Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Ασφαλώς η κερδοφορία είναι πρώτος και θεμελιακός όρος για την ανάπτυξη και βιωσιμότητα μιας επιχείρησης. Σίγουρα δε, οι επιχειρήσεις που έχουν απευθυνθεί στη λαϊκή αποταμίευση, θα πρέπει να εξασφαλίζουν καλές αποδόσεις στους μετόχους τους. Ακόμη περισσότερο, θα πρέπει να είναι προνοητικές και να διαθέτουν επαρκή κεφάλαια για τεχνολογικές και άλλες παραγωγικές επενδύσεις.

Όλα τα παραπάνω είναι αυτονόητα, πλην όμως δημιουργούν κάποια ερωτήματα. Ένα από αυτά έχει άμεση σχέση με το περιβάλλον μέσα στο οποίο θέλει να λειτουργεί μια επιχείρηση. Ένα άλλο ερώτημα είναι αυτό του κοινωνικού και πολιτιστικού της ρόλου. Μετά από 250 χρόνια βιομηχανικών επαναστάσεων και πολιτικοκοινωνικών ανατροπών, μια επιχείρηση μπορεί να λειτουργεί με κριτήριο των πρώτων καπιταλιστικών περιόδων;

Μια απάντηση που θα μπορούσε να δοθεί στα παραπάνω ερωτήματα, είναι αυτή που δίνει ο Ιταλός φιλόσοφος Nuccio Ordine, στο περιεκτικό βιβλίο του «Η χρησιμότητα της Αχρηστίας», το οποίο πριν 9 χρόνια είχε παρουσιάσει ο ίδιος στο Μέγαρο Μουσικής.

Στο επιθετικό αυτό βιβλίο του, ο Ordine, αδιαφορώντας για τον αντίλογο που μπορεί να προκαλέσει, τονίζει ότι οι επιχείρησης πρέπει να «βλέπουν» και άλλους παράγοντες στη δραστηριότητά τους, πέρα από την κερδοφορία. Υπογραμμίζει με έμφαση ότι στα καθεστώτα μας, τα οποία αποκαλεί «εμπορευματικές δημοκρατίες», υπάρχουν πράγματα «άχρηστα», όπως η ποίηση για παράδειγμα, που τελικά έχουν τεράστια χρησιμότητα.

Έτσι, μέσα από την σκέψη μεγάλων φιλοσόφων (Αριστοτέλης, Πλάτων, Κάντ, Τόκβιλ κ.α.) και σημαντικών συγγραφέων (Θερβάντες, Ιονέσκο, Καλβίνο, Οβίδιος, Βοκάκιος, κ.α.), μάς λέει ότι το πάθος της κατοχής και η θρησκευτική προσήλωση στην χρησιμότητα αποστειρώνουν το πνεύμα και θέτουν σε κίνδυνο τον πολιτισμό, το σχολείο και το πανεπιστήμιο. Πλήττουν επίσης την τέχνη και την δημιουργικότητα, όπως και κάποιες θεμελιακές αξίες όπως είναι η Αγάπη και η Αλήθεια.

«Ζούμε σε έναν κοινωνικό περίγυρο», τόνιζε ο N. Ordine στην τότε ομιλία του στην Αθήνα, «στον οποίο κάθε επιλογή, κάθε πράξη, κάθε λέξη πρέπει να αντιστοιχεί σε ένα προσωπικό “κέρδος”, σε μία ωφελιμιστική λογική που επιβάλλει μία υλική απολαβή. Η ιδέα να μπορεί κανείς να καλλιεργήσει ένα πάθος εν ονόματι μιας ανιδιοτελούς και αδάπανης απόλαυσης δεν βρίσκει γόνιμο έδαφος ώστε να αναπτυχθεί στην κοινωνία μας.

Ζούμε σε ένα πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο που κυριαρχείται όλο και περισσότερο από την δικτατορία της μεγιστοποίησης του κέρδους. Ας μην παρεξηγηθούν τα λόγια μου: Το κέρδος σε μία κοινωνία είναι θεμιτό, αρκεί να αποτελεί “μέσο” και όχι “αυτοσκοπό”. Ακόμη και ο Άνταμ Σμιθ, τον οποίο παρανόησαν πολλές φορές οι ίδιοι οι υποστηρικτές του, είχε αντιληφθεί πλήρως την διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε έναν όλο απληστία και χωρίς ηθικούς φραγμούς εγωισμό και ένα ενάρετο προσωπικό συμφέρον, εμπνευσμένο από την φρόνηση.

Πράγματι, το κέρδος για το κέρδος, αποδεσμευμένο από κάθε κοινωνικό και ηθικό φραγμό, εξαιτίας της ίδιας της αρπακτικής του φύσης, αντί να γίνει εργαλείο ανάπτυξης της ανθρωπότητας μπορεί, αντιθέτως, να μετατραπεί σε εργαλείο καταστροφής του πολιτισμού και αποσάθρωσης του πνεύματος.

Ούτε που δίνουμε πλέον σημασία όταν, μπροστά σε κάθε μικρή καθημερινή επιλογή μας, κάποιος μάς ρωτήσει σε τι χρησιμεύει; Σε τι άραγε χρησιμεύει να διαβάσεις την Οδύσσεια ή ένα ποίημα της Σαπφούς; Σε τι άραγε χρησιμεύει να μελετήσεις λατινικά ή ελληνικά; Σε τι άραγε χρησιμεύει να ακούσεις Μότσαρτ; Σε τι άραγε χρησιμεύει να επισκεφτείς τον Παρθενώνα; Σε τι χρησιμεύει να δεις το ηλιοβασίλεμα από τον υπέροχο ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο; Σε τι χρησιμεύει να θαυμάσεις τον πίνακα του Σεζάν ‘Οι Χαρτοπαίκτες;’…».

Σε αυτές τις «παράλογες» ερωτήσεις είχε απαντήσει εξαίρετα ο Αριστοτέλης, λέγοντας σε αυτόν που ρώτησε «σε τι χρησιμεύει η φιλοσοφία;» ότι «δεν χρησιμεύει σε τίποτα, γιατί δεν κάνει εκδούλευση». Η φιλοσοφία, κατά τον μεγάλο Έλληνα φιλόσοφο, είναι μία επιστήμη αυθύπαρκτη, που διδάσκει τον δρόμο προς την ελευθερία. Κάθε ένας ελεύθερος άνθρωπος υπάρχει για τον εαυτό του και όχι για κάποιον άλλον. Και ο Ιταλός φιλόσοφος προσθέτει:

«Ομοίως, την πιο έξυπνη απάντηση στην ανόητη ερώτηση όποιου ζητά στις μέρες μας από τους μαθητές μας να τού πούνε σε τι χρησιμεύει η εκμάθηση των αρχαίων ελληνικών, μπορούμε να τη βρούμε στο μυθιστόρημα της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ “Αδριανού Απομνημονεύματα”. Σε έναν συγκινητικό στοχασμό, αφιερωμένο στο μεγαλείο του ελληνικού πολιτισμού, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας – εκλεπτυσμένος διανοούμενος και φιλότεχνος – έπλεξε το εγκώμιο της ελληνικής γλώσσας με αυτά τα λόγια:

“Αγάπησα αυτή τη γλώσσα για την εύρωστη πλαστικότητά της, για το πλούσιο λεξιλόγιο της, που η κάθε λέξη του πιστοποιεί την άμεση και διαφορετική επαφή της με τις αλήθειες, και γιατί ό,τι έχει λεχθεί καλό από τον άνθρωπο έχει ως επί το πλείστο λεχθεί σ’ αυτή την γλώσσα. Με τα λατινικά κυβέρνησα την αυτοκρατορία μου. Ο επιτάφιος μου θα χαραχτεί στα λατινικά στον τοίχο του μαυσωλείου μου στις όχθες του Τίβερη, αλλά στα ελληνικά έχω σκεφτεί και ζήσει” (Marguerite Yourcenar, Αδριανού Απομνημονεύματα, μτφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, εκδ. Χατζηνικολή, 6η έκδοση, 1984, σσ. 47-48)».

Στη βάση των όσων προηγούνται, μήπως είναι καιρός για τις επιχειρήσεις να γίνουν – παράλληλα με τον πλούτο που μπορούν να παράγουν – και παραγωγοί πολιτισμού, στην ευρύτερη διάσταση του τελευταίου; Λέμε, μήπως;

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ