Η Σόνια Κοζιού σπούδασε Κλασσική Φιλολογία και Μουσικολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, από όπου το 2011 αναγορεύτηκε διδάκτορας στην Ανθρωπολογία της Μουσικής. Άρθρα της έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικούς τόμους. Από το 1996 διδάσκει μουσική στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.Επίσης είναι συγγραφέας του βιβλίου, «Από το χοροστάσι στην πίστα -Φύλο και παραδοσιακή μουσική στην περιοχή της Καρδίτσας» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις πεδίο.

Αυτός ο τόμος, όπως επισημαίνεται,  θέτει σχετικά ερωτήματα, προσεγγίζοντας την παραδοσιακή μουσική, τον χορό και το τραγούδι ως συμβολικούς τόπους όπου οι ταυτότητες του φύλου όχι μόνο αναπαρίστανται, αλλά και κατασκευάζονται, επιβεβαιώνονται και μερικές φορές αμφισβητούνται. Σημαντική άλλωστε είναι η συνεισφορά αυτής της έρευνας στην ανάδειξη της επαγγελματικής παρουσίας των γυναικών στον χώρο του δημοτικού τραγουδιού. Από τις πολυάριθμες φωνές που ενσωματώνονται σ’ αυτή την εθνογραφία, το ενδιαφέρον εστιάζεται σε τέσσερις γυναίκες που αφηγούνται τη ζωή τους και μοιράζονται τη σχέση τους με τη μουσική και τον κόσμο.

-κ. Κοζιού, η κρίση που μαστίζει τη χώρα μας από το 2010, είναι μόνο οικονομική ή έχει κι άλλες διαστάσεις; Μήπως είναι και θέμα πολιτιστικής ένδειας;

«Εννοείται πως ένας λαός που βασανίζεται καθημερινά από την ανέχεια και το άγχος της επιβίωσης δεν μπορεί παρά να θεωρεί την τέχνη και τον πολιτισμό ως μια «περιττή πολυτέλεια». Κουρασμένος και απογοητευμένος λοιπόν καταλήγει να αφήνεται στην παθητική κατανάλωση των προϊόντων της υποκουλτούρας, που του προσφέρονται κυρίως από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Υπάρχουν βέβαια αξιολογότατες πνευματικές φωνές και ένα καλλιτεχνικό δυναμικό που παρά τις αντιξοότητες συνεχίζει να δημιουργεί, όμως ως επί το πλείστον το έργο τους παραμένει στο περιθώριο, δεν καταφέρνει να αγγίξει ένα ευρύτερο ακροατήριο, υφίσταται τη λογοκρισία των «καναλαρχών» και όλων αυτών που θεωρούν τον πολιτισμό εμπόρευμα και μέσο κερδοφορίας. Μοιραία λοιπόν η οικονομική ένδεια συνοδεύεται και από πολιτισμική».

-Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε αρκετοί πολιτιστικοί σύλλογοι να υπολειτουργούν ή να βρίσκονται σε αδράνεια, προβάλλοντας ως βασική αιτία την έλλειψη χρημάτων. Πέρα από το γεγονός αυτό το οποίο είναι υπαρκτό, εσείς εκτιμάτε, πως έχει μειωθεί και η έννοια του εθελοντισμού και της προσφοράς σήμερα;

«Ο οικονομικός μαρασμός και η εξαθλίωση, η έλλειψη των απαραίτητων υποδομών οδηγούν τους πολιτιστικούς συλλόγους σε συρρίκνωση και υπολειτουργία. Νομίζω ότι αυτό είναι πραγματική αιτία και όχι πρόφαση. Εννοείται ότι το πνεύμα της σημερινής εποχής τείνει να γίνεται όλο και περισσότερο ατομοκεντρικό, όμως πάντα υπάρχουν εκείνοι που θα διαθέσουν το υστέρημα του χρόνου και της ενέργειάς τους για να προσφέρουν σε ένα συλλογικό όραμα και να δημιουργήσουν σιγά σιγά δίκτυα που να συνδέουν τους ανθρώπους, ψυχικά και πνευματικά. Είπαμε: για να διασωθεί ο πολιτισμός πρέπει πρώτα να διασωθούν οι άνθρωποι που τον δημιουργούν και τον απολαμβάνουν. Και δυστυχώς η ανάγκη της επιβίωσης φαίνεται να είναι πιο επιτακτική».

-Μπορείτε να αναφερθείτε στο βιβλίο σας «Από το χοροστάσι στην πίστα -Φύλο και παραδοσιακή μουσική στην περιοχή της Καρδίτσας» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις πεδίο; Τι περιλαμβάνει;

«Πρόκειται για ένα βιβλίο που στηρίχτηκε στη διδακτορική μου διατριβή, που κατατέθηκε στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, και ήρθε να καλύψει ένα κενό που υπήρχε στην ελληνική βιβλιογραφία για την αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στη μουσική σκέψη και πρακτική και την ιδεολογία της κοινωνίας για τα φύλα. Έτσι, ο τόμος αυτός θέτει σχετικά ερωτήματα, προσεγγίζοντας την παραδοσιακή μουσική, τον χορό και το τραγούδι ως συμβολικούς τόπους όπου οι ταυτότητες του φύλου όχι μόνο αναπαρίστανται, αλλά και κατασκευάζονται, επιβεβαιώνονται αλλά και αμφισβητούνται. Δίνεται μάλιστα ιδιαίτερη έμφαση στην ανάδειξη της επαγγελματικής παρουσίας των γυναικών στη σκηνή του δημοτικού τραγουδιού. Με δυο λόγια πρόκειται για μια έρευνα για την παραδοσιακή μουσική μέσα από την οπτική του φύλου και μια σπουδή για το φύλο με επίκεντρο τη μουσική».

-Εκτιμάτε, πως θα πρέπει να γίνουν πράξη τα κρατικά πολιτιστικά κέντρα σε κάθε συνοικία και χωριό, με δυνατότητα καλλιέργειας κάθε μορφής πολιτιστικής έκφρασης (με βιβλιοθήκες, θεατρικές σκηνές, αίθουσες προβολών, συναυλιών, εκθέσεων κ.ά,) με κρατική στήριξη όλων των καταξιωμένων καλλιτεχνικών σχημάτων και των νέων πειραματικών προσπαθειών; Γιατί δεν έχει προχωρήσει κάτι τέτοιο μέχρι σήμερα;

«Όταν ο πολιτισμός, είτε η πολιτισμική μας κληρονομιά είτε η σύγχρονη καλλιτεχνική παραγωγή, αντιμετωπίζεται ως εμπόρευμα και μέσο κερδοφορίας κάθε λογής παραγωγών και μεσαζόντων, είναι αναμενόμενο να υπόκειται και στην αντίστοιχη λογοκρισία κι έλεγχο από τους παραπάνω. Για να μπορέσει λοιπόν ο πολιτισμός να επιτελέσει τον πραγματικό του στόχο, που είναι να διευρύνει τους πνευματικούς ορίζοντες των πολιτών, και να διευκολυνθεί η ευρεία λαϊκή πρόσβαση στη πολιτιστική δραστηριότητα, είναι πραγματικά απαραίτητη η ύπαρξη των αναγκαίων υποδομών. Θέατρα, βιβλιοθήκες αίθουσες πολλαπλών χρήσεων, πολιτιστικά κέντρα διάσπαρτα και κυρίως δημόσια. Με κρατική χρηματοδότηση και όχι με σενάρια «αυτοχρηματοδότησης», «ιδιοσυντήρησης» και χορηγιών. Σενάρια που όλο και πιο συχνά επανέρχονται και στις συζητήσεις για το εκπαιδευτικό σύστημα του μέλλοντος και την προσφερόμενη παιδεία. Μόνο έτσι η καλλιτεχνική δημιουργία, ερασιτεχνική κι επαγγελματική, θα μπορέσει να περιφρουρήσει την ανεξαρτησία της από τα συμφέροντα των όποιων ιδιωτών –«χρηματοδοτών» και να υπηρετήσει την ποιότητα και το όραμα που επιθυμεί».

-Και μια τελευταία ερώτηση. Η παρακμή και η υποκουλτούρα μπορούν να συμβάλλουν στην πνευματική ανάπτυξη μιας κοινωνίας όπως είναι σήμερα η ελληνική;

«Νομίζω πως η ερώτηση αυτή είναι ρητορική, δηλαδή η απάντηση θεωρείται δεδομένη. Εννοείται πως όχι.

Ο ΣΥΛΛΕΚΤΗΣ

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ