– Η Κομισιόν ανάγει την επιτυχή ολοκλήρωση της αξιολόγησης σε προαπαιτούμενο για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, ενώ ΕΚΤ και SSM πιέζουν τώρα την Κομισιόν να αποδεχθεί την κατάτμηση της ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών σε δυο στάδια.
-Οι δηλώσεις ανεβάζουν το πολιτικό ρίσκο και την αβεβαιότητα, καθιστώντας επιφυλακτικούς τους επενδυτές.

Επιμέλεια: Ευθύμιος Χατζηϊωάννου.

Με τις πιέσεις να εντείνονται συνεχώς, τα χρονικά περιθώρια να εξαντλούνται και την ανησυχία για ενδεχόμενη ρήξη στις σχέσεις της Κυβέρνησης με τους Θεσμούς να υποσκάπτει το εν γένει θετικό κλίμα, που είχε δημιουργηθεί τελευταία στις σχέσεις αυτές, συνεχίζεται η διαπραγμάτευση για την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης. Παράλληλα σε εξέλιξη βρίσκεται και η διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, με τις αυξήσεις κεφαλαίου να μπαίνουν πλέον στην τελική ευθεία, χωρίς, όμως, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας να διαθέτει ακόμα τα 10 δισεκατομμύρια ευρώ του ESM.european_parliament
Το μπαράζ αντικρουόμενων δηλώσεων από Ευρωπαίους αξιωματούχους και παράγοντες της ΕΚΤ, σε συνδυασμό με την παρέμβαση του ΔΝΤ, έχουν διαμορφώσει μια ιδιαιτέρως ανησυχητική κατάσταση.

Η πολύ σφιχτή πολιτική στάση των δανειστών μας δεν αφήνει περιθώρια στην Κυβέρνηση για την χάραξη και την υλοποίηση μιας παράλληλης πολιτικής για μια πιό ήπια εφαρμογή των μνημονιακών απαιτήσεων των δανειστών μας

Την ίδια στιγμή η Κυβέρνηση πιέζεται από το εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και των ΑΝΕΛ, καθώς η πολύ σφιχτή πολιτική των δανειστών μας δεν αφήνει περιθώρια για την χάραξη και την υλοποίηση μιας παράλληλης πολιτικής, κυρίως στον κοινωνικό τομέα, που είχε εξαγγείλει και υποσχεθεί προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ, αναφορικά με μια πιό ήπια εφαρμογή των μνημονιακών απαιτήσεων των δανειστών μας.
Πλέον, οι δηλώσεις από υψηλόβαθμους αξιωματούχους της Κομισιόν και της ΕΕ και οι συμμαχίες Τσίπρα-Ολαντ-Σουλτς καθιστούν σαφές, ότι το ζήτημα της πρώτης αξιολόγησης έχει μετατραπεί σε πολιτικό.
‘Ετσι από τη μια πλευρά οι κ.κ. Μοσκοβισί και Ντομπρόβσκις συνδέουν την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με την αξιολόγηση και από την άλλη ο Αλέξης Τσίπρας συσχετίζει την χαλάρωση του προγράμματος με το προσφυγικό.

Η ΕΚΤ και ο SSM πιέζουν τώρα την Κομισιόν να αποδεχθεί την κατάτμηση της ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών σε δυο στάδια

Πρόκειται, δηλαδή, για έναν “γόρδιο δεσμό”, που, αν δεν λυθεί πολιτικά, σε επίπεδο κορυφής, μπορεί να οδηγήσει σε τεχνική εμπλοκή στο προσεχές Eurogroup. Το ενδεχόμενο αυτό θεωρείται και το πλέον πιθανό από τους ειδικούς αναλυτές με βάση τα μέχρι στιγμής δεδομένα.
Για να προληφθούν τα χειρότερα στο προσεχές Eurogroup της ερχόμενης Δευτέρας, τόσο η ΕΚΤ, όσο και ο SSM πιέζουν τώρα την DG Comp (Κομισιόν) να αποδεχθεί την κατάτμηση της ανακεφαλαιοποίησης σε δυο στάδια, όπου αυτό είναι απαραίτητο.
Ουσιαστικά ζητούν την έναρξη της διαδικασίας book building από τις τράπεζες για την συμμετοχή ιδιωτών, εφόσον ακόμα δεν έχουν γίνει προσβάσιμα τα 10 δισεκατομμύρια ευρώ του ΤΧΣ-ESM- και εν συνεχεία μια νέα Αύξηση Μετοχικού Κεφαλαίου για την είσοδο του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, όπου αυτό κριθεί αναγκαίο.

Η Κομισιόν ανάγει την επιτυχή ολοκλήρωση της αξιολόγησης σε προαπαιτούμενο για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών

Όπως εκτιμούν έγκυροι αναλυτές, οι ελιγμοί αυτοί, που γίνονται με άκρα μυστικότητα, αποτελούν στην ουσία μια άρκως ανησυχητική εξέλιξη, την οποία διαβάζουν οι επενδυτές ως ένδειξη έλλειψης πολιτικής βούλησης και επαναφοράς του πολιτικού ρίσκου.
Μάλιστα, κυκλοφόρησαν και νέες εκδοχές του σεναρίου επικείμενης ρήξης της Κυβέρνησης με τους Θεσμούς, χωρίς όμως, να επιβεβαιώνονται μέχρι τώρα.
Μετά τις δηλώσεις αξιωματούχων της Κομισιόν και του Eurogroup, που ανάγουν την επιτυχή ολοκλήρωση της αξιολόγησης σε προαπαιτούμενο για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, ακολούθησε παρέμβαση- διάβημα του Αλέξη Τσίπρα προς τον Πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου, Μάρτιν Σουλτς, στην οποία ο Έλληνας Πρωθυπουργός δήλωσε κατά λέξη, ότι «δεν είναι δυνατόν να απαιτείτε από εμάς να άρουμε τους περιορισμούς για την α’ κατοικία, ενώ είμαστε αναγκασμένοι να παρέχουμε στέγη για τους πρόσφυγες». Την θέση αυτή του Αλέξη Τσίπρα αποδέχθηκε ο Μάρτιν Σουλτς, απαντώντας χαρακτηστικά, ότι είναι «δίκαια τα αιτήματά σας θα τα μεταφέρω στις Βρυξέλλες.»

Η Κυβέρνηση επιδιώκει αλλαγή του πλαισίου της διαπραγμάτευσης και απόκτηση σχετικής πολιτικής αυτονομίας, ενώ οι εταίροι εμμένουν στην άμεση υλοποίηση σκληρών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και στην αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία

Στο θέμα επενέβη, όμως, και ο Επίτροπος Οικονομικών υποθέσεων της Κομισιόν, Πιερ Μοσκοβισί, που επέμεινε, ότι το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων θα πρέπει να συνεχιστεί απαρέγκλιτα και δεν πρέπει να υπάρξει χαλάρωση λόγω του προσφυγικού, παρά μόνον οικονομική στήριξη κατά περίπτωση στην Ελλάδα.
Αυτές οι δηλώσεις σκιαγραφούν μια ιδιαίτερα επικίνδυνη σύγκρουση μεταξύ εκκρεμμών θεμάτων, η διασύνδεση των οποίων οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε εμπλοκή.
Σε αυτή την φάση, η κάθε πλευρά, δηλαδή τόσο ο Αλέξης Τσίπρας, όσο και οι δανειστές, προτιμά να επιδείξει εμμονή στις θέσεις της. Από ελληνικής πλευράς η στάση αυτή στοχεύει την αλλαγή του πλαισίου της διαπραγμάτευσης και την απόκτηση σχετικής πολιτικής αυτονομίας της Κυβέρνησης, ενώ από την άλλη πλευρά οι εταίροι επιμένουν για την άμεση υλοποίηση σκληρών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων καθώς και στην αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία.

Το όλο σκηνικό είναι ασταθές καθώς οι δηλώσεις ανεβάζουν το πολιτικό ρίσκο και την αβεβαιότητα, καθιστώντας επιφυλακτικούς τους επενδυτές

Οι δανειστές μας χρησιμοποιούν το ευαίσθητο και κομβικό ζήτημα των τραπεζών ως μοχλό πίεσης προς την Κυβέρνηση, ενώ από την πλευρά του ο Αλέξης Τσίπρας προσπαθεί να κερδίσει πολιτικά ανταλλάγματα, παίζοντας το χαρτί του προσφυγικού ζητήματος.
Όπως, όμως, εκτιμούν οι αναλυτές, το όλο σκηνικό, που έχει στηθεί, είναι ασταθές και οι δηλώσεις ανεβάζουν το πολιτικό ρίσκο και την αβεβαιότητα, καθιστώντας επιφυλακτικούς τους επενδυτές.
Σε κάθε περίπτωση τα ανοιχτά ζητήματα, τόσο της αξιολόγησης, όσο και τω τραπεζών, θα πρέπει να έχουν διευθετηθεί μέχρι το τέλος του μήνα, που πρακτικά προϋποθέτει πολιτική συμφωνία και συναίνεση επί των ανοιχτών ζητημάτων.
Ωστόσο, το ερώτημα που θέτουν οι αναλυτές είναι: Τι θα συμβεί στην περίπτωση, που η πολιτική ένταση, που έχει τροφοδοτηθεί με διάφορες δηλώσεις τις τελευταίες εβδομάδες, δεν υποχωρήσει στο άμεσο μέλλον και κλιμακωθεί περαιτέρωτο κλίμα έντασης σε αυτή την πολύ κρίσιμη χρονική στιγμή;

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ