Μιλάει στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ ο συγγραφέας Παναγιώτης Κολέλης, με αφορμή τη  συλλογή διηγημάτων «Κομμένες γλώσσες» » που  κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ΚΨΜ

Συνέντευξη στον Αποστόλη Ζώη

Μετά τις επιτυχημένες παρουσιάσεις σε Αθήνα, Δήλεσι και Θεσσαλονίκη, οι «Κομμένες γλώσσες» (εκδόσεις ΚΨΜ), η συλλογή διηγημάτων του Παναγιώτη Κολέλη που έχει αποσπάσει θετικά σχόλια από κοινό και κριτικούς, «ταξιδεύουν» στη Θεσσαλία. Πιο συγκεκριμένα, οι «Κομμένες γλώσσες» θα παρουσιαστούν στη Λάρισα και στην Καρδίτσα στις 2 και 3 Δεκεμβρίου αντίστοιχα. «Από τις πρώτες κιόλας σελίδες θα νιώσετε πώς είναι να σπαρταράει ένας ολόκληρος κόσμος, ένας κόσμος που έχει πάρει φωτιά», σημειώνει η δημοσιογράφος και συγγραφέας Σεμίνα Διγενή στον Πρόλογο. «Όσο κι αν οι καταστάσεις που περιγράφονται σε αυτές τις ιστορίες μοιάζουν σουρεαλιστικές, ο σουρεαλισμός τους δεν απέχει πολύ από τη σκληρή καθημερινότητα που έχει σιγά σιγά διαμορφωθεί – και όχι μόνο στον τόπο μας», σημειώνει η Έρη Ρίτσου στο Επίμετρο. Ο συγγραφέας μιλάει στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ  για τις «Κομμένες γλώσσες» που  κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ΚΨΜ.

Η συνέντευξη

-Οι «Κομμένες γλώσσες» που  κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ΚΨΜ τι είναι ακριβώς; Μπορείτε να αναφερθείτε αναλυτικά σε αυτές τις ιστορίες;

Οι «Κομμένες γλώσσες» είναι όλα εκείνα που φοβόμαστε να παραδεχτούμε στον εαυτό μας, να δούμε γύρω μας, να συνειδητοποιήσουμε, να μοιραστούμε με τους άλλους. Είναι τα γεγονότα που προσπερνάμε, επειδή δεν θέλουμε ή δεν αντέχουμε να κοιτάξουμε. Είναι οι ενέργειες που δεν είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε για να ξεφύγουμε από την comfortzoneμας. Είναι η ανάγκη μας για αποδοχή και αναγνώριση με οποιοδήποτε κόστος, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως θα πρέπεινα τσαλαπατήσουμε τον εαυτό μας. Είναι η σκληρότητα που δείχνουμε οι άνθρωποι μεταξύ μας, ακόμα και όταν ανήκουμε στην ίδια τάξη ή έχουμε τα ίδια συμφέροντα. Είναι η ψευδαίσθηση πως στη ζωή μας είναι όλα καλώς καμωμένα, καθώς και η συντήρηση μια αόριστης ελπίδας πως όλα στο τέλος θα πάνε καλά. Ε, λοιπόν, οι «Κομμένες γλώσσες» καταρρέουν το αφήγημα πώς όλα στο τέλος θα πάνε καλά. Ακροβατώντας ανάμεσα στον ρεαλισμό και το φαντασιακό, οι εννιά ιστορίες της συλλογής προσγειώνουν απότομα τον αναγνώστη στην πραγματικότητα, με στόχο να τον κάνουν να προβληματιστεί για τα κακώς κείμενα του κόσμου μας, αλλά και να δει ευρύτερα τον εαυτό του μέσα σε αυτόν.

-Μπορούμε να πούμε πώς σε αυτές τις ιστορίες αποτυπώνεται η σύγχρονη ελληνική κοινωνία;

Οι παθογένειες, οι στρεβλώσεις και τα προβλήματα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας είναι τόσα πολλά, πολυδιάστατα και σύνθετα, που δεν μπορούν να χωρέσουν μόνο μέσα σε εννιά ιστορίες. Για αυτό και δεν ξεκίνησα να γράφω τις «Κομμένες γλώσσες» με στόχο να αποτυπώσωτα παράλογα του κόσμου μας, αλλάμε όχημα τη λογοτεχνία να προσπαθήσω να φωτίσω όψεις και εκφάνσεις της καθημερινότητας, χωρίς φίλτρα ωραιοποίησης ή διάθεση εξωραϊσμού της. Το αν τώρα οι αναγνώστες «είδαν» μέσα από τις ιστορίες μου τη λογοτεχνία να γίνεταιζωντανός συνομιλητής των μεγάλων κοινωνικών θεμάτων που ταλανίζουν τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, τότε δεν μπορώ παρά να είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος και ευγνώμων για αυτό.

-Τι σας ώθησε στη συγγραφή αν και έχετε σπουδάσει Λογιστική και Χρηματοοικονομικά στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, από όπου αποκτήσατε  το μεταπτυχιακό σας στη Δημόσια Πολιτική και Διοίκηση;

Όπως πολλοί νέοι άνθρωποι, έτσι κι εγώ, δεν είχα αποφασίσει τι ήθελα να σπουδάσω όταν έδωσα Πανελλήνιες. Στόχος μου ήταν απλώς να γράψω καλά, για να έχω περισσότερες επιλογές διαθέσιμες. Τελικά, αποφάσισα να σπουδάσω Λογιστική και Χρηματοοικονομικά στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, εμφανώς επηρεασμένος από το επάγγελμα του πατέρα μου, που ήταν οικονομολόγος. Δεν το μετανιώνω, αφού οι σπουδές, ανεξαρτήτως αντικειμένου, συμβάλλουν τόσο στη διαμόρφωση μιας σφαιρικότερης αντίληψης για τον κόσμο, όσο και στην κοινωνικοποίηση, στη ανάπτυξη νέων ενδιαφερόντων, στη διεύρυνση του πεδίου σκέψης. Κάπως έτσι, σπουδάζοντας κάτι που δεν με ενθουσίαζε, που δεν ήθελα να κάνω για πάντα στη ζωή μου, γνώρισα καλύτερα τον εαυτό μου, τι μου άρεσε και τι όχι, δοκίμασα κι άλλα πράγματα, ένα από τα οποία ήταν και η συγγραφή. Τώρα, τι με ώθησε σε αυτήν και όχι σε κάτι άλλο; Ίσως η ελευθερία που υπάρχει σε όλο αυτό, το ότι με φέρνει σε καλύτερη επαφή με τις σκέψεις καιτα συναισθήματά μου, και γενικότερα με τον εαυτό μου.

-Τι αποτελεί για σας η συγγραφή;

Η συγγραφή αποτελεί πολλά πράγματα για μένα, που ακόμα νομίζω πως δεν τα έχω ανακαλύψει σε όλο τους το εύρος. Στη αρχή που ξεκίνησα να γράφω αποτελούσε το παράθυρό μου στον κόσμο, μια διαρκή συζήτηση με την εσωτερική μου φωνή, με τις ανάγκες και τα θέλω μου. Συνεχίζοντας, κάποιες φορές παρατήρησα πως γινόταν η ψυχοθεραπεία μου, η διασκέδασή μου, καθώς κι ένας τρόπος αποσυμπίεσης. Σήμερα, η συγγραφή αποτελεί μια διαρκή πρόκληση, ένας δρόμος με πολλά μονοπάτια, τα περισσότερα από τα οποία συνεχίζουν να παραμένουν ανεξερεύνητα και να με περιμένουν να τα ανακαλύψω.

-Πόσο σημαντικό είναι για ένα παιδί οι γονείς σε μια οικογένεια να διαβάζουν;

Τα παιδιά εμπνέονται από τους γονείς τους. Μιμούνται τις πράξεις τους, το παράδειγμά τους. Φιλτράρουν τον κόσμο μέσα από τα δικά τους μάτια. Μαθαίνουν να αγαπούν τις συνήθειές τους και να αποφεύγουν ό,τι δεν αρέσει σε εκείνους, ειδικά στα πρώτα χρόνια της ζωής τους που ανακαλύπτουν το περιβάλλον γύρω τους. Όταν, λοιπόν, βλέπουν τους γονείς τους να διαβάζουν, τότε εντυπώνεται στο ασυνείδητό τους μια ισχυρή εικόνα που θα τα ακολουθεί για πάντα.Οι προσλαμβάνουσες και τα ερεθίσματα από την παιδική ηλικία είναι ιδιαίτερα σημαντικά, αφού καθορίζουν και διαμορφώνουν την προσωπικότητα του παιδιού μεγαλώνοντας.

-Ποιοι συγγραφείς σας έχουν επηρεάσει;

Ο Αλμπέρ Καμύ, ο Στέφαν Τσβάιχ, ο Φραντς Κάφκακαι ο Ντοστογιέφσκιείναι τέσσερις αγαπημένοι μου συγγραφείς, που συνέβαλλαν σημαντικά με τη γραφή τους και τα θέματα με τα οποία καταπιάνονται στο να αγαπήσω το διάβασμα και αργότερα να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου στη συγγραφή.Από Έλληνες, θαυμάζω πολύ τον Γιώργο Ιωάννου και την Έλλη Αλεξίου.

-«Η ομορφιά του έρωτα δεν βρίσκεται στην αιωνιότητα, βρίσκεται στην προσωρινότητα», είχε γράψει ο συγγραφέας Άγγελος Τερζάκης. Τι έχετε να πείτε;

Ο έρωτας ξεκινάει απροσδόκητα, εκεί που δεν το περιμένεις, αλλιώς δεν είναι έρωτας. Και όταν ξεκινάει, οι ερωτευμένοι σκέφτονται ασυναίσθητα αν θα κρατήσει για πάντα.Το κάνουν αυτό, επειδή τα όμορφα συναισθήματα από τα οποία κατακλύζονται εκείνη τη στιγμή εύχονται να μην τελειώσουν ποτέ. Όμως, η ομορφιά του έρωτα δεν βρίσκεται σε αυτούς τους αιώνιους όρκους πίστης που ανταλλάζει το ζευγάριστην αρχή, ή τουλάχιστον όχι μόνο σε αυτούς, αλλά στη σχέση που χτίζει μεταξύ τουκαθημερινά. Σε ένα απλό χάδι, μια ζεστή αγκαλιά, μια βόλτα χέρι χέρι, σε αυτές τις μικρές, προσωρινές στιγμές κρύβεται όλη η μαγεία. Επιπλέον, ο φόβος ότι ο έρωτας δεν θα κρατήσει για πάντα, κάνει το ζευγάρι να παλεύει για να τον παρατείνει λίγο περισσότερο. Και αυτή η καθημερινή προσπάθεια είναι που στο τέλος εξελίσσει και τους δύο, τους κάνει καλύτερους και πιο ώριμους, ανεξάρτητα από το αν στο τέλος θα παραμείνουν ή όχι μαζί.

Ποιος είναι

O Παναγιώτης Κολέλης γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1990 στην Αθήνα. Σπούδασε Λογιστική και Χρηματοοικονομικά στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, από όπου απέκτησε το μεταπτυχιακό του στη Δημόσια Πολιτική και Διοίκηση· ωστόσο, δραστηριοποιείται επαγγελματικά στο χώρο της επικοινωνίας και των δημοσίων σχέσεων. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα στο Εργαστήρι Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας και αρθρογραφεί σταθερά σχετικά με το βιβλίο, το θέατρο και την πολιτική. Οι Κομμένες γλώσσες είναι το τρίτο του βιβλίο, μετά το Επτά χρόνια στο αμόνι (Εκδόσεις Εντύποις, 2018) και την Εξαπάτηση της Δημοκρατίας (Πρότυπες Εκδόσεις Πηγή, 2017). Αγαπάει τη θάλασσα.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ