Βαυαρική Ραδιοφωνία, όπως την βίωσα κι’ εγώ μαζί του, είχε τα εξής θεμελιώδη χαρακτηριστικά:

Γερό μορφωτικό υπόβαθρο. Ο Παύλος γνώριζε τέλεια την Ελλάδα, τα καλά και τα κακά της, αλλά γνώριζε και τη Γερμανία και την Ευρώπη.

Δουλειά κατανοητή στον απλό άνθρωπο: «ταπεινής» καταγωγής ο ίδιος ήξερε πώς να απευθυνθεί σε όλους, δεν ήταν ο άνθρωπος των ελίτ.

Στέρεα ιστορική και βαθειά πολιτική και δημοκρατική συγκρότηση. Επ’ αυτών σας είπα δύο λόγια προηγουμένως.

Αντικειμενικότητα και αμεροληψία. Όπως σας είπα κανένα κόμμα, καμία παράταξη, κανένα αντιστασιακό κίνημα, δεν κατάφερε να τον οικειοποιηθεί.

Εξαιρετική δημοσιογραφική πρόσβαση πανευρωπαϊκά.

Πολύ καλή επαφή με όλες τις αντιστασιακές οργανώσεις μέσα κι έξω από την Ελλάδα. Θεωρούμενος άμεμπτος και αντικειμενικός, ο Παύλος έτσι γεννούσε εμπιστοσύνη.

Last but not least, που λένε οι Άγγλοι, ο Παύλος διακρινόταν για την μαχητικότητά του. Την 21η Απριλίου 1967 είχε εισιτήρια για την Αθήνα. Το είχε ανάγκη να πάει λίγο στην Ελλάδα, να δει φίλους και να ξεκουραστεί. Άκουσε την είδηση για την κήρυξη της δικτατορίας στο ταξί. Και αμέσως γύρισε στο γραφείο του – να μην χάσει στιγμή. Να αρχίσει αμέσως τον αντιδικτατορικό αγώνα!

Το 1974 έχουμε την τραγωδία της Κύπρου, την τουρκική εισβολή και την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Και αξίζει να αναφερθεί ένα περιστατικό που έζησα τότε: Μετά το πραξικόπημα στην Κύπρο, όταν ο πρόεδρος-αρχιεπίσκοπος Μακάριος εθεωρείτο ακόμα νεκρός, τηλεφώνησε στον Παύλο. «Μα ο Μακάριος πέθανε!», απάντησε εκείνος. «Αν δεν είμαι εγώ Παύλο τότε πώς ξέρω ότι σου έστειλα μήνυμα μέσα σε μια οδοντόκρεμα», αντέτεινε ο Μακάριος.

Η δράση του Παύλου από την Βαυαρική Ραδιοφωνία και η συμβολή του στον αντιδικτατορικό αγώνα ήταν τεράστια.

Με την επιστροφή της δημοκρατίας το 1974 επιστρέφει και ο ίδιος στην Ελλάδα. Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τα χρόνια μας στο Μόναχο. Και η Ελλάδα δεν θα ξεχάσει ποτέ τι χρωστάει στην Βαυαρική Ραδιοφωνία αλλά και στον Παύλο.

Στην Ελλάδα ο Παύλος συνετέλεσε, μαζί με τον Κώστα Μητσοτάκη στην ιδεολογική της άνοιξη της κεντροδεξιάς και στον εκσυγχρονισμό του πολιτικού συστήματος. Λίγο δε πριν πεθάνει, έγινε νόμος του κράτους το νομοσχέδιο που ο ίδιος είχε εισηγηθεί και που έθετε οριστικό τέλος σε όλες τις συνέπειες του τραγικού εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο στην Ελλάδα.

Σας ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνατε και για την τιμή που αποδίδετε στον αδικοχαμένο μου σύζυγο, έναν μεγάλο δημοκράτη, Έλληνα και Ευρωπαίο πολιτικό».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ