Σε διαταγή του διοικητή της Μεραρχίας Ιππικού, υποστρατήγου Στανωτά, η οποία εκδόθηκε στη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου 1940-41, σημειώνονται και τα εξής: «Εκ των μονάδων, αίτινες ετέθησαν υπό τας Διαταγάς μου, το Τάγμα Κασλά μετά του Λόχου Παπή, υπέστησαν βαρυτάτας απωλείας πλην προς τιμήν των, μετά τινών ετέρων ηρωικών τμημάτων της Μεραρχίας και των άλλων μονάδων του Στρατού, αποτελώσι τους εκλεκτούς, τους υποστάντας τας μεγαλυτέρας στερήσεις και θυσίας αλλά και τους δρέψαντες την υψίστην δόξαν, ήτις θα τους αποδοθή εν καιρώ».
Αυτή η «εν καιρώ» απόδοση της «υψίστης δόξας» στον Θεσσαλό ήρωα του Ελληνοϊταλικού Πολέμου Δημήτριο Κασλά άργησε πολύ να αποδοθεί, σύμφωνα με τον πρόεδρο του Φιλολογικού Ιστορικού Συνδέσμου Τρικάλων, Δρ. Ιστορίας Θεόδωρο Νημά, σε μια ενδιαφέρουσα μελέτη του. Μόλις τον Μάρτιο του 2000, ύστερα από 60 χρόνια περίπου, διοργανώθηκε στα Τρίκαλα, σύμφωνα με τον ίδιο, ειδική εκδήλωση και αποδόθηκε για πρώτη φορά η δέουσα τιμή στην Τιτανομαχία του υψώματος 731 και στον κύριο συντελεστή της Δημήτριο Κασλά. Την επόμενη χρονιά στο επιστημονικό περιοδικό «Τρικαλινά», το οποίο εκδίδει ο Φιλολογικός Ιστορικός Λογοτεχνικός Σύνδεσμος Τρικάλων, δημοσιεύθηκε το πολεμικό ημερολόγιο του Κασλά και άλλα σχετικά κείμενα. Ακολούθησαν πολλά άλλα δημοσιεύματα σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες και πριν από λίγα χρόνια εκδόθηκε και ολόκληρο βιβλίο. Σήμερα για τη ζωή και την προσφορά του Δημήτριου Κασλά έχει εκδοθεί ένα πανέμορφο λεύκωμα και έχει γυριστεί και ντοκιμαντέρ, το οποίο όπου προβάλλεται γνωρίζει επιτυχία.
Ποιος είναι όμως ο ήρωας Δημήτριος Κασλάς;
Γεννήθηκε στο Πουρί του Πηλίου το 1901. Ήταν γιος του Γεωργίου Καζίλα του Στεργίου και της Μαρίας Καζίλα, το γένος Διακουμή. Το όνομά του από Καζίλας σε Κασλάς το άλλαξε όταν κατετάγη στον Στρατό.
Κατά την έκρηξη του πολέμου, το 1940, ο Δ. Κασλάς υπηρετούσε στο 5ο Σύνταγμα Πεζικού Τρικάλων ως διοικητής του 2ου Λόχου Πολυβόλων του ΙΙ Τάγματος, το οποίο ήδη από τον Αύγουστο βρισκόταν στην περιοχή Μετσόβου.
Στις 3 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 το ΙΙ Τάγμα του 5ου Συντάγματος ειδοποιήθηκε τηλεφωνικώς για την κήρυξη του πολέμου και διατάχθηκε να κινηθεί εναντίον του εχθρού. Διοικητής του Τάγματος ήταν ο ταγ/χης Πέτρος Παπαβασιλείου. Στις 31 Οκτωβρίου, στο Βρυσοχώρι, πληροφορήθηκε ότι η Κόνιτσα είχε καταληφθεί από τους Ιταλούς. Την 1η Νοεμβρίου έλαβε επαφή με τον εχθρό κοντά στο χωριό Παλιοσέλι στη διάβαση του Αώου. Εκεί ανέκοψε την προέλαση των Ιταλών και έκτοτε η πορεία του Τάγματος ήταν νικηφόρος.
Από τις 3 Νοεμβρίου το ΙΙ/5 Τάγμα είχε υπαχθεί στο Απόσπασμα Αώου του αν/χη Μαρδοχαίου Φριζή και από 14 έως 16 Νοεμ. συμμετέχει στη μάχη για την απελευθέρωση της Κόνιτσας. Στις 16 τραυματίζεται ο διοικητής του Τάγματος Πέτρος Παπαβασιλείου και ο Κασλάς ως ο αρχαιότερος λοχαγός αναλαμβάνει τη διοίκησή του, την οποία διατήρησε ως το τέλος του πολέμου.
Στις 21 Νοεμβρίου οι Ιταλοί είχαν εκδιωχθεί από το ελληνικό έδαφος. Η νικηφόρος πορεία του Ελληνικού Στρατού συνεχίζεται εντός του βορειοηπειρωτικού εδάφους. Στις 5 Δεκ. φονεύεται ο διοικητής του Αποσπάσματος Αώου αν/χης Μαρδ. Φριζής και στις 10 Δεκ. το ΙΙ/5 Τάγμα διατίθεται στο Απόσπασμα Κετσέα.
Στις 10 Ιαν. το Τάγμα, ύστερα από σκληρές μάχες, έφθασε στο Ροντέν, ΒΑ της Κλεισούρας και ανατολικά της Τρεμπεσίνας. Στις 23 Ιαν. με ένα τολμηρό στρατήγημα του Κασλά εξουδετερώθηκε η ισχυρή αντίσταση των Ιταλών και καταλήφθηκε το ύψωμα 717 ή Μπρέγκου Ράπιτ. Συνελήφθησαν 147 Ιταλοί αιχμάλωτοι, εκ των οποίων 7 αξιωματικοί, και έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων πολλά όπλα. Επακολουθούν ομηρικές μάχες σώμα με σώμα και τα υψώματα περνούν μια στους Έλληνες και μια στους Ιταλούς. Στις 24 σταθεροποιήθηκε η κατάληψη του υψ. 717 (Μπρέγκου Ράπιτ) από το Τάγμα του Κασλά και καταλήφθηκε και το ύψ. 731 από το Ι/51 Τάγμα.
Για τον ηρωισμό του και τις ικανότητες που επέδειξε στις μάχες αυτές ο Κασλάς, αναφέρει ο κ. Νημάς, στην Ημερήσια Διαταγή της 27 Ιαν. 1941 του 51ου Συντάγματος Πεζικού (Τρικάλων) γίνεται πρόταση για απονομή σ’ αυτόν του Αριστείου Ανδρείας.
Να τι λέει το σχετικό απόσπασμα:
«Τους κάτωθι Αξιωματικούς προτείνω διά την Aπονομήν του Αριστείου Ανδρείας διά την εν γένει δράσιν εκάστου κατά τας επιχειρήσεις.
1) Ταγματάρχην Κασλάν Δημ., Διότι Δ/τής ων του ΙΙ/5 Τάγματος κατά την επιθετικήν ενέργειαν του υπ’ εμέ Αποσπάσματος, υφ’ ου τας διαταγάς υπήγετο εναντίον του υψ. 717, 20 χιλ. Β. Κλεισούρας την 22, 23 Ιανουαρίου επετέθη διά του Τάγματός του και κατέλαβε το ύψ. 717.
Εδέχθη τρεις αντεπιθέσεις του εχθρού, δύο νυκτερινάς και μίαν την ημέραν, και τας μεν νυκτερινάς απέκρουσεν, δεν ηδυνήθη όμως να αποκρούση και την τρίτην, καθ’ όσον ο εχθρός μετέβαλε το ύψωμα εις κόλασιν πυρός, αφού συνεπτύχθη 100 μ. εκείθεν του υψώματος, ευρών ευκαιρίαν μετά τινάς ώρας, όταν διήρχετο δεξιά εν Τάγμα του 33 Σ. Πεζικού, επιτίθεται και πάλιν και καταλαμβάνει το ύψ. 717. Αποτέλεσμα του διημέρου τούτου αγώνος ήτο να καταλάβη τον αντικειμενικόν αυτού σκοπόν και να συλλάβη 130 αιχμαλώτους Ιταλούς, εξ ων 7 Αξιωματικούς μεταξύ των οποίων και εις μόνιμος Ταγματάρχης Διοικητής Τάγματος. Διό προτείνω τούτον όπως τω απονεμηθή το Αριστείον Aνδρείας.
Θεμ. Κετσέας, Σ/χης».
Επί του υψ. 717 το Τάγμα του Κασλά παρέμεινε ως τις 16 Φεβ., οπότε απεσύρθη και παρέμεινε σε εφεδρεία ως τις 8 Μαρτίου, οπότε διετάχθη να αντικαταστήσει το Ι/51 Τάγμα επί του υψ. 731.
Στο ύψωμα αυτό επρόκειτο να διεξαχθεί, επισημαίνει ο κ. Νημάς, η μεγαλύτερη μάχη του Ελληνοϊταλικού πολέμου, αφού εκεί συνετρίβησαν οι πάνοπλες Μεραρχίες των Ιταλών και εκεί εκρίθη ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος. Πρωταγωνιστής της Τιτανομαχίας αυτής ήταν ο διοικητής του ΙΙ Τάγματος του 5ου Συντάγματος (Τρικάλων) Δημήτριος Κασλάς.
Ας παρακολουθήσουμε την αφήγηση του ιδίου:
«Το ύψωμα 731 το ονόμαζαν οι Στρατιώται “Γολγοθά”. καθ’ όλην την ημέρα ήτο ο κύριος στόχος του Πυρ/κού και των όλμων των Ιταλών. ήτο αδύνατο να κυκλοφορήση τις την ημέρα και όλοι ήσαν καθηλωμένοι εντός των χαρακωμάτων και αι απώλειαι εις νεκρούς και τραυματίας ήσαν καθημεριναί […]. Το ύψωμα 731 είναι ένας σχετικώς χαμηλός λόφος ευρισκόμενος μεταξύ των βορείων ακρωρειών των κοροφυγραμμών Γκαρονίν και Τρεμπεσίνας και προστατεύει την είσοδον της κοιλάδος του ποταμού Ντενιτσέ, η οποία διά της αμαξιτής οδού οδηγεί εις την Κλεισούραν».
Απέναντι από την Ι Μεραρχία (Θεσσαλίας), στην οποία υπαγόταν το 5ο ΣΠ (Τρικάλων), το 4ο ΣΠ (Λαρίσης) και το 2ο ΣΠ (Βόλου), ήταν παρατεταγμένες 4 ιταλικές μεραρχίες (η Κάλιαρι, η Πούλιε, η Πινερόλο και η Μπάρι) και 2 εφεδρικές (η Πουστερία και η Σιένα).
Στις 9 Μαρτίου το πρωί άρχισε η ιταλική επίθεση.
Η ιταλική επίθεση αποκρούστηκε. Και, όπως γράφει ο στρατηγός Ι. Μυτιληναίος, «οι ελάχιστοι επιζώντες Έλληνες, την κατάλληλη στιγμή, εξέρχονται των κατεστραμμένων χαρακωμάτων τους και με εφ’ όπλου λόγχη και την κραυγή “ΑΕΡΑ” αντεπιτίθενται. Οι Ιταλοί ανατρέπονται και υποχωρούν προς την αρχική γραμμή εξορμήσεώς τους, καταδιωκόμενοι, αρχικά από τους μαχητές και στη συνέχεια από τα πυρά του ελληνικού ΠΒ». Επακολούθησαν άλλες τρεις επιθέσεις ως το απόγευμα και όλες αποκρούστηκαν. Το ίδιο συνέβη και τις επόμενες τέσσερις ημέρες, ώσπου αποδεκατισμένο το ΙΙ/5 Τάγμα αντικαταστάθηκε από το 19ο ΣΠ (Σερρών), το οποίο με τον ίδιο ηρωισμό απέκρουσε όλες τις ιταλικές επιθέσεις ως τις 24 Μαρτίου, οπότε οι Ιταλοί απογοητευμένοι σταμάτησαν. Προηγουμένως ο Μουσολίνι, που παρακολουθούσε τις μάχες από κοντινό παρατηρητήριο, έφυγε ταπεινωμένος από τους μαχητές του Ταγματάρχη Δ. Κασλά.
Στις 10 Μαρτίου 1941 ο Διοικητής του Β’ Σώματος Στρατού υποστράτηγος Γ. Μπάκος απέστειλε προς τους Πολεμιστές της Ι Μεραρχίας, στην οποία υπαγόταν και το Τάγμα του Κασλά, την ακόλουθη διαταγή:
«Πολεμιστάς Ι Μεραρχίας.
Προ του ακαμάτου ηρωισμού σας εθραύσθησαν από της χθες άπασαι αι απεγνωσμέναι εχθρικαί προσπάθειαι. Προ των χαλυβδίνων γραμμών σας συνετρίβησαν κατά το διήμερον διάστημα τρεις νωπαί εχθρικαί μεραρχίαι. Είμαι υπερήφανος διότι ηγούμαι τοιούτων ηρώων. Η Πατρίς σεμνύεται δι’ αυτούς. Η παρούσα να φθάση μέχρι του τελευταίου οπλίτου της μεραρχίας».
Για τον ηρωισμό του Κασλά στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940-41 του είχαν απονεμηθεί: Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας, Πολεμικός Σταυρός Γ’ τάξεως, Αργυρούς Σταυρός του Β. Τάγματος και Μετάλλιον στρατιωτικής Aξίας Δ’ τάξεως.
Αλλά και κατά την υποχώρηση του Ελληνικού Στρατού, μετά την επέμβαση των Γερμανών τον Απρίλιο του 1941, όταν οι περισσότερες μονάδες είχαν διαλυθεί, ο Δημ. Κασλάς κατάφερε όχι μόνο να οδηγήσει το Τάγμα του συντεταγμένο ως το Μέτσοβο αλλά έδωσε και αρκετές νικηφόρες επιβραδυντικές μάχες με τον εχθρό.
Να πώς περιγράφει ο ίδιος μια τέτοια μάχη, όπως αναφέρεται από τον πρόεδρο του ΦΙΛΟΣ:
«Αφίνω τους Ιταλούς να προχωρήσουν μέχρι 150-200 μ., συγκεντρώνω τους Σαλπιγκτάς του Τάγματος και διατάζω με το σάλπισμα “προχωρείτε” να αρχίσουν όλοι να φωνάζουν “Aέρα” δυνατά. Τα Πολ/λα να βάλουν και μία Διμοιρία να κάμη μίαν μικράν κίνησιν (για τα μάτια) μέχρι 50 μέτρων. Εις το άκουσμα οι Ιταλοί των σαλπίγγων, των φωνών, βολών κλπ. σταματούν προς στιγμήν και κατόπιν τρέπονται προς φυγήν, ημείς είμεθα υψηλότερα και εφοβήθησαν την σύλληψίν των. ούτω ανεκόπη η προχώρησις των Ιταλών, προσωρινώς φυσικά».
Για τον ηρωισμό που επέδειξε και σ’ αυτή την περίοδο, όπου τα πάντα είχαν καταρρεύσει, ο Διοικητής του 5ου ΣΠ Νικ. Γεωργούλας επρότεινε στις 17-4-1941 να απονεμηθεί στον Ταγματάρχη Δ. Κασλά το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας.
Κατά την Γερμανοϊταλική κατοχή ο Κασλάς έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Ενταχθείς αρχικά στις τάξεις του ΕΔΕΣ περί το τέλος Αυγούστου του 1943, με 7 άλλους συναδέλφους του αξιωματικούς, έφυγε από τον Βόλο και μετέβη στην Καρδίτσα όπου ενεγράφη στην οργάνωση του ΕΔΕΣ και ανέλαβε να συγκροτήσει το Υπαρχηγείο Φαρσάλων. Εκεί δήλωσαν συμμετοχή πάνω από 500 άοπλοι πολίτες, αρκετοί από τους οποίους επί μήνα και πλέον περίμεναν να τους σταλεί οπλισμός. Προτού όμως αυτός φτάσει συνελήφθησαν από τμήματα του ΕΛΑΣ περί το τέλος Σεπτεμβρίου 1943. Τότε ο Κασλάς, “και υπό την επίδρασιν ψυχολογικών λόγων”, όπως γράφει ο ίδιος, εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ.
Έδρασε κυρίως στην περιοχή της κοιλάδας του Σπερχειού, ως Στρατιωτικός Διοικητής Τάγματος και Συντάγματος, του 51 και του 52 κατά σειράν, υπό τις διαταγές των υποστρατήγων Κων. Τσαμάκου και Δημ. Ματσούκα, καθώς και του αντ/χη Αθ. Κατσαρού.
Έλαβε μέρος στις εξής μάχες του ΕΛΑΣ εναντίον των στρατευμάτων Κατοχής: 1) στο Βλάσδο (Μοσχάτο) Καρδίτσης στις 7 Μαρτίου 1944, 2) στον Μεσινικόλα Καρδίτσης στις 18 Μαρτίου 1944, 3) στο Παλιούρι Φθιώτιδος στις 12 Απριλίου 1944, 4) στην περιοχή Μακρακώμης – Σπερχειάδος από τις 11-14 Ιουνίου και στις 18 Ιουνίου 1944, 5) εναντίον των εκκαθαριστικών ενεργειών των Γερμανών στην κοιλάδα του Σπερχειού στις 7-20 Αυγούστου 1944, 6) στη μάχη του Λιανοκλαδίου την 1 Σεπτεμβρίου 1944 και 7) στις μάχες στην περιοχή Δομοκού στις 18-20 Οκτωβρίου 1944. Ακόμα οργάνωσε διάφορα σαμποτάζ επί της σιδηροδρομικής γραμμής σε συνεργασία με Άγγλους κομάντος υπό τον Άγγλον ταγ/χη Τζων Μόλγκαν από τον Μάιο έως τον Οκτώβριο 1944.
Αποστρατεύθηκε αυτεπαγγέλτως με τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη. Απεβίωσε στις 22 Φεβρουαρίου 1966 από καρδιακό επεισόδιο. Είχε προηγηθεί και εγκεφαλικό, το οποίο του προκάλεσε προβλήματα στην ικανότητα να γράφει. Με την αναγνώριση και της εαμικής Εθνικής Αντίστασης το 1985 προήχθη, μετά θάνατον, σε ταξίαρχο.