Γράφει ο Βαγγέλης Πάλλας, εφημερίδα Χαραυγή, Κύπρος.
Πριν την έναρξη της εξάμηνης κυπριακής προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Διεθνής Αμνηστία είχε εκδώσει συστάσεις για την καλύτερη προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στα μέσα της προεδρικής θητείας, η οργάνωση εξέδωσε τις παρατηρήσεις της σχετικά με την πρόοδο που έχει σημειωθεί.
«Η Κύπρος έχει πετύχει κάποιους σημαντικούς στόχους για τα ανθρώπινα δικαιώματα, μεταξύ των οποίων η αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών, οι διαπραγματεύσεις για το πακέτο ασύλου, αλλά και η βοήθεια στο συντονισμό των θέσεων των χωρών της Ε.Ε. στις διαβουλεύσεις των Ηνωμένων Εθνών για τη Συνθήκη Εμπορίου Όπλων. Χαιρετίζουμε το γεγονός ότι το στρατηγικό πλαίσιο του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου (IHL) έχει ενταχθεί στη θεματολογία της Ομάδας Εργασίας για το Διεθνές Δημόσιο Δίκαιο (COJUR)», δήλωσε ο Nicolas Beger, Διευθυντής του Γραφείου της Διεθνούς Αμνηστίας για τους Ευρωπαϊκούς Θεσμούς.
«Έχουν υπάρξει, όμως, και χαμένες ευκαιρίες. Στο πακέτο για το άσυλο, η κράτηση ανηλίκων δεν έχει καταργηθεί σύμφωνα με την Οδηγία για τις Συνθήκες Υποδοχής. Εκφράζουμε ακόμη την ανησυχία μας για το γεγονός ότι δεν έχει αναληφθεί καμία απολύτως δράση για τις οκτώ επιλεγμένες περιπτώσεις ανθρώπων που απειλούνται.»
Η Διεθνής Αμνηστία έχει καλέσει την προεδρία να επιδείξει μεγαλύτερη πρωτοβουλία. Συγκεκριμένα:
- Να διασφαλίσει τη διαβούλευση με οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών σχετικά με την προσχώρηση της Ε.Ε. στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Αυτή η διαδικασία πρέπει να ενισχύσει και να προωθήσει τη προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ευρώπη.
- Να υποστηρίξει την αποτελεσματική εφαρμογή της προσφάτως υιοθετημένης οδηγίας για τα δικαιώματα των θυμάτων εγκλημάτων, η οποία είναι κρίσιμη για το μέλλον της οδηγίας.
- Να επιμείνει στις δεσμεύσεις της και να εξασφαλίσει πως τα συμπεράσματα του επερχόμενου Συμβουλίου για τη βία κατά των γυναικών θα αναφέρονται ρητά στον ακρωτηριασμό των γυναικείων γεννητικών οργάνων και πως θα έχουν συνταχθεί σε στενή διαβούλευση με την Κοινωνία των Πολιτών.
- Να υπογράψει και να επικυρώσει τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας.
ΚΥΠΡΙΟΙ ΕΘΕΛΟΝΤΕΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΟΪΤΑΛΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ
Αμέσως μόλις έφτασε η είδηση ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με την Ιταλία, στην Κύπρο απλώθηκε ένα παραλήρημα ενθουσιασμού. Οι ελληνικές σημαίες, απαγορευμένες από το 1931, υψώθηκαν ξανά σε κάθε σημείο του νησιού. Νέοι της Κύπρου κατέκλυσαν το ελληνικό Προξενείο της Λευκωσίας και την Αρχιεπισκοπή, για να στρατευθούν. Έρανοι ξεκίνησαν παντού. Ακόμη και οι πιο φτωχοί συνεισέφεραν ό,τι τους είχε απομείνει. Μόνο η Κερύνεια πρόσφερε την αξία ενός αεροπλάνου. Υπολογίζεται σε 4.000 οι Κύπριοι που πήραν μέρος στην ελληνοϊταλική σύρραξη. (Ας σημειωθεί εδώ, ότι άλλες 30.000 Κυπρίων πολέμησαν σε διάφορα άλλα μέτωπα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου). Ο ενθουσιασμός τους παρέμεινε αμείωτος σε όλες τις δύσκολες στιγμές του πολέμου. Γράφει, τον Φεβρουάριο του 1941, ο Κύπριος δημοσιογράφος Λουκής Ακρίτας: … Γράφω από τα αλβανικά βουνά, για να στείλω τον χαιρετισμόν και την αγάπην μου. Είμαι κατενθουσιασμένος που μαζί με τις χιλιάδες νέων κάνω το καθήκον μου απέναντι των ανθρώπων. Η ατμόσφαιρα που ζούμε και κινούμεθα είναι αληθινά ηρωική και οι στιγμές αυτές θα μου είναι αξέχαστες γιατί μας αναβαπτίζουν, μας ξαναγεννούν. Η ζωή του μετώπου, παρά τις ταλαιπωρίες που δεν τις καταλαβαίνει κανείς, ούτε κι ενδιαφέρεται γι’ αυτές, προσφέρει αφάνταστες συγκινήσεις. Σε κάμνει μέσα στο μεθύσι της μάχης να ξεχνάς τα πάντα. Μονάχα ύστερα από την ώρα που αρχίζει να νυχτώνει όλοι μας θυμόμαστε τα σπίτια μας και κουβεντιάζομε μαζί τους. Μια τέτοια ώρα σας φέρνω με τη σειρά όλους στη σκέψη μου και είναι σαν να μην βρίσκομαι μακριά σας. Με πλημμυρίζει η υπερηφάνεια ότι σαν Κύπριος κάνω αυτή τη στιγμή δυο φορές το καθήκον μου. Αλλά και οι Κύπριοι που ζούσαν στην Ελλάδα εκδήλωσαν τη διακαή τους επιθυμία να σταλούν στο πολεμικό μέτωπο, πριν ακόμη ξεσπάσει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. Από τον Σεπτέμβριο του 1940, όταν οι απροκάλυπτες πια προκλήσεις της Ιταλίας έδειχναν το αναπόφευκτο του πολέμου, Κύπριοι φοιτητές παρουσιάστηκαν στην εδώ Αγγλική Πρεσβεία και γνωστοποίησαν την πρόθεσή τους να καταταγούν στον στρατό. Τον Νοέμβριο συστήθηκε στην Αθήνα ειδική κυπριακή επιτροπή για την αποστολή εθελοντών στον πόλεμο, ενώ τον Δεκέμβριο ορκίστηκαν οι 100 νέοι του Ιερού Λόχου των εν Αθήναις Κυπρίων. Ο ένας μετά τον άλλον, οι Κύπριοι φοιτητές έστελναν στην πατρίδα τους γράμματα με τα οποία ανακοίνωναν την απόφασή τους να πολεμήσουν. Σε κάποιο από αυτό διαβάζουμε: … Μπροστά στον μεγάλο αγώνα που κάνει τώρα ο Ελληνισμός νομίζω πως κάθε άνθρωπος δεν μπορεί να μένη αδρανής, αλλά είναι περισσότερον από καθήκον η ανάγκη να ενώσουν όλοι τις δυνάμεις τους, για να υπερασπίσουν την τιμήν και την ελευθερίαν της Ελλάδος μας. Έτσι και εγώ μαζί με άλλους Κυπρίους φοιτητάς και επιστήμονας κατετάχθημεν εθελονταί στον Ελληνικόν Στρατόν και τώρα γυμναζόμαστε, για να μπορέσωμεν μετά δύο μήνες και μεις να προσφέρουμε κάτι θετικόν στην αγαπημένην πατρίδα. Πατέρα, μ’ όλο που η απόφαση αυτή είναι λιγάκι σκληρή για σένα, που είσαι μακρυά, θέλω να δικαιώσης τας σκέψεις μου αυτάς με την ιδίαν την δικήν σου αγάπην στην Ελλάδα μας. Στον στρατόν περνώ καλά και είμαι πολύ υπερήφανος που κάνω το καθήκον μου προς την πατρίδα… Όταν ο ελληνικός στρατός λύγισε υπό το βάρος της γερμανικής επίθεσης, οι Κύπριοι στρατιώτες συνέχισαν την αντίσταση στις ελεύθερες ακόμη περιοχές. Όσοι δεν αιχμαλωτίστηκαν από τον εχθρό, πολέμησαν στη Μάχη της Κρήτης και στην Αίγυπτο, ή παρέμειναν στην Ελλάδα και πήραν μέρος στην Αντίσταση. Η δε Κύπρος έγινε την ίδια εποχή το καταφύγιο χιλιάδων Ελλαδιτών προσφύγων και ’γγλων στρατιωτών. Υπάρχουν κυπριακές οικογένειες που δόθηκαν από γενιά σε γενιά στους αγώνες του Ελληνισμού. Είδαμε παραπάνω την οικογένεια Σώζου και τη συμμετοχή παππού, πατέρα και γιου στην Επανάσταση του 1821, στην Κρητική Επανάσταση του 1866 και στους Βαλκανικούς Πολέμους αντίστοιχα. Άλλη μια οικογένεια, που αποτελεί απτό παράδειγμα της αδιάλειπτης παρουσίας των Κυπρίων στους μεγάλους αγώνες του Έθνους, είναι η οικογένεια Γεωργιάδη. Ο πατέρας, Προκόπης, συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους (παραθέσαμε παραπάνω επιστολή του από το μέτωπο). Τιμήθηκε μάλιστα με τον βαθμό του λοχία, επειδή κατά τη νυκτερινή σκοπιά του προειδοποίησε έγκαιρα για εχθρική προσέγγιση. Κατά τη δημόσια απονομή του τίτλου ο αξιωματικός τόνισε ιδιαίτερα «ότι οι Κύπριοι εκπληρούσι πιστά τα καθήκοντά των».
β. H οικογένεια Γεωργιάδη. Τα πάθη της Κύπρου μέσα από μία, μόνο, οικογένεια
Ο Προκόπης Γεωργιάδης πολέμησε εθελοντικά και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση (από το 1943 ζούσε με την οικογένειά του στην Αθήνα). Δυστυχώς, ο θάνατος υπήρξε οικτρός για μια τόσο τιμημένη ζωή. Τραυματίστηκε από σφαίρα στα Δεκεμβριανά και πέθανε στις αρχές του 1945 από γάγγραινα, αφού πρώτα είχε ακρωτηριαστεί το πόδι του. Οι δυο γιοι του είχαν επίσης τραγικό τέλος. Ο Ροδίων, αμέσως μόλις ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, πολέμησε εθελοντικά στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και στη συνέχεια έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Συνελήφθη, όμως, από τους Γερμανούς, κλείστηκε στις φυλακές της Αίγινας και κατόπιν του Βρανδεμβούργου, όπου και πέθανε ή θανατώθηκε τον Οκτώβριο του 1944 σε ηλικία 27 ετών. Την ίδια δράση και το ίδιο τέλος είχε και ο μικρότερος αδελφός του Μιλτιάδης, απόφοιτος του Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Η αδελφή τους, Ευανθία, επέδειξε επίσης πατριωτισμό και αντιστασιακή δράση. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής έσωσε από τα χέρια των Γερμανών πάνω από 60 ’γγλους στρατιώτες, πράξη για την οποία παρασημοφορήθηκε από τη σύμμαχο χώρα. Ο φιλάσθενος, όμως, οργανισμός της την πρόδωσε λίγο μετά την Απελευθέρωση, επιβαρημένος από τις κακουχίες της Κατοχής και τη θλίψη για τον θάνατο του πατέρα και την εξαφάνιση των δύο αδελφών. Οι τραγικές στιγμές του ελληνισμού ακολούθησαν την οικογένεια ακόμη και μετά θάνατον. Η χαροκαμένη μάνα, Θέκλα, πέθανε στην Κύπρο και θάφτηκε στην πατρίδα της Κερύνεια. Το 1974, όμως, οι Τούρκοι εισβολείς βεβήλωσαν τον τάφο της, όπως και όλο το κοιμητήριο. Οι στιγμές και τα γεγονότα που περιγράψαμε φαίνονται, υπό το πρίσμα του σήμερα, μακρινά. Δεν είναι μόνο ο χρόνος που δημιουργεί την απόσταση. Είναι και το όραμα της ένωσης Κύπρου και Ελλάδας που τα ενέπνεε, ένα όραμα που πια θεωρείται ανέφικτο. Ωστόσο, οι δυο λαοί μπορεί να χωρίστηκαν με τα σύνορα, αλλά απέδειξαν ότι θα συνοδοιπορούν και θα συμπάσχουν σαν ένας. Κι αυτή είναι τελικά μια νίκη, που καμιά ξένη δύναμη δεν μπορεί να ανατρέψει, όπως δεν το κατάφερε χιλιάδες τώρα χρόνια.