Πολλοί μέχρι σήμερα προσπαθούν να «ζυγίσουν» ποια είναι τα αποτελέσματα και οι επιπτώσεις από αυτή την ενέργεια, αλλά ακόμα είναι δύσκολο να μετρηθούν με απόλυτους αριθμούς. Ο λόγος κρύβεται ίσως στο γεγονός πως ακόμα και τώρα το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει «κόψει» τελείως τις ευρωπαϊκές του ρίζες.
Κάποιοι ευρωπαϊκοί νόμοι υφίστανται ακόμα στη χώρα, ενώ το έθνος της Β. Ιρλανδίας είναι εδώ και δύο χρόνια σε καθεστώς ακυβερνησίας εξαιτίας, όπως διαμηνύουν, του Μπρέξιτ. Αν και το θέμα είναι πολύπλοκο, θα μπορούσε σχετικά εύκολα να απλοποιηθεί.
Η ιστορία πίσω από τη Β. Ιρλανδία
Η Β. Ιρλανδία ανήκει στο Ηνωμένο Βασίλειο, παρόλα αυτά στον χάρτη συνορεύει χερσαίως με τη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Ιρλανδία, ενώ χωρίζεται με θάλασσα από τη Μεγάλη Βρετανία (Αγγλία – Σκωτία – Ουαλία). Πριν το Μπρέξιτ, το μικρό έθνος των σχεδόν 2 εκατομμυρίων κατοίκων είχε ελεύθερο εμπόριο και με τους δύο, αφού όλοι μαζί ανήκαν στην ΕΕ. Μετά το Μπρέξιτ όμως έπρεπε να μπουν συγκεκριμένα όρια, αφού το ελεύθερο εμπόριο δεν θα μπορούσε να υφίσταται.
Αυτό σήμαινε ότι τελωνειακοί και γραφειοκρατικοί έλεγχοι έπρεπε να εφαρμοστούν στα προϊόντα που έρχονταν από το Ηνωμένο Βασίλειο προς τη Β. Ιρλανδία και πιθανόν συνέχιζαν το ταξίδι τους μέχρι την Ιρλανδία.
Μέχρι και πριν 4 χρόνια η Β. Ιρλανδία ήταν σε ένα ειδικό καθεστώς, αργότερα όμως, όταν έπρεπε να εφαρμοστούν οι απαγορεύσεις, το έθνος υποστήριζε ότι θα βρισκόταν σε θέση υπονόμευσης από την υπόλοιπη χώρα ενώ θεωρούσε παράλογο να αποκοπεί από τη χώρα της Ιρλανδίας. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι υπάρχει κόσμος που μένει στο Μπέλφαστ και δουλεύει στο Δουβλίνο, ενώ παράλληλα πολλές επιχειρήσεις έχουν διαμορφωθεί υπό αυτό το ελεύθερο καθεστώς.
Η υπόθεση περιπλέκεται περισσότερο λόγω της πολιτικής αστάθειας της Β. Ιρλανδίας. Η χώρα δημιουργήθηκε και προσαρτήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο μόλις το 1921. Οι αιματηρές επιθέσεις μεταξύ προτεσταντών και καθολικών της περιοχής είναι γνωστές, ενώ η Bloody Sunday ήταν αυτή που έβαλε τα θεμέλια ώστε να υπογραφεί η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής (Good Friday Agreement) και να σταματήσουν οι διαμάχες. Μία από τις προϋποθέσεις ήταν ότι η κυβέρνηση της Β. Ιρλανδίας θα είχε αντιπροσώπους και από προτεστάντες – ενωτικούς αλλά και από καθολικούς – αποσχιστές.
Πριν δύο χρόνια λοιπόν και ενώ το «έπος» του Μπρέξιτ συνεχιζόταν, οι εκλογές της Β. Ιρλανδίας ανέδειξαν νικητή, για πρώτη φορά μάλιστα, το εθνικιστικό – αποσχιστικό κόμμα του Σιν Φέιν, εκθρονίζοντας από τα πρωτεία της εξουσίας το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα (DUP). Ο ηγέτης του, Σερ Τζέφρεϊ Ντόναλντσον, αρνήθηκε να βοηθήσει στον σχηματισμό συγκυβέρνησης αποδίδοντας την αποτυχία του κόμματος στη συμφωνία του Μπρέξιτ και το νέο καθεστώς που επέβαλε στη Β. Ιρλανδία.
Η νέα συμφωνία που βάζει τέλος στις επιπτώσεις
Κάπως έτσι, δύο χρόνια μετά, ο Σερ Τζέφρεϊ Ντόναλντσον υποστηρίζει ότι η λύση βρέθηκε σε μία νέα νομοθεσία με την ονομασία Command Paper. «Η νέα νομοθεσία θα σταματήσει την τυφλή εφαρμογή ευρωπαϊκών νόμων στη Βόρεια Ιρλανδία» δήλωσε εμφατικά, ενώ πρόσθεσε ότι «εγγυάται την απόλυτη πρόσβαση των επιχειρήσεων της Β. Ιρλανδίας στο υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο».
Επιπλέον, και ο Κρις Χίτον Χάρις, υπουργός υπεύθυνος για τα θέματα της Β. Ιρλανδίας δήλωσε ότι πρόκειται για «κάποιες πολύ σημαντικές αλλαγές» ενώ για 36 ώρες κανείς από τους δύο δεν έδωσε περισσότερες λεπτομέρειες.
Τελικά σήμερα το μεσημέρι ανακοινώθηκε ότι η νέα συμφωνία διασφαλίζει την πλήρη άρση όλων των τελωνειακών ελέγχων και γραφειοκρατικών διαδικασιών των προϊόντων που κινούνται μεταξύ Β. Ιρλανδίας και Μεγάλης Βρετανίας, κάτι που με την προηγούμενη συμφωνία, γνωστή και ως Windsor Framework, δεν είχε διασφαλιστεί πλήρως. Επιπρόσθετα εξασφαλίζεται ότι σε οποιαδήποτε νέα εμπορική συμφωνία συνάπτει το Ηνωμένο Βασίλειο θα συμπεριλαμβάνεται και η Β. Ιρλανδία.
Η νέα νομοθεσία αναμένεται να περάσει από τη Βουλή με γρήγορες διαδικασίες την Πέμπτη ώστε να συγκληθεί από την Παρασκευή κιόλας το Στόρμοντ (Κοινοβούλιο Β. Ιρλανδίας).