Η Σοφία Δημοπούλου – Πύρζα γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Η καταγωγή της είναι από τα Λουσικά, ένα μικρό χωριό λίγα χιλιόμετρα έξω από την Πάτρα. Σπούδασε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών και εργάστηκε ως μηχανικός στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Σήμερα διατηρεί δικό της γραφείο στο Παλαιό Φάληρο. Κατά τη θητεία της στο Υπουργείο Περιβάλλοντος μελετούσε την αποκατάσταση παλιών διατηρητέων κτιρίων – καθένα με την ιστορία του, καθένα με τη δική του μνήμη. Κατανοώντας ότι ο αδυσώπητος χρόνος, γερνάει τα κτίρια όπως και τους ανθρώπους, μέσα απ’ τη συγγραφή -που ήταν πάντα η μεγάλη της αγάπη- προσπαθεί να τον ξορκίσει, να κρατήσει τις δικές της μνήμες ζωντανές. Ασχολείται με τον ποιητικό και διηγηματογραφικό λόγο. Έχει λάβει μέρος σε σεμινάρια δημιουργικής γραφής και λογοτεχνικούς διαγωνσιμούς με αρκετές διακρίσεις. Σήμερα μιλάει στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ.
Συνέντευξη της Σοφίας Δημοπούλου – Πύρζα στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη.
Ερ: Από ποια ηλικία ξεκινήσατε να διαβάζετε μυθιστορήματα; Ποια ήταν τα πρώτα σας αναγνώσματα;
Απ: Ξεκίνησα να διαβάζω από πολύ μικρή. Είχα την ατυχία – πράγμα που τώρα το θεωρώ ιδιαίτερη καλοτυχία- να είμαι ένα παιδί φιλάσθενο. Αυτό σήμαινε πως έπρεπε να μένω αρκετές φορές μόνη στο σπίτι, και καθώς δεν είχαμε τότε στο σπίτι τηλεόραση (νομίζω πως τα περισσότερα σπίτια δεν είχαν), το διάβασμα ήταν για μένα καταφύγιο και παρηγοριά. Το πρώτο μυθιστόρημα που διάβασα ήταν το « Χωρίς οικογένεια» του Έκτορος Μαλό κι έπειτα το « Με οικογένεια» του ίδιου. Ήμουν ακόμα μαθήτρια του Δημοτικού τότε θυμάμαι. Λίγο αργότερα διάβασα το « Συννεφιάζει» και το «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα» του Μενέλαου Λουντέμη. Έπειτα η «Λουντεμική» μου περίοδος συνεχίστηκε στα γυμνασιακά μου χρόνια με όλα τα γνωστά βιβλία του συγγραφέα, καθώς συνέπεσε με την περίοδο της μεταπολίτευσης που έκανε εκείνα τα αναγνώσματα δημοφιλή. Διάβαζα όμως και πολύ ποίηση τότε, κυρίως Ελύτη. Ο συναισθηματισμός των στίχων του ήταν βάλσαμο στην αντάρα της εφηβείας μου, νομίζω ένα κομμάτι του χαρακτήρα μου του το οφείλω.
Ερ: Ποιοι ήταν οι ήρωες αυτών των βιβλίων και τι αντίκρισμα είχαν στην δική σας νεολαία;
Απ: Το « Χωρίς οικογένεια» και το « Με οικογένεια», είχαν ήρωες παιδιά. Ακόμα θυμάμαι το κλάμα που είχα κάνει διαβάζοντας τις περιπέτειες του Ρεμί του πρώτου βιβλίου και της Περίνας του δεύτερου, παιδιών μόνων, που τα έβγαλαν πέρα με την εξυπνάδα και την καλή τους καρδιά σ’ ένα κόσμο εχθρικό που τους ύψωνε εμπόδια. Νομίζω αυτή ήταν και η μαγεία εκείνων των βιβλίων που διαμόρφωσαν την παιδική ηλικία της γενιάς μου. Τώρα μπορεί να φαντάζουν ηθικοπλαστικά, τότε όμως είχαμε ανάγκη να πιστέψουμε πως οι αρετές μας και όχι τα υλικά αγαθά που έτσι κι αλλιώς ήταν πολύ περιορισμένα, ήταν για μας το εισιτήριο για μια καλύτερη ζωή. Έπειτα, τα βιβλία του Λουντέμη, μας καλλιέργησαν την πεποίθηση πως κάπου μέσα στον καθένα μας υπάρχει μια κρυμμένη δύναμη για να τα βάλουμε κι εμείς με το μέλλον, αντλώντας από το παράδειγμα του Σουκρή, του Μέλιου και των άλλων ηρώων. Έννοιες που σήμερα ακούγονται παρωχημένες, όπως η τόλμη, η περηφάνια, η υπομονή, η ελευθερία, για μας που ζούσαμε σε δύσκολες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες – μόλις αφήναμε την επταετία της χούντας πίσω μας-, διαμόρφωσαν το συλλογικό μας όραμα, αλλά και την προσωπική μας οπτική για τον άνθρωπο, για το σοσιαλισμό, για την κοινωνία και τη θέση μας σ’ αυτή.
Ερ: Πέρα από τα μυθιστορήματα που διαβάσατε υπήρχαν και οι κινηματογραφικές ταινίες . Βοήθησαν και αυτές στην καλλιέργεια αλλά και στην ανάπτυξη της φαντασίας για να αρχίσετε να γράφετε ;
Απ: Έχω δει και εξακολουθώ να βλέπω πολύ κινηματογράφο. Οι ταινίες έχουν μια αμεσότητα στο θεατή, έχουν διαφορετικούς κώδικες επικοινωνίας απ’ ό,τι ένα βιβλίο με τον αναγνώστη. Δεν θεωρώ πως ο κινηματογράφος με βοήθησε τόσο στην ανάπτυξη της φαντασίας μου. Πιστεύω πως η ανάγνωση των βιβλίων είναι εκείνη που συντελεί σ’ αυτό, αφού ο κινηματογράφος είναι η τέχνη των πλάνων, σου δίνει την εικόνα έτοιμη. Σ’ εκείνο που με βοήθησε πάρα πολύ ο κινηματογράφος, είναι στο να πάω λίγο πιο βαθιά στην επιστήμη της αφηγηματολογίας, να μελετήσω το ρυθμό της μυθοπλασίας μου, τις κορυφώσεις, αν υπάρχουν, τη λειτουργία του χρόνου, την πλοκή, το ζωντάνεμα των εικόνων, γενικά δηλαδή στο τεχνικό κομμάτι της αφήγησης. Νομίζω πως η επίδραση του κινηματογράφου στα έργα μου φαίνεται, μου το έχουν πει πολλοί, έχουν μια σκηνοθετική οπτική. Έτσι κι αλλιώς η λογοτεχνία και ο κινηματογράφος είναι σε συνεχή διάλογο, είναι δυο τέχνες που η μια δανείζει στοιχεία στην άλλη.
Ερ: Από το πρώτο σας μυθιστόρημα «LapisLazouli, η πέτρα που λείπει», ξεκινήσατε το μεγάλο ταξίδι με το μυθιστόρημα. Ποιες ήταν οι πρώτες κριτικές πού σας έκαναν;Είσαστε ευχαριστημένη από αυτή την πορεία;
Απ: Οι κριτικές ήταν όλες πολύ καλές, τόσο που ήταν φορές που νόμιζα πως μιλούσαν για το βιβλίο κάποιου άλλου. Κάποια ψυχολόγος μου είπε πως έπρεπε να γίνει εγχειρίδιο ψυχολογίας και να μελετάται στο πανεπιστήμιο. « Σπουδή στη γυναικεία ψυχολογία» θυμάμαι το είχε χαρακτηρίσει. Βέβαια, καθώς διαπίστωσα πως υπάρχουν τόσα «στεγανά» στο χώρο του βιβλίου, θεωρώ μεγάλη τύχη που βρέθηκαν άνθρωποι που το διάβασαν κι έγραψαν μια καλή κριτική. Εμένα όμως με ενδιαφέρει κυρίως η γνώμη των αναγνωστών. Επειδή το συγκεκριμένο είναι ένα βιβλίο χτισμένο πάνω στο γυναικείο ψυχισμό, άγγιξε τις γυναίκες, όμως τις πιο καλές κριτικές τις έχω πάρει από άνδρες. Κάποιος μου είπε πως κάθε φράση ήταν ένα μαχαιράκι που στριβόταν εντός του και τον έκανε να έρθει πιο κοντά στο μυστήριο της θηλυκού Άλλου, να το αποκρυπτογραφήσει και να το κατανοήσει. Γι’ αυτό λοιπόν είμαι ευχαριστημένη κυρίως – θεωρώ πως έχω μπει σ’ ένα καλό μονοπάτι-, και όχι για το αν μου έγραψαν μια, δυο ή πέντε καλές κριτικές. Ασφαλώς και έχω πολύ δρόμο να διανύσω ακόμα. Έτσι κι αλλιώς, αυτός ο δρόμος δεν έχει τελικό προορισμό. Συνεχίζεται στο άπειρο.
Ερ: Διαβάζουν οι Έλληνες μυθιστορήματα;
Απ: Οι Έλληνες έχουμε γενικά καλή σχέση με το βιβλίο. Πώς αλλιώς θα μπορούσε κανείς να εξηγήσει την πληθώρα των εκδοτικών οίκων που υπάρχουν σήμερα; Μυθιστορήματα νομίζω πως διαβάζουν περισσότερο οι γυναίκες, τουλάχιστον έτσι λένε οι στατιστικές. Ίσως γιατί μέσα στα μυθιστορήματα υπάρχουν ζητήματα που αγγίζουν περισσότερο τη γυναικεία ψυχοσύνθεση: αυτογνωσία, έρωτας, συναίσθημα, ψυχολογία, σχέσεις, οικογένεια, κοινωνία είναι μερικά από αυτά. Ο ι γυναίκες έχουμε μάλλον ευκολία να ταυτιζόμαστε συναισθηματικά με κάποιο μυθιστορηματικό ήρωα και να βιώνουμε πιο έντονα το μύθο. Οι άνδρες κατά τη γνώμη μου, μπορεί να διαβάζουν λιγότερο μυθιστορήματα – περισσότερο διαβάζουν βιβλία ιστορίας, πολιτικής ή φιλοσοφίας -, όσοι όμως διαβάζουν, είναι πιο απαιτητικοί και προτιμούν εκείνα με ισχυρότερη πλοκή και λιγότερο συναίσθημα. Πάντως τα μυθιστορήματα, κυρίως εκείνα των Ελλήνων λογοτεχνών, κρατούν τα σκήπτρα στον ωκεανό των βιβλίων που κυκλοφορούν.
Ερ: Μιλήστε μας για το νέο σας μυθιστόρημα «Άλμα θα πει ψυχή» , εκδόσεις , ΩΚΕΑΝΟΣ. ;
Απ: Το μυθιστόρημα αυτό προσεγγίζει ένα σύγχρονο κοινωνικό θέμα: την υπεροχή της εικόνας, του «φαίνεσθαι» πάνω στην ουσία των πραγμάτων, στο «είναι». Είναι περιπτώσεις που η υπεροχή αυτή είναι τόσο ισχυρή, ώστε οι άνθρωποι να δρουν ξεχνώντας τον κοινωνικό και τον προσωπικό κώδικα ηθικής τους προκειμένου να πετύχουν την αναγνωρισιμότητα, που την ταυτίζουν με την επιτυχία.Ο βασικός ήρωας του βιβλίου δεν συνειδητοποιεί πως η ανάγκη του για μια προσωπική διάκριση τον αλλοτριώνει και τον μετατρέπει σε θύτη. Όταν αυτή η συνειδητοποίηση έρθει, τότε η προσωπική του Νέμεση θα δώσει μια λύση. Στον αντίποδα, ένα άλλο κεντρικό πρόσωπο, μια γυναίκα με λαμπερή καριέρα και μέλλον, θα γίνει το θύμα, θα έρθει αντιμέτωπη με ένα γεγονός που θα αλλάξει τη ζωή της και τις ισορροπίες των ανθρώπων γύρω της.
Μέσα από την ιστορία αυτή προσπάθησα να κατανοήσω λίγο περισσότερο την αντιφατικότητα της ανθρώπινης φύσης, αυτή τη σχάση ανάμεσα στον καλό και τον κακό εαυτό μας, που όταν οι συνθήκες το ευνοήσουν, μπορεί να περάσει ασυνείδητα από την ηθική στην ανηθικότητα, από το φως στο σκοτάδι. Ήταν μία προσπάθεια κατάβασης στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Αυτό ακριβώς υπαινίσσεται εξ’ άλλου και ο τίτλος του βιβλίου.
Ερ: Άλλοι λένε ότι οι συγγραφείς γεννιούνται και άλλοι ότι πλάθονται μέσα από τις εμπειρίες της ζωής. Εσάς ποια είναι η γνώμη σας;
Απ: Η συγγραφή είναι μια τέχνη και σαν τέτοια θέλει διαρκή εξάσκηση. Σίγουρα γεννιέσαι με την ευκολία της έκφρασης μέσω του γραπτού λόγου, με «προίκα» την ανάγκη σου να μεταπλάσεις τον κόσμο γύρω σου, να τον αποδομήσεις και να τον ξαναπλάσεις απ’ την αρχή, ίσως με λίγο παραπάνω ευαισθησία. Αυτά από μόνα τους όμως δεν σε κάνουν συγγραφέα. Συγγραφέας γίνεσαι μέσα από την σκληρή δουλειά, τις ατέλειωτες ώρες διαβάσματος, το διαρκές «γράψε-σβήσε-ξαναγράψε», την επιμονή να πετύχεις. Οι εμπειρίες της ζωής μορφοποιούν λίγο τα συναισθήματά σου, σε βοηθούν να τα αναγνωρίσεις και να τα ταξινομήσεις, να δεις ένα γεγονός μέσα από διαφορετικά πρίσματα, να σχηματίσεις τη δική σου οπτική. Αποτελούν μια ικανή, μα όχι απολύτως αναγκαία συνθήκη για τη συγγραφή. Υπάρχουν συγγραφείς που έγραψαν αριστουργήματα στη νεότητά τους κι ας είχαν πολύ λιγότερες εμπειρίες από άλλους γηραιότερους που είχαν μια πιο πλούσια ζωή.
Ερ: Διαβάζετε , γράφετε. Υπάρχει χρόνος για κάποια άλλη απασχόληση;
Απ: Αλλοίμονο αν δεν υπήρχε. Εργάζομαι, φροντίζω την οικογένειά μου, επικοινωνώ με τους φίλους μου, βλέπω πολύ κινηματογράφο, κάνω χορό, πασχίζω να βελτιώσω τα ισπανικά μου. Προσπαθώ να εξοικονομώ χρόνο για ό, τι αγαπώ κι αυτό μόνο με πολύ καλό προγραμματισμό. Όχι ότι τα κάνω όλα αυτά άψογα, έχω μάλλον πια αποδεχτεί το γεγονός πως κάποια πράγματα είναι καταδικασμένα να μένουν ατελή. Έτσι κι αλλιώς η ομορφιά της ζωής βρίσκεται στην ατέλεια, έτσι δεν είναι; Έχω συγκεκριμένες ώρες που ασχολούμαι με την συγγραφή κι έχω επίσης καθιερώσει συγκεκριμένη «αναγνωστική» ζώνη της μέρας, συνήθως πολύ νωρίς το πρωί. Οι υπόλοιπες ώρες μοιράζονται σε διάφορες δραστηριότητες που μου επιτρέπουν να αισθάνομαι κοινωνικό ον, άνθρωπος ανάμεσα σε ανθρώπους και με επαναφέρουν στην χειροπιαστή καθημερινότητα.
Ερ: Τι θα προτείνατε στους νέους επίδοξους συγγραφείς;
Απ: Η συγγραφή είναι δύσκολος και μοναχικός δρόμος. Καθένας που θέλει στ’ αλήθεια να γίνει συγγραφέας, που νιώθει εκείνη την αδυσώπητη πλημμυρίδα των λέξεων να τον κατακλύζει, πρέπει να είναι αποφασισμένος να τον διανύσει κι όπου αυτός τον πάει. Για να τον βγάλει λοιπόν αυτός ο δρόμος σε ξέφωτο, πρώτα απ’ όλα να μάθει, αν δεν γνωρίζει ήδη, να χειρίζεται πολύ καλά τη γλώσσα, εν προκειμένω την ελληνική. Να διαβάζει συνεχώς διαφορετικά αν είναι δυνατό είδη βιβλίων, γιατί έτσι θα έρθει σε επαφή με διάφορα στυλ γραφής, ώστε να καταλήξει ο ίδιος σ’ αυτό που τον εκφράζει καλύτερα. Έπειτα να γράφει όσο μπορεί περισσότερο, γιατί μόνο έτσι θα αποκτήσει συγγραφική ευχέρεια. Μα πάνω απ’ όλα να μην απογοητεύεται και να έχει υπομονή. Η εμπορική επιτυχία του βιβλίου του μπορεί να μην έρθει ποτέ, ο ίδιος όμως θα έχει κάνει ένα μεγάλο βήμα προς την κατάκτηση του ονείρου του.