Συγκρατημένα αισιόδοξος για την πορεία της γερμανικής οικονομίας στην πανδημία ο υπ. Οικονομικών Π. Αλτμάιερ. Σε σημερινή ομιλία του υποστηρίζει ότι τα χειρότερα πέρασαν και η ύφεση είναι μικρότερη από ό,τι αναμενόταν.Η γερμανική κυβέρνηση επικαιροποίησε την πρόγνωση της για την οικονομική πορεία της χώρας. Το φετινό Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) θα μειωθεί κατά 5,8% σε σχέση με πέρυσι και όχι κατά 6,3% όπως είχε προβλέψει. Σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομίας Πέτερ Αλτμάιερ το ναδίρ της ύφεσης έχει ξεπεραστεί. Τον επόμενο χρόνο αναμένει μια αύξηση της γερμανικής οικονομίας κατά 4,4% και αρχές του 2022 θα επιστρέψει στα επίπεδα πριν από την κρίση που προκάλεσε η πανδημία του κορωνοϊού. Ο κ. Αλτμάιερ εκτιμά πως η κατάσταση θα ήταν χειρότερη αν δεν είχαν ληφθεί έγκαιρα μέτρα στήριξης της οικονομίας.
Θεωρεί, επίσης, ότι μπορεί να αποφευχθεί ένα δεύτερο γενικό lockdown, το οποίο θα είχε οδυνηρές επιπτώσεις για την οικονομία. Αυξανόμενοι αριθμοί μολύνσεων μπορούν να αντιμετωπιστούν με στοχευμένα μέτρα σε τοπικό επίπεδο, επεσήμανε σήμερα ο κ. Αλτμάιερ σε συνέντευξη τύπου στο Βερολίνο. Η πορεία της γερμανικής οικονομίας θα εξαρτηθεί όμως και από την εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας όπως και την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού στις άλλες χώρες. Για φέτος αναμένεται μείωση των γερμανικών εξαγωγών κατά 12,1%.
Σταθεροποίηση της αγοράς εργασίας
Σχεδόν στάσιμος παραμένει ο αριθμός των ανέργων. Τον Αύγουστο 2,95 εκ. άτομα ήταν χωρίς απασχόληση, δηλαδή 45.000 περισσότερα απ’ ότι τον Ιούλιο. Αυτό σημαίνει ότι το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε τον Αύγουστο κατά 0,1% στα 6,4%. Βέβαια, πριν ξεσπάσει η πανδημία του κορωνοϊού το ποσοστό ανεργίας στη Γερμανία κυμαίνονταν στα 5%.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Απασχόλησης Ντέτλεφ Σέελε, οι νεότεροι αριθμοί δείχνουν ότι η ανεργία δεν αυξάνεται πλέον λόγω της πανδημίας. Παρ’ όλα αυτά εκτιμά ότι εξακολουθούν να είναι «σε μεγάλο βαθμό ορατές οι επιπτώσεις της». Οι επιδοτούμενες από το κράτος θέσεις εργασίας μειωμένου χρόνου, αν και μειώθηκαν, ανέρχονταν τον Αύγουστο στα 5,36 εκ. Το 2019 ο αριθμός τους ήταν μόλις 145.000.
Παναγιώτης Κουπαράνης, Βερολίνο