Μιλά ο αναπληρωτής Καθηγητής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης Γ. Παύλος
“Είναι κρίση πρωτίστως του πνεύματος. Πρέπει ο άνθρωπος να ξαναμάθει να βλέπει τον κόσμο, να ξαναβλέπει τα πράγματα. Η ελληνική γλώσσα, το θέατρο, ο χορός, το τραγούδι, το δημοτικό τραγούδι, το έντεχνο, το λαϊκό, η αρχαία τραγωδία, όλα αυτά μας σπρώχνουν, μας βγάζουν από το σπήλαιο του εαυτού μας, έξω από τη μοναξιά μας, την κατάθλιψή μας, από εκείνα τα στοιχεία που είναι ένα κρυμμένο αφανές σκοτάδι που σκοτώνει και εμάς, σκοτώνει και τους άλλους”. Αυτά δηλώνει ο αναπληρωτής Καθηγητής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης Γεώργιος Παύλος, ο οποίος έχει παράξει ένα ασυνήθιστα υπέρογκο κοινωνικό έργο στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Θα δημιουργήσει πρωτοποριακά εκπαιδευτικά και διαπολιτισμικά προγράμματα. Θα εκπαιδεύσει στην ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό πολιτισμό αρκετές χιλιάδες νέους ανθρώπους. Θα σχεδιάσει και θα υλοποιήσει Διεθνή Δίκτυα συνεργασίας για την συνάντηση ανθρώπων και πολιτισμών.
Η συνέντευξη
• Τα τελευταία 20 χρόνια έχετε παράξει ένα ασυνήθιστα υπέρογκο κοινωνικό έργο στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχετε ταξιδέψει σε όλο σχεδόν τον κόσμο, οργανώνοντας Σχολεία ελληνικής γλώσσας και ελληνικού πολιτισμού. Ενώ έχετε δημιουργήσει πρωτοποριακά εκπαιδευτικά και διαπολιτισμικά προγράμματα. Ποιες εμπειρίες έχετε αποκομίσει από αυτό το μεγάλο ταξίδι;
«Ευχαριστώ πολύ γι αυτήν την ερώτηση φίλε Αποστόλη Ζώη. Πραγματικά είναι μια ερώτηση που δεν μου την έχει κάνει ξανά δημοσιογράφος. Οι εντυπώσεις- εμπειρίες μου, από αυτό το ταξίδι συμπυκνώνονται σε ένα πράγμα. Ότι η Ελλάδα κουβαλάει κάτι πολύτιμο το οποίο το έχουν ανάγκη οι άνθρωποι. Το έχουν ανάγκη οι Έλληνες. Το έχουν ανάγκη οι αλλοδαποί, οι μετανάστες που ζουν σήμερα στην Ελλάδα. Οι χριστιανοί, οι μουσουλμάνοι , οι άθεοι, δηλαδή, όλοι οι άνθρωποι μικροί- μεγάλοι, πραγματικά μπορούν να κερδίσουν κάτι πρωτόγνωρο γνωρίζοντας την Ελλάδα. Έχουμε πράγματι εντυπωσιαστεί και είναι δύσκολο σε λίγες γραμμές, να μεταφέρει κανείς τις μνήμες των τελευταίων 15 χρόνων. Μνήμες που έχουν να κάνουν με ανθρώπους από κάθε μέρος της γης, οι οποίοι έρχονται στα σχολεία αυτά είτε στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό. Ανθρώπους που τους συναντούμε και φεύγουν. Αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει σχεδόν συνεχώς ως ένας κανόνας, είναι να μας λένε ότι «τώρα που φεύγουμε από αυτό το σχολείο νιώθουμε ότι έχουμε γίνει άλλοι άνθρωποι, ότι βλέπουμε τον κόσμο με άλλα μάτια». Αυτό είναι ακριβώς το πολύτιμο που κουβαλάει αυτός ο τόπος και το οποίο μπορεί να μας κάνει όλους να βλέπουμε τον κόσμο με άλλα μάτια. Οι κρίσεις που ζούμε σήμερα στην Ελλάδα ή και διεθνώς σε όλη τη γη, είναι κρίσεις ακριβώς παιδείας».
• Δηλαδή;
«Είναι κρίση πρωτίστως του πνεύματος. Πρέπει ο άνθρωπος να ξαναμάθει να βλέπει τον κόσμο, να ξαναβλέπει τα πράγματα. Η ελληνική γλώσσα, το θέατρο, ο χορός, το τραγούδι, το δημοτικό τραγούδι, το έντεχνο, το λαϊκό, η αρχαία τραγωδία, όλα αυτά μας σπρώχνουν, μας βγάζουν από το σπήλαιο του εαυτού μας, έξω από τη μοναξιά μας, την κατάθλιψή μας, από εκείνα τα στοιχεία που είναι ένα κρυμμένο αφανές σκοτάδι που σκοτώνει και εμάς, σκοτώνει και τους άλλους. Αυτή, λοιπόν είναι μια εμπειρία που τη χρωστάμε σε όλους όσους έχουν συμμετάσχει σε αυτά τα σχολεία, αλλά πρωτίστως τη χρωστάμε σε αυτό το λαό που ανά τους αιώνες, ανά τις χιλιετίες δημιουργεί αυτά τα πράγματα και μας τα αφήνει ως παρακαταθήκη. Βεβαίως, θα πρέπει και η δική μας η καρδιά να αναχθεί στο επίπεδο της καρδιάς αυτών των ανθρώπων που άφησαν κι αφήνουν αυτήν την κληρονομιά. Ο Ελύτης όταν έπαιρνε το Νόμπελ είπε στην ομιλία του, «Στην Ελλάδα ούτε στιγμή ανά τους αιώνες υπάρχει που δεν γράφτηκε ποίηση». Αυτή λοιπόν η διαχρονική εμπειρία της ελληνικής ψυχής, του ελληνικού πνεύματος που έχει ένα χαρακτήρα οικουμενικό και παγκόσμιο, που ξεφεύγει από τα όρια μιας στενής εθνικής υπόθεσης, είναι ακριβώς αυτό το πολύτιμο. Είναι αυτό για το οποίο ευθυνόμαστε όλοι και το οποίο μας κρίνει όλους. Και ίσως σήμερα η κρίση που ζούμε είναι ακριβώς αποτέλεσμα του ότι εμείς έχουμε χάσει τη σχέση μας και ως λαός και ως κόμματα και ως πολιτεία, έχουμε χάσει τη σχέση μας με αυτό το πολύτιμο».
• Ποιες είναι οι εντυπώσεις σας και κυρίως ποια πράγματα σας έκαναν να είστε περήφανος που είστε Έλληνας ή και πιθανόν να μην αισθάνεστε και τόσο καλά;
«Προσπαθώ να γνωρίσω την Ελλάδα, προσπαθώ να αγαπήσω την Ελλάδα, να μυηθώ σε αυτό που κουβαλάει. Διότι αν την Ελλάδα την ορίσουμε ως τρόπο του πνεύματος, ως πάθος για την αλήθεια, ως πάθος για την ομορφιά, ως πάθος για την καλοσύνη, τότε νομίζω ότι πολλοί λίγοι είμαστε Έλληνες με αυτήν την έννοια. Βεβαίως υφίσταται η εθνική ταυτότητα. Αλλά και αυτό από μόνο του είναι πολύ επιφανειακό. Το ότι είμαι Έλληνας, Τούρκος, Αμερικανός, Γερμανός, είναι πολύ λίγο για να περιγράψει τα ελληνικά πράγματα. Η Ελλάδα δεν είναι απλώς ένας τόπος με μια στενή εθνική ταυτότητα. Είναι μια πνευματική γεωγραφία πρωτίστως, που αγκαλιάζει όλο τον κόσμο. Τα τελευταία χρόνια, τις τελευταίες δεκαετίες θα έλεγα, από το 1821 και μετά που υπήρξε το ελληνικό κράτος, βλέπουμε να στενεύει αυτή η πνευματική αλλά και φυσική γεωγραφία. Στενεύουν τα όρια της Ελλάδος ως πόλεις, ως μια παρουσία στη Μεσόγειο, στα Βαλκάνια στον Εύξεινο Πόντο. Και αυτό συμβαίνει γιατί οι Έλληνες αρχίζουν να περιορίζονται σε μια πολύ στενή έννοια της Ελλάδος, όπως αυτό έγινε μετά την Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό στην Ευρώπη. Η Ελλάδα γέννησε την Αναγέννηση, γέννησε τον Διαφωτισμό, μπορεί να ομορφύνει κάθε έθνος, κάθε λαό. Αυτές τις στενές οριοθετήσεις που ακούμε, είτε από τη μια πλευρά είτε από την άλλη, δηλαδή είτε από φωνές στείρα εθνικιστικές, είτε από πλευρές μονόπλευρα και άσοφα διεθνιστικές και παγκοσμιοποιητικές, και οι δυο αγνοούν το πολύτιμο του τόπου αυτού, αυτό που θα κάνει την Αντιγόνη να πει «γεννήθηκα όχι για να μισώ αλλά για να αγαπώ μαζί με άλλους», ή αυτό που θα κάνει την Ιφιγένεια του Ευριπίδη να πει «ξυστά περνάς καλέ μου από την καρδιά μου», ή την Μαρινέλα να τραγουδάει «η ομορφιά στο πρόσωπό σου χαστούκι στον πολιτισμό». Έτσι λοιπόν, θα πρέπει να ξαναμάθουμε γράμματα όλοι μας. Τότε η Ελλάδα θα γίνει πραγματικά αυτό που είναι, δηλαδή ένα μέτρο του εαυτού μας και των άλλων. Και όχι για να είμαστε υπερήφανοι επειδή έχουμε μια απλή εθνική ταυτότητα ή σημαία, αλλά γιατί έχουμε την Ελλάδα μέσα στην καρδιά μας ως μέτρο της ανθρωπιάς, ως μέτρο της αλήθειας, του αλησμόνητου. Και αυτό είναι που έχουμε ανάγκη πια, όλοι μας και ως Έλληνες και ως άνθρωποι».
• Τι πρέπει να γίνει ακόμα; Πιστεύετε σε ένα παγκόσμιο ελληνικό σχολείο προώθησης της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού; Ποια τα οφέλη της χώρας μας μέσα από τα Διεθνή Δίκτυα συνεργασίας για την συνάντηση ανθρώπων και πολιτισμών;
«Εμείς αυτή τη στιγμή αισθανόμαστε ότι κάνουμε ένα πείραμα, όλα αυτά τα χρόνια, γιατί είμαστε μια ερευνητική ομάδα, η οποία έχει αποδείξει ότι είναι δυνατόν ο ελληνικός πολιτισμός ,τα ελληνικά γράμματα, η ελληνική παιδεία να αποτελέσουν και ένα πολύ πρακτικό εργαλείο, πέραν του θεωρητικού ενδιαφέροντος. Είναι παραδεκτό παγκοσμίως ότι η Ελλάδα έχει δημιουργήσει αυτήν την επανάσταση του πνεύματος σε όλα τα επίπεδα. Πιστεύω ότι η Ελλάδα μπορεί να λειτουργήσει και πρακτικά ως ένας τόπος παιδείας και πολιτισμού και αυτό πρέπει να είναι πλέον και το όραμά μας για το μέλλον όλων όσων αγαπάμε αυτόν εδώ τον τόπο και όλων όσων αγαπάμε τον άνθρωπο. Γιατί Ελλάδα σημαίνει αγάπη για τον άνθρωπο. Σήμερα που ο άνθρωπος γίνεται μηχανή, γίνεται ρομπότ, γίνεται μέρος μιας απρόσωπης διαδικασίας, νομίζω ότι η Ελλάδα γίνεται πολύτιμη καθώς κουβαλάει αυτήν την πολύτιμη εμπειρία του ανθρώπου – πρόσωπο, που δεν εντάσσεται σε κανένα σχέδιο αποτελεσματικότητας ή ωφέλειας εξωτερικής, ή τεχνοκρατικής. Ο άνθρωπος δεν μπορεί είναι ένα αντικείμενο, ένα εργαλείο. Ο άνθρωπος είναι σκοπός, ασχέτως φυλής, ασχέτως θρησκείας. Αυτή είναι η Ελλάδα. Οπότε με αυτήν την έννοια έχουμε μπροστά μας ένα πολύ μεγάλο έργο που πρέπει να πράξουμε και νομίζω ότι αυτή η κρίση που ζούμε μας δείχνει ότι πρέπει να ξαναπάμε πίσω αλλά και πολύ μπροστά στο μέλλον, δηλαδή σε αυτά τα μεγάλα σημεία δημιουργίας του λαού μας».