Η αύξηση του κοινωνικού επιδόματος στη Γερμανία επαναφέρει μία κλασική συζήτηση: Πρέπει να ενθαρρύνεται η εργασία ή η αποχή από την εργασία; Ή μήπως πρόκειται για λάθος συζήτηση;Ήταν μία σημαντική προεκλογική υπόσχεση του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (SPD) πριν τις βουλευτικές εκλογές του 2021: Το ελάχιστο προνοιακό επίδομα αντικαθίσταται με ένα νέο βοήθημα που αποκαλείται «Επίδομα του Πολίτη» (Bürgergeld)- ακριβώς γιατί φιλοδοξεί να αντιμετωπίσει τον δικαιούχο ως πολίτη, όχι ως επαίτη- και μάλιστα αυτό το επίδομα αυξάνεται σημαντικά, ώστε να ανταποκρίνεται στο υψηλότερο, τα τελευταία χρόνια, κόστος ζωής. Τηρουμένων των αναλογιών θα λέγαμε ότι πρόκειται για ένα επίδομα αντίστοιχο με το «Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα» που καταβάλλεται στην Ελλάδα.
Από τις αρχές του 2024 λοιπόν, το βασικό αυτό επίδομα αυξάνεται από 502 σε 563 ευρώ μηνιαίως για ένα μονοπρόσωπο νοικοκυριό και προσαυξάνεται αναλόγως. Για ένα παιδί έως έξι ετών δίνεται επιπλέον ενίσχυση 357 ευρώ, έναντι 318 ευρώ σήμερα. Οι αυξήσεις-ρεκόρ κατά 12,2% στα κοινωνικά επιδόματα κοστολογούνται με 4,3 δις ευρώ στον κρατικό προϋπολογισμό.
Για τον υπουργό Εργασίας Χουμπέρτους Χάιλ πρόκειται για ένα κομμάτι μίας ευρύτερης στρατηγικής για την καταπολέμηση της φτώχειας. «Έχουμε αυξήσει το κατώτατο ημερομίσθιο, έχουμε μειώσει φορολογικές επιβαρύνσεις και ασφαλιστικές εισφορές για τα χαμηλότερα εισοδήματα, ενώ παράλληλα βελτιώνουμε τις δυνατότητες παροχής πρόσθετης εργασίας με καθεστώς μερικής απασχόλησης», λέει ο ίδιος στο Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων (dpa), για να συμπληρώσει: «Είναι ζήτημα σεβασμού και αλληλεγύης. Μία κοινωνία αλληλεγγύης δεν αδιαφορεί για όσους δεινοπαθούν».
«Μήπως η δουλειά …δεν συμφέρει;»
Τα ευεργετικά μέτρα προκάλεσαν την αντίδραση του χριστιανοδημοκρατικού κόμματος (CDU) της αντιπολίτευσης. «Έχουμε πρόβλημα όταν μειώνεται η απόσταση ανάμεσα στο επίδομα και στον μισθό» τονίζει ο επικεφαλής του κόμματος Φρίντριχ Μερτς. «Όποιος εργάζεται θα πρέπει στο τέλος του μήνα να έχει περισσότερα χρήματα στην τσέπη από εκείνον που ζει με κοινωνικά βοηθήματα». Διαφορετικά, υποστηρίζει ο επικεφαλής της κεντροδεξιάς αντιπολίτευσης, «όσοι ανήκουν στα χαμηλότερα και μεσαία εισοδηματικά στρώματα, διερωτώνται για ποιον λόγο να εργάζονται…»
Τη συζήτηση αναζωπυρώνει και η Bild. «Μήπως η δουλειά στη Γερμανία δεν συμφέρει πια;» ήταν την περασμένη Τρίτη ο πρωτοσέλιδος τίτλος της εφημερίδας, η οποία στηλιτεύει το γεγονός ότι «το κοινωνικό επίδομα αυξάνεται πιο γρήγορα από τον κατώτατο μισθό». Με άλλα λόγια: «Για όποιον εργάζεται σκληρά επί οκτώ ώρες ημερησίως (160 ώρες μηνιαίως) με κατώτατο μισθό, το μηνιαίο εισόδημά του αυξάνεται κατά 65,60 ευρώ. Αν είναι ανύπαντρος, χωρίς παιδιά, λαμβάνει καθαρά σχεδόν 50 ευρώ, δηλαδή έξι ευρώ λιγότερα από εκείνον που ζει με κοινωνικό επίδομα».
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Γιενς Σπαν, ηγετικό στέλεχος της CDU: «Όποιος εργάζεται πρέπει να έχει μεγαλύτερες απολαβές από αυτόν που δεν εργάζεται», δηλώνει στην Bild. «Σήμερα μία τετραμελής οικογένεια με όλα τα επιδόματα συγκεντρώνει κατά μέσο όρο 2.311 ευρώ μηνιαίως, δηλαδή σχεδόν όσα βγάζει μία οικογένεια, στην οποία και οι δύο γονείς εργάζονται». Την κριτική συμμερίζονται και ορισμένες εργοδοτικές οργανώσεις. Η Ίνγκριντ Χάρτγκες, επικεφαλής του Γερμανικού Συνδέσμου Ξενοδοχείων και Εστίασης (DEHOGA), λέει στην Bild ότι «το κίνητρο για εργασία εκλείπει, όταν μειώνεται η απόσταση ανάμεσα στο κοινωνικό επίδομα και τον καθαρό μισθό».
Οι αντιδράσεις των Χριστιανοδημοκρατών εξοργίζουν τον υπουργό Εργασίας. «Είναι ανέντιμο να ξεσηκώνεις αυτούς που παίρνουν λίγα χρήματα απέναντι σε εκείνους που παίρνουν ακόμα λιγότερα», λέει ο σοσιαλδημοκράτης πολιτικός.
«Χαμηλά αμοιβόμενος ο 1 στους 5»
Η ουσία του προβλήματος είναι ο τεράστιος «τομέας των χαμηλά αμοιβόμενων» (Niedriglohnsektor) οι οποίοι στη Γερμανία φτάνουν το 20% του συνολικού εργατικού δυναμικού, ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη. Πολλοί από τους «χαμηλά αμοιβόμενους» είναι δυσαρεστημένοι γιατί κερδίζουν πολύ λιγότερα από εργαζόμενους με ακαδημαϊκές σπουδές και επαγγελματική εξειδίκευση, ενώ φαίνεται ότι κάποιοι αγανακτούν περισσότερο, θεωρώντας ότι δεν κερδίζουν πολύ περισσότερα από εκείνους που ζουν με κοινωνικά επιδόματα. (Σημειωτέον ότι τουλάχιστον ο 1 στους 10 «χαμηλά αμοιβόμενους» είναι απόφοιτος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης).
Στους «χαμηλά αμοιβόμενους» ανήκουν, για παράδειγμα, οι κομμωτές, οι εργαζόμενοι στον κλάδο της προσωπικής φροντίδας και περιποίησης, οι ταχυδρόμοι, οι σερβιτόροι, οι οδηγοί ταξί. Μία κομμώτρια κερδίζει κατά μέσο όρο περίπου 1.700 ευρώ μεικτά μηνιαίως, εισόδημα που ίσως ακούγεται ελκυστικό για τα ελληνικά δεδομένα, αλλά στη Γερμανία δύσκολα επαρκεί για να καλύψει τα έξοδα διαβίωσης σε μία μεγάλη πόλη.
Ευχή ή κατάρα οι «χαμηλά αμοιβόμενοι»;
Γιατί όμως ανθεί ο τομέας των «χαμηλά αμοιβόμενων»; Δεν πρόκειται για σύμπτωση, αλλά για στρατηγική. Καθώς ο αριθμός των μακροχρόνια ανέργων είχε παγιωθεί εδώ και πολλά χρόνια στο ένα εκατομμύριο, οι ιθύνοντες θεωρούσαν ότι μία πλήρης απασχόληση με χαμηλές απαιτήσεις, αλλά και χαμηλή αμοιβή, θα ήταν ένα πρώτο βήμα για την επανένταξη αυτών των ανθρώπων στην αγορά εργασίας. Όπως αναφέρει ο Χόλγκερ Σέφερ, αναλυτής του Ινστιτούτου της Γερμανικής Οικονομίας (IW) σε έρευνα που δημοσιεύθηκε το 2021, θεωρείται χρήσιμη στρατηγική «να εστιάσουμε σε πρώτη φάση στην ομάδα του μη ενεργού εργατικού δυναμικού και να αναπτύξουμε εργαλεία για την καλύτερη ενσωμάτωσή τους στην αγορά εργασίας».
Θεωρητικά λοιπόν σε ένα πρώτο βήμα οι άνεργοι εντάσσονται στην αγορά εργασίας με χαμηλές απολαβές, ενώ σε ένα δεύτερο βήμα, έχοντας αποκτήσει επαγγελματική εμπειρία, μεταπηδούν σε άλλες θέσεις εργασίας με υψηλότερες αμοιβές. Μέχρι στιγμής πάντως η εμπειρία δείχνει ότι ενώ ο πρώτος στόχος επιτυγχάνεται πιο εύκολα, η συνέχεια δεν είναι η αναμενόμενη. Σύμφωνα με την έρευνα του Ινστιτούτου IW, μόλις το 24% των «χαμηλά αμοιβόμενων» κάνουν το επόμενο βήμα μέσα σε έναν χρόνο, εξασφαλίζοντας καλύτερες απολαβές. Μετά από τρία χρόνια το ποσοστό αυξάνεται στο 36%.
Κατά συνέπεια η «ανοδική κινητικότητα» (Aufwärtsmobilität) δεν επιτυγχάνεται στον βαθμό που ήλπιζαν οι ειδικοί. Ωστόσο, μέχρι σήμερα δεν διαφαίνεται άλλη εναλλακτική λύση, ώστε να διευκολυνθεί η ένταξη των μακροχρόνια ανέργων στην αγορά εργασίας. «Ο τομέας των ‘χαμηλά αμοιβόμενων’ είναι ευχή και κατάρα ταυτόχρονα», σημείωνε το 2021 η οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt.