Παρέμβαση του ευρωβουλευτή της ΝΔ Γιώργου Κύρτσου στο συνέδριο «Ανάπτυξη και Επενδύσεις: Δημιουργώντας προοπτικές για την ελληνική οικονομία», το οποίο συνδιοργάνωσαν το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, η εφημερίδα «Κεφάλαιο» και η πύλη capital.gr

Η ψήφος των Βρετανών υπέρ του Brexit, στο δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου 2016 είναι τεράστιας οικονομικής και πολιτικής σημασίας γιατί δείχνει ότι η ένταξη στην ΕΕ μπορεί να αντιστραφεί. Το Brexit επηρεάζει τον τρόπο που σκέφτονται ορισμένες κυβερνήσεις και πολιτικά κόμματα στην ΕΕ. Οι δυσκολίες στην επικύρωση της συμφωνίας CETA, οικονομικής συνεργασίας μεταξύ της ΕΕ και του Καναδά, μπορεί να αποδοθούν ως ένα βαθμό στην νοοτροπία που δημιουργήθηκε μετά το Brexit εφόσον διάφορες πολιτικές δυνάμεις ενθαρρύνονται στη στρατηγική τους κατά της παγκοσμιοποίησης.

Περισσότεροι κανονισμοί και κρατικές παρεμβάσεις

Σαν αποτέλεσμα του Brexit μπορούμε να περιμένουμε μία ΕΕ με περισσότερους κανονισμούς και γραφειοκρατία. Οι Βρετανοί είναι συνεπείς υποστηρικτές του περιορισμού των κανονισμών σε ό,τι αφορά τη λειτουργία της οικονομίας και τάσσονται υπέρ του περιορισμού της γραφειοκρατίας. Η Γερμανία έχει την τάση να επιβάλλει λεπτομερειακούς κανονισμούς για διάφορα θέματα ενώ η Γαλλία έχει μια σταθερή συμβολή υπέρ του κρατικού παρεμβατισμού και της ανάπτυξης της γραφειοκρατίας σε όλα τα επίπεδα. Η απουσία του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ θα έχει κατά την άποψή μου αρνητική επίπτωση στον ευρωπαϊκό οικονομικό τρόπο σκέψης και στις πολιτικές που εφαρμόζονται. kirtsos-sosto
Για να σας δώσω ένα παράδειγμα το οποίο μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό από εκπροσώπους του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα, πολλοί από τους οποίους είναι θύματα της κρίσης που ξεκίνησε στην ελληνική οικονομία το 2008, στο Ηνωμένο Βασίλειο χρειάζεσαι ένα χρόνο για να ξεκινήσεις ξανά την επιχειρηματική σου δραστηριότητα ύστερα από μια οικονομική αποτυχία ενώ στην Ελλάδα χρειάζεσαι κατά μέσο όρο 10 χρόνια. Στο Ηνωμένο Βασίλειο παρατηρείται η ταχύτερη αντίδραση σε τέτοιου είδους ζητήματα μεταξύ των 28 χωρών μελών της ΕΕ ενώ στην Ελλάδα παρατηρείται η βραδύτερη αντίδραση.
Ενίσχυση δεξιών, ακροδεξιών λαϊκιστών
Η νίκη των υποστηρικτών του Brexit στο βρετανικό δημοψήφισμα που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 2016 ενισχύει τους δεξιούς και ακροδεξιούς λαϊκιστές στην ΕΕ και στις ΗΠΑ οι οποίοι θα ήθελαν να επανεθνικοποίησουν ευρωπαϊκές και παγκοσμιοποιημένες πολιτικές, να κινηθούν κατά της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της παγκοσμιοποίησης και να προωθήσουν διάφορες μορφές προστατευτισμού.
Στη Γαλλία η κ. Λεπέν, η ηγέτης του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου, υποστηρίζει το λεγόμενο Frexit και σκοπεύει να βγάλει τη Γαλλία από την ΕΕ σε περίπτωση που κερδίσει τις προεδρικές εκλογές του Απριλίου – Μαΐου 2017.
Στην Ιταλία ο δεξιός λαϊκιστής Μπέπε Γκρίλο, ηγέτης του κινήματος των Πέντε Αστέρων και ο Ματέο Σαλβίνι, ηγέτης της ακροδεξιάς Λέγκας του Βορρά, προσπαθούν να αξιοποιήσουν το δημοψήφισμα που θα πραγματοποιηθεί στις 4 Δεκεμβρίου του 2016 με στόχο τη μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος για να αποσταθεροποιήσουν την κεντροαριστερή κυβέρνηση του Ματέο Ρέντσι και να επιβάλλουν στη συνέχεια το δικό τους δημοψήφισμα με στόχο να βγάλουν την Ιταλία από την ευρωζώνη.
Η στα όρια του γελοίου προεδρική εκστρατεία του Ντόναλντ Τραμπ και η μεγάλη κρίση που ξέσπασε στο κόμμα της Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου, την πολιτική δύναμη που επέβαλε την ατζέντα του Brexit στην πλειοψηφία των εκπροσώπων του Βρετανικού Συντηρητικού Κόμματος, είναι καλά νέα με την έννοια ότι δείχνουν ότι οι λαϊκιστές στην ΕΕ και στις ΗΠΑ εκμεταλλεύονται πραγματικά προβλήματα χωρίς να είναι σε θέση να προωθήσουν πραγματικές λύσεις.
Ενίσχυση του ρόλου της Γερμανίας
Το Brexit πρόκειται να οδηγήσει σε ένα νέο κύμα θεωριών για τη γερμανική κυριαρχία στην ΕΕ. Η Γερμανία αναπτύσσεται από οικονομική και κοινωνική άποψη και το ειδικό βάρος της θα ενισχυθεί στο εσωτερικό της ΕΕ εξαιτίας του Brexit. Η Γαλλία και η Ιταλία είναι σε κατάσταση μόνιμης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Η Ισπανία και η Πολωνία, δύο άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, πηγαίνουν καλά αλλά δεν έχουν το ειδικό βάρος για να αντισταθμίσουν το Brexit.
Αυτό σημαίνει ότι η Γερμανία θα είναι η κυρίαρχη οικονομική και πολιτική δύναμη στην ΕΕ των 27 χωρών – μελών. Το ΑΕΠ της Γερμανίας ισοδυναμεί με το ΑΕΠ 21 κρατών – μελών, Επιπλέον η Γερμανία έχει μεγάλη οικονομική επιρροή σε χώρες όπως η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Τσεχία, η Σλοβακία, η Σλοβενία, η Κροατία, οι Βαλτικές Δημοκρατίες, η Ρουμανία και συγκλίνει σε ζητήματα οικονομικής πολιτικής με πολύ αναπτυγμένα κράτη μέλη όπως η Ολλανδία, η Αυστρία, η Δανία, η Σουηδία και η Φινλανδία. Θα πρέπει να περιμένουμε ότι ο Νότος, ο οποίος δεν είναι ενωμένος, θα εμφανιστεί λίγο πολύ ενωμένος στην κριτική του για την οικονομική πολιτική που ακολουθεί η γερμανική κυβέρνηση και για την ενίσχυση του ρόλου της Γερμανίας στις ευρωπαϊκές υποθέσεις. Ανεξάρτητα από το ποιος έχει δίκιο ή όχι το Brexit δημιουργεί μία νέα αλλαγή στο συσχετισμό δυνάμεων στο εσωτερικό της ΕΕ υπέρ της Γερμανίας κάνοντας με αυτό τον τρόπο πιο σύνθετη την επεξεργασία και εφαρμογή πολιτικών που συγκλίνουν.
Το είδος της σχέσης
Είναι πολύ νωρίς για να υπολογίσουμε με ακρίβεια τις συνέπειες του Brexit για την ευρωπαϊκή οικονομία. Είναι φανερό ότι θα μας λείψει το Ηνωμένο Βασίλειο που έχει τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στην ΕΕ των 28. Θα γίνει ακόμη πιο δύσκολο για την ΕΕ να ανταγωνιστεί με επιτυχία τις ΗΠΑ και την Κίνα.
Υπάρχει πάντως μεγάλη διαφορά μεταξύ του σκληρού Brexit που παρουσίασε η πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου κ. Μέι στο πρόσφατο συνέδριο του Συντηρητικού Κόμματος από μια πιο δημιουργική συμφωνία μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της ΕΕ.
Το καλύτερο σενάριο θα ήταν η εφαρμογή του νορβηγικού μοντέλου στις σχέσεις των δύο μερών το οποίο εξασφαλίζει την ελεύθερη κίνηση των αγαθών, των υπηρεσιών, του κεφαλαίου και των προσώπων. Η Νορβηγία έχει περιορισμένη αυτονομία σε ό,τι αφορά τους κανονισμούς σε σχέση με την ΕΕ, εξαιρετικά περιορισμένη επιρροή στην ΕΕ σε ό,τι αφορά τους δικούς της κανονισμούς δεν έχει δικαίωμα λήψης αποφάσεων για τον προσδιορισμό του ευρωπαϊκού πλαισίου και συμβάλλει στη χρηματοδότηση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού. Θεωρώ απίθανο ότι οι υποστηρικτές του Brexit, οι οποίοι πλέον κυριαρχούν στη διαμόρφωση της πολιτικής της βρετανικής κυβέρνησης θα ακολουθήσουν την πορεία της Νορβηγίας. Το ελβετικό μοντέλο σχέσεων είναι μια πιο ήπια εναλλακτική λύση γιατί στηρίζεται στη μερική ελευθερία κίνησης των προσώπων. Από την άλλη πλευρά η Ελβετία συμβάλλει στη χρηματοδότηση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού και ένας τέτοιος διακανονισμός θα υπονόμευε ένα από τα βασικά επιχειρήματα των υποστηρικτών του Brexit.
Η ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσαν να στηρίξουν τη μελλοντική τους σχέση στα λιγότερο φιλόδοξα μοντέλα του Καναδά, της Τουρκίας ή του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου ή σε ένα συνδυασμό μεταξύ των παραπάνω.
Τα βασικά δεδομένα
Είναι πρακτικά αδύνατον να υπολογίσουμε τις οικονομικές συνέπειες του Brexit για την ΕΕ χωρίς να γνωρίζουμε σε ποιο μοντέλο θα στηριχτεί η μελλοντική τους σχέση. Πάντως τα βασικά δεδομένα που θα συμβάλλουν στη διαμόρφωση της μελλοντικής σχέσης μεταξύ των δύο μερών είναι τα ακόλουθα.
43% των βρετανικών εξαγωγών πηγαίνουν σε χώρες της ΕΕ και 53% των βρετανικών εισαγωγών προέρχονται από χώρες της ΕΕ κυρίως από τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ολλανδία. Μόνο το 8% των συνολικών εξαγωγών της ΕΕ κατευθύνονται στο Ηνωμένο Βασίλειο και 6% των συνολικών εισαγωγών της ΕΕ προέρχονται από το Ηνωμένο Βασίλειο. Έχουμε μία εντελώς ασύμμετρη εμπορική σχέση. Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει την πολυτέλεια να απομακρυνθεί από την ευρωπαϊκή ενιαία αγορά.
Ο χρηματοπιστωτικός τομέας αναλογεί στο 7,6% του ΑΕΠ του Ηνωμένου Βασιλείου και οι υπηρεσίες που εξάγει αντισταθμίζουν ως ένα βαθμό το σημαντικό εμπορικό έλλειμμα της χώρας. Σε περίπτωση ενός σκληρού Brexit ο χρηματοπιστωτικός τομέας θα χάσει ένα μέρος των δικαιωμάτων «διαβατηρίου» μέσω των οποίων λειτουργεί στην ΕΕ και σημαντικές τράπεζες και funds θα μπορούσαν να αποφασίσουν τον περιορισμό της παρουσίας τους στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Η βρετανική λίρα έχει υποτιμηθεί κατά περίπου 18% σε σχέση με τα άλλα ισχυρά διεθνή νομίσματα από το δημοψήφισμα για το Brexit και αναμένεται να ακολουθήσει η ισοτιμία της πτωτική πορεία τα επόμενα χρόνια. Μετά τις ΗΠΑ το Ηνωμένο Βασίλειο είναι η χώρα που προσελκύει τις περισσότερες ξένες άμεσες επενδύσεις (FDI) και περίπου οι μισές από αυτές (496 δισ. λίρες) προέρχονται από χώρες της ΕΕ.
Τα παραπάνω στοιχεία αφήνουν να εννοηθεί ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα έχει ένα συγκριτικά μεγαλύτερο κόστος για το Brexit, με την έννοια των χαμένων ευκαιριών, από ό,τι η ΕΕ αλλά και τα δύο μέρη πρέπει να κάνουν ό,τι μπορούν για να ελαχιστοποιήσουν το κόστος του χωρισμού.
Οι δαπάνες για την άμυνα
Το Brexit προετοιμάζει το έδαφος και για την αύξηση των αμυντικών δαπανώ των χωρών της ΕΕ σε περίπτωση που επιδιώξουν να ενισχύσουν τη θέση της ΕΕ σε ό,τι αφορά τις διεθνείς εξελίξεις. Η Γαλλία και η Γερμανία έχουν ήδη πάρει την πρωτοβουλία για τη συγκρότηση ευρωπαϊκού στρατού αλλά η βρετανική κυβέρνηση έχει δηλώσει ότι δεν πρόκειται να επιτρέψει εξελίξεις προς αυτή την κατεύθυνση όσο το Ηνωμένο Βασίλειο συμμετέχει στην ΕΕ. Η Γερμανία αρχίζει να αξιοποιεί τις οικονομικές δυνατότητές της για να αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες οι οποίες όμως είναι και θα παραμείνουν κάτω από το στόχο του 2% του ΑΕΠ που έχει θέσει το ΝΑΤΟ για τα κράτη-μέλη. Η ανάγκη της ενίσχυσης της ευρωπαϊκής διάστασης της άμυνας μετά το Brexit έρχεται σε αντίθεση με τους στόχους που έχουν τεθεί για δημοσιονομική πειθαρχία και έλεγχο του αυξανόμενου, σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ, δημόσιου χρέους των περισσότερων χωρών της ευρωζώνης.
Θεσμική αναταραχή
Τέλος, το Brexit δημιουργεί αναταράξεις και σε θεσμικό επίπεδο οι οποίες μπορεί να έχουν οικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις. Σύμφωνα με ειδικούς στο ευρωπαϊκό δίκαιο ζητήματα όπως η διαγραφή του Ηνωμένου Βασιλείου από τα γεωγραφικά όρια εφαρμογής των ευρωπαϊκών συνθηκών, αλλαγής της σύνθεσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου λόγω της αποχώρησης των 73 βρετανών ευρωβουλευτών και αλλαγής στον τρόπο χρηματοδότησης του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού ο οποίος θα χάσει την σημαντική καθαρή συνεισφορά του Ηνωμένου Βασιλείου, επιβάλλουν αλλαγή των συνθηκών. Προϋποθέτουν ομόφωνη απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, έγκρισή της από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και επικύρωσή της από τα εθνικά κοινοβούλια ή και τα τοπικά κοινοβούλια τα οποία έχουν σχετική αρμοδιότητα με βάση το σύνταγμα συγκεκριμένων κρατών-μελών. Γνωρίζοντας την κατάσταση που επικρατεί, από θεσμική και πολιτική άποψη στην ΕΕ, τα παραπάνω μοιάζουν δύσκολα και μπορεί να αποδειχθούν αδύνατα.
Οι συνέπειες για την Ελλάδα
Το Brexit έχει σημαντικό άμεσο και έμμεσο κόστος για την ελληνική οικονομία.
Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί έχουν μπει σε περίοδο θεσμικής και πολιτικής αβεβαιότητας με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να παρέμβουν και να συμβάλλουν αποτελεσματικά στη διαχείριση της ελληνικής κρίσης η οποία εμφανίζει σημάδια επιδείνωσης τα τελευταία δύο χρόνια.
Επιπλέον η στροφή προς τη σκληρή και την άκρα Δεξιά που ενισχύει το Brexit περιορίζει τον κύκλο των προθύμων οι οποίοι θα ήθελαν να διευκολύνουν την Ελλάδα μέσα από συγκεκριμένες πρωτοβουλίες. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση Μέρκελ δέχεται μεγάλη πίεση από τα δεξιά στην πορεία προς τις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2017 με το κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία αλλά και τους Φιλελεύθερους να επιχειρηματολογούν υπέρ της εγκατάλειψης του ελληνικού προγράμματος εφόσον θεωρούν ότι θα χαθούν τα λεφτά των Γερμανών φορολογουμένων.
Πίεση θα δεχθεί η ελληνική οικονομία και από τις αρνητικές εξελίξεις που έχουν σχέση με τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός κινείται γύρω στο 1% του ΑΕΠ των 28 κρατών-μελών και με το πέρασμα του χρόνου περιορίζονται ορισμένα κονδύλια ενώ διευρύνονται οι στόχοι της ΕΕ που πρέπει να χρηματοδοτηθούν μέσω αυτού. Το Brexit θα στερήσει από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό την καθαρή βρετανική συνεισφορά και θα προκαλέσει νέες εντάσεις για το ύψος και την κατανομή των κονδυλίων χωρίς να υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να ωφεληθεί η Ελλάδα.
Η προσπάθεια δημιουργία ευρωπαϊκού στρατού για να καλυφθεί το κενό που αφήνει το Brexit σε ζητήματα άμυνας θα δημιουργήσει νέες πιέσεις για αύξηση και ποιοτική βελτίωση των αμυντικών δαπανών σε περίοδο σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής. Η Ελλάδα είναι από τις λίγες ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες οι αμυντικές δαπάνες ξεπερνούν το 2% του ΑΕΠ όμως το 65% – 70% των δαπανών πηγαίνουν για την κάλυψη μισθών και συντάξεων με αποτέλεσμα να μην εγγυάται η οικονομική επιβάρυνση την αμυντική ικανότητα της χώρας.
Ελληνικές πρωτοβουλίες
Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να θέσει συγκεκριμένους στόχους για να περιορίσει το κόστος που θα έχει το Brexit για την ελληνική οικονομία. Θα πρέπει να ενισχύσει το ευρωπαϊκό μέτωπο και να σταθεί εμπόδιο σε παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις και διμερείς συμφωνίες που παρακάμπτουν τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Μία τέτοια εξέλιξη θα προωθούσε τα συμφέροντα των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών σε ό,τι αφορά τις οικονομικές σχέσεις με το Ηνωμένο Βασίλειο σε βάρος των μικρότερων.
Η Ελλάδα πρέπει να κατοχυρώσει τα δικαιώματα των Ελλήνων που ήδη εργάζονται ή κατοικούν στο Ηνωμένο Βασίλειο και να φροντίσει ώστε να μην είναι απαγορευτικοί οι περιορισμοί για όσους θα θελήσουν να κατευθυνθούν προς το Ηνωμένο Βασίλειο στο μέλλον.
Στο ζήτημα της Ναυτιλίας θα πρέπει να υπάρξουν πρωτοβουλίες για να ενισχυθεί η παρουσία της στον Πειραιά μέσα από τη διαμόρφωση του κατάλληλου επιχειρηματικού και φορολογικού πλαισίου. Είναι βέβαιο ότι οι Βρετανοί θα προσφέρουν κίνητρα για να προσελκύσουν ευρωπαϊκές και ελληνικές ναυτιλιακές επιχειρήσεις.
Σε ό,τι αφορά τον Τουρισμό θα πρέπει να βρούμε τρόπους να γίνουμε περισσότερο ελκυστικοί για τους Βρετανούς τουρίστες, οι οποίοι είναι σταθεροί υποστηρικτές της οικονομίας μας, ιδιαίτερα για εκείνους που θα δεχθούν μεγάλη εισοδηματική πίεση από την υποτίμηση της λίρας. Η υπερφορολόγηση του τουριστικού τομέα που αποτελεί μέρος της κυβερνητικής πολιτικής πρέπει να εγκαταλειφθεί το συντομότερο δυνατόν για προφανείς λόγους.
Σε μια περίοδο κατά την οποία η αγορά ακινήτων στο Ηνωμένο Βασίλειο αρχίζει και αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα επαγγελματικά ακίνητα και τα γραφεία στο Λονδίνο, αξίζει να πάρουμε πρωτοβουλίες για τη φορολογική στήριξη της δικής μας αγοράς ακινήτων στην οποία έχουμε επιβάλλει από το 2011 μια ελεύθερη φορολογική πτώση. Μπορούμε να στηρίξουμε τη μερική της ανάκαμψη στην προσέλκυση ξένων επενδυτών ακόμη και στον επαναπατρισμό ελληνικών κεφαλαίων που τοποθετήθηκαν στην βρετανική αγορά αρκεί βέβαια να δημιουργήσουμε μια θετική προοπτική.
Τέλος σε ό,τι αφορά το χρέος του ελληνικού Δημοσίου που είναι το αγαπημένο θέμα πολλών πολιτικών και εκπροσώπων ΜΜΕ το Ηνωμένο Βασίλειο δεν παίζει ρόλο στη διαχείρισή του εφόσον έχει απαλλαγεί από τον λεγόμενο ελληνικό κίνδυνο. Όμως η θεσμική και πολιτική αναταραχή που προκαλεί το Brexit κάνει πιο δύσκολη τη συνεννόηση μεταξύ των πρωταγωνιστών στη διαχείριση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου. Από τη στιγμή πάντως που η ελληνική κυβέρνηση προσυπέγραψε τον ετεροχρονισμό της αναδιάρθρωσης του χρέους για μετά την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος – μνημονίου δεν υπάρχει πολιτική δυνατότητα άμεσης επίλυσης του ζητήματος και οι σχετικές συζητήσεις θα περιοριστούν στον ενδεχόμενο προσδιορισμό του οδικού χάρτη που θα ακολουθηθεί στο μέλλον.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ