Ο συγγραφέας Μάριος Μιχαηλίδης
Γράφει ο Μιχάλης Α. Μελετίου // *

Μάριος Μιχαηλίδης «Τέφρα Ονείρων», εκδ.Γαβριηλίδης, 2016

 

«Τα πουλιά τα βρίσκει ο χάρος στο φτερό» λέει ένας στίχος του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Δηλαδή τα κτυπά πάνω στο σημείο της διαφορετικότητάς τους. Στον βιολογικό σχηματισμό που τους προσφέρει το μοναδικό και αξιοθαύμαστο προνόμιο του πετάγματος που μόνο αυτά, μαζί με τα έντομα, κατέχουν. Ακόμα και ο θάνατος μπορεί να λοιδορήσει αυτή τη μαγική ικανότητα των πουλιών. Όπως έγραψε εξάλλου και ο Γιώργος Βέης, τα πουλιά είναι οι φρουροί των τάφων μας (Ν όπως Νοσταλγία, εκδόσεις Ύψιλον, 2008). Μέσω του πετάγματος, καταφέρνουν να ξεφύγουν από τα στενά όρια της χέρσου και να ταξιδέψουν μακριά, εκεί όπου δεν υπάρχουν οι περιορισμοί του παρόντος. Ως σύμβολα αυτεξούσιας κίνησης προς τη φυγή και την εξερεύνηση, τα πουλιά ανέκαθεν άγγιζαν τις ευαίσθητες ψυχές των ποιητών. Η εναλλαγή των τοπίων και των συνθηκών είναι ο νόμος που διέπει την ύπαρξή του. Είναι προγραμματισμένα να αποδημούν, να αναζητούν νέους τόπους, βάσει του βιολογικού τους καλέσματος. Εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης και γεωφυσικών προσαρμογών τα προγραμμάτισαν αλάνθαστα στην αναζήτηση των κατάλληλων συνθηκών για τροφή και ωοτοκία. Η παρατήρηση της συμπεριφοράς των πουλιών σε κάνει πράγματι να απορείς: καταστρατηγείται άραγε η αρχή της τέλειας οικονομίας των βιολογικών πόρων χάριν του ταξιδιού και της περιπέτειας ή είναι αυτή η αποδημία η πιο εξωφρενικά παράτολμη ροπή προς τη διατήρησή της; Και τι γίνεται όταν η αποδημία δεν γίνεται ποτέ της παρεπιδημία; Τα πουλιά τότε απλώς εκδημούν ή μήπως αρνούνται τον αρχικό τους τόπο που πλέον έγινε πολύ στατικός και ανεπαρκής για να τα θρέψει; Ερωτήματα σημαντικά και διαχρονικά που επιδέχονται πολλούς και διαφορετικούς τρόπους (από-) συμβολισμού και μεταφοράς στις δύστροπες υποθέσεις των ανθρώπων.

 

Όταν ένα αντικείμενο καίγεται, ακόμα και ένα ταπεινό χαρτί γεμάτο με τις σκέψεις αυτού που τις αποτύπωσε, το μόνο που απομένει μετά την καύση είναι η τέφρα του. Χάνονται ανεπιστρεπτί όσα υπήρχαν προηγουμένως. Τι γίνεται όμως όταν τα όνειρα καίγονται; Μπορεί έστω και κάτι να περισωθεί από την τέφρα τους; Μπορεί κάτι να ανασυσταθεί μέσα από τις στάχτες όπως ο φοίνικας (πουλί κι αυτός) αναγεννάται μέσα από τα απομεινάρια της δική του καύσης; Τα καμένα όνειρα έχουν την μοιραία συνήθεια να μεταμορφώνονται άλλοτε σε αιμοσταγείς βρικόλακες της περασμένης νιότης και άλλοτε σε τρομακτικά φαντάσματα που μας στοιχειώνουν. Η τέφρα τους σκορπίζεται στα πέρατα του ψυχισμού μας και γίνεται λίπασμα θλίψεως που, συν τω χρόνω, θρέφει τις κακόβουλες παπαρούνες της ψυχής μας (Μοναχικό πουλί σ’ άδειο ουρανό/κανένα όνειρο δεν μένει ατιμώρητο/κανένα ξέφτι από βαθύ γαλάζιο – Τόλης Νικηφόρου, Μια κιμωλία στον μαυροπίνακα, εκδ. Μανδραγόρας, 2012). Τι γίνεται ωστόσο με τα χαμένα και καψαλισμένα όνειρα των ποιητών; Στην πιο ρομαντική εκδοχή, τα όνειρα των ποιητών ζουν ακόμα σε έναν άλλο κόσμο, ακριβώς σαν τα μεταναστευτικά πουλιά που βρίσκονται κάπου εκεί στην μακρινή πλάση που μας περιβάλλει. Έτσι, η νοσταλγία και η θύμησή τους μετατρέπονται στη σκέψη των ποιητών σε μαγιά που σιγοζυμώνεται με την υγρασία που εκρέει από τις λέξεις. Κατ’ επέκταση, τα αποκαΐδια από τα όνειρα των ποιητών, η τέφρα των ονείρων τους, μετατρέπεται σε μία εν εξελίξει ιστορία ανάκαμψης που υποφώσκει. Μια βάρκα που αντί να αλαργεύει μεσοπέλαγα, προσεγγίζει με αργούς ρυθμούς το λιμάνι της συμφιλίωσης με το ανεκπλήρωτο του ονείρου που δολοφονήθηκε ποικιλοτρόπως (Αν μπορείς να ελπίζεις ελπίδα, έλπιζε στο Ποίημα/Αν μπορείς να πιστέψεις στο θαύμα, πίστευε στο Ποίημα/Πίστευε και έλπιζε – Γιώργος Θέμελης, Το κακό πουλί, από τη συλλογή «Βιβλικά», 1975).

 

Στην ποίηση του Μάριου Μιχαηλίδη, τα πουλιά και τα όνειρα διεκδικούν προεξάρχοντα ρόλο. Ενυπάρχουν μέσα στις σκέψεις του από την πρώτη στιγμή της παρουσίας του στα γράμματά μας. «Αχ και να το ‘ξερες πως λάθεψε τ’ όνειρο» διαβάζουμε στο ποίημα ε΄ της συλλογής ΑΝΕΞΙΤΗΛΑ (εκδόσεις Δόμος, 1987). «Αιώρα σαν πανάρχαιο όνειρο/οι καιροί που μας πέρασαν» αποφαίνεται στο στ΄ της ίδιας συλλογής. Για να συνεχίσει λίγο αργότερα στο ιζ΄ με τον καημό ενός παλαιού ονείρου που έσβησε επειδή οι προδοσίες κατέφθασαν την ώρα του μεσονυχτίου για χάριν των νέων επιταγών που απαιτούσαν τον θάνατό του. Μα και στη συλλογή με ΣΑΝ ΑΛΛΟΘΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ (εκδόσεις Μεταίχμιο, 2003), τα όνειρα που διαψεύστηκαν είναι παρόντα από την αρχή μέχρι το τέλος: «(…) Στο σώμα στρατιώτη που ξεψύχησε/βογκώντας όνειρα παιδικά» (α΄ σ.7), «(…) Στην άκρη του ονείρου σου/καθώς υγρά τα μάτια πασχίζουν/να ξεδιαλύνουν τα μεσονύχτια φαντάσματα» (ια΄ σ.17), «(…) Ωστόσο τα δίπτωτα όνειρα συντάσσονται με ευχετική πλαγίου ήχου που εγκολπώνει προστακτικές και ενεστωτικούς διθυράμβους μιας ανόητης προσδοκίας»(κβ΄ σ.28). Σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, τα όνειρα παρουσιάζονται στη ναυαγισμένη τους μορφή. Ο ποιητής ζητεί εναγωνίως να αφουγκραστεί τους παλμούς του πόνου που τον κατακλύζει. Ψάχνει για δικαίωση. Όσον αφορά τις αναφορές στα πουλιά, ΤΑ ΑΝΕΞΙΤΗΛΑ βρίθουν από αυτές: «(…) Σαν χίλιοι δράκοντες/και διψασμένοι γύπες/σημάδι πως εστέρευαν/τ’αστείρευτου οι βρύσες» αναφέρει στο η΄(σ. 26-27) προσπαθώντας να αποτυπώσει την φρίκη της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974. «Μυστικό φτερούγισμα/τα πουλιά διαγράφουν καμπύλες» αναφέρει περίλυπος στο ιδ΄ (σ.24) προσπαθώντας να συμβιβαστεί με την απώλεια των φίλων που σκοτώθηκαν στον πόλεμο. Τέλος, στο ιη΄(σ.28-29), ακολουθώντας την αρχαία παράδοση, αποδίδει στα πουλιά προεξαγγελτικές-προφητικές ιδιότητες: Μάνα μου ανατολικά της Αττάλειας/(…) Να κουρταλούν την πόρτα άνεμοι/Να σκιάζεται ο γρύλος ο εσπερινός/ Το νυχτοπούλι να σκούζει θάνατο/Άκουγες μερόνυχτα (…). Μάλιστα, στο ίδιο ποίημα, ο καταληκτικός στίχος περιέχει εν σπέρματι τον τίτλο του μυθιστορήματος του συγγραφέα Ανατολικά της Αττάλειας βόρεια της Λευκωσίας (Momentum 2014). Δηλαδή 27 ολόκληρα χρόνια μετά από τα ΑΝΕΞΊΤΗΛΑ. Ισχυρή ένδειξη ενός άκρως βασανιστικού συναισθήματος που προσδοκά τη λύτρωση.

 

Συνοψίζοντας, και προτού εστιάσουμε στην ΤΕΦΡΑ ΟΝΕΙΡΩΝ του Μ. Μιχαηλίδη, κρατάμε ως ποιοτικό ανεμοδείκτη, τρία σημαντικά στοιχεία της ποίησής του: 1) τη διάψευση των νεανικών ονείρων με καταλυτικό γεγονός τον πόλεμο της Κύπρου, 2) τη βαθιά προσήλωση, εν είδει συχνών στοχαστικών επισκέψεων του, στα γεγονότα που τον σημάδεψαν στο διάβα της ζωής του και 3) την αίσθηση πως το κακό του κόσμου συνθλίβει τους ανθρώπους κατά έναν τρόπο που φανερώνει την φθαρτότητα που τους χαρακτηρίζει. Όπως θα δούμε αμέσως μετά, τα πουλιά χρησιμοποιούνται από τον ποιητή ως ένα προσφιλές, αλλά και προσφυές μέσο για την κωδικοποίηση (παρά για την αποκωδικοποίηση) και την τακτοποίηση των εμπειριών του με απώτερο στόχο -ίσως- την αποκοπή του επιτέλους από τον ομφάλιο λώρο που τον κρατά δέσμιο με εκείνα τα από καιρό νεκρά όνειρα της τόσο βίαια χαμένης αθωότητας.

Η ποιητική συλλογή ΤΕΦΡΑ ΟΝΕΙΡΩΝ (εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2016) χωρίζεται σε τέσσερα μέρη. Το πρώτο μέρος, που αποτελείται από 14 άτιτλα ποιήματα, έχει ως κοινή αναφορά τα πουλιά. Ας θεωρηθεί αυτό το πρώτο μέρος της συλλογής ως το προπαρασκευαστικό στάδιο που στοχεύει στον ίδιο τον ψυχισμό του ποιητή για να τον βοηθήσει να έρθει αντιμέτωπος με την ώρα του μεγάλου εγχειρήματος. Το εγχείρημα, όπως υπαινικτικά αφέθηκε λίγο πριν να εννοηθεί, είναι η εξημέρωση των εσωτερικών θηρίων που για δεκαετίες βασάνιζαν τη σκέψη του ποιητή. Πρόκειται ουσιαστικά για την προετοιμασία του εδάφους για μια μεγάλη και λυτρωτική συμφιλίωση με το παρελθόν. Το αναφέρει εξάλλου και ο ίδιος στο τελευταίο ποίημα της συλλογής με τρόπο ελαφρώς κεκαλυμμένο αφού κάνει αναφορά στην Μεσαορία και τον Πενταδάκτυλο. Ο χρόνος λειαίνει τις άκρες των γεγονότων και οι άνθρωποι που γεύτηκαν για χρόνια τις πίκρες της ζωής, αποζητούν την μετριοπάθεια και την ησυχία. Ο ποιητής αναζητεί τις δικές του Αλκυονίδες μέρες καταμεσής ενός χειμώνα που έχει πολλά πρόσωπα και που είναι ικανός να ξεγελάσει τους άπειρους και προπετείς ανθρώπους: «Μετά φωνάξανε τις μάσκες της άνοιξης και/κάποιοι πήραν να χορεύουν/μα η μάγισσα η αυγή τους κοίταξε/με το ένα μάτι το θολό/και μετά τους σκέπασε με μαύρο σύννεφο» (ποίημα ε΄, σ.13). Δεν αποτελεί μάλιστα έκπληξη ότι η Αλκυόνη που έδωσε το όνομά της στις πολυπόθητες εκείνες μέρες του χειμώνα, είναι πουλί. Κι αυτό, μέσα από μια μεταφορική εκδοχή εκφράζει τη σκέψη του ποιητή, αφού συμβολίζει τον ήλιο και τη νέα ωοτοκία μέσα στο καταχείμωνο. Γι’ αυτό, γράφει κι ο αρχαίος φιλόσοφος Πλούταρχος πως η Αλκυόνη είναι ιδιαιτέρως αγαπητή στους ανθρώπους μιας και χάρη σ’ αυτήν, επτά μέρες κι επτά νύκτες στην ακμή του χειμώνα καλοσυνεύει ο καιρός και πλέουν άφοβα (στο έργο του: Πότερα τῶν ζώων φρονιμώτερα τὰ χερσαῖα ἤ τὰ ἔνυδρα). Επηρεασμένος από τη συμβολική σημασία της Αλκυόνης, ο Μ. Μιχαηλίδης την επισκέπτεται ερωτικά στο γ΄ μέρος της συλλογής προσπαθώντας να την σαγηνέψει με τι άλλο; με λέξεις και με όνειρο (ιδ΄, σ.56).

Στο πρώτο ποίημα της συλλογής, ο ποιητής μας μεταφέρει σε ένα γριφώδες και συνάμα ποιητικό σκηνικό που παραπέμπει σε γεγονότα που τελούνται ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο. Υπάρχει ένας κήπος, μυρωδιές, κάποιοι ματαιοπονούν σκάβοντας στο άπειρο. Και όλα αυτά ενόσω επωάζονται αμφίβια πουλιά. Η αινιγματική αυτή πληροφορία συντελεί μαζί με τον στίχο «η Μεγάλη Ακολουθία των Ωρών» ως το εισαγωγικό σημείωμα ολόκληρης της συλλογής. Είναι μια ηχηρή προειδοποίηση για τους ενδόμυχους σκοπούς του ποιητή. Πρόκειται για το πρελούδιο της σωτηρίας του μέσω της εκκόλαψης κάποιων όντων (πτηνών) που έχουν μια απρόσμενα διπλή φύση. Είναι και ζωντανά και νεκρά. Επομένως, με αρκετά μεγάλη ασφάλεια και με βάση τις δικές μας εισαγωγικές σκέψεις στην αρχή της παρούσας ανάλυσης, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι τα πουλιά του Μάριου Μιχαηλίδη στη δική του τέφρα των ονείρων, είναι τα ίδια τα όνειρα. Πρέπει να βιαστεί ωστόσο, διότι το μεθυστικό και λοξό τοπίο που βρίσκεται μέσα του, τον παρασέρνει τάχιστα στο αποτεφρωτήριο. Όπως όλοι μας, έτσι και αυτός, έμαθε να ρέπει προς τις οπτασίες. Χωρίς σημεία στίξης στον λόγο του, σαν μια σκέψη βγαλμένη μέσα από κάποιον αρχαίο χρησμό που αυτεπιτάσσει, θέτει τα πουλιά/όνειρα ως τους αγγελιαφόρους των Θεών που φέρουν τις ευλογίες του Ουρανού. Ως προσευχή, τα καλεί να σπάσουν το κέλυφος και να εκκολαφθούν. Να γεννηθούν, να βαπτιστούν με τους πόνους του αλλά και να σταυρωθούν όπως ο ίδιος ο Χριστός, για τη δική του σωτηρία. Παράλληλο νοηματικά με το πρώτο είναι και το ποίημα στ΄(σ.14). Πάλι τονίζεται με τρόπο αλληγορικό το στοιχείο της φθοράς και του θανάτου. Ποτισμένο με την αύρα της Σονάτας του Σεληνόφωτος του Ρίτσου, το εν λόγω ποίημα προσπαθεί να συντελέσει στην αναγέννηση της τέχνης του ποιητή κάνοντας ένα νέο ξεκίνημα. Εδώ, τα πουλιά παρουσιάζονται ως οπτασίες που έρχονται με τον αέρα και συμπλέκονται με τα πολύχρωμα σύννεφα. Τελικά, η απάντηση δίνεται μέσα από την επανατοποθέτηση του στίγματος του ποιητή μέσα στον κόσμο της σκέψης «αναζητώντας άυλο χρώμα/ν’ απλώσει τον καμβά της».    

 Στη συνέχεια, οι προβληματισμοί του τον κάνουν να αναρωτιέται: Καταλαβαίνει κανείς πραγματικά; Ή μπορούμε μόνο να μεταδίδουμε ασαφείς εκδοχές για την τύχη των ονείρων μας; Στο γ΄(σ.11), τα πουλιά παρομοιάζονται με καμένα πολεμικά λάβαρα που τελικά αφήνονται σε μια ελλειπτική τροχιά, σαν πλανήτες που ποτέ δεν αγγίζονται, γύρω από μια κεντρική ιδέα. Τα πολεμικά λάβαρα που κάηκαν, συσχετίζονται ασφαλώς με τα όνειρα της πυρωμένης νιότης που νικήθηκαν από τον κυκεώνα των προβλημάτων που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της ζωής. Τελικά, τόσο τα όνειρα/πουλιά, όσο και εμείς, ακολουθούμε ξεχωριστές πορείες χωρίς να νοιαζόμαστε πραγματικά ο ένας για τον άλλο. Έτσι, δημιουργείται μια παράξενη αρμονία που μόνο ο έρωτας μπορεί να επεξηγήσει (βλέπε β, σ.6). Μάλιστα, ο έρωτας μπορεί να αποτελέσει το πολυπόθητο εφαλτήριο ανάκαμψης. Ειδικά όταν τίθεται σε λειτουργία τις ώρες γύρω από τα μεσάνυκτα. Το στοιχείο του έρωτα συμπλέκεται αριστοτεχνικά με τις αντοχές που χρειάζονται να ενυπάρχουν μέσα μας στο ποίημα β΄ του τρίτου μέρους (σ.44). Με σαφείς αναφορές στην Ελένη του Σεφέρη, αναζητεί στον έρωτα απάγκιο και κατοικία για τα ορφανά του όνειρα.

Νύξεις για την ενδεχόμενη μελλοντική λύτρωση παρέχει, κατά τρόπο πληθωρικό, το ποίημα δ΄ (σ. 12). Έρχονται τα τριζόνια την ώρα της μέγιστης απόγνωσης φορτωμένα με τέφρα και πόνο. Μα ο ήχος και μόνο του πλαταγίσματος των φτερούγων τους είναι ικανός να προκαλέσει το φύτρωμα του δέντρου της σκέψης του ποιητή ακόμα και σε γη κατάξερη. Ο εσωτερικός κόσμος που εμφανίζεται εδώ υπό τη μορφή ενός δέντρου που αντίς για φύλλα στα κλαριά του φυτρώνουν λέξεις, προσλαμβάνει υπερφυσικές διαστάσεις αφού παρουσιάζεται υπεργόνιμος και αυτάρκης. Χρειάζεται μόνο τα όνειρά του που είναι γεμάτα ελπίδα και φως. Όμως, σχεδόν αμέσως, έρχεται η διάψευση των προσδοκιών να τον στοιχειώσει. Το ποίημα ζ΄ (σ.15) ξεχειλίζει από απαισιοδοξία. Τεχνηέντως, ο ποιητής μεταθέτει σε ένα τρίτο πρόσωπο την αγωνία για την ατελέσφορη αγωνία, τη βασανιστική προσμονή και το ανεκπλήρωτο. Καταστάσεις που “συνομιλούν” ευθέως με ομόλογα συναισθήματα του αποδέκτη, αλλά και που λειτουργούν ως αφορμίσεις για αναγωγές στη πρόσφατη κυπριακή και ευρύτερα ελληνική συλλογική εμπειρία. Το όλο θλιβερό συναίσθημα του ποιητή συμπληρώνει το μουντό σκηνικό της δράσης. Η λέξη «μούχρωμα» είναι χαρακτηριστική και παραπέμπει στο γνωστό, ομώνυμο ποίημα του Λορέντζου Μαβίλη (πλάνα δώρα ζηλεμένα/της ζήσης, που αχνοσβιέται και τελειώνει/σαν το θαμπό γιουλί που ολοένα λιώνει).

Τέλος, σημαντική θέση στις αναφορές του ποιητή για τα πουλιά, έχουν οι αναφορές του στον Αντρέα Εμπειρίκο και κυρίως στα Πουλιά του Προύθου (ιβ΄, σ.21). Πριν φτάσει όμως εκεί, η απαισιοδοξία του ποιητή κορυφώνεται αφού περίλυπος συνειδητοποιεί ότι η ύλη πεθαίνει μια ώρα αρχύτερα εφόσον δεν μένει το πνεύμα που της αναλογεί προσηλωμένο στα όνειρά του. Σαν τα φευγάτα πουλιά του μεσαυγούστου μας εγκαταλείπουν κι εμείς απλώς ψάχνουμε εκ των υστέρων να συλλαβίσουμε το πέρασμά τους. Φοβάται πως οδεύουμε για μια λοβοτομή που θα μας στερήσει ακόμα και από εκείνα τα όνειρα που έχουμε καλά κλεισμένα μέσα μας. Η επερχόμενη λοβοτομή θα κάνει τα όνειρα/πουλιά μας να πετάξουν και να χαθούν μέσα στην ερημιά του σύμπαντος (θ’, σ.18). Πλήρως επηρεασμένος από αυτό το κλίμα, θλίβεται που οι στίχοι των μεγάλων ποιητών (και δη του Εμπειρίκου) έγιναν άπιαστα πουλιά, ακατάληπτες λέξεις χωρίς νόημα ακόμα και για τους ίδιους τους ποιητές. Τη λύση όμως την έχουμε μέσα μας. Όπως λέει και στα Πουλιά του Προύθου ο Εμπειρίκος, οἱ λογισμοὶ τῆς ἡδονῆς εἶναι πουλιὰ/ποὺ νύχτα-μέρα διασχίζουν τὸν ἀέρα/εἶναι τὰ βλέφαρά μου διάφανες αὐλαῖες/ὅταν τ’ ἀνοίγω βλέπω ἐμπρός μου ὅ,τι κι ἂν τύχει/ὅταν τὰ κλείνω βλέπω ἐμπρός μου ὅ,τι ποθῶ.

* Ο Μιχάλης Μελετίου είναι βιολόγος και συγγραφέας

Πηγή: http://fractalart.gr/tefra-oneiron/

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ