(Μια αναφορά στον Γεώργιο Βιζυηνό)
Του Πάνου Χατζηγεωργιάδη
Μουσικοσυνθέτης, Λογοτέχνης
και Δημοσιογράφος
Μελετώντας τους “ποιητές των φρενοκομείων” ώρες ώρες δοκιμάζεις ένα δίλλημα. Για το τι τελικά σημαίνει τρέλα αλλά και τα όρια της αναμεταξύ του φυσιολογικού και του εκτός ορίων. Ποιός θέτει άραγε τα όρια της τρέλας ; είναι μετρήσιμη ως ποσοστό επί του πληθυσμού ; η κανονικότητα καθορίζεται απο το πλήθος και μόνον των ομοιογενών συμπεριφορών ; μήπως εν τέλλει αποδιώχνουμε οτι θεωρούμε άγνωστο και φοβόμαστε ή δεν μας ενδιαφέρει να εξηγήσουμε ; είναι τελικά οι εκτός ορίων καλλιτέχνες νοσούντες ψυχικά κι ακόμα περισσότερο νοσούντες ψυχικά όσοι τους θαυμάζουν ; τι μας προκαλεί στην τέχνη το ενδιαφέρον και την ενασχόληση ;
Πλήθος τα ερωτήματα που το ένα γεννά το άλλο αμέσως. Πλήθος και οι απαντήσεις μιάς και η ζωή είναι ένα μονίμως αλλά και αενάως διαδραστικό φαινόμενο αναμεταξύ του ατόμου και του γύρω περιβάλλοντος χώρου, του αποτελούμενου απο γεγονότα, πρόσωπα και συμβάντα. Τι ωθεί τελικά έναν κανονικό άνθρωπο στην ψυχική ανεπάρκεια της διαχείρισης της καθημερινότητας, την αποπομπή και συνάμα την απόσυρση απο μεριάς του ατόμου απο αυτό που ονομάζουμε κόσμο και κοινωνικό σύνολο.
Φυσικά τούτο το κείμενο δεν προτίθεται και ο υπογράφων δεν δύναται να απαντήσει σε όλα αυτά τα ερωτήματα τα εύλογα τα οποία στοιχείωνουν το μυαλό και την συνείδηση του καθενός μας λίγο ή πολύ. Απλώς αναφερόμενος σε πρόσωπα της τέχνης και πιο συγκεκριμένα πρόσωπα με συγγραφικό έργο, τα οποία κατέληξαν κάποια στιγμή για ένα διάστημα ή εώς το τέλος της ζωής τους σε κάποιο ψυχιατρικό ίδρυμα, οφείλεις ώρες ώρες να παραδεχτείς πως θα πρέπει να αναπροσδιορίσουμε ενίοτε τον όρο “τρέλα”.
Για σήμερα οφείλω μιάν αναφορά σε έναν απο τους μεγαλύτερους λογοτέχνες των Ελληνικών μας γραμμάτων. Έναν άνθρωπο, ο οποίος δεν έγραψε μόνον ποίηση, αλλά και βιβλία τα οποία χάραξαν την δική τους πορεία στα γράμματα και τον χρόνο και έδρασαν ηθογραφικά και παραδειγματικά για γενιές ολάκερες. Έναν “λόγιο του φρενοκομείου” όπως τελικά κατέληξε ο βίος του και έναν λογοτέχνη ο οποίος δεν γράφει ποτέ για να γράψει απλώς κάτι, αλλά γράφει πάντοτε με νόημα, έστω και το “νόημα του ενός” που μπορεί να έχει το κείμενο ενός φρενοβλαβούς κατά την γενική ομολογία.
Ο Γεώργιος Βιζυηνός (κατά κόσμον Σύρμας ή Μιχαηλίδης) γεννιέται στην Βιζύη της ανατολικής Θράκης το 1849 απο εξαιρετικά φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας του, άνθρωπος του μόχθου πεθαίνει όταν ο Γεώργιος ήταν μόλις πέντε ετών κι αργότερα το γαιτανάκι τούτο του θανάτου θα ακολουθήσουν με τη σειρά τους τα αδέλφια του συνολικά τέσσερα ακόμη παιδιά σε μικρή ηλικία (εκτός του Μιχαήλου που πεθαίνει τρία χρόνια πριν απο εκείνον) και αυτά λόγω των κακουχιών της σκληρής τους καθημερινότητας και φτώχειας.
Σε ηλικία δέκα ετών ο Γεώργιος ταξιδεύει για την Κωνσταντινούπουλη με σκοπό να σπουδάσει. Θα κατορθώσει έπειτα απο περιπέτειες να γίνει ιεροσπουδαστής της σπουδαιότατης σχολής της Χάλκης στα 1872 ενώ την επόμενη χρονιά θα δημοσιεύσει την πρώτη του ποιητική συλλογή όπου και θα αρχίσει να τον εντάσει σε κύκλους που τον εκτιμούν για το έργο του ως λογοτέχνη. Το 1874 θα βραβευθεί απο τον πολύ γνωστό Βουτσιναίο διαγωνισμό της εποχής και θα εκδώσει και άλλη ποιητική συλλογη ενώ παράλληλα θα ξεκινήσει σπουδές φιλολογίας στην γερμανία. Το 1877 θα εκδόσει την ποιητική συλλογή “Οι εσπερίδες”. Το 1881 θα τυπωθεί και η διδακτορική του διατριβή, ενώ λίγο αργότερα θα επισκευθεί το Παρίσι όπου και θα συναντήσει αρκετά γνωστά ονόματα του πνεύματος της εποχής και θα συναναστραφεί μαζί τους κερδίζοντας την εκτίμηση αν οχι τον απόλυτο σεβασμό .
Στα 1883 παράλληλα πάντα με τις σπουδές του θα αρχίσει να ασχολείται και με την πεζογραφία. Στα 1884 επιστρέφει στην Αθήνα όπου και διορίζεται καθηγητής σε γυμνάσιο σχολείο. Θα ακολουθήσει και σύντομος ακαδημαική πορεία,  εφόσον εκλέγεται υφηγητής του Πανεπιστημίου των Αθηνών ενώ παράλληλα θα γράψει και τα γνωστότερα του διηγήματα “Μοσκώβ – Σελίμ, Το μόνον της ζωής του ταξίδιον, το αμάρτημα της μητρός μου κ.α.
Το 1892, είναι η αρχή του τέλους για τον Βιζυηνό. Προσβάλλεται απο “φρενικήν νόσον” και καταλήγει έγκλειστος του Δρομοκαιτείου. Ύστερα απο τέσσερα μόλις χρόνια εγκλεισμού πεθαίνει στις 15 Απριλίου του 1896.
Αυτός ήτο εν συντόμω ο βίος του πολύ μεγάλου μας λογοτέχνη Γεώργιου Βυζιηνού.
Πως μπορείς άραγε να κλείσεις σε μερικές εκατοντάδες λέξων μιάν ολάκερη ζωή. Μια ζωή τόσο παραγωγική και δοσμένη στο πνεύμα, ένα τόσο γυμνασμένο πνεύμα το οποίον τελικά γίνεται η “πλειοψηφία του ενός” και αποδιώχνεται απο την κοινωνία. Απόσυρση ; απομόνωση εκούσια ; θάνατος εν ζωή ; απόρριψη της σκληρής καθημερινότητας και επιζήτηση προστασίας υπό την επικάλυψη της τρέλας ; τραγικές συμπτώσεις ;
Κανείς δεν γνωρίζει να απαντήσει με παντελήν ακρίβειαν επί τούτων των ερωτημάτων, τις οποίες επήρε ο Βιζυηνός στον τάφο, το μόνον της ζωής μας προορισμόν…
Μικρή εκλογή ακολουθεί.

Στίχοι τοῦ φρενοκομείου

Μέσ᾿ στὰ στήθια ἡ συμφορὰ
σὰν τὸ κῦμα πλημμυρᾷ,
σέρνω τὸ βαρύ μου βῆμα
σ᾿ ἕνα μνῆμα!
Σὰν μ᾿ ἁρπάχθηκε ἡ χαρὰ
ποὺ ἐχαιρόμουν μιὰ φορὰ
ἔτσι σὲ μίαν ὥρα…
μέσ᾿ σ᾿ αὐτὴν τὴν χώρα
ὅλα ἄλλαξαν τώρα!
Κι᾿ ἀπὸ τότε ποὺ θρηνῶ
τὸ ξανθὸ καὶ γαλανὸ
καὶ οὐράνιο φῶς μου,
μετεβλήθη ἐντός μου
καὶ ὁ ρυθμὸς τοῦ κόσμου.
Μέσ᾿ στὰ στήθια ἡ συμφορὰ
σὰν τὸ κῦμα πλημμυρᾷ,
σέρνω τὸ βαρύ μου βήμα
σ᾿ ἕνα μνῆμα …
Τὸν σταυρὸ τὸν ἀψηλὸ
ἀγκαλιά, γλυκοφιλῶ
τὸ μυριάκριβο ὄνομά της,
κι᾿ ἀπ᾿ τὰ χώματά της
ἡ φωνή της ἡ χρυσὴ
μὲ καλεῖ «ἔλα καὶ σὺ
δίπλα στὸ ξανθὸ παιδί σου
καὶ κοιμήσου!»

Θρῆνος

Εἰς τὸ ῥεῦμα τῆς ζωῆς μου
διατὶ νὰ σ᾿ ἀπαντήσω;
Δι᾿ ἐμὲ ἀφοῦ δὲν ἦσο,
διατὶ νὰ σὲ ἰδῶ;
Καὶ μὲ ἔκανες ἀπαύστως
στεναγμοὺς νὰ ἀναπνέω,
καὶ γελᾷς, διότι κλαίω
δι᾿ ἐσὲ καὶ θρηνωδῶ.
Πάσχω νὰ σὲ ἀποφύγω,
προσπαθῶ νὰ σὲ μισήσω,
καὶ μακρὰν μακρὰν νὰ ζήσω
ἀπὸ σέ, σκληρὰ ψυχή.
Νὰ σωθῶ προτοῦ μὲ θάψει
ἡ ἀνεύσπλαχνός σου γνώμη,
πλήν, ἀχάριστη, ἀκόμη
ἡ ψυχή μου σὲ ποθεῖ.
Ἀπ᾿ ἐμὲ τὸ βλέμμα στρέφεις,
φεύγεις, κρύπτεσαι, μ᾿ ἀρνεῖσαι,
ἀλλ᾿ ἐδῶ ἐντός μου εἶσαι,
αἰθερόπλαστος μορφή.
Σὺ καὶ μόνη κυριεύεις
τὴν ὀδύνην, τὴν χαρά μου,
σὺ τὴν τύχην μου, τὸ πᾶν μου
καὶ αὐτήν μου τὴν ζωήν.
Εἰς τὸν κῆπον σου ὁπόταν
μοναχὴ τὰ ἄνθη λούεις,
καὶ τοῦ ῥύακος ἀκούεις
τὸν γλυκὺν μουρμουρισμόν,
φέρε φέρε κἂν εἰς μνήμην
ἕνα φίλον τῆς ψυχῆς σου
καί, σκληρά, ἀναλογίσου
μιὰ στιγμὴ τὸ παρελθόν.

Δίστιχα

Τὸν ἔρωτ᾿ ἀπεφάσισα νὰ μὴν ἀναγνωρίσω
νὰ κλείσω τὴν καρδίαν μου καὶ νὰ τὴν θωρακίσω.
Ἂν ἠμπορεῖς φρονίμευσε καὶ ὅταν φρονιμεύσεις,
δὲν θὰ σοὶ εἶν᾿ ἀδύνατον φιλίαν νὰ μ᾿ ἐμπνεύσεις.
Τῆς χάριτος ἀνώτερος βαθμὸς δὲν εἶναι ἄλλος,
παρ᾿ ὅταν ἡ ἀφέλεια ἐπικοσμεῖ τὸ κάλλος.
Μικρὸν πὼς εἶχα ἤλπιζα εἰς τὴν ψυχήν σου τόπον,
σὺ δ᾿ ἀγνοεῖς κι᾿ εἰς τὴν σειρὰν ἂν εἶμαι τῶν ἀνθρώπων.
Ἐγνώρισες τὸ σφάλμα σου ἂν δὲν τὸ ἀποπλύνεις,
εἰδὲ τοῦ κόσμου ὄνειδος καὶ παίγνιον μὴ γίνεις.
Ἂν ἐμισήσω σφάλμα σου καὶ ὄχι ἄλλου ἦτον,
ὁποῖαι εἶν᾿ αἱ πράξεις μας τοιοῦτοι κι᾿ οἱ καρποί των.
Ὢ ἅφες τὴν εἰρήνην μου καὶ μὴ τὴν συνταράττεις,
δὲν εἶναι ἡ καρδία μου διὰ νὰ τὴν σπαράττεις.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ