Του Αποστόλη Ζώη

Νιόπαντρος ένα χρόνο στη Μεσοχώρα το καλοκαίρι του 1940 ο Βαγγέλης Τσιάντας, παλικάρι κοντά στα 30, με τη σύζυγό του Ευτυχία και τη νεογέννητη κόρη του Σπυριδούλα κάνει τα πιο όμορφα όνειρα για τη ζωή.

Ξέρει την τέχνη του επιπλοποιού, στήνει το εργαστήριό του, έχει αγοράσει τα εργαλεία του και δουλεύει το ξύλο με τέχνη και μεράκι. Τα χέρια του γράφουν, ότι πιάνουν γίνεται κόσμημα, στολίδι, δεν προλαβαίνει τις παραγγελίες.

Όμως τα σύννεφα βαραίνουν, η πατρίδα υποψιάζεται τον κίνδυνο και καλεί τα παιδιά της να πράξουν το χρέος. Το ίδιο κάνει και ο Βαγγέλης. Αφήνει πίσω τη μικρομάνα σύζυγο Ευτυχία, την δυο μηνών κόρη του Σπυριδούλα, τους γονείς και τις αδελφές, τους φίλους και χωριανούς, το εργαστήρι και τις παραγγελίες, τα όνειρα και τις χαρές.

Πάνω απ’όλα το χρέος για την πατρίδα, την πίστη, την ελευθερία, την τιμή, την οικογένεια.

Ακολουθεί την πορεία, μετέχει στους αγώνες του ένδοξου 5ου Συντάγματος ως Δεκανέας του 5ου Λόχου, από τα Τρίκαλα μέχρι τον τελικό, το μοιραίο σκοπό, το ύψωμα 731.

Πρόκειται για σημαντικά στοιχεία εργασίας του τέως σχολικού συμβούλου Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης κ. Γιώργο Παπαβασιλείου, ο οποίος παρουσιάζει το γράμμα από το μέτωπο, του γενναίου Δεκανέα του 5ου Συντάγματος Βαγγέλη Τσιάντα λίγο πριν αφήσει την τελευατία του πνοή στο Ύψωμα 731.

Κατάρα, Μέτσοβο, Βρυσοχώρι, Πάδες, Αώος, Παλαιοχώρι, Κόνιτσα, Δέλβινο, Νοβοσέλινο, Κλεισούρα, 717, 731. Κάθε τόπος κι ένας Γολγοθάς. Αγώνας, θυσίες, νίκες.

Ο Βαγγέλης Τσιάντας αναφέρει ο κ. Παπαβασιλείου, μάχεται με εθνικό πείσμα, όπως όλοι οι άνδρες του 5ου Συντάγματος, όπως όλοι οι Έλληνες αλλά παράλληλα έχει το νου του, την καρδιά του πίσω στους δικούς του, στους γονείς του Κωνσταντίνο και Ειρήνη, στη σύζυγό του και την κορούλα, στις αδελφές Λάμπρω και Παναγιώτα.

Σε κάθε ευκαιρία και ανάπαυλα πιάνει το χαρτί και το μολύβι και γράφει σε όλους, στον πατέρα, στη σύζυγο, στην αδελφή. Ρωτά και ενδιαφέρεται για όλους και για όλα. Τους καθησυχάζει, όπως θα έκανε κάθε γενναίος.

Ως κειμήλιο ατίμητο, συνεχίζει ο κ. Παπαβασιλείου, ως ακριβό φυλακτό φυλάει η γυναίκα του Ευτυχία τα έξι λιτά γράμματά του, μέχρι τα στερνά της.

Στις 12 Φεβρουαρίου του ’41 γράφει :

„Σεβαστέ μου πατέρα

… ότι δεν σας γράφω για κάλτσες, φανέλες… για λεφτά, αφού έχω αρκετά, να μην στεναχωριέστε καθόλου“.

Τα ίδια επαναλαμβάνει στις 24 Φεβρουαρίου προς τον πατέρα του στις 26 προς την αδελφή του Λάμπρω. Την 1η και 5η Μαρτίου και πάλι προς τον πατέρα του.

Όμως το τελευταίο του γράμμα στις 7 Μαρτίου του ’41 το απευθύνει στη σύζυγό του Ευτυχία και στη μικρή κόρη Σπυριδούλα, ωσάν να προαισθάνεται τη θυσία του, δύο ημέρες μετά στο ύψωμα 731 και να θέλει να κλείσει τον κύκλο της γραφής και της ζωής απευθύνοντας την τελευταία του παράκληση και στην οικογένεια που ο ίδιος δημιούργησε και ονειρεύτηκε.

„Αλβανία τη 7 Μαρτίου 1941

Σύζυγέ μου Ευτυχία

Καλημέρα

Μάθε από υγείαν είμαι καλά, το αυτό ποθώ και δια λόγου σας να είσθε πάντα καλά, να χαίρομαι.

Λοιπόν Ευτυχία , προ ημερών σας άστειλα και άλλην επιστολή και απάντησην δεν έλαβα. Δεν ξέρω γιατί δε μου γράφετε;

Λοιπόν, μόλις θα λάβεις το γράμμα μου να μου γράψεις πως περνάτε εσείς αυτού, πρώτον από τροφήματα και δεύτερον από λεφτά αν έχετε και τρίτον εάν η αποθήκη έχει Αραβόσιτον, πώς έχεις τη Σπυριδούλα, αν μεγαλώνει και να προσέχεις καλά τη Σπυριδούλα.

Τι άλλο να σου γράψω δεν γνωρίζω, δώσε τα δέοντα σε όλους τους δικούς σου, Θύμιο, Ελένη, σε όλους τους συγγενής.

Ουδέν έχω να σου γράψω. Φιλώ τη Σπυριδούλα στα μάτια.

Ο σύζυγος Ευάγγελος Τσιάντας“.

Μάταια περίμεναν νέο γράμμα όλοι, νέα είδηση δεν έφτανε από τον γενναίο δεκανέα του 5ου Συντάγματος γιατί έπεσε για την πατρίδα την 9η Μαρτίου του ’41 στο ύψωμα 731, για την πατρίδα ημέρα της Εαρινής Επίθεσης των Ιταλών, την ίδια ημέρα έπεσε στο Χάνι και ο συγχωριανός του Στρατιώτης Μπρέλλας Κων/νος και την επόμενη ο Στρατιώτης Εξηντάρας Απόστολος στο ύψωμα Σεντέλι.

Από τα γράμματα άλλων χωριανών παλικαριών, επισημαίνει ο κ. Παπαβασιλείου, μαθεύτηκε το δυσάρεστο.

Μαντηλοδέθηκε, σημειώνει η κυρα Κατερίνη, η μάνα της Ευτυχίας σαν έμαθε το κακό.

Έδεσε την καρδιά της κόμπο και κράτησε το δάκρυ για το ανάμερο και το σκοτάδι.

– Πονόδοντος είναι, μάτια μου, και μαντηλοδέθηκα μπουρμπούλι, κάποτε θα περάσει, ήταν η απάντηση στην Ευτυχία, που πρόσεξε την αλλαγή της, σύμφωνα με τον τρικαλινό εκπαιδευτικό.

Γιορτή του Ευαγγελισμού του ’41 στη Μεσοχώρα, δεκαέξι ημέρες μετά τη θυσία του γενναίου ήρωα. Η Ευτυχία σηκώνει το ύψωμα στην εκκλησία, γιόρταζε ο άντρας της, ο Βαγγέλης.

Ύψωμα τους ταιριάζει τους ήρωες, μαζί με το τρισάγιο, γιατί φεύγουν για να μένουν, πετούν για να είναι παρόντες.

Οι γυναίκες δεν αντέχουν, λυγίζουν, ξεσπούν σε λυγμούς και κλάματα.

Έμαθε το μαντάτο, τη θυσία του. Μαυροφορέθηκε, πέτρωσε την καρδιά της, ορθοστάθηκε, μέχρι που φτερούγησε κοντά του, με μοναδικό σκοπό την τελευταία παράκληση και προτροπή του γενναίου ήρωα άνδρα της „… και να προσέχεις καλά τη Σπυριδούλα“, καταλήγει ο τέως σχολικός σύμβουλος Τρικάλων.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ