’ το πιο τίμιο – την μορφή του’. Γράφει ο Λεύκιος Ζαφειρίου*


Ο Γιαννάκης Σάββα Λιασή (1953-1974) επιστρέφει σήμερα άμωμος, ύστερα από σαράντα χρόνια, στη γενέτειρά του Αγία Τριάδα της κατεχόμενης Καρπασίας, όπου έζησε παιδί, έφηβος και νέος. Κι αν οι Δίαιοι και οι Κριτόλαοι της κυπριακής τραγωδίας δεν ήταν οι ενδεδειγμένοι για να υπερασπίσουν αυτή την προσφιλή πατρίδα, ο Γιαννάκης ερχόταν από έναν άλλο κόσμο και για αυτό ακριβώς την υπερασπίστηκε με την αθωότητα της νεότητάς του. Ίσως στις μέρες μας αυτός ο κόσμος να μην είναι προσιτός στον δικό μας ορίζοντα μέσα στην ανερμάτιστη καθημερινότητα που ζούμε.
Σήμερα η σορός του θα ακολουθήσει αυτή τη μακριά διαδρομή. Από τον χώρο του αεροδρομίου της Λευκωσίας όπου βρίσκονται τα οστά του από τον Μάρτιο του 2010, όταν βρέθηκαν μαζί με τεσσάρων άλλων αγνοουμένων του 361 Τάγματος Πεζικού σε εκσκαφές στην Κλεπίνη της Κερύνειας, θα διασχίσει τη Μεσαορία και θα φτάσει στην Καρπασία: Μια Μηλιά, Επιχώ, Περιστερώνα, Λευκόνοικο, Γύψου, Λάπαθος, Τρίκωμο, Σύγκραση, Μπογάζι, Πατρίκι, Γαστριά, Πατρίκι, Άγιος Θεόδωρος, Κώμα του Γιαλού, Λεονάρισσο, Άγιος Ανδρόνικος, Γιαλούσα, Αγία Τριάδα.liasi_0013a[1]

Αυτή την άλλη διάσταση του χρόνου και της ίδιας της Ιστορίας μας υπενθυμίζει ο Γιαννάκης Λιασής ή καλύτερα αυτό που λέει ο Οδυσσέας Ελύτης για τη γλώσσα και την πατρίδα ‘’που την αποκρυπτογραφείς μονάχα στους καιρούς της λύπης και της εξορίας’’. Και ό,τι βίωναν οι δικοί του άνθρωποι όλα αυτά τα πέτρινα σαράντα χρόνια περιμένοντας μιαν άλλη αυγή. Σε μια εποχή σχεδόν γενικευμένης ιστορικής αμνησίας τις τελευταίες δεκαετίες προβάλλουμε ως ‘’φωνή πατρίδας’’ το περιλάλητο οικονομικό θαύμα, τον αριβισμό που μας χαρακτηρίζει ως κοινωνία, τους τίτλους και τα αξιώματα.
Αυτά τα τοπωνύμια αποτελούν ψηφίδες της Ιστορίας του ‘’Κόσμου της Κύπρου’’ την οποία ο νέος αυτός, με το δικό του αλφάβητο, ανασυνθέτει και λαμπρύνει. Στο σπίτι της οικογένειας στην Αγία Τριάδα θα περιμένουν την επιστροφή του ο πατέρας, η μητέρα κι η αδερφή του. Ο κ. Σάββας , η κ. Μαρούλα και η Τούλα μαζί με τον ιερέα από το Ριζοκάρπασο, τον πατέρα Ζαχαρία, θα καλωσορίσουν τον ωραίο νεκρό μ’ ευλάβεια και με λύπη και όπως γράφει σε στίχους η αδερφή του: … κοίταξα το ρολόι σου / σιωπηλά / και είδα την ώρα να σταματάει …/ … το τοπίο επιμένει / διακριτικά / να δείχνει την ομορφιά του …/ … ούτε στεφάνια / ούτε επικήδειοι / ανώνυμα μετάλλια / για εκείνους που τολμούν / να πέφτουν για την ελευθερία.
Σ’ ένα λυόμενο δωμάτιο στον χώρο του αεροδρομίου Λευκωσίας βλέπεις σε βίντεο φωτογραφίες από τις ανασκαφές στην Κλεπίνη. Ό,τι έχει μείνει από το νέο παιδί, μόλις είκοσι ενός χρονών, γεμίζει την απουσία ενός προσώπου, σαράντα τόσα χρόνια. Ο στίχος του Μπόρχες ‘’’ένα πράγμα μόνο δεν υπάρχει, είναι η λήθη’’ – αυτή η μνήμη που επιμένει στην εικόνα, στο ανεύρετό του πρόσωπο με το χαμόγελο, τα καστανά μάτια και τα καστανά μαλλιά με τη χωρίστρα στ’ αριστερά.liasi_0001a[1]
Το νεκρό παιδί ακίνητο, πιο πέρα το μικρό φέρετρο πάνω σε δύο τραπεζάκια και πάνω σε ένα άλλο τραπέζι με άσπρο κάλυμμα η φωτογραφία του και μπροστά ένα αναμμένο καντήλι. Πίσω στα αριστερά μια ανθοδέσμη και από τη μεριά της φωτογραφίας, στο βάθος ένα εικόνισμα.. Σε άλλο τραπέζι το στρατιωτικό παντελόνι σχεδόν άθικτο, με το χακί χρώμα. Κι οι λίγες αγκράφες και τα τρία κουμπιά…
Φοιτητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ήρθε για διακοπές μετά τις εξετάσεις και στο πραξικόπημα μέχρι την εισβολή της Τουρκίας ήταν στο πατρικό του σπίτι. Ο πατέρας του έλειπε στην Αθήνα όταν άρχισε η πρώτη εισβολή στις 20 Ιουλίου. Πολύ πρωί παρουσιάστηκε στους Ακράδες από τους πρώτους και στη συνέχεια βρέθηκε στον Πενταδάχτυλο. Επέστρεψε τελευταίος στο χωριό ύστερα από μια βδομάδα με την ανακωχή, με το αυτοκίνητο του παππού του Λιασή από το Βαρώσι, αφού απουσίαζε ο πατέρας του.
Καλοκαίρι και πριν από σαράντα χρόνια. Ήταν 11 Αυγούστου 1974, ‘’η τελευταία φορά που τον είδαμε και τον αποχαιρετήσαμε’’ κοντά στη Κυθρέα γράφει η αδερφή του Τούλα, μαθήτρια τότε. Με το στρατιωτικό παντελόνι και την κοντομάνικη φανέλα που φορούσε- γαλάζια, ανοιχτό ουρανί. Από αυτές που φοράμε από μέσα. Την άλλη μέρα θα πήγαινε στον Άγιο Επίκτητο. Και τον περίμεναν σαράντα χρόνια οι γονείς του στην Αγία Τριάδα στην κατεχόμενη Καρπασία. Και στη λυόμενη αίθουσα στον χώρο του αεροδρομίου, στο ένα τραπέζι τα μεταλλικά κομμάτια από τη στρατιωτική ζώνη του και το παντελόνι με τις μικρές ρίζες από αγριολούλουδα που είχαν διαπεράσει τις ίνες του υφάσματος. Και στο άλλο ο Γιαννάκης, όταν έφυγαν το άσπρο σεντόνι. Όχι, δεν ήταν το παιδάκι των πέντε- έξι χρονών στο άσπρο αλογάκι στην αναμνηστική φωτογραφία σε μια εκδρομή στον Απόστολο Ανδρέα στην άκρη της Χερσονήσου Καρπασίας. Τότε που ήταν στα σκαριά η Κυπριακή Δημοκρατία και ήταν πολύ μακριά όσα θα συνέβαιναν μέσα σε λίγες μέρες το καλοκαίρι το 1974.
Και στα δυο τραπεζάκια το μικρό , σχεδόν παιδικό φέρετρο. Η φωτογραφία του με τα λουλούδια και οι σταματημένοι δείχτες του ρολογιού στον Άγιο Επίκτητο, στην Κλεπίνη και στον Πενταδάχτυλο, στα στάχυα, τους θάμνους και τα δέντρα. Οι στίχοι του Γιώργου Σεφέρη αρμόζουν σε αυτό τον νέο που σήμερα είναι πάλι μαζί μας για να μας θυμίζει πως … Ένοχος δεν υπάρχει, καπνός. / Ποιος έφυγε / χτυπώντας πέταλα στις πλάκες; / Κατάργησαν τα μάτια τουςž τυφλοί. / Μάρτυρες δεν υπάρχουν πια, για τίποτε. Ή ακόμη κι αυτοί οι στίχοι του ίδιου ποιητή ως αποχαιρετισμός στον Γιαννάκη Λιασή κοιτώντας με ελπίδα τη μετέωρη θλίψη της Ιστορίας σε αυτό το νησί: Λίγο ακόμα / θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν / τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο / τη θάλασσα να κυματίζει /λίγο ακόμα, / να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα.

*Ο ποιητής και πεζογράφος Λεύκιος Ζαφειρίου υπηρέτησε ως καθηγητής φιλόλογος για πολλά χρόνια στην κατεχόμενη Καρπασία. Το τελευταίο του βιβλίο «Με ευλάβεια και με λύπη» (2014) κυκλοφορεί από τις εκδ. Γαβριηλίδης.

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ