Νετανιάχου: Γιατί πρώτος ξανά;
Η ξαφνική επίθεση της Χαμάς το πρωί της 7ης Οκτωβρίου εξέθεσε ανεπανόρθωτα τον ισραηλινό στρατό, τις μυστικές υπηρεσίες, τον κρατικό μηχανισμό, την κυβέρνηση Νετανιάχου και τον ίδιο προσωπικά. Στη συνέχεια, οι επανειλημμένες διαψεύσεις των πομπωδών ανακοινώσεων του στρατού, που υποστήριζαν ότι συγκεκριμένες περιοχές της Γάζας βρίσκονταν «υπό απόλυτο ισραηλινό έλεγχο» και με τα μέτωπα του πολέμου να αυξάνονται, τα ποσοστά εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση μειώνονταν ακόμα περισσότερο. Συγχρόνως όμως, οι επικρίσεις κατά του Νετανιάχου εκ μέρους της διακυβέρνησης Μπάιντεν δημιούργησαν στο Ισραήλ έναν πρωτόγνωρο «υπόκωφο αντιαμερικανισμό», ο οποίος σταδιακά ενίσχυε τις τάσεις συσπείρωσης υπέρ του Νετανιάχου, που φερόταν να ορθώνει ανάστημα έναντι της Ουάσιγκτον. Έτσι, άρχισε να αναπτύσσεται το επιχείρημα ότι «το Ισραήλ μπορεί να συντηρείται εν πολλοίς χάρη στο αμερικανικό δολάριο, πλην όμως η προάσπιση της εθνικής του ασφάλειας είναι σημαντικότερη από την επιθυμία του προέδρου Μπάιντεν να επανεκλεγεί τον ερχόμενο Νοέμβριο».
Αυτή η εγχώρια, καθαρά ισραηλινοκεντρική, συλλογιστική, άρχισε να διαβρώνει στα μάτια του μέσου Ισραηλινού την αντιπολιτευτική κριτική που εκφραζόταν κυρίως από τον κεντροαριστερό Γιαΐρ Λαπίντ, ο οποίος, από ένα σημείο κι έπειτα, αναγκάστηκε να συνταχθεί με όλα ανεξαιρέτως τα υπόλοιπα κόμματα, συμπολιτευόμενα και μη, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος μίας μαζικής διεθνούς αναγνώρισης ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους. Μοιραίως, οι επικρίσεις αμερικανικής προέλευσης ουσιαστικά αποδυνάμωσαν πρωτίστως τις αντιπολιτευτικές φωνές στο εσωτερικό της χώρας, με αποτέλεσμα η παράταξη Λαπίντ να καταστεί τέταρτη πολιτική δύναμη (13 έδρες), σημειώνοντας τη χαμηλότερη δημοσκοπική επίδοση το τελευταίο τετράμηνο.
Καταλυτικής σημασίας αποδείχθηκαν οι επιχειρησιακές επιτυχίες που εξουδετέρωσαν τον πολιτικό ηγέτη της Χαμάς, Ισμαήλ Χανίγια, το ηγετικό στρατιωτικό στέλεχος της Χεζμπολάχ, Φούαντ Σουκρ, και την κατάληψη του στρατηγικής σημασίας «Άξονα Φιλαδέλφειας». Όλες αυτές οι εξελίξεις, σε συνδυασμό με τη σταθερή αντίσταση του Νετανιάχου έναντι στις διπλωματικές πιέσεις του Λευκού Οίκου, ο οποίος τελικά τον «ανέχθηκε» να εκφωνήσει την ομιλία του, καλεσμένος από το Κογκρέσο, συνέβαλαν αποφασιστικά στη δημοσκοπική του ανάκαμψη.
Ηττημένος ο Γκαντς, κερδισμένος ο Λίμπερμαν
Ητημένος των νέων δημοσκοπικών τάσεων είναι ο Μπένι Γκαντς, σε προσωπικό και κομματικό επίπεδο. Η «Παράταξη Εξουσίας» του υποχώρησε στις 21 δημοσκοπικές έδρες, χάνοντας τη μόνιμη πρωτιά του περασμένου δεκαμήνου και ο Γκαντς υστερούσε κατά 6% έναντι του Νετανιάχου στο ερώτημα της «πρωθυπουργικής καταλληλότητας». Αναμφίβολα, αυτή η πτώση οφείλεται στην απόφασή του να αποχωρήσει από την κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Εκ των υστέρων, είναι ολοφάνερο ότι ο Γκαντς θα έπρεπε να λάβει υπ’ όψιν ότι ο μέσος ισραηλινός πολίτης είναι πρωτίστως στρατιώτης, που δεν θέλει να βλέπει έναν στρατιωτικό καριέρας να αποχωρεί ξαφνικά από το πεδίο της μάχης. Από την αποχώρησή του και εντεύθεν, οι δημόσιές του δηλώσεις άρχισαν να χάνουν την πρότερη επιρροή τους.
Αντιθέτως, ο δεξιός υπέρμαχος του πλήρους διαχωρισμού Θρησκείας-Κράτους, Αβίγκντορ Λίμπερμαν, αναδεικνύεται κερδισμένος, συγκεντρώνοντας 14 δημοσκοπικές έδρες. Η εμμονή του υπερορθόδοξου εβραϊκού ιερατείου να αρνείται τη στράτευση των μαθητών των θεολογικών σχολών ενώ η χώρα βρίσκεται σε πόλεμο, εξόργισαν τον μέσο ισραηλινό ψηφοφόρο, δεξιό και μη. Η συγκυρία αυτή αύξησε τα ποσοστά του Λίμπερμαν, χαρίζοντας στο κόμμα του την καλύτερη δημοσκοπική απόδοση της τελευταίας δεκαετίας. Από την άλλη, οι ψηφοφόροι των δύο υπερορθόδοξων θρησκευτικών εβραϊκών κομμάτων της συμπολίτευσης («Εβραϊσμός της Βίβλου» και «Shas» με 8 και 10 έδρες αντίστοιχα), όπως ήταν φυσικό, συσπείρωσαν τις σεκταριστικές τους ψήφους, επειδή ακριβώς απειλείται το προνομιακό καθεστώς της απαλλαγής στράτευσης και της απολαβής κοινωνικών επιδομάτων.