Μιλάει ο Θωμάς Σαββίδης, Καθηγητής του ΑΠΘ και Αντιπρόεδρος του Οργανισμού Διεθνοποίησης της Ελληνικής Γλώσσας.

-Η ελληνική γλώσσα κ. Σαββίδη είναι η πλουσιότερη του πλανήτη;

“Σύμφωνα με έγκυρες πηγές και επισταμένες μελέτες η ελληνική γλώσσα είναι η πλουσιότερη του πλανήτη. Συγκεκριμένα η Marianne – Irene Mc Donald, από το Santa Fe της Καλιφόρνιας, που ασχολείται με την ελληνική γλώσσα καταμέτρησε 6.000.000 λέξεις ενώ για την Αγγλική αναφέρει 100.000 λέξεις. Η διαφορά αυτή φαντάζει υπερβολική, όμως θα πρέπει να αναλογισθεί κανείς ότι μόνο στα δύο έργα του Ομήρου, τα οποία μάλιστα γράφτηκαν στα πρώτα στάδια της εξέλιξης της ελληνικής γλώσσας, μετρήθηκαν 8.102 διαφορετικές λέξεις”.

-Δηλαδή;

“Εκτός από τον ασύγκριτα τεράστιο αριθμό «η ελληνική γλώσσα συγκεντρώνει τον πλούτο και την ομοιογένεια της γερμανικής, τη σαφήνεια της γαλλικής, τη μουσικότητα της ιταλικής και τη λυγεράδα της ισπανικής». Η εκτίμηση αυτή ανήκει στον γάλλο ποιητή και λόγιο Claude Fauriel (1772 – 1884). Η Ελληνική είναι μια ανεξάντλητη γλώσσα, που όχι απλώς έχει επιβιώσει επί 3.000 χρόνια, παρ’ όλες τις περιπέτειες του έθνους μας αλλά ζει και μέσα από άλλες, κυρίως ευρωπαικές, γλώσσες. Στην ιστορία των 4.000 χρόνων που μιλιέται, και των 3.000 χρόνων που γράφεται η γλώσσα μας, δεν είχε πάντα το ίδιο λεξιλόγιο. Αυτό συρρικνώνονταν σε περιόδους κατακτήσεων και πλουτίζονταν σε περιόδους ελευθερίας.

Τα έπη του Ομήρου δεν είναι μόνο το αρχαιότερο ευρωπαΐκό ποίημα, αλλά αποτέλεσαν το πρωτότυπο για πολλούς μετέπειτα ποιητές όπως Ο Βεργίλιος, ο Δάντης, ο Μίλτον κ.λ.π. Ακόμα και στους σύγχρονους όπως ο Derek Walcott από τις δυτικές Ινδίες που τιμήθηκε μάλιστα με το βραβείο λογοτεχνίας το 1992, είναι αισθητή η έντονη επιρροή του Ομήρου, όπως βέβαια και ο ίδιος σε κάθε ευκαιρία δηλώνει. Στις λέξεις και τις ρίζες της ομηρικής διαλέκτου στηρίζεται όχι μόνο η σύγχρονη καθομιλουμένη των Ελλήνων, αλλά και ολόκληρη η ευρωπαϊκή ομοιογλωσσία”.

-Από την μακρινή εκείνη εποχή έχει αλλάξει σήμερα κάτι;

“Από την μακρινή εκείνη εποχή δεν έχει τίποτε αλλάξει. Οι «Έλληνες» του Ομήρου, οι «Παναχαιοί», μιλούσαν την ίδια ακριβώς γλώσσα που μιλούν και οι σημερινοί Έλληνες χρησιμοποιώντας τις ίδιες λέξεις και εκφέροντας τον ίδιο λόγο. Οι χρήστες της ελληνικής γλώσσας, παράλληλα με το διαθέσιμο σημερινό γλωσσικό υλικό, έχουν τη δυνατότητα να αντλούν κατά περίπτωση από το βαθύ γλωσσικό παρελθόν τους και να ενεργοποιούν λέξεις σύμφωνα με τους μορφολογικούς και συντακτικούς νόμους της σημερινής μορφής της γλώσσας τους. Ένας θησαυρός λέξεων έρχεται από το παρελθόν και χύνεται στην κοίτη του νεοελληνικού λόγου”.

-Μπορείτε να αναφερθείτε σε παραδείγματα;

“Η νέα μας γλώσσα, θα πει, είναι η ίδια η αρχαία που αδιάκοπα μιλημένη από το ελληνικό έθνος για χιλιάδες χρόνια, από χείλη σε χείλη και από πατέρα σε παιδί, έφτασε ως εμάς. «Από τη εποχή που μίλησε ο Όμηρος ως τα σήμερα, γράφει ο Σεφέρης, μιλούμε, ανασαίνουμε και τραγουδούμε με την ίδια γλώσσα». Και ο άλλος μας νομπελίστας, ο Οδυσσέας Ελύτης, θα πει στο λόγο που εκφώνησε στη Στοκχόλμη το 1979, την ημέρα που του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ: «Μου δόθηκε να γράψω, αγαπητοί φίλοι, σε μια γλώσσα που μιλιέται μόνον από μερικά εκατομμύρια ανθρώπων. Παρ’ όλα αυτά μια γλώσσα που μιλιέται επί χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και με ελάχιστες διαφορές…. Η χώρα μου είναι είπε, μικρή σε έκταση χώρου και απέραντη σε έκταση χρόνου».

Με την πάροδο του χρόνου η γλώσσα αυτή μεταπλάσθηκε και μετεξελίχθηκε μέσω των περίφημων διαλέκτων, της Αιολικής, της Δωρικής, της Αττικής, της Ιονικής και τελικά της λεγόμενης Επικής. Ύστερα η γλώσσα μορφοποιήθηκε και εμπλουτίστηκε περαιτέρω κατά την κλασική περίοδο και επεκτάθηκε στα τετραπέρατα του κόσμου κατά την ελληνιστική περίοδο. Εν συνεχεία διαδόθηκε μέσω της λατινικής προς όλες τις μετέπειτα ευρωπαϊκές γλώσσες οι οποίες δανείσθηκαν την μεγαλύτερη δυνατή παρακαταθήκη λέξεων, ριζών και λημμάτων της ομηρικής διαλέκτου η οποία, σημειωτέον, περιελάμβανε και λέξεις άγνωστες σε μας ως μη χρησιμοποιηθείσες υπό του Ομήρου αλλά διαιωνισθείσες από τον μετέπειτα Ελληνισμό. Ο Ισοκράτης λέει πως ο ελληνικός πολιτισμός υψώθηκε τόσο πολύ και επικράτησε τόσο πλατιά στον κόσμο, ώστε το όνομα Έλληνας να μη σημαίνει πια την καταγωγή, παρά τον πολιτισμένο άνθρωπο. Είναι φανερό δηλαδή ότι το όνομα Έλληνας από τον 4ο π.Χ. αιώνα ακόμη υπερβαίνει τη φυλετική και την εθνογραφική του σημασία και ταυτίζεται με τον άνθρωπο της παιδείας είτε αυτός είναι Έλληνας είτε όχι.

Οι κατακτητές ρωμαίοι μαγεύτηκαν από την ελληνική γλώσσα και σε κάθε ευκαιρία έσπευδαν να ακούσουν τους Έλληνες ρήτορες οι οποίοι «ελάλουν ως αηδόνες». Αντίθετα παραξενεύονταν από τον θαυμασμό ορισμένων Ελλήνων προς τους Ρωμαίους τους οποίους κοροϊδευτικά αποκαλούσαν «γραικύλους». O ρωμαίος ρήτορας Κικέρων επισκεύτηκε την Ελλάδα προκειμένου να καλλιεργήσει την ρητορική του ικανότητα. Γοητευμένος από την ελληνική γλώσσα έλεγε: «ει οι θεοί διαλέγονται την των ελλήνων γλώτταν χρώνται».

Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κλαύδιος, προτίμησε να γράψει τα απομνημονεύματά του στην Ελληνική και όχι στη μητρική του γλώσσα. Αυτή η επιλογή παρείχε μεγαλύτερη δυνατότητα έκφρασης και ομορφιάς και ίσως στο μυαλό του αυτή η βιογραφία να ταυτιζόταν με τα ομηρικά έπη. Τα τελευταία λόγια του Καίσαρα «και σύ τέκνον Βρούτε» δεν ήταν λατινικά όπως συνήθιζε αλλά ελληνικά. Έτσι εξέφρασε με τον πιο έντονο τρόπο τα τραγικά συναισθήματα που τον διαπέρασαν ταυτόχρονα με το φονικό όργανο. Ο Μάρκος Αυρήλιος κρατούσε στα ελληνικά το προσωπικό του ημερολόγιο όπου κατέγραφε τις σκέψεις του.

Στις μετέπειτα εποχές παρά τον οθωμανικό σκοταδισμό η ελληνική γλώσσα απετέλεσε κυρίαρχο εργαλείο των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης. Πίστευαν ότι η σπουδή του αρχαίου ελληνικού πνεύματος ενεργοποιεί λανθάνουσες δυνάμεις, που υπάρχουν μέσα στον σύγχρονο άνθρωπο, τις οποίες ο ίδιος γνωρίζει ότι υπάρχουν αρκεί να ασχοληθεί μαζί τους”.

-Και η επιρροή της σε άλλες γλώσσες;

“Με μία πρώτη συστηματική καταμέτρηση των ελληνικών λέξεων σε ένα από τα λεξικά της καθομιλουμένης, ο αριθμός τους, λέξεων έφθασε τις 6.500. Αν προχωρήσουμε και στην επιστημονική ορολογία, καλύπτοντας σημαντικό τμήμα της, θα φανεί περισσότερο σφαιρικά ο βαθμός επίδρασης της γλώσσας μας στην Αγγλική. Είναι προφανές ότι η συμμετοχή της Ελληνικής στην επιστημονική ορολογία, είναι πολύ μεγαλύτερη, απ’ ότι στα λεξικά της καθομιλουμένης. Όμως πολλοί επιστημονικοί όροι, ιδίως της Ιατρικής, ενώ περιλαμβάνονται μόνο στα επιστημονικά λεξικά, εν τούτοις είναι ευρύτερα γνωστοί και στην καθομιλουμένη π.χ. αρτηριοσκλήρωση, ανεύρυσμα, αρθραλγία, δερματοπάθεια, μαστεκτομή κ.α.

Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι οι δανεισμοί των άλλων γλωσσών προέρχονται από μία «αφηρημένη και νεκρή αρχαία Ελληνική». Η αλήθεια είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία των δανεισμών αυτών είναι λέξεις που χρησιμοποιούνταν στην αρχαία Ελληνική, χρησιμοποιουνται, όμως και στη νέα Ελληνική π.χ. bradyglossia, bradylogia, pandemy, cachexy, chrematistic, criterion, dysecoia, dysgraphia, dyspepsia, thalassocracy, thalposic, cacophony, calligraphy, chthonian, panacea, psalm, mania, oekosite, ostracism, cacosmia, thaumaturgy, diasyrm, κ.α. Αυτό, απλά δείχνει τη διαχρονικότητα της ελληνικής, που ποτέ δεν έπαψε να υφίσταται, να γράφεται και να μιλιέται με το ίδιο ετυμολογικό.

Μπορούμε να πούμε ότι η γλώσσα στην χώρα μας άγγιξε αυτόν το βαθμό τελειότητας επειδή εδώ έτυχε να ζήσουν κάποια φωτισμένα μυαλά όπως οι Αριστοτέλης, Όμηρος, Πραξιτέλης, Θουκυδίδης, Δημόκριτος, Ιπποκράτης, Ευκλείδης, Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης, Πλάτωνας κ.α. Δεν ήταν, όμως, μόνο αυτά τα φωτεινά μυαλά. Οι αρχαίοι Έλληνες με την πλούσια φαντασία τους και το εξαιρετικά εφευρετικό πνεύμα τους ήταν και γλωσσοπλάστες.

Η δύναμη αλλά και η ομορφιά της γλώσσας μας και των λέξεών της, εν μέρει έγκειται στο ότι είναι πιο εύηχες από αντίστοιχες λέξεις άλλων γλωσσών. Εν μέρει, στον τεράστιο πλούτο των λημμάτων και των συνωνύμων της, που δίνουν τη δυνατότητα στο χρήστη της να κυριολεκτεί. Δεν είναι τυχαίο αυτό που λένε οι Αμερικανοί όταν αντιμετωπίζουν πρόβλημα κυριολεξίας «οι Έλληνες έχουν την κατάλληλη λέξη» (the Greeks have word for it). Η λέξη π.χ. λακωνικός, δεν είναι μία λέξη που σημαίνει απλά σύντομος, όπως το Αγγλικό brief. Προήλθε από τον τρόπο ζωής και συμπεριφοράς των Σπαρτιατών, και στην έννοιά της περικλείεται η απλότητα, η λιτότητα, η φυσικότητα και μία θεώρηση του κόσμου και της ζωής όπως οι ίδιοι την ήθελαν και την αντιλαμβάνονταν. Ένα ακόμη παράδειγμα. Η νοσταλγία δεν είναι απλά μια «επιθυμία και ενθύμηση».

Δεν είναι συμπτωματικό άλλωστε ότι οι βασικές έννοιες σκέψης και έκφρασης στην Αγγλική-αλλά και στις άλλες Ευρωπαϊκές γλώσσες- είναι επίσης λέξεις καθαρά Ελληνικές”.

 

Ο ΣΥΛΛΕΚΤΗΣ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ