Χρυσούλα Κατσαβριά-Σιωροπούλου -Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ ν. Καρδίτσας.

Η πρόσβαση στη γνώση, στο κατάλληλο βιβλίο και στο κατάλληλο διδακτικό υλικό, αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα για κάθε παιδί.

Οι σύγχρονες εκπαιδευτικές αντιλήψεις τοποθετούν τη βιβλιοθήκη γενικά, αλλά και τη σχολική ειδικότερα, στην κορυφή της ερευνητικής και εκπαιδευτικής διαδικασίας. Οποιοδήποτε εκπαιδευτικό σύστημα επιδιώκει τη μεταρρύθμιση της σχολικής εκπαίδευσης και τη σύνδεση με νέες διδακτικές και μαθησιακές προσεγγίσεις είναι καταδικασμένο να αποτύχει αν δεν υποστηρίζεται από ένα καλό δίκτυο σχολικών βιβλιοθηκών.

Αν επιθυμούμε ένα σύγχρονο, ανοιχτό, δημοκρατικό, δημόσιο σχολείο με ίσες μορφωτικές ευκαιρίες για όλα τα παιδιά, τότε έχουμε απόλυτη ανάγκη από μία σχολική βιβλιοθήκη η οποία θα αναλάβει αυτόν τον πολυδιάστατο ρόλο στηρίζοντας μαθητές και εκπαιδευτικούς στο περιπετειώδες ταξίδι της γνώσης.

Στη χώρα μας η λειτουργία των σχολικών βιβλιοθηκών έχει μια θλιβερή ιστορία. Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση – η πρωτοβάθμια αγνοήθηκε επιδεικτικά-, την προηγούμενη δεκαετία δημιουργήθηκε ένας μεγάλος αριθμός σχολικών βιβλιοθηκών (οι περίφημες 757), σ’ όλη την Ελλάδα, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα, με ένα φιλόδοξο σχέδιο που χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω του επιχειρησιακού προγράμματος  εκπαίδευσης και αρχικής επαγγελματικής κατάρτισης.

Το πρόγραμμα λειτούργησε υποδειγματικά με πλήθος δράσεων και ενεργειών που έφεραν το βιβλίο κοντά στους νέους.

Τα χρόνια της κρίσης ο θεσμός απαξιώθηκε και αυτές οι 757 βιβλιοθήκες αφέθηκαν στην τύχη τους -οι περισσότερες είναι κλειδωμένες ή υπολειτουργούν ή ακόμη χειρότερα έχουν γίνει αποθηκευτικοί χώροι- ενώ η πολιτεία έπαψε να ενδιαφέρεται για τη συντήρηση και την ανανέωσή τους, προκειμένου να εξοικονομηθούν θέσεις εκπαιδευτικού προσωπικού, αφού το προσωπικό που είχε εκπαιδευτεί επέστρεψε στη θέση του.

Έτσι, και στην περίπτωση των σχολικών βιβλιοθηκών,καθρεφτίζονται οι παθογένειες της ελληνικής μεταπολιτευτικής κοινωνίας: τραγικές ελλείψεις και ημιτελείςπροσπάθειες, ερασιτεχνισμοί και αστοχίες, απουσία προγράμματος και, παρά τις όποιεςνομοθετικές ρυθμίσεις, απουσία οργανωμένης και αδιάλειπτης λειτουργίας και σύνδεσής τους με την εκπαιδευτική διαδικασία.

Όπως αναφέραμε παραπάνω, η πρωτοβάθμια εκπαίδευση, τα νηπιαγωγεία μας δηλαδή και τα δημοτικά σχολεία, εξαιρέθηκαντότε από τη δημιουργία σχολικών βιβλιοθηκών. Και ενώ τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα τονίζουν ότι οποιαδήποτε μεταρρύθμιση ή αλλαγή στην παιδεία πρέπει να αρχίζει από τις πρώτες βαθμίδες και να ανεβαίνει προς τις ανώτερες, η τότε ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας είχε θεωρήσει ότι μια βιβλιοθήκη δε θα είχε να προσφέρει πολλά σε παιδιά ηλικίας 5 -12 ετών – στις ηλικίες δηλαδή που διαμορφώνονται οι στάσεις και οι κουλτούρες έρευνας και ανάγνωσης.

Στο μεταξύ, ανήσυχοι εκπαιδευτικοί με όραμα και προσωπική δουλειά, σύλλογοι διδασκόντων και γονέων ίδρυαν, εξόπλιζαν και λειτουργούσαν με ιδίους πόρους,περισσότερες από 1000 βιβλιοθήκες σε όλη την Ελλάδα κρατώντας ζωντανή τη δίψα των μικρών μαθητών για λογοτεχνία, για επιστήμη, για έρευνα.

Φτάνουμε λοιπόν στο σήμερα: με δεδομένη τη βαθιά οικονομική κρίση και με μειωμένους πόρους, το Υπουργείο Παιδείας παίρνει μια γενναία απόφαση. Αφενός αναγνωρίζει την ύπαρξη και τη συμβολή της εκπαιδευτικής κοινότητας στη λειτουργία των βιβλιοθηκών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και αφετέρου αποφασίζει να ιδρύσει 1000 σχολικές βιβλιοθήκες στα δημοτικά σχολεία όλης της χώρας και οι οποίες θα ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές μιας σύγχρονης βιβλιοθήκης.

Έτσι, οι σχολικές βιβλιοθήκες θα λειτουργήσουν ως μοχλός ενίσχυσης της εκπαιδευτικής διαδικασίας και ως δημιουργικός χώρος ανταλλαγής απόψεων μέσω του οποίου βιβλιοθηκονόμοι και εκπαιδευτικοί θα δουλεύουν συνεργατικά και θα μπορέσουν να ανεβάσουν το επίπεδο των μαθητών τους και να ενισχύσουν την ενεργό συμμετοχή τους.

Η δημιουργία και λειτουργία μιας πλούσιας συλλογής πηγών πληροφόρησης, με πολυμορφικά υλικά και υπηρεσίες επικοινωνίας σε κάθε σχολική μονάδα, σηματοδοτεί μια διαφορετική αντίληψη για τη σχολική βιβλιοθήκη και τον ρόλο της. Μέσα στη βιβλιοθήκη η γνώση θα αφομοιώνεται αλλά και θα δημιουργείται, με τη χρήση πολλών και σύγχρονων μέσων, στηρίζοντας και εμπλουτίζοντας τα διδασκόμενα αντικείμενα και τις ποικίλες σχολικές δραστηριότητες, θα καλύπτει τα βασικά ενδιαφέροντα όλων των παιδιών και θα παρέχει έγκυρη και υπεύθυνη ενημέρωση σχετικά με προβλήματα που τους απασχολούν στην εξωσχολική τους ζωή.

Εύκολα όμως, αντιλαμβάνεται κανείς ότι δεν αρκεί μόνον η ίδρυση μιας σύγχρονης σχολικής  βιβλιοθήκης. Για να επιτελέσει το ρόλο του το νέο αυτό εκπαιδευτικό περιβάλλον πρέπει να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητά του. Αυτό θα συμβεί, αν η σχολική βιβλιοθήκη αποτελέσει ζωντανό κύτταρο του σχολείου, αν ενταχθεί οργανωτικά και οργανικά στη λειτουργία της καθημερινής εκπαιδευτικής διαδικασίας, αν εξασφαλιστούν πόροι για τη συνεχή ανανέωση του υλικού της και αν εγγυηθεί η σωστή και σταθερή στελέχωσή της. Το σημερινό σχολείο χρειάζεται μια βιβλιοθήκη, έξω από τη λογική του μουσειακού αντικειμένου, που θα συμβάλλει στη δυναμική εξέλιξη της παιδείας σε ελκυστικό περιβάλλον, διαρκώς βελτιούμενο.

Εξάλλου, ο όρος σχολική βιβλιοθήκη, χάρη στις ραγδαίες τεχνολογικές και πολιτιστικές εξελίξεις, αλλά και στις νέες απόψεις για την παιδεία, παραπέμπει σήμερα σε εκπαιδευτικό περιβάλλον νέου τύπου το οποίο αντιπροσωπεύει πολύ περισσότερα από έναν απλό χώρο αποθήκευσης, ταξινόμησης, καταλογογράφησης και δανεισμού βιβλίων.

Η σχολική βιβλιοθήκη πρέπει να στηρίζει το αναλυτικό πρόγραμμα του σχολείου, να αποτελεί δηλαδή εργαλείο για τον εκπαιδευτικό και για τον μαθητή στη μαθησιακή του πορεία, και ταυτόχρονα, να καλλιεργεί τη σχέση του παιδιού με το βιβλίο, ώστε να γίνει σχέση αγάπης που θα του προσφέρει χαρά και ικανοποίηση. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η επαφή των παιδιών με το βιβλίο, από πολύ μικρή ηλικία, καθώς και οι δράσεις φιλαναγνωσίας στο σχολείο και στις βιβλιοθήκες, δημιουργούν μελλοντικούς αναγνώστες, δηλαδή σκεπτόμενους, ενεργούς πολίτες.

Σε μια εποχή που το δημόσιο σχολείο βάλλεται από παντού και η Παιδεία περνάει μια από τις μεγαλύτερες κρίσεις, οι βιβλιοθήκες, ειδικά στην περιφέρεια, μπορούν να γίνουν ζωντανοί χώροι γνώσης, δημιουργίας και πολιτισμού για τους μαθητές, τους εκπαιδευτικούς, τους γονείς αλλά και την ευρύτερη τοπική κοινωνία λειτουργώντας ως χώροι ανοιχτής πρόσβασης και επικοινωνίας.

Η αδιαφορία με την οποία αντιμετωπίστηκε το θέμα τα προηγούμενα χρόνια στέρησε από γενιές νέων την κουλτούρα της βιβλιοθήκης και έρευνας μέσα σε αυτή, με αποτέλεσμα οι στατιστικές να μιλούν σήμερα για νέους οι οποίοι ερευνούν μόνο μέσα από τα ψηφιακά μέσα χωρίς να είναι σε θέση να αξιολογούν τις πηγές, χωρίς να αξιοποιούν τον τεράστιο πλούτο των βιβλιοθηκών καθώς και το εξειδικευμένο προσωπικό.

Επιθυμούμε ένα σύγχρονο, ανοιχτό, δημοκρατικό σχολείο. Εμείς μπορούμε να το δημιουργήσουμε γιατί έχουμε και πάθος και γνώση και κυρίως όραμα για τη νέα γενιά.

 

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ