Στην Ελλάδα πρέπει να επιταχυνθούν μεταρρυθμίσεις που εκκρεμούν από καιρό και να λυθούν «δομικά» προβλήματα της οικονομίας

 

του Πάνου Καζάκου*

 

Η επιδημία του κορωνοϊού βρήκε τη χώρα με παραγωγική βάση ευάλωτη σε εξωτερικέςδιαταραχές. Κατά συνέπεια η ύφεση θα είναι μεγαλύτερη σε σύγκριση με άλλες χώρες. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μόλις πρόβλεψε ότι το ΑΕΠ θα υποχωρήσει το 2020 σε 9,6% ενώ μόλις μερικούς μήνες νωρίτερα περίμενε ασθενική μεγέθυνση. Εκεί που η αγορά εργασίας βελτιωνόταν αργά αλλά σταθερά το 2019, με την απότομη καραντίνα της οικονομίας χάθηκαν χιλιάδες θέσεις εργασίας. Η ανεργία το 2020 θα ανέλθει πάλι στο απαράδεκτο 20% και οι επενδύσεις θα καταρρεύσουν.

 

Πρόκειται αναμφίβολα για μια ψυχρολουσία της ελληνικής κοινωνίας που μόλις φαινόταν να συνέρχεται από την βαθιά κρίση της περασμένης δεκαετίας. Αλλά, τη φορά τούτη η δραματική χειροτέρευση της οικονομικής κατάστασης που θύμισε το 2019- 11 δεν προκάλεσε κοινωνική αναταραχή και ακραία πόλωση, ούτε έξαρση του λαϊκισμού. Η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών θεώρησε ότι οι κυβερνητικοί χειρισμοί ήταν σωστοί και, παρά τις γνωστές εξαιρέσεις, κατανόησε το πρόβλημα. Στην αποδοχή συνέβαλε και ο επαγγελματισμός με τον οποίο ο κυβερνητικός πυρήνας χειρίσθηκε τα προβλήματα.

 

Καθώς έχει αρχίσει η χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων, η δημόσια συζήτηση εστιάζει στην επόμενη ημέρα. Αρωγός στην προσπάθεια είναι η ΕΕ, με την αποδοχή τίτλων ενέχυρων απότην ΕΚΤ, το πρόγραμμα SURE για τη στήριξη θέσης εργασίας, ενίσχυση της δανειοδοτικής ικανότητας της ΕΤΕπ κ.α. Φυσικά, η συζήτηση συνεχίζεται για την ίδρυση επαρκούς Ταμείου Ανάκαμψης που όμως δεν θ καταλήγει σε αύξηση του χρέους των κρατών μελών.

 

Πράγματι η στήριξη χωρών όπως η Ελλάδα με τρόπο που δεν θα δημιουργεί νέα χρέη φαίνεται ότι πλησιάζει. Μπορεί φερ’ ειπείν να είναι διαχειρίσιμο ένα χρέος που ανέρχεται σε περίπου 200% του ΑΕΠ της χώρας; Ο δανεισμός δεν αρκεί γιατί χειροτερεύει τις αυριανές συνθήκες. Όμως η εξωτερική βοήθεια δεν αρκεί και, άλλωστε, ουδέποτε άρκεσε. Συν Αθηνά και χείρα κίνει λοιπό. Στην Ελλάδα πρέπει να επιταχυνθούν μεταρρυθμίσεις που εκκρεμούν από καιρό και να λυθούν «δομικά» προβλήματα της οικονομίας. Ήδη στους μήνες της κρίσης δρομολογήθηκαν αλλαγές που προλειαίνουν το έδαφος για αυτές όπως η ενίσχυση του ΕΣΥ, ψηφιακές αλλαγές στο Δημόσιο και στην παιδεία, η απεμπλοκή εμβληματικών ιδιωτικοποιήσεων, ο νέος περιβαλλοντικός νόμος κ.α.

 

Ωστόσο, η επόμενη μέρα εμπεριέχει κινδύνους ως προς τις μεταρρυθμίσεις. Η πολιτικο- οικονομική ανάλυση τους εντοπίζει στους συνήθεις ύποπτους- μυωπική συμπεριφορά πολιτικών εθισμένων σε πελατειακές διευθετήσεις, συντεχνιακό διεκδικητισμό, ιδεολογικές ακαμψίες, ευφάνταστους μπαταχτσήδες του επιχειρηματικού κόσμου. Οι δυνάμεις του status quo είναι πράγματι ισχυρές και παρούσες.

 

Αναμφίβολα, κάθε νέο βήμα που πρέπει να γίνει θέτει ζητήματα ήθους, παιδείας και αντιλήψεων για τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των πολιτών. Έτσι εξηγούνται και οι ηθικές εκκλήσεις κυβερνητικών αξιωματούχων και του Πρωθυπουργού προς τους πολίτες να δείξουν υψηλό αίσθημα ευθύνης και έμπρακτη αλληλεγγύη , να αναλογισθούν τις επιπτώσεις της συμπεριφοράς τους σε τρίτους, να μη συμπεριφέρονται ως λαθρεπιβάτες (freerider) να μην παραβιάζουν τους κανόνες που υποδεικνύει η επιστήμη. Την ίδια ρητορική υιοθέτησε ο Γιώργος Παπανδρέου, όταν το 2011 διεκτραγωδούσε την διαστροφή των εννοιών και ηθικών επιταγών: «Φθάσαμε πολλές φορές να ονομάζουμε “δικαιοσύνη” τη σκανδαλώδη εύνοια. Κεκτημένα τα προνόμια λίγων συντεχνιών (…) Υγιή επιχείρηση, το κυνήγι του εύκολου πλουτισμού…» (ομιλία 2 Μαρτίου 2010). Ήταν φωνή βοώντος εντη κομματική ερήμω. Ελπίζω ότι αυτή τη φορά τα πράγματα θα είναι αλλιώς. Και μέχρι στιγμής είναι.

 

*ομότιμος καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ