Επιμέλεια: Βάσω Β. Παππά.

Vas_nikpap@yahoo.gr

H συνέντευξη με τον κύριο Τριανταφύλλου έγινε με αφορμή το τελευταίο του βιβλίο «Μαθηματικά και Λογοτεχνία». Είναι το δεύτερο βιβλίο του με το οποίο επιχειρείται μια μαθηματική ιχνηλασία σε μη μαθηματικά κείμενα της λογοτεχνίας. Όπως χαρακτηριστικά λέει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου ο φιλόλογος Κ.Λ. Πάνος, [….] το έργο αυτό έρχεται να καλύψει στο χώρο της ελληνόγλωσσης βιβλιογραφίας ένα πραγματικό κενό. Και, μάλλον, ο πλέον αρμόδιος να γεφυρώσει τα «διεστώτα» δηλαδή τη θετική σκέψη και πράξη με τη θεωρητική και ποιητική αναζήτηση, αποδεικνύεται ο ίδιος ο συγγραφέας..foto1

Κύριε Τριανταφύλλου, πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο σας με τίτλο “Μαθηματικά και Λογοτεχνία” στο οποίο προσπαθείτε να αποκωδικοποιήσετε τα κοινά νήματα και τους δεσμούς που ενώνουν δύο κορυφαίες και πολύ σπουδαίες δημιουργικές εκφάνσεις του πολιτισμού. Θα ήθελα να μας μιλήσετε γι’ αυτό το πόνημά σας.

Απ. Το βιβλίο μου αυτό κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ στις αρχές του καλοκαιριού που μας πέρασε. Από τη μέχρι τώρα διαδρομή του διαπίστωσα ότι τυχαίνει καλής αποδοχής και θετικών σχολίων από όσους και όσες το έχουν δει και το έχουν μελετήσει. Σιγά σιγά παίρνει τον δρόμο του. Ήδη προγραμματίζονται μια σειρά παρουσιάσεών του, με πρώτη αυτή στη Λάρισα, την Πέμπτη 27 Νοεμβρίου τρέχοντος έτους, στο Χατζηγιάννειο Δημοτικό Πνευματικό Κέντρο. Εκεί θα γίνει και η πρώτη ανοιχτή αποτίμηση -ελπίζω- για το πώς το δέχεται το αναγνωστικό κοινό. Πιστεύω ότι όλα θα πάνε καλά γιατί, παρά τον τίτλο του, που ίσως δημιουργεί κάποιες αναστολές και έναν βάσιμο φόβο -μικρό έστω, αλλά φόβο- και μόνον από το απλό άκουσμα της λέξης “ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ”. Είναι δεδομένη για πολλούς η αναγνωρισμένη ως υπαρκτή έννοια της “Μαθηματικοφοβίας”. Από την όλη παρουσίαση του βιβλίου θα διαλυθούν αυτοί οι πιθανοί ενδοιασμοί. Υπαινίχθηκα ήδη ότι το βιβλίο είναι έτσι γραμμένο που μπορεί να το προσεγγίσει με ευχάριστο τρόπο ο καθένας. Απευθύνεται σε φιλολόγους, σε μαθηματικούς, σε λογοτέχνες, σε κάθε επιστήμονα με όποιον τομέα του επιστητού ασχολείται, αλλά και σε κάθε υποψιασμένο αναγνώστη που του αρέσει να διαβάζει κάτι πέρα από τα τετριμμένα και ευκολόπεπτα βιβλία, που μας κατακλύζουν και τα οποία διαβάζονται έτσι για να διαβάζονται. Στη συνέχεια αυτά πετιούνται χωρίς να αφήνουν κανένα όφελος στον αναγνώστη τους.

Το βιβλίο μου, λοιπόν, αυτό ευελπιστώ να συμπεριληφθεί στα βιβλία που ενώ διαβάζονται με ευχάριστο τρόπο, θα δημιουργήσουν έναν γόνιμο προβληματισμό, θα αφήσουν κάποια ευχάριστη αύρα ως αναγνωστική ανάμνηση σε όσους το έχουν μελετήσει. Πιστεύω ότι για πολλούς ασχολούμενους με ανάλογα θέματα θα αποτελέσει βιβλίο αναφοράς. Είναι εξαιρετικά πλούσιο σε πληροφορίες συνοδευόμενες από μεγάλο αριθμό βιβλιογραφικών αναφορών καθώς και όσων επεξηγήσεων απαιτούνται για την πλήρη του κατανόηση. Είναι δομημένο σε επτά κεφάλαια, χωρισμένα σε μικρότερες ενότητες και σε λόγο συνεχή. Τονίζω αυτό, γιατί στο άλλο μου βιβλίο με τίτλο “Οι Αριθμοί και άλλες Μαθηματικές ψηφίδες στο έργο του Οδυσσέα Ελύτη” (εκδ. ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ 2012), είχα επιλέξει, αμέσως μετά από κάθε αναφορά σε απόσπασμα από το έργο του Οδυσσέα Ελύτη, να προσθέτω και το αντίστοιχο ή τα αντίστοιχα σχόλιά μου, σπάζοντας το συνεχές του λόγου. Έτσι εξυπηρετούσε τους στόχους της μαθηματικής ιχνηλασίας που επεδίωκα, τότε, εξυπηρετώντας τον ευρύτερο σκοπό του. Το δεύτερο αυτό βιβλίο μου έχει μια γραφή που ρέει ως ένα συνεχές και ευχάριστο κείμενο. Τα όποια ελάχιστα καθαρά μαθηματικά του στοιχεία επιλέχθηκε να τα εντάξω σε ενότητες σημειώσεων τέλους, ώστε αν ο αναγνώστης ή η αναγνώστρια δεν ήθελαν καν να τα δουν αυτά, να μπορούν με άνεση να τα υπερπηδήσουν και να πάνε ακριβώς σε επόμενες σελίδες, χωρίς να έχουν κανένα κενό από την ανάγνωση του κειμένου. Βέβαια, το να μιλήσεις διεξοδικότερα για ένα βιβλίο που πλησιάζει τις 500 σελίδες (αποτελείται συνολικά από 476 σελίδες 17×24) στο πλαίσιο μιας συνέντευξης είναι εξαιρετικά δύσκολο, λόγω των περιορισμών του χώρου. Στον πρόλογο και στα προεισαγωγικά των διαφόρων ενοτήτων με κάθε λεπτομέρεια αναλύονται οι πτυχές που απαντούν στο αν υπάρχουν και ποια είναι τα νήματα που συνδέουν τα Μαθηματικά με τη Λογοτεχνία. Έχω ταξινομήσει τις απαντήσεις που αποκωδικοποιούν τα κοινά αυτά νήματα με ένα κατάλογο δέκα σημείων που διαμορφώνουν και ανάλογες ενότητες του βιβλίου. Ισχυρίζομαι ότι και τα δύο (τα Μαθηματικά και η Λογοτεχνία ή η Λογοτε­χνία και τα Μαθηματικά):

 

  • Συνδέονται με κορυφαίες στιγμές δημιουργίας, μέθεξης και αγαλλίασης.
  • Υπηρετούν (και όχι μόνον αυτά) το ωραίο, την πνευματική κομψότητα, την υψηλή αισθητική.
  • Στηρίζουν την πολυσημία μέσα από το απλό αλλά και το υπονοούμενο κάποιες φορές.
  • Δε συνάδουν με το ευτελές και τη χύδην κατά­σταση.
  • Αρνούνται το προσποιητό, το «δήθεν» και το απατηλό.
  • Αποστρέφουν το βλέμμα τους από το ανυπόληπτο, γυρίζοντας αδιάφορα τις «πλάτες» τους στην «υποκρισία» και στην ευκο­λία της έκφρασης και των μέσων.
  • Έχουν φανατικούς θιασώτες, σχεδόν «ερωτευμένους» μαζί τους. Κάποιες φορές οι θιασώτες αυτοί ταυτίζονται μεταξύ τους, ως αυστηροί μελετητές και ως απλοί αναγνώστες. Ταυτίζονται, ευτυχώς, ενίοτε και ως δημιουργοί.
  • Υπερασπίζονται και υπηρετούν συνειδητά την καλλιέργεια του ευγενικού, του εν δυνάμει «υψιπετούς», του διαχρονικά αναλλοίωτου και του κλασικά ωραίου.
  • Προωθούν και οξύνουν τη σκέψη δίνοντας έμφαση στην ανάπτυξη της κριτικής της διάστασης.
  • Έλκουν την καταγωγή τους, τελικά, από πολύ βαθιά στον χρόνο –όχι κατ’ ανάγκη με την ταυτόχρονη εμφάνισή τους· συνυπήρξαν και συνεχίζουν να υπάρχουν μαζί για αιώνες και θα πορευτούν και στο μέλλον μαζί και παράλληλα χωρίς κανένα ορατό τέρμα. Συνοδοιπόροι στο πριν, στο τώρα και στο μετά! Συμμέτοχοι …τoυ πάλαι, νυν και αεί.

Για μένα, ως συγγραφέα του, είναι αιτούμενο, τελικά, να διαπιστώσω αν αυτά που υποστηρίζει το βιβλίο μου πείθουν τον αναγνώστη του. Δεν το κρύβω, πιστεύω ότι πείθουν απόλυτα. Αλλά πάντα αυτό μένει και να αποδειχθεί.

Το έργο μεγάλων ποιητών όπως του Έκτορα Κακναβάτου – όπου σημειωτέον εκπονήθηκε και διδακτορική διατριβή -, του Βαφόπουλου, του Μπόρχες, του Α. Δημουλά, του Ν. Μπακόλα είναι πλουσιότατο σε μαθηματικά ευρήματα. Συνδέονται τελικά αυτά τα δύο (τα Μαθηματικά και η Λογοτεχνία ή η Λογοτεχνία και τα Μαθηματικά) μεταξύ τους;

Απ. Για τους σπουδαίους ποιητές μας, όπως ο Έκτωρ Κακναβάτος και ο Γ.Θ. Βαφόπουλος μιλώ σε αρκετά σημεία του βιβλίου μου. Μάλιστα και οι δύο ήταν σπουδαγμένοι μαθηματικοί. Ο Έκτωρ Κακναβάτος εργάσθηκε και ως μαθηματικός παρά τις όποιες διώξεις υπέστη ως μη έχων χαρτί κοινωνικών φρονημάτων σε ταραγμένες εποχές. Έχω παρουσιάσει και σχετική εισήγησή μου στο πλαίσιο της 4ης Μαθηματικής Εβδομάδας (Μάρτης 2011) που διοργανώνει πετυχημένα τα τελευταία χρόνια το Παράρτημα Κεντρικής Μακεδονίας της Ελληνικής Μαθηματικής Εταιρείας στη Θεσσαλονίκη. Η εισήγηση δημοσιεύτηκε στα αντίστοιχα ΠΡΑΚΤΙΚΑ (σελ. 396-425) που εκδόθηκαν το 2012. Ολόκληρο το έργο τού συγκεκριμένου ποιητή έχει αναφορές και δάνεια από το μαθηματικό του υπόβαθρο και όχι μόνο. Η διατριβή, που λέτε, έγινε από την επίτιμη πια Σύμβουλο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και ποιήτρια Χριστίνα Αργυροπούλου και έχει ως θέμα της τη Γλώσσα στην Ποίηση του Έκτορα Κακναβάτου. Κυκλοφορεί και από τις εκδόσεις Gutenberg. Πέρα από την εισήγησή μου που προανέφερα, και που εκ των πραγμάτων είναι περιορισμένων σελίδων, υποστηρίζω ότι υπάρχει πλούσιο υλικό και για εκπόνηση διατριβής από τη σκοπιά και των μαθηματικών δανείων. Ο Γ. Θ. Βαφόπουλος σπούδασε, αλλά δεν πήρε τελικά πτυχίο μαθηματικού. Και στο έργο αυτού του σπουδαίου Θεσσαλονικιού ποιητή υπάρχουν πολλά στοιχεία που μπορούν να ειδωθούν με τη ματιά και του μαθηματικού. Το έχει κάνει σε εργασίες του και ο Στέφανος Μπαλής, που είναι από τους πρωτεργάτες αυτής της αντίληψης, δηλαδή της αξιοποίησης των λογοτεχνικών κειμένων στη διδασκαλία και των μαθηματικών, όποτε αυτό ενδείκνυται να γίνει. Ο Μπόρχες, πάλι, σε αρκετά από τα κείμενά του δίνει υλικό για ανάλογες αναζητήσεις. Είναι κορυφαίος λογοτέχνης με πολλές προεκτάσεις στο έργο του. Αξίζει να σημειώσουμε ότι και στο έργο της σπουδαίας μας ποιήτριας και Ακαδημαϊκού Κικής Δημουλά μπορούμε να εντοπίσουμε κατάλληλους στίχους και ποιήματα που αξίζουν της προσοχής μας από την οπτική γωνία θέασής του βιβλίου μου. Ο Άθως Δημουλάς, ως γνωστόν, ήταν απόφοιτος του Ε.Μ.Π. και είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για τα μαθηματικά. Θα πρέπει ίσως να δούμε, κατά πόσο αυτά επηρέασαν και το ποιητικό του έργο. Το ίδιο και για άλλους πολλούς. Σε πολλούς, μάλιστα, από αυτούς αναφέρομαι σε διάφορες ενότητες του βιβλίου μου. Ο Νίκος Μπακόλας είναι επίσης γνωστό ότι ήταν και μαθηματικός, άρα εντάσσεται στην κατηγορία των δημιουργών που, παρά του ότι τα κατά πολλούς “ψυχρά μαθηματικά” δεν διαμορφώνουν ανθρώπους με ευαισθησίες και λογοτεχνικές αναζητήσεις, αυτά δεν τον εμπόδισαν καθόλου στο να είναι και ένας σπουδαίος πεζογράφος και άνθρωπος των γραμμάτων και της τέχνης με ευρεία γκάμα ενδιαφερόντων (θέατρο κλπ.). Στο βιβλίο μου με πολλά παραδείγματα και με παραπομπές σε συγκεκριμένα αποσπάσματα από το έργο ποιητών και πεζογράφων καταδεικνύεται η φανερή ή η υπολανθάνουσα σύζευξη Μαθηματικών και Λογοτεχνίας. Σημαντική είναι και συνεισφορά του Μανόλη Ξεξάκη και αρκετών άλλων. Ο κατάλογος είναι μακρύς. Μάλιστα για κάποια από τα ποιήματα του Μανόλη Ξεξάκη (ο οποίος είναι μαθηματικός, ποιητής και πεζογράφος) γράφω και στο βιβλίο. Έχω κάνει, επίσης, παλαιότερα, εισηγήσεις σε σεμινάρια επιμόρφωσης καθηγητών, σε μια παράλληλη ανάγνωση με επιγράμματα από την Παλατινή Ανθολογία, μιλώντας και για ποιήματα του Ξεξάκη. Το θέμα είναι εξαιρετικά πλούσιο, πάντως, και δεν μπορεί να καλυφθεί πλήρως στο πλαίσιο αυτής της σύντομης απάντησης. Αν ανατρέξει κάποιος στα περιεχόμενα του βιβλίου, θα ξαφνιαστεί, ίσως, από τον αριθμό των ποιητών και πεζογράφων που αυτό καλύπτει. Και είναι απολύτως βέβαιο ότι ο κατάλογος δεν εξαντλείται μόνον με αυτούς. Δεν έχει νόημα να αναφερθώ σε όλα τα ονόματα με τα οποία ασχολείται το βιβλίο, γιατί και πάλι θα αδικούσα και τους πολλούς άλλους για τους οποίους δεν έγινε κάποια αναφορά. Θα ήταν, πάντως, άστοχο να μην αναφερθώ στον με Νόμπελ βραβευμένο ποιητή μας, τον Οδυσσέα Ελύτη, που το έργο του με οδήγησε να γράψω ολόκληρο πολυσέλιδο βιβλίο, που εκδόθηκε από το ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ και αυτό, όπως ήδη είπα πιο πάνω. Μάλιστα σε ένα από τα τελευταία τεύχη ενός έγκυρου περιοδικού, της Νέας Ευθύνης -αν δεν με απατά η μνήμη-, διάβασα πως και μια πανεπιστημιακός από Πανεπιστήμιο της Κύπρου, κάνει ανάλογη ερευνητική δουλειά στο έργο του άλλου σπουδαίου ποιητή μας, του επίσης βραβευμένου με Νόμπελ, του Γ. Σεφέρη.

Αυτό με κάνει να νιώθω και μια ιδιαίτερη χαρά, γιατί ο δρόμος, που με δυο βιβλία μου ακολούθησα, φαίνεται να προσελκύει και άλλους ως ιδέα, έστω και ανεξάρτητα από τη δική μου δουλειά.

Τα μαθηματικά που διδάσκονται στα σχολεία και ο τρόπος με τον οποίο διδάσκονται πόρρω απέχουν από το να αναδείξουν την όποια ομορφιά τους. Τι φταίει κατά τη γνώμη σας;

Απ. Φταίει η μεγάλη στρέβλωση που επέφερε στον χαρακτήρα της διδασκαλίας των μαθηματικών -αλλά και πολλών άλλων από τα υπόλοιπα μαθήματα- το εκπαιδευτικό μας σύστημα, το οποίο δομήθηκε εκουσίως ή ακουσίως -εγκληματικά, θα έλεγα- για να υπηρετήσει το εκάστοτε υπάρχον εξεταστικό σύστημα. Το Γυμνάσιο εν μέρει (και λιγότερο), και κυρίως το Λύκειο, ολοκληρωτικά, έχουν χάσει την αυτοτέλειά τους ως σχολικές δομές και μονάδες. Αυτό καταμαρτυρείται από τους πάντες. Υπηρετούν -κυρίως το Λύκειο, τονίζω- όχι τη μάθηση ως αγαθό, αλλά τους μηχανισμούς εκείνους που κατά κύριο λόγο βασίζονται στην ακραία απομνημόνευση και στην απόκτηση, τάχα, εκ μέρους των μαθητών κατάλληλων συνταγών επιτυχίας για την εισαγωγή τους, όποτε αυτή γίνει, στα Α.Ε.Ι. και Α.Τ.Ε.Ι. της χώρας. Δε ζουν οι μαθητές μας τον τωρινό εκπαιδευτικό τους χρόνο, αλλά ζουν ως ο χρόνος αυτός να προβάλλεται σε ένα επόμενο εκπαιδευτικό στάδιο, το στάδιο της εισαγωγής τους σε κάποιο Α.Ε.Ι. και Α.Τ.Ε.Ι. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, όπου ύστατη επιδίωξη είναι η επιτυχία και με όποιο κόστος (κόπωσης, αγωνίας, χρημάτων κλπ.), οι εκπαιδευτικοί είναι παγιδευμένοι στο να βγάλουν την ύλη και μόνον την ύλη. Αλλά και αυτό πολλές φορές δεν το πετυχαίνουν για διάφορους εξωγενείς και άλλους εσωτερικούς λόγους και παθογένειες (π.χ. καταλήψεις, αποχές, κακή χρήση έως κατάχρησης του δικαιώματος -άκουσον!- του να κάνουν οι μαθητές έναν μεγάλο αριθμό απουσιών) και άλλα τραγικά και εν πολλοίς φαιδρά της εκπαιδευτικής νομοθεσίας. Αν κάποιος εκπαιδευτικός θελήσει να πει κάτι άλλο, που δεν εξυπηρετεί τον στόχο της επιτυχίας σε Α.Ε.Ι., Α.Τ.Ε.Ι., θεωρείται κακός δάσκαλος, που δεν λαμβάνει υπόψη του, τάχα, τις ανάγκες των μαθητών του, οι οποίοι, καθοδηγούμενοι και από φροντιστήρια και άλλες εξωσχολικές πηγές, δυσανασχετούν με αυτές τις τάχα παρεκκλίσεις. Αν μιλήσεις για την ιστορία των μαθηματικών, που έχει εξαιρετική παιδευτική αξία, αφού δείχνει την αγωνία και τα επίπονα βήματα κορυφαίων μαθηματικών και ερευνητών για να αποδείξουν κάποιο θεώρημα ή για να ξεκαθαρίσουν κάποιες δυσνόητες και διφορούμενες έννοιες, οι μαθητές το θεωρούν ως χάσιμο χρόνου και αυτό! Και έχουν παρασύρει και τους δασκάλους τους -όλους μας, σχεδόν- σε αυτές τις αντιλήψεις. Καταλαβαίνετε, πόσο πιο δύσκολα είναι τα πράγματα, αν επιχειρήσει να “ντύσει” ο δάσκαλος κάποιες μαθηματικές έννοιες με τη βοήθεια και των άλλων επιστημών και πολύ περισσότερο με τη βοήθεια και της λογοτεχνίας. Ο δάσκαλος και ο καθηγητής εκείνος θα θεωρηθεί ανεδαφικός και κακός διαχειριστής του διδακτικού χρόνου. Γνωρίζουμε ότι η προσπάθεια να εισαχθεί η διαθεματική και η διεπιστημονική προσέγγιση στη διδασκαλία ( κάτι που ξεκίνησε δειλά δειλά το 2004, στο εκπαιδευτικό μας σύστημα) σχεδόν απέτυχε παταγωδώς. Παρήγορο είναι που κάποια σχολεία και κάποιοι εκπαιδευτικοί επιμένουν και έχουν δημιουργήσει τις λεγόμενες Λέσχες Ανάγνωσης, όπου οι μαθητές ασχολούνται με την ανάγνωση και τον σχολιασμό μαθηματικών και άλλων μυθιστορημάτων και άλλων κειμένων, εκτός από αυτά που προβλέπουν τα επίσημα διδακτικά εγχειρίδια. Μια αγγλική παροιμία λέει πως η επιτυχία της πουτίγκας που έχει ετοιμάσει κάποιος φαίνεται όταν την τρώει. Η παροιμία δε λέει τίποτε για συνταγές και τίποτε για τα υλικά που χρησιμοποίησε να ετοιμάσει την πουτίγκα! Κάτι τέτοιο συμβαίνει και με τη διδασκαλία των μαθηματικών. Με το τι λες, το τι υλικά χρησιμοποιείς, πώς τα χρησιμοποιείς κλπ. δεν ασχολείται κανένας. Το ενδιαφέρον είναι στραμμένο στο τελικό αποτέλεσμα, το οποίο, είπαμε, είναι μόνον να απαντήσεις θετικά στο ερώτημα: “Πέτυχες ή δεν πέτυχες στο Α.Ε.Ι.”. Ποιος στο σχολείο να μιλήσει για την ομορφιά των μαθηματικών σε ένα τέτοιο διαμορφωμένο, με ποικίλες διαστρεβλώσεις, περιβάλλον; Στο βιβλίο μου αναφέρομαι διεξοδικά στο θέμα αυτό με ολόκληρη ενότητα, όπου διατυπώνονται σπουδαίες γνώμες κορυφαίων μαθηματικών και διανοητών του κλάδου για το συγκεκριμένο ζήτημα. Αξίζει να διαβάσει κάποιος αυτή την ενότητα και να δει τι εννοούν όλοι αυτοί οι διανοητές για το τι είναι η ομορφιά των μαθηματικών και πώς χώρος για άσχημα μαθηματικά δεν υπάρχει.

Πιστεύετε ότι τόσο το βιβλίο σας “Οι Αριθμοί και άλλες Μαθηματικές ψηφίδες στο έργο του Οδυσσέα Ελύτη” όσο και το “Μαθηματικά και Λογοτεχνία” θα αποτελέσουν χρήσιμα βοηθήματα για διδάσκοντες και διδασκόμενους όσον αφορά την προσέγγιση λογοτεχνικών κειμένων;

Απ. Στην απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα, που μου θέσατε, υπάρχουν κάποιες νύξεις μου οι οποίες απαντούν και στο τωρινό σας ερώτημα. Ωστόσο, ανεπιφύλακτα θεωρώ πως ΝΑΙ. Και τα δυο βιβλία είναι χρήσιμα για όλους, διδάσκοντες και διδασκομένους και όχι μόνο. Είναι χρήσιμα για τον κάθε απαιτητικό αναγνώστη. Ο λόγος είναι ότι, όταν διαβάζουμε ένα λογοτεχνικό έργο, ένα ποίημα ή πεζό -για να είναι δημιουργική η ανάγνωσή του-, ως κοινωνοί του περιεχομένου του εμπλεκόμαστε σε μια νοερή συζήτηση με τον εκάστοτε δημιουργό του. Διαμορφώνουμε ένα κλίμα νοερής επικοινωνίας με έργο και δημιουργό του. Στο περιθώριο αρκετών σελίδων του βιβλίου, που διαβάζουμε, συχνά νιώθουμε την ανάγκη να σημειώσουμε κάτι που μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Και αυτό το κάτι μπορεί να είναι ένα συναίσθημα, μια σκέψη, μια ανάμνηση, ένα σχόλιο, ακόμη και μια αντίρρηση. Με άλλα λόγια, δημιουργική ανάγνωση ενός κειμένου είναι να μπορέσεις να δεις σε αυτό όσες περισσότερες πτυχές του γίνεται, να ξεδιαλύνεις σκοτεινά του σημεία και να χαρείς τις χαρές τους και τις χάρες του. Αν δεχτούμε ότι όλα τα προηγούμενα ισχύουν ως σωστά, τότε, πώς δικαιολογούμαστε να αφήνουμε τις όποιες πιθανές πτυχές του λογοτεχνικού έργου που διαβάζουμε, έξω από την οπτική γωνία θέασή μας ως ειδικοί επιστήμονες ή ως υποψιασμένοι αναγνώστες; Πώς μπορούμε να παραβλέπουμε έννοιες και ιδέες του λογοτεχνικού έργου, οι οποίες έχουν ως βάση και ως ρίζα για τη σύλληψή τους ανάλογες έννοιες και ιδέες από τα μαθηματικά, τη φυσική, τη βιολογία, την ιατρική, τις άλλες επιστήμες -θετικές και μη- που δεν είναι, ενδεχομένως, το δικό μας πεδίο ενασχόλησης και σπουδών; Η ανάλυση ενός λογοτεχνικού κειμένου,, κατά τη γνώμη μου, είναι πληρέστερη αν, εκτός από τα καθαρώς φιλολογικά κριτήρια που χρησιμοποιούμε για την προσπέλασή του και για τη δική μας απόλαυση, προβαίνουμε και σε προσεγγίσεις με άλλο μάτι, από άλλες οπτικές γωνίες θέασης. Και από αυτές δεν πρέπει να αποκλείεται ούτε και αυτή της μαθηματικής ιχνηλασίας, όπως συνηθίζω να χρησιμοποιώ τον όρο στα βιβλία μου. Αυτό τονίζουν τα βιβλία μου, πειστικά πιστεύω. Αλλά τον τελικό λόγο πάντα τον έχει ο αποδέκτης των σκέψεων μου αυτών. Και ο αποδέκτης αυτός είναι εκάστοτε αναγνώστης τους.prosklisi

Μπορεί σήμερα ένας δάσκαλος να δημιουργήσει ένα πρότυπο, όπως κάποιες δεκαετίες πίσω;

Απ. Αλίμονο αν δεν μπορεί. Θα πρέπει τότε να αναφωνήσουμε, όχι ότι πεθαίνουμε ως χώρα, αλλά ότι έχουμε ήδη πεθάνει! Απλώς σήμερα με τα ποικίλα μέσα πληροφόρησης, και από αυτά δεν εξαιρώ και το διαδίκτυο, η αναζήτηση προτύπων είναι πιο δύσκολη. Η επιλογή μας από την πληθώρα των προτύπων και των “προτύπων” θετικών και αρνητικών, δηλαδή είναι αρκετά περίπλοκη. Στα δικά μου μαθητικά χρόνια υπήρξαν δάσκαλοί μου και καθηγητές μου που θεωρώ ότι συνέβαλαν κατά πολύ στον χαρακτήρα μου και ως ανθρώπου και ως εκπαιδευτικού. Μου διαμόρφωσαν (καλύτερα να πω, συνέβαλαν στο να διαμορφώσω) στάσεις ζωής. Τους θυμάμαι με ιδιαίτερη αγάπη. Ως εκπαιδευτικός στην πολύχρονη θητεία μου, πριν συνταξιοδοτηθώ, βασική μου και απαρέγκλιτη αρχή -αρχή οδηγός- ήταν η “εντιμότητά” στο εκπαιδευτικό μου έργο. Έβαλα σε εισαγωγικά τη λέξη για να δείξω ότι δεν μιλάω για τις γνωστές έννοιες των λέξεων (έντιμος-άτιμος) από τη σκοπιά της εννοούμενης εκάστοτε ηθικής προσέγγισης. Όχι. Μιλάω για την “εντιμότητα” του δασκάλου που ποτέ δεν μπήκε στην τάξη να κοροϊδέψει τους μαθητές του και τις μαθήτριές του. Δεν τόλμησε να παρουσιαστεί ποτέ μπροστά τους ως κάτι το ψεύτικο, το κίβδηλο. Στενοχωριέμαι αφάνταστα όταν κατά καιρούς βγαίνουν στις ειδήσεις εκπαιδευτικοί που εμπλέκονται σε διάφορες ποινικά κολάσιμες πράξεις διαφόρων ειδών (όπως σεξουαλικών παρενοχλήσεων, παιδοφιλίας, εμπορίας ναρκωτικών και ουσιών, χρηματισμού, κακής συμπεριφοράς εν γένει). Αυτοί δεν ήταν και δεν είναι για εκπαιδευτικοί. Κακά κοινωνικά πρότυπα είναι και πρέπει να εξοβελίζονται από τον χώρο της εκπαίδευσης, ασυζητητί. Για να επανέλθω στην απάντηση του ερωτήματός σας, λέω, ΝΑΙ, μπορεί, αλλά με περισσότερες δυσκολίες και εμπόδια από ό,τι πριν κάποια χρόνια. Οι πολλές και ποικίλες αυτές δυσκολίες, όμως, δεν πρέπει να μας πτοούν ως εκπαιδευτικούς. Ο τίτλος του δασκάλου κουβαλάει βαρύ φορτίο πάνω του. Χρέος μας είναι να δοκιμάσουμε να σηκώσουμε επάξια αυτό το φορτίο. Το έχει ανάγκη η κοινωνία μας, μέσα στον κυκεώνα των δύσκολων καταστάσεων που έχει περιπέσει. Μπορεί οι μαθητές μας να μη μας θυμούνται ως μαθηματικούς, ως φιλολόγους, ως θεολόγους κλπ., αλλά είναι αδιανόητο να μη μας θυμούνται ως ανθρώπους, που κάτι τους “μίλησε” η στάση μας στην κοινή μας πορεία. Αυτό που τελικά μένει στους μαθητές μας, έστω και ως μακρινός ψίθυρος από όσα τους “μίλησε” η στάση μας, είναι αυτό που ως ‘πρότυπα’ εμείς οι ίδιοι τους χαρίσαμε. Μεγάλο δώρο αυτού του είδους η υστεροφημία, που προκύπτει από το ό,τι κάτι τους βοηθήσαμε να προκύψει και να εγγραφεί στον χαρακτήρα τους.

Κατά τον Μαλλαρμέ “ένα καλό ποίημα γράφεται με λέξεις, όχι με ιδέες”. Για σας τι είναι η ποίηση;

Απ. Μου ζητάτε να απαντήσω σε κάτι που δεν έχει μονοσήμαντη απάντηση. Ο κάθε ποιητής και μη έχει και τη δική του απάντηση στο ερώτημα αυτό. Θέλετε τη δική μου λοιπόν.

Ποίηση για μένα είναι η αύρα του λόγου (η έννοια λόγος με την διττή σημασία της έκφρασης: 1) δια των λέξεων, και 2) δια της λογικής, άρα κάτι ή πολλά από τον πλούσιο κόσμο των ιδεών). Η ποίηση, λοιπόν, γίνεται με λέξεις, αλλά λέξεις που γενούν και κρύβουν ιδέες και συναισθήματα και πόνο και χαρά και αίμα και φόβο και θλίψη και έρωτα και θάνατο, από όλα. Είναι, τελικά,… αυτή η λάμψη του στίλβοντος ποδηλάτου, που είπε ο Εμπειρίκος, και που η εκδρομή μαζί της δεν έχει τέλος. Δεν έχει τέλος! Ποίηση είναι αυτό που αγαπούμε και ας μην το λέμε. Ποίηση είναι η ομορφιά δια λέξεων. Ποίηση είναι η δια λέξεων εκφορά ενός επιφωνήματος. Πιστεύω ότι όλα αυτά και άλλα περισσότερα εννοούσε και ο Μαλλαρμέ. Αλλιώς η ποίηση θα ήταν ένα λεξικό και τίποτε άλλο. Και το λεξικό με λέξεις γράφεται, αλλά ποίημα δεν είναι.

Πώς βλέπετε όλα αυτά που συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα; Είμαστε ελεύθεροι ή ζούμε σε μια επουσιώδη ελευθερία;

Απ. Δυστυχώς, ζούμε σε ανεπίτρεπτες καταστάσεις. Τραγικά αυτά που ζούμε. Όταν τα παιδιά μας στερούνται και των ονείρων τους, και το μέλλον τους μοιάζει με εφιάλτης, και όταν συναισθανόμαστε και τη δική μας ευθύνη, που …ως έτοιμοι από καιρό ενδώσαμε… σε σειρήνες λαϊκισμού, και επιτρέψαμε να μας κατευθύνουν και να μας κυβερνούν εσμοί ανίκανων και απατεώνων κάθε λογής, και με τη δική μας επιλογή, δυστυχώς, την οποία ανερυθρίαστα οι κυρίως υπεύθυνοι όλης αυτής της κατάστασης μας τη θυμίζουν, επικαλούμενοι τάχα τη λειτουργία του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, ε…, τότε αισθάνομαι απόγνωση. Ένα μας μένει: Η απόγνωση να γίνει γνώση. Η απόγνωση να γίνει γνώση! (Το λέω δεύτερη φορά). Η εμπειρία μας να συμβάλει στη διαμόρφωση corpus αξιών και αναζήτησης τρόπων διεξόδου. Είπαμε για την ποίηση …πως αυτή η εκδρομή δεν έχει τέλος! Αν τελειώσουμε ως χώρα, όμως, θα τελειώσει και η ωραία εκδρομή μας κατ΄ ανάγκη. Αυτό οφείλουμε με κάθε μέσο να το αποτρέψουμε! Και αυτός ο αγώνας, επίσης, δεν έχει τέλος! Ο Διονύσιος Σολωμός την πρώτη φράση που είπε προς την Ελευθερία ήταν το “Σε γνωρίζω από την όψη”. Εμείς τι μπορούμε να πούμε σήμερα; Με ποια όψη μας παρουσιάζεται σήμερα η Ελευθερία; Ερώτημα που ψάχνει απάντηση.

“Κάποιοι δεν ζουν ποτέ αλλά απλώς υπάρχουν” λέει ο Μπέργκμαν. Ποια η δική σας άποψη; Πού κρύβεται τελικά το αληθινό πάθος της ζωής;

Απ. Συμφωνώ, Σωστή κουβέντα. Το αληθινό πάθος της ζωής είναι να πάψει να υπάρχει έστω και ως απλό ενδεχόμενο το δεύτερο σκέλος στην έκφραση του Μπέργκμαν, αυτό της απλής ύπαρξης. Η ζωή είναι αγαθό υπέρτατο. Και στα υπέρτατα αγαθά μισόλογα και μεσοβέζικες θέσεις και απαντήσεις δε χωρούν. Το αληθινό πάθος για τη ζωή -έστω και αν δε ζεις το παρόν και στο παρόν- είναι να διατηρείς άσβηστη τη φλόγα της ελπίδας ότι η Ζωή είναι εδώ και όχι αλλού, η άσβεστη ελπίδα της αγάπης της. Αυτό το dum spiro spero είναι μια άλλη σοφή κουβέντα.

κ. Τριανταφύλλου, φτάσατε πολύ ψηλά στην ιεραρχία της εκπαίδευσης. Διατελέσατε Διευθυντής Σχολικών μονάδων, Σχολικός Σύμβουλος Μαθηματικών, Αναπληρωτής Διευθυντής Π.Ε.Κ. Λάρισας, ενώ το 2010 συνταξιοδοτηθήκατε ως Προϊσταμενος Επιστημονικής και Παιδαγωγικής Καθοδήγησης Δ.Ε. Περιφερειακής Δ/νσης Εκπ/σης Θεσσαλίας. Η θέα από την κορυφή που έχετε φτάσει πως σας φαίνεται; Αν επιστρέφατε το χρόνο πίσω, θα είχατε ακολουθήσει την ίδια διαδρομή;

Απ. Είναι γεγονός ότι η μπορώ να πω ότι η Εκπαίδευση ως θεσμός με τίμησε. Δεν έχω παράπονο κανένα. Εξάντλησα όλη την ιεραρχία της μαχόμενης εκπαίδευσης. Στο τι θα έκανα αν γύριζε ο χρόνος πίσω. Τα ίδια θα έκανα με ακόμη μεγαλύτερη προσήλωση, Στο σημείο αυτό παίρνω ένα απόσπασμα ομιλίας μου από την τελετή αποχαιρετισμού μου, όταν συνταξιοδοτήθηκα (Σεπτέμβριος 2010). Δίνει απαντήσεις και σε πολλά από αυτά που με ρωτήσατε πιο πριν. Δημοσιεύεται για πρώτη φορά εδώ:

[…] Η εκπαίδευση για όλους όσοι εργαστήκαμε ή συνεχίζουμε να εργαζόμαστε σε αυτήν αποτελεί ένα μακρύ και ελκυστικό ταξίδι. Αισθανόμαστε ότι συνταξιδεύουμε πάνω σε ένα μεγάλο καράβι, όπου ο καθένας μας έχει τον ρόλο του, για να οδηγούμε τους μαθητές και τις μαθήτριές μας, ύστερα από μια πολύχρονη διαδρομή (ως συνταξιδευτών μας και αυτών και συνεργατών μας επίσης), σε κάποιο προσδοκώμενο και επιθυμητό τέρμα. Αυτό το ταξίδι στο κοινό καράβι της εκπαίδευσης μάς επιφορτίζει με τεράστιες ευθύνες. Οφείλουμε όλοι μας να φροντίζουμε να μην κάνει νερά. Πρέπει να έχουμε ως διαρκές μέλημά μας να κλείνουμε έγκαιρα κάθε πιθανή ρωγμή του, γιατί, αν το αφήσουμε να βουλιάξει, μαζί του θα χαθούμε όλοι μας ως επαγγελματίες και λειτουργοί και ως μέλλον της χώρας μας.

Τον τελευταίο καιρό όλοι βιώνουμε απίθανες και βίαιες μεταβολές στις συνήθειές μας λόγω της μεγάλης και εξαιρετικά σοβαρής οικονομικής κρίσης στην οποία έχει περιπέσει η χώρα, με απρόβλεπτες συνέπειες. Καλούμαστε όλοι -και κυρίως καλούνται οι μάχιμοι εκπαιδευτικοί περισσότερο-, μαζί με τους μαθητές και τις μαθήτριές μας, να ξεπεράσουμε τις προσωπικές και δικαιολογημένες πικρίες που μας πολιορκούν, ώστε υπερβαίνοντας τις δυνατότητές μας να οδηγηθούμε σε νέα ξέφωτα ευκαιριών, καταπολεμώντας το μίζερο και καταθλιπτικό κλίμα, στο οποίο άθελά μας μάς έχουν εμπλέξει. Συχνά ακούμε από άτομα που είχαν τα τελευταία χρόνια την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας από διάφορα πόστα ότι όλοι φταίμε γι’ αυτό.

Ως εκπαιδευτικοί, εμείς που τώρα είμαστε απόμαχοι της δουλειάς και εσείς που συνεχίζετε να μοχθείτε καθημερινά μέσα στην τάξη, αν είναι κάτι στο οποίο μπορούμε να αναλάβουμε ως μέρος της ευθύνης για την κατάντια της χώρας και της ζωής μας είναι –φοβάμαι- το ότι δεν επιμείναμε όσο έπρεπε -και δεν επιμένουμε όσο πρέπει- να δημιουργήσουμε ενεργούς και σκεφτόμενους με κριτική σκέψη πολίτες, ώστε να γνωρίζουν τι επιλέγουν στη ζωή τους και γιατί το επιλέγουν. Πρόσφατα διάβασα δυο αναφορές σε κυριακάτικη εφημερίδα (Καθημερινή, 5/10/2010) που θέλω να τις σχολιάσω λίγο από τη δική μας σκοπιά -του εκπαιδευτικού-, αφού η στόχευσή τους είναι η ημιμάθεια και οι ημιμορφωμένοι και ημιμαθείς άνθρωποι που ένα εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί να παράγει. Σας καταθέτω τις δυο αυτές αναφορές:

1η Αναφορά:

“Απευθυνόμενος προς τους Αθηναίους πολίτες τον 4ο π.Χ. αιώνα, ο ρήτορας Δημοσθένης λέει: «Όλον αυτό τον καιρό αφήσατε τα πράγματα να κυλήσουν μέσα από συνεχείς αναβολές, μεταθέσεις ελπίδων σε άλλους, μέσα από αλληλοκατηγορίες και καταγγελίες. Και συνεχίζετε μέχρι σήμερα. Μα πόσο απερίσκεπτοι είστε, ώστε να ελπίζετε πως όλες αυτές οι πρακτικές που οδήγησαν την πόλη μας από τη λαμπρότητα στην αθλιότητα μπορούν να μας βοηθήσουν να ξαναβρούμε την παλιά μας αίγλη; Δεν είναι ούτε λογικό ούτε φυσικό, Αθηναίοι. Δεν έχει μείνει τίποτα πια να διαφυλάξουμε κι είμαστε υποχρεωμένοι να κατακτήσουμε τα πάντα απ’ την αρχή. Και να θυμάστε: δεν είναι δυνατόν να κατακρίνετε τις πράξεις των άλλων αν πρώτοι εσείς δεν πράττετε το καθήκον σας»…

Παλινδρομούσε και εξοργιζόταν τότε ο Αθηναίος πολίτης, έβλεπε τον ανόητο τρόπο με τον οποίον ασκούσαν οι πολιτικοί εξουσία, παρασυρόταν από κουβέντες του τύπου «πρέπει να περιφρουρείτε το πολίτευμα με την ψήφο σας», και δύσκολα συνειδητοποιούσε το μήνυμα του Δημοσθένη ότι «δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει υψηλή καταγωγή, ούτε πλούτος, ούτε δύναμη που να συνοδεύεται από αλαζονεία και ο πολίτης να το αποδέχεται». Σήμερα, τηρουμένων των αναλογιών, θα έλεγα ότι δεν απέχουμε πολύ από (…..) εκείνη την εποχή. Προφανώς έχουμε επίγνωση του πού βρισκόμαστε και ότι μέσα από επώδυνες διαδρομές οφείλουμε να κατακτήσουμε τα πάντα από την αρχή, χωρίς όμως να λησμονήσουμε το μερίδιό μας στη συνενοχή, γιατί με τη σιωπή μας υπήρξαμε συνένοχοι. Αλήθεια, πόσοι δηλώνουν αμέτοχοι, αθώοι; Πολλοί. Πόσοι γύρω μας παριστάνουν τους νομοταγείς; Πολλοί. Αλλά, αν όντως είμαστε τόσο πολλοί, πώς στην οργή καταλήξαμε σ’ αυτήν την κατασώτευση; Μήπως γιατί ζούσαμε στο ελικωτό (σε σχήμα έλικα) κενό της αυταπάτης ( ……); Ή μήπως γιατί εκεί έξω στους εξουσιαστικούς χώρους και στις παρυφές τους υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν στρατιές ημιμορφωμένων ατόμων; (…………….)”2η Αναφορά:

“Ο Γερμανός, (……..) κοινωνιολόγος και φιλόσοφος Τέοντορ Αντόρνο (Σχολή της Φρανκφούρτης) λέει ότι ο ημιμορφωμένος θεωρεί ανάθεμα ό,τι θα έθετε υπό αμφισβήτηση το βασίλειό του και κατ’ επέκτασιν το εκάστοτε κατεστημένο. Η ημιμόρφωση είναι αμυντική. Αποφεύγει τις ψηλαφήσεις που θα μπορούσαν να φέρουν στην επιφάνεια κάτι από το αμφισβητούμενο ποιόν της. Η ημιμόρφωση δεν είναι μισή μόρφωση ή απουσία μόρφωσης. Είναι η προσωποποίηση της έχθρας απέναντι στη μόρφωση. Για τον Αντόρνο η ημιμόρφωση είναι η συλλογική πατερίτσα της ανάπηρης πλειονότητας. Τα συλλογικά παρανοϊκά συστήματά της συμβιβάζουν το ασυμβίβαστο: εκφράζουν την αλλοτρίωση και μάλιστα την επικυρώνουν…”

Μετά τις δυο προηγούμενες επίκαιρες αναφορές και τα σχετικά σχόλια της αρθρογράφου (της κ. Ρίτσας Μασούρα) που σας διάβασα, είμαι πεπεισμένος πως στόχευσή μας –της εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών- πρέπει να είναι η με κάθε τρόπο καταπολέμηση και εξάλειψη της ημιμάθειας. Πολλοί είμαστε οι εκπαιδευτικοί, φοβάμαι, που έχουμε παρασυρθεί σε εύκολες λύσεις και λαϊκιστικές συμπεριφορές και απόψεις. Βολευτήκαμε, έχω την αίσθηση, από το κλίμα και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της μη προώθησης και προβολής -αν όχι και της λοιδορίας- της αριστείας στην εκπαίδευση. Δε μας απασχόλησε καν αυτή η έλλειψη της αριστείας. Υποταχθήκαμε στο κλίμα ενός σχολείου της ήσσονος προσπάθειας, της παπαγαλίας και της ακραίας απομνημόνευσης. Ξεχάσαμε ή και δεν προβληματισθήκαμε όσο έπρεπε στο πώς να μετατρέψουμε το σχολείο σε κύτταρο ζωής και δημιουργίας, ερμηνείας των κοινωνικών δρώμενων και καλλιέργειας και ανάπτυξης της κριτικής σκέψης. Αν υπάρχουν τόσοι ημιμαθείς (κατά τις διαπιστώσεις της αρθρογράφου), που με την ημιμάθειά τους συνέτειναν στο να φτάσουμε στην τραγική κατάσταση στην οποία έχουμε περιπέσει, ας αναλογιστούμε ότι όλοι αυτοί οι ημιμαθείς από τα δικά μας σχολεία πέρασαν. Δικά μας δημιουργήματα είναι. Τουλάχιστον, από εδώ και πέρα να στραφούμε μεθοδικά στην καταπολέμηση και στην εξάλειψη της ημιμάθειας. Και ας αξιοποιήσουμε τις όποιες χαραμάδες φωτός για έξοδο από αυτή τη μεγάλη κρίση, που θα συνοδοιπορεί μαζί μας για κάμποσα από τα επόμενα χρόνια της ζωή μας. Δεν θα συνεχίσω άλλο με το καταθλιπτικό αυτό θέμα. Σας καλώ, ως ένας απόμαχος πια, αλλά με όποια ταπεινή συνεισφορά είχα στην πολύχρονη παρουσία μου στην εκπαίδευση, απλώς να στοχαστείτε -να στοχαστούμε όλοι- λίγο σε όσα σημείωσα πιο πριν. […]

Είστε ευχαριστημένος από τη μέχρι τώρα πορεία σας ή από τη φύση του ο άνθρωπος ζει μονίμως με το ανικανοποίητο;

Απ. Απαντώ με ΝΑΙ και στα δυο, όσο και αν φαίνεται κάπως παράλογο και ενδεχομένως και αντιφατικό. Ναι, γιατί ποτέ δεν παρουσιάστηκα κίβδηλος εν επιγνώσει σε ό,τι και με ό,τι καταπιάστηκα (τουλάχιστον όσο μπορώ να ελέγξω την ορθότητα και τη δύναμη της μνήμης μου). Θα ήταν όμως ψέμα να μην επιθυμούσα να απαντήσω και στο δεύτερο με ΝΑΙ. Ναι, γιατί θα ήθελα να κάνω πιο πολλά, όχι από τη διάσταση του ανικανοποίητου του ανθρώπου -είπα και πιο πάνω ότι η Εκπαίδευση με τίμησε στο έπακρο-, αλλά για να είχα τη δυνατότητα να δώσω πιο πολλά από όσα λίγα ή πολλά μπόρεσα να προσφέρω. Είπαμε, η Ζωή και η Ποίηση είναι μια εκδρομή που δεν έχει τέλος, ακόμη και όταν τελειώνει. Άλλη αντίφαση. Αλλά εμείς που αγαπούμε την Ποίηση έχουμε το δικαίωμα “ποιητική αδεία” να μιλάμε και με αντιφάσεις.

Κλείνοντας και επαναφέροντας τη σκέψη στην αφορμή αυτής της συζήτησής μας, δηλαδή το νέο μου βιβλίο ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, απαντώ πώς πάντα βρίσκουμε ενδιαφέροντα για συνέχιση της παρουσίας μας είτε με ομιλίες μας και παρεμβάσεις είτε με βιβλία είτε άλλως πως.

Τα βιβλία μας είναι το απόσταγμα της σκέψης μας και της ευαισθησίας μας. Η χαρά μας είναι, αυτή η σκέψη και αυτή η ευαισθησία να φτάνει στα χέρια, στην καρδιά και στη σκέψη όσων γίνεται πιο πολλών. Αυτή η επικοινωνία και με τον τρόπο αυτό είναι μια άλλης μορφής συνέχισης της ζωής μας και πλήρωσης του ατομικού μας ανικανοποίητου, αν υπάρχει τέτοιο.

Ευχαριστώ. Έχω την ελπίδα ότι δεν σας κούρασα. Ή αν σας κούρασα ζητώ την κατανόησή σας.

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ