Την ύστατη στιγμή, ο Αλέξης Τσίπρας απέτρεψε τα χειρότερα για την χώρα και ακύρωσε τους σχεδιασμούς μιας κυνικής ομάδας πολιτικών τυχοδιωκτών.

Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου.

«…Ένα καθεστώς κατεστραμμένο από πάνω έως κάτω, με περασμένες τις μεγάλες προσδοκίες, ξεπήδησε χάρη στην πονηριά κάποιων ανθρώπων των οποίων ύπατο χάρισμα ήταν η ικανότητά τους να ξεφεύγουν από το ναυάγιο του καραβιού τους…». Κάπως έτσι άρχιζε το 1964 το πολύκροτο βιβλίο του μετέπειτα προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας Φρανσουά Μιττεράν, με τίτλο «Το διαρκές πραξικόπημα». Βιβλίο που προκάλεσε θόρυβο λόγω της οξύτατης κριτικής του στον γκωλισμό και τον ενσαρκωτή του, τον στρατηγό Ντε Γκωλ, ο οποίος επεδίωκε να αλλάξει θεσμικά την διαδικασία εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας.PAPANDROPOULOS

Με άλλα λόγια, στο βιβλίο του αυτό τότε ο Φρ. Μιττεράν προσπαθούσε να αποδείξει ότι στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες μπορούν να γίνουν θεσμικά πραξικοπήματα χωρίς να ανοίξει ρουθούνι και υπό συνθήκες λαϊκής αποδοχής.

Υπό αυτή την έννοια, στην Ελλάδα, ιδιαίτερα από το 2009 και μετά και με αφορμή την οικονομική κρίση χρέους, είχαμε μία σειρά από θεσμικά πραξικοπήματα –με κατάληξη, σήμερα, την ανεπίσημη πλην όμως ουσιαστική έξοδό μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία παραμένουμε μέλος τυπικά. Και το βάσιμο ερώτημα που εγείρεται είναι: έως πότε;

Ας δούμε, όμως, τα γεγονότα όπως αυτά καταγράφονται και ίσως στην συνέχεια μπορέσουμε να κάνουμε και κάποιες προβλέψεις. Η σημερινή κυβέρνηση, την οποία συνθέτουν στελέχη ενός κόμματος που το 2009 είχε εκλογική δύναμη 4%, είναι το προϊόν μίας δραματικής οικονομικής συγκυρίας για την χώρα και ενός θεσμικού εκβιασμού. Ανήλθε δε στην εξουσία χάρη στο τεράστιο δημαγωγικό ταλέντο του πρωθυπουργού και την κόπωση του κόσμου από ένα πολιτικό σύστημα «κολλητών» και «πελατών».

Υποσχόμενος τα πάντα στους πάντες, ο κ. Αλέξης Τσίπρας ανήλθε στην εξουσία για να παραμείνει. Και το πρόβλημά του ήταν και είναι πώς αυτό μπορεί να συμβεί με μία οικονομία πτωχευμένη από το 2009. Μετά την εκβιαστική πρόκληση εκλογών τον Ιανουάριο και την νίκη του, δεν είχε πολλές επιλογές στην διάθεσή του. Είτε θα υπέγραφε αμέσως μία συμφωνία με τους εταίρους και δανειστές μας, και άρα θα εξευτελιζόταν στα μάτια αυτών που τον ψήφισαν. Είτε θα προχωρούσε σε μία δημοκρατική εκτροπή –πράγμα που ήθελαν κάποιοι ανεγκέφαλοι στο κόμμα του–, αλλά με άδεια ταμεία και άρα θα κατέρρεε εντός ολίγων ημερών. Είτε θα προκαλούσε μία βαθειά κρίση στην Ελλάδα, με την κρυφή ελπίδα ότι αυτή θα δημιουργούσε μεγάλα προβλήματα στην Ευρώπη και την διεθνή οικονομία. Αυτό ήταν το σχέδιο Βαρουφάκη.

Προτίμησε την τρίτη λύση, η οποία, όπως θα δούμε, είναι πολύπτυχη. Αποτελείται δε από διαδοχικά στάδια, τα οποία και συμπληρώνονται.

Το πρώτο στάδιο ήταν αυτό της ανόδου και εδραιώσεως στην εξουσία, με την κατάληψη των ποικίλων αρθρώσεών της. Για τον σκοπό αυτόν κερδήθηκε ο απαιτούμενος χρόνος και σήμερα η κατάληψη ολοκληρώνεται. Το δεύτερο στάδιο συνίστατο στην δημιουργία σοβαρής κρίσεως στις σχέσεις μας με τους εταίρους-δανειστές μας, η οποία θα έδινε την ευκαιρία να καλλιεργηθεί στο επίπεδο της κοινής γνώμης η αντίληψη ότι υπάρχουν «εχθροί» που επιβουλεύονται την χώρα και επιδιώκουν το κακό της.

Έτσι, με τρόπο πραξικοπηματικό προκηρύχθηκε ένα αντισυνταγματικό δημοψήφισμα, που θεωρήθηκε επίσης μη συμβατό με τους κανόνες του Συμβουλίου της Ευρώπης και στο οποίο ο λαός εκλήθη να απαντήσει «ναι» ή «όχι» σε ένα πολυσέλιδο κείμενο το οποίο ουσιαστικά …δεν ίσχυε. Πλην όμως, το δημοψήφισμα αυτό εξυπηρετούσε πολλαπλώς τους τυχοδιώκτες της κυβέρνησης, γιατί τούς έδωσε την δυνατότητα να προκαλέσουν το κλείσιμο των ελληνικών τραπεζών και να διαλύσουν την οικονομία –γεγονός με τεράστια σημασία, όπως θα δούμε παρακάτω.

Η περίφημη αργία των τραπεζών είναι μία αποδεκτή από την ΕΕ πράξη νομοθετικού περιεχομένου, μέσω της οποίας όμως αίρονται θεμελιώδεις ελευθερίες που συνθέτουν το κοινοτικό κεκτημένο και αποτελούν δικαίωμα για τους πολίτες. Κλείνοντας τις τράπεζες με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου –την οποία υπέγραψε ο κ. Γ.Βαρουφάκης και όχι ο κ. Μάριο Ντράγκι– αφαιρέθηκε από τον Έλληνα πολίτη ένα θεμελιώδες κοινοτικό του δικαίωμα, που είναι η ΕΛΕΥΘΕΡΗ κίνηση κεφαλαίων. Παραβιάστηκε έτσι μία από τις τρεις μεγάλες αρχές που διέπουν την λειτουργία της Ενώσεως.

Ακόμα χειρότερα, καταργώντας την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, η κυβέρνηση έπληξε και την ελεύθερη κίνηση ανθρώπων, κάνοντας εξαιρετικά δύσκολες τις αεροπορικές μετακινήσεις από και προς την Ευρώπη. Κλείνοντας τις τράπεζες παρεμποδίζεται επίσης και η ελεύθερη μετακίνηση εμπορευμάτων, που είναι η σπονδυλική στήλη της ενιαίας εσωτερικής αγοράς. Καταργείται έτσι το σημαντικότερο συστατικό στοιχείο του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι. Με τις ενέργειες αυτές οδηγούνται σε χρεωκοπία χιλιάδες επαγγελματίες και επιχειρήσεις, γεγονός που συνιστά κατάφωρη παραβίαση ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Ουσιαστικά, λοιπόν, η χώρα μας βρίσκεται εκτός ευρωζώνης. Και επειδή το καθεστώς αυτό θα κρατήσει πολύ καιρό, θα υπάρξει εθισμός του κοινού. Όπως θα υπάρξει εθισμός και στην περίφημη θεωρία του κ.Βαρουφάκη περί «λιτού βίου», η οποία ως γνωστόν από τα κομμουνιστικά καθεστώτα οδηγεί στις αποκαλούμενες «κοινωνίες της υποταγής». Και σε μία τέτοια κοινωνία, όταν διαπιστωθεί από τους εταίρους μας ότι ο κ. Αλ. Τσίπρας δεν μπορεί να πραγματοποιήσει καμμία μεταρρύθμιση στην χώρα, θα έχει ανοίξει ο δρόμος προς την δραχμή.

Κατά συνέπεια, πιστεύουμε ότι με αυτή την κυβέρνηση κρέμεται πάνω από τον ελληνικό λαό μία δαμόκλειος σπάθη. Αυτή της βραδείας αλλά σταθερής εξόδου του από το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Θα πεισθούμε περί του αντιθέτου αν μέσα στην εβδομάδα υπάρξει κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας, με ικανούς και σοβαρούς ανθρώπους στα ζωτικά πόστα διαχειρίσεως της κρίσης. Ευελπιστούμε η ελληνική κοινωνία να απέκτησε την δέουσα εμπειρία από χαρτοπαίκτες και λοιπά λαμόγια της δραχμής.

Αυτό το σενάριο άρχισε να εφαρμόζει ο νάρκισσος τέως υπουργός Οικονομίας, αγνοώντας τα πάντα από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς, δείχνοντας ωστόσο ότι τούς γράφει και στα παλαιά του υποδήματα. Παράλληλα, ο Γ.Βαρουφάκης συμπεριφερόταν προκλητικά και με βαθειά απέχθεια στους άλλους ομολόγους του, πλην του Γάλλου Μισέλ Σαπέν και του Γερμανού Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε, προκαλώντας την οργή τους. Όμως, πίσω από τις συμπεριφορές αυτές υπήρχε η πρόθεσή του να προκαλέσει Grexit. Και όταν αυτό τού το απεκάλυψε ο Γερμανός ομόλογός του, ο Γ. Βαρουφάκης είχε αρχίσει να χάνει το παιχνίδι.

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ