(Μια αναφορά στην Δούκισσα της Πλακεντίας).

Του Πάνου Χατζηγεωργιάδη, Μουσικοσυνθέτης, Λογοτέχνης  και Δήμοσιογράφος

Η αλήθεια μου αγαπητέ αναγνώστα, εσκέφθην πολύ για το αν θα έπρεπε να γράψω το συγκεκριμένο κείμενο. Και οχι μόνον εσκέφθην, αλλά και αι διάφορες συγκυρίες με απέτρεπαν να το συντάξω. Πότε έκτακτες υποχρεώσεις, πότε η έλλειψη διαθέσεως, πότε η έλλειψις του πανδαμάτωρος χρόνου.

Όμως παρά ταύτα, ένιωθα πάντα μιάν υποχρέωση για την συγκεκριμένη προσωπικότητα του παρελθόντος κόσμου. Και να ξαίρεις αγαπητή και αγαπητέ μου πως δεν είναι διόλου εύκολο για κάποιον, να βάζει τα χέρια του μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και να  αγγίζει εκεί μέσα χιλιάδες παγωμένα εκ του θανάτου χέρια που τον καλούν να τα βγάλει και πάλι έξω στο φώς. Χέρια και αμίλητα πρόσωπα πια  που πέρασαν στην αιωνιότητα και τη λησμονιά. Μα είμαι πέραν του δέοντος σίγουρος πως θα έδιναν τα πάντα για ένα απόγευμα και πάλι στο φώς. Για έναν περίπατο στην ησυχία ενός καλοκαιρινού απομεσήμερου.  Ενός θολού ονείρου όπως αυτό που συναποφασίσαμε όλοι μας να αποκαλούμε ζωή.

Και εγώ θα το θελα αυτό. Έναν περίπατο απογευματινό λουσμένοι στο φώς της αττικής γης με κάποιον ή κάποια απο όσους ανασύρω κάθε εβδομάδα απο τα σκοτάδια της λήθης ώστε να σου περιγράψω αδρώς και κατ ελάχιστον, την μορφή του. Και να στην περιγράψω ψηλαφώντας τον ως τυφλός διότι θεωρώ πως αξίζει τον κόπο να την γνωρίσεις και σύ αναγνώστη. Να την γνωρίσεις ώστε να εκτιμήσεις καλύτερα τόσο το δώρο της σημερινής σου ζωής, όσο δύσκολη αυτή και να είναι, αλλά και για να μπορέσεις έχοντας ως όπλα τούτες δώ τις γραμμές και τις παραστάσεις χρόνων παλιών, να διαμορφώσεις μιάν αίσθηση μέσα σου καλύτερη, σχετικά με την ζωή την ίδια, την τέχνη και κάθε της έκφανση που μας ανεβάζει έναν προς έναν προς το ανώτερο εγώ αλλά με μιάν προυπόθεση, την δική μας θέληση να ανέβουμε του καλού την σκάλα.

Η γυναίκα για την οποία θα σου μιλήσω απόψε, δεν είναι μια οποιαδήποτε γυναίκα. Δεν είναι ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος. Είναι ένα πλάσμα τραγικό, μια άλλη Εκάβη. Μια “Εκάβη του Πεντελικού” που αναζητά ακόμα το παιδί της. Που ποτέ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τον χαμό του και που όλη της η ζωή ακολούθησε εντελώς διαφορετική πορεία σε σχέση με το τι έδειχνε, απο τον θάνατο της μικρής της ως τον δικό της τάφο. Απόψε σου μιλώ για την Δούκισσα της Πλακεντίας. Την Σοφί Μαρμπουά – Λεμπρέν.

Η Σοφί ντε Μαρμπουά,  γεννιέται τον Απρίλιο του 1785. Γόνος αριστοκρατικής οικογενείας η μοίρα της επιφυλάσει λαμπρό παρόν μέσα στην μεγαλοαστική της καταγωγή, αλλά και οδυνηρό μέλλον μέσα στο άγνωστο αυτό πέλαγος του μέλλοντος που ενυπάρχει εκεί για όλους μας, μικρούς και μεγάλους, πλούσιους και πτωχούς. Είναι δε η ζωή της ο ορισμός του αρχαιοελληνικού “Μηδένα προ του τέλους μακάριζε”.

Η Σοφί θα συγκινηθεί απο τον αγώνα των Ελλήνων για ελευθερία και θα θελήσει να επισκεφθεί τα ιερά μας χώματα. Και οχι μόνον αυτό, αλλά θα θελήσει να συνδράμει και υλικά των αγώνα των Ελλήνων σε βαθμό τέτοιο ώστε εκ των πάντα σε διαθεσιμότητα καλοθελητών, θα κατηγορηθεί για ανάμειξη στα εσωτερικά της χώρας, ακόμη και για εμπλοκή στην δολοφονία του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας, του Ιωάννη Καποδίστρια.

Υπήρξε άνθρωπος των γραμμάτων και υπό αυτή την έννοια σκέφθηκα πως την αξίζει μια ιδιαίτερη αναφορά απο εδώ. Δεν θα ήθελα να επικεντρωθώ στα βιογραφικά της στοιχεία τα οποία θα μπορούσε να βρεί ο πάσα ένας εδώ στον κόσμο του διαδικτύου και έτσι θα αναφερθώ περισσότερο στην εντύπωση της προσωπικότητας της επάνω στην δική μου ψυχή. Το κομβικό σημείο της ζωής της υπήρξε αναμφισβήτητα ο αδόκιμος χαμός της κόρης της Ελίζας, η οποία πεθαίνει μάλλον απο φυματίωση στον Λίβανο περί τα 1837.

Απο τότε η Σοφί ντε Μαρμπουά καθίσταται ένας άλλος άνθρωπος για όσους την ήξεραν. Πισω απο τις πολλές αναφερόμενες ιδιοτροπίες της, αυτό το κατά βάσιν δυστυχισμένο πλάσμα, κρύβει τον βαθύτατο πόνο του χαμού της προσφιλής της κόρης, τον οποίον ως προανέφερα οχι μόνον δεν ξεπερνά ποτέ, αλλά τουναντίον τούτο το γεγονός απο μόνο του θα στρέψει το πηδάλιο της ζωής της προς άλλες ατραπούς.

Στα 1847, της δίδεται απο την μοίρα το οριστικό χτύπημα. Το ταριχευμένο σώμα της Ελίζας, η μοναδική της παρηγοριά μέσα σε τούτο τον κόσμο θα καεί σε πυρκαγιά η οποία επέστει στο τότε κτίριο όπου διέμενε στην περιοχή των αρχών της οδού Πειραιώς και μαζί της θα καεί και ολάκερη η ύπαρξη της. Η Σοφί ντε Μαρμπουά πεθαίνει επισήμως το 1854 έχοντας καταντήσει ήδη ένα φάντασμα του εαυτού της, στο μέγαρο της των Ιλισίων, το σημερινό Βυζαντινό και Χριστιανικό μουσείο, αλλά ανεπισήμως έχει ήδη πεθάνει απο τις 19 Δεκεμβρίου του 1847, την νύχτα της πυρκαγιάς όπου αναφέρθηκα. Το “Καστέλο της Ροδοδάφνης”, το θερινό της μέγαρο, δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ. Θα παραμείνει για πάντα ένα όνειρο θερινής νυκτός, μιάς τραγικά μόνης ύπαρξης που έζησε ως φάσμα της νυκτός για το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής της και πρόσφερε άπλετα το μυστήριο στις ζωές των πρώτων Αθηναίων της μετεπαναστατικής Ελλάδος.

Είναι πολλές οι ιστορίες που ακούγονται για σχέσεις της Δούκισσας με συμμορίες των βουνών και ιδιαίτερα με τον λήσταρχο Νταβέλη, για περίεργες τελετές μέσα στα μέγαρα της και για την “Θρησκευτική εκτροπή” της έπειτα απο τον χαμό της μονάκριβης κόρης της. Προσωπικά δεν πιστεύω κάτι συγκεκριμένο για όλα αυτά και το μόνο σίγουρο είναι πως δεκαετίες ακόμα και μετά τον θάνατο της, αναπτύχθηκε μια πολύ περίεργη παραφιλολογία, η οποία ίσως την αδικεί και δεν προσθέτει τίποτε στην αλήθεια παρά την διαστρεβλώνει.

Θεωρώ πως πολλά απο αυτά δεν είναι αληθή, τούτη είναι η αίσθηση μου η οποία δεν ειναι φυσικά δυνατόν να βασίζεται σε δεδομένα και είναι απλώς μια αίσθηση “ποιητική αδεία”, ένα ένστικτο όμως το οποίο έχω μάθει να εμπιστεύομαι κάθε φορά που επιθυμώ να έλθω σε επαφή με το υπερπέραν, διότι το υπερπέραν υπάρχει το μόνο σίγουρο. Το 1946 εμπλέκεται άθελα της για τελευταία φορά στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδος, εφόσον ο τάφος της θα συληθεί και τα οστά της θα πεταχτούν στον κάλαθο των… αχρήστων.

Ποιά ήταν η Σοφί ντε Μαρμπουά το ήξερε μόνον η ίδια και το πήρε μαζί της στην μοναξιά του τάφου η οποία μας περιμένει όλους εν ευθέτω χρόνω. Πρώτη φορά δε, ασχολήθηκα τόσο πολύ με το πως θα τιτλοφορήσω ένα άρθρο. Δεν ήθελα με τίποτε να την αποκαλέσω “Στοιχειό της Πεντέλης”. Οχι, η Σοφί δεν ήταν αυτό, θα είμουν εξαιρετικώς άδικος. Αυτό ίσως ήταν η τελευταία της εντύπωση προς εμάς, αλλά θεωρώ και πάλι απο αίσθηση πως η συγκεκριμένη προσωπικότητα του παρελθόντος υπήρξε μια πολύ σημαντική “Σκιά του χθές”, της οποίας ο ίσκιος ακόμη πέφτει βαρύς επί της Ατθίδος γης.

Για μένα ήταν μια χαροκαμμένη μάνα. Μια “Εκάβη του Πεντελικού” που έφυγε αφήνοντας ατέλειωτο το όνειρο του καστέλου της Ροδοδάφνης, αλλά το περισσότερο το όνειρο μιάς ευτυχούς ύπαρξης και ζωής.

https://iperalitheias.blogspot.gr/2017/07/blog-post_20.html

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ