Μιλάει ο σκηνοθέτης της ταινίας «Ανάμεσα σε δύο Πατρίδες” .

 

Συνέντευξη στη Γεωργία Κωστακοπούλου.

 

« Σε μια εποχή κρίσης σε πολλαπλά επίπεδα ,είναι εύκολο όλοι να κάνουμε κριτική. Εμείς κάναμε αυτήν την ταινία για να συναντήσουμε όλους τους έλληνες ανά τον κόσμο και να τους δώσουμε ένα ζεστό χέρι κατανόησης και επάρκειας. Δεν αρκεί ο χώρος. Δεν αρκεί η ανάμνηση , οι άνθρωποι που βρίσκουν μια δεύτερη πατρίδα ή και μια τρίτη πολλές φορές χρειάζονται δύναμη ,και υποστήριξη σε όλη τους την διαδρομή. Η χώρα μας είναι ένας μαγνήτης συναισθημάτων. Η θάλασσα μας ,ο ήλιος ,τα βουνά ,τα χωριά, αλλά πρωτίστως η φιλοξενία, η αγάπη , και η ζεστασιά μας ξεχωρίζουν και αυτά μπορούμε να τα έχουμε πάντα μαζί μας». Αυτά δηλώνει ο σκηνοθέτης Χρήστος  Ν. Καρακάσης, στο πλαίσιο της ταινίας «Ανάμεσα σε δύο Πατρίδες” η οποία προβλήθηκε στην Αγγλία στις 12 Δεκεμβρίου, στο Lecture Theatre, Creative Edge Building , Edge Hill University. Οργάνωση Edge Hill Media department.

-«Ανάμεσα σε δύο Πατρίδες”. Πως σας ήρθε η Ιδέα να κάνετε ένα ντοκιμαντέρ για ανθρώπους που έχουν βρει μια άλλη πατρίδα;

«Η ταινία «ανάμεσα σε δύο πατρίδες» γεννήθηκε το 2009 και πραγματοποιήθηκε τα δύο επόμενα χρόνια. Από το 2011 και μετά ταξιδεύει ανά τον κόσμο αφού έκανε προβολές στην Ελλάδα και σε αρκετά φεστιβάλ. Η ιδέα μου ήρθε μέσα από τον Ήρωα της ταινίας τον Ηλία Μισύρη μετανάστη στην Φινλανδία που σε συζητήσεις μας βρήκαμε κοινούς τόπους και νοήματα που θέλαμε να μοιραστούμε με περισσότερο κόσμο. Η Ελλάδα σε οικονομική και πολιτισμική κρίση και εμείς μέσω της τέχνης να προσπαθούμε να μιλήσουμε με ειλικρίνεια ,για πατρίδες μετανάστευση, για την έννοια Ξένος και πολλά άλλα. Σε μια από τις συζητήσεις μας που κινηματογραφήθηκε για τις ανάγκες της ταινίας αναφέρει «Η ζωή ταξιδεύοντας ήτανε κάτι διαφορετικό. Κατ’ αρχήν σου έδινε μια ελευθερία. Επειδή δεν ήσουνα σκλάβος της βαρύτητας. Ήσουνα συνέχεια στο δρόμο γνώριζες ανθρώπους, έπεφτες βέβαια και σε δύσκολες καταστάσεις, αλλά αυτό σ’ έκανε πιο δυνατό και βέβαια σου έδινε φτερά να πετάξεις και να πας όπου ήθελες. Η νέα μου πατρίδα δεν με υιοθέτησε αμέσως αλλά με δοκίμασε πρώτα. Ήθελε να με δοκιμάσει για να δει άμα είμαι αντάξιος της εμπιστοσύνης της και της αγάπης της. Από ένα σημείο και μετά επήλθε ανοστιά, όχι ανοσία αλλά ανοστιά, δεν υπήρχε ο νόστος. Ο νόστος που έχεις σαν ξένος σε ξένη χώρα. Υπήρχε κάτι το οποίο σε έκανε να σου λείπει η Ελλάδα όταν είσαι στη Φιλανδία και να σου λείπει η Φιλανδία όταν είσαι στην Ελλάδα. Αλλά σιγά-σιγά με το πέρα δώθε και τα χρόνια, και τις καταστάσεις και την εμπειρία, αυτό το πράγμα άρχισε να αποδυναμώνεται και να αισθάνεσαι όμορφα όπου κι αν είσαι».

 

-Πόσο δύσκολο είναι να ζεις σήμερα ανάμεσα σε δύο πατρίδες; Οι Έλληνες που κυρίως χωρίς τη θέλησή τους βρέθηκαν σε αυτή την κατάσταση, πως νιώθουν;

 

«Το να ζεις σε μια άλλη πατρίδα δεν είναι καθόλου εύκολο. Θα πρέπει να είσαι πνεύμα ταξιδιάρικο ,να μπορείς να δοκιμάζεις νέα πράγματα, και βέβαια να μπορείς να αντιλαμβάνεσαι του κώδικες μια άλλης χώρας. Οι Έλληνες από πολύ παλιά ταξίδευαν πολύ. Είναι διαφορετικό το ταξίδι όταν αναγκάζεσαι. Νιώθεις ξεριζωμένος και προσπαθείς να κουβαλήσεις την χώρα που γεννήθηκες μαζί σου. Όταν καταλαβαίνεις ότι οι χώρες μας είναι μέσα μας χαλαρώνεις και μπορείς να τα καταφέρεις. Αν αντισταθείς ,θα έχεις πολλά προβλήματα με κυρίαρχο αυτό της ταυτότητας. Θα νιώθεις ότι δεν ανήκεις πουθενά. Ξένος σε ξένη πόλη. Το νόημα της ταινίας σε δύο φράσεις είναι ότι η μόνη μας πατρίδα είναι όταν καταφέρουμε να αιωρηθούμε ,»ανάμεσα» να βελτιώσουμε την αντίληψη μας για τον χώρο, και να δημιουργήσουμε σαν Έλληνες όπου και να βρεθούμε. Όπως αναφέρει και ο Ηλίας Μισύρης «Μετά σου λείπει η πατρίδα που έχεις αφήσει και που δεν είσαι εκεί. Και στο τέλος βρίσκεις ότι αισθάνεσαι σπίτι σου ανάμεσα σε δυο πατρίδες. Ή και σε περισσότερες όπως τα πουλιά εδώ πέρα, που αλλάζουνε πατρίδα κι έχουν την πατρίδα του καλοκαιριού και την πατρίδα του χειμώνα. Κάπως έτσι είμαστε κι εμείς. Εγώ δηλαδή και πολλοί άλλοι σαν κι εμένα».

 

-Στο σημείωμά σας γράφετε πως “ αλήθεια είναι ότι κατά την διάρκεια την κινηματογραφικής διαδικασίας μπήκαμε όλοι οι συντελεστές σε ένα εσωτερικό ταξίδι”. Μπορείτε να γίνετε περισσότερο αναλυτικός;

 

«Όταν ζήτησα ένα καλλιτεχνικό κείμενο για την ταινία από την συγγραφέα Βασιλική Κάππα , δεν είχα φανταστεί ότι θα έρθω σε επαφή με ένα ιδιαίτερο και πολύ συγκινητικό ,αλλά ταυτόχρονα και ουσιαστικό μικρό διήγημα ,που γεννήθηκε μέσα στην διαδικασία της ταινίας. Σας παραθέτω ένα μικρό κομμάτι. «Ο μίτος σε βοηθάει να ξαναβρείς το δρόμο της επιστροφής. Προς τον τόπο που άφησες. Δεν ξέρεις όμως πώς να τον ξανανιώσεις τελείως δικό σου. Τον κοιτάς όπως κοιτάμε έναν παλιό έρωτα, κάτι γνώριμο που τώρα πια δεν μας ταράζει. Ίσως η αιώρηση ανάμεσα στις δύο χώρες να είναι η μόνη πραγματική πατρίδα. Το μεσοδιάστημα όπου βλέπεις να απομακρύνεται ένα κομμάτι γης από το παράθυρο και μαζί του οι άνθρωποι που το κατοικούν. Το τζάμι είναι ανοιχτό και χρώματα ασυνήθιστα μπαίνουν μέσα. Στη διαδρομή ο χρόνος σταματά. Τον εποπτεύεις. Μοιάζει σαν μια λεπτή γραμμή που αργοσβήνει. Δεν είσαι πια μέσα στον χρόνο. Όλα ήταν εδώ και δεν ήταν. Κάθε ήχος, κάθε σκέψη θολώνει. Όσα έμοιαζαν σημαντικά ατονούν. Ο ρυθμός του τόπου που αφήνεις παύει να είναι η μόνη πραγματικότητα, αδυνατίζει όπως ένα ταμπούρλο που ακούγεται αχνά στο τέρμα της νύχτας. Αναρωτιέσαι αν εσύ παραμένεις ο ίδιος. Ψάχνεις πάλι τα συστατικά της ταυτότητας σου. Από τι αποτελείσαι; Από τη μνήμη της αφής; Από τη μυρωδιά των δρόμων; Μήπως απ’ τις προθέσεις σου; Ίσως σκέφτεσαι τώρα να είμαι κάτι πέρα απ’ όλα αυτά. Κάτι μέσα σε όλα και κάτι έξω απ’ όλα. Από πάνω σου πέφτουν σαν τετράγωνα κομμάτια λάσπης οι απαγορεύσεις και τα λάθη κι ακόμη τα βλέμματα όλων όσων πίστευαν πως μπορούσαν να προβλέψουν τι μπορείς και τι όχι. Όλες οι δυνατότητες σου είναι πάλι εκεί. Λες και δεν τις έχασες ποτέ. Είσαι πάλι παιδί.» Έτσι όλοι οι συντελεστές ο καθένας από το δικό πόστο έβαζαν την δημιουργική σφραγίδα για αυτήν την ταινία που την αγαπήσαμε πρώτα εμείς και μετά ο κόσμος όπου και να έχει προβληθεί».

 

-Κατά τη γνώμη σας μπορεί κάποιος να νιώσει μέσα του με την ίδια δυναμική και βαρύτητα δύο πατρίδες; Δεν θα είναι πιο πάνω έστω και λίγο η πατρίδα της καταγωγής, της ρίζας του;

 

«Η πατρίδα μας εκεί που έχουμε γεννηθεί , εκεί που έχουμε μάθει τα πρώτα μας γράμματα αποτελεί κυρίαρχη αίσθηση που δεν σβήνει ποτέ. Κάποιος έλεγε ότι Πατρίδα μας είναι η παιδική μας ηλικία και ότι περιλαμβάνει αυτό σαν έννοια.

Δεν μπορούμε όμως να μείνουμε εκεί. Πολλοί Έλληνες έχουν καταφέρει να ξεπεράσουν τον νόστο και να γίνει αυτό μια δημιουργική συνθήκη. Κάποιο άλλοι δεν καταφέρνουν να ξεπεράσουν τις αναμνήσεις ,που κατά την γνώμη μου αν δεν τις τοποθετήσεις σε ένα κομμάτι της ζωή σου που να παράγουν έργο ,απλά θα σε πηγαίνουν πίσω σε μια πραγματικότητα που ίσως να μην υπάρχει πια. Κείμενο από την ταινία «Ύστερα μια μέρα ξυπνάς κι ανακαλύπτεις ότι είχες κι άλλες φλούδες. Ένα υπόστρωμα σκέψεων που δεν μπορούσες να το αξιολογήσεις. Ο τρόπος που έβλεπες το φως, ο τρόπος που έδινες ή όχι στους άλλους πιθανότητες. Σηκώνεσαι και το ύψος σου έχει αλλάξει ξαφνικά. Η αλληλεπίδραση σου με το άπειρο του κόσμου σε έχει ξαναγεννήσει. Είσαι ή πιο ψηλός ή πιο κοντός απ’ ότι ήσουν, είναι κάτι πέρα από τον έλεγχο σου. Όλες οι δεύτερες σκέψεις σου, τα μυστικά που φύλαγες ή φανέρωνες έχουν γιγαντωθεί. Σε πάνε γρήγορα σε μια κατεύθυνση που δεν την βλέπουν ακόμη τα μάτια σου».

 

-Εκτιμάτε πως ο Έλληνας είναι σε μεγάλο βαθμό δεμένος με το χωριό, τους συγγενείς και τα χαρακτηριστικά της πατρίδας του σε σχέση με άλλους λαούς;

 

 

«Όλοι οι άνθρωποι είναι δεμένοι με την χώρα καταγωγής τους. Οι Έλληνες βρίσκουν τον εαυτό τους μέσα σε πολλούς λαούς. Η χώρα μας και η ιστορία της είναι τόσο μεγάλη που αν έχεις μάτια και αυτιά ανοιχτά την συναντάς παντού. Σε μια εποχή κρίσης σε πολλαπλά επίπεδα ,είναι εύκολο όλοι να κάνουμε κριτική. Εμείς κάναμε αυτήν την ταινία για να συναντήσουμε όλους τους έλληνες ανά τον κόσμο και να τους δώσουμε ένα ζεστό χέρι κατανόησης και επάρκειας. Δεν αρκεί ο χώρος. Δεν αρκεί η ανάμνηση , οι άνθρωποι που βρίσκουν μια δεύτερη πατρίδα ή και μια τρίτη πολλές φορές χρειάζονται δύναμη ,και υποστήριξη σε όλη τους την διαδρομή. Η χώρα μας είναι ένας μαγνήτης συναισθημάτων. Η θάλασσα μας ,ο ήλιος ,τα βουνά ,τα χωριά, αλλά πρωτίστως η φιλοξενία, η αγάπη , και η ζεστασιά μας ξεχωρίζουν και αυτά μπορούμε να τα έχουμε πάντα μαζί μας».

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ