Γράφει ο Σπύρος Νεραϊδιώτης*.

Δεύτερη μέρα πανηγυριού, καλοκαίρι του ’87, στην ορεινή πατρίδα. Η παρέα μας είχε χορέψει και μετά καθόταν στο τραπέζι και άκουγε τα Τζουμερκιώτικα τραγούδια, απολαμβάνοντας τη γεύση του κρασιού. Τσουγκρίζαμε τα ποτήρια μας πότε – πότε και σιγοτραγουδούσαμε όλοι μαζί. Ήρθε μετά κι έκατσε μαζί μας ο Δημήτρης, στενός φίλος του γραμματέα Γιώργου-Στάθη, από ένα διπλανό χωριό. Σκληροτράχηλος άντρας, αξύριστος με ψυχρό βλέμμα και μια αγριάδα στο πρόσωπό του. Είχε χάσει, πριν δυο χρόνια, τον αδερφό του σε ατύχημα. Λίγο πριν το γάμο του Δημήτρη, ο αδερφός του ο Λεωνίδας, ένα λεβεντόπαιδο με καρδιά μάλαμα, του είχε πει πως θα του έκανε ένα μεγάλο δώρο για το γάμο του, που θα το θυμόταν σε όλη του τη ζωή. Και η τραγική ειρωνεία της τύχης ήταν, μια βδομάδα πριν το γάμο του αδερφού του, να σκοτωθεί. Ήταν ένα δυνατό χτύπημα της σκληρής και αδυσώπητης μοίρας για το Δημήτρη και τους δικούς του.
Για αρκετή ώρα καθόμασταν λιγομίλητοι, σχεδόν βουβοί, γυρίζοντας αργά και αμήχανα το κεφάλι πότε δεξιά και πότε αριστερά, όταν γυρίζει ο Δημήτρης και μου λέει με στεγνή φωνή γεμάτη πόνο:
– Σήκω, ρε λεβέντη απάνω, να χορέψεις το Σαμαντάκα. Θέλω να το αφιερώσω στο Λεωνίδα.
Είπε και κατευθύνθηκε προς τα όργανα να τα κεράσει και να δώσει την παραγγελία. Αμέσως άρχισαν τα όργανα να παίζουν το τραγούδι του Σαμαντάκα. Ένα τραγούδι σε βαρύ ηπειρώτικο ρυθμό, που ξυπνάει μνήμες και συναισθήματα.
Στο χορό με κρατούσε ο Κώτσιο-Χαρίλαος, σκυθρωπός και ανέκφραστος.  Χορεύοντας είχα την αίσθηση ότι δεν ήταν σαν άλλες φορές. Δε χόρευα από χαρά ή από μεράκι. Ούτε επειδή ήμουνα ερωτευμένος με την όμορφη γειτονοπούλα μου, το κορίτσι της καρδιάς μου με τα μαύρα μάτια, που αγαπούσα από τα παιδικά μου χρόνια και που χόρευα κάθε φορά για να της εκφράσω τον έρωτά μου. Ούτε από πατριωτικό ένστικτο στο άκουσμα του Κατσαντώνη, που πέρασε και πολέμησε στα μέρη μας. Τα πόδια μου, αν και ανάλαφρος, τα ένιωθα σαν να ήταν εκατό οκάδες, το κεφάλι μου βαρύ και την καρδιά μου έτοιμη να πάει να σπάσει και να γίνει χίλια κομμάτια.
Πρόσεξα για μια στιγμή στο τραπέζι απέναντι το Δημήτρη που κάπνιζε αμίλητος σκυθρωπός και ατάραχος, σα να ήθελε να πνίξει τον αβάσταχτο μέσα του πόνο. Δίπλα του ο Γιώργο-Στάθης, ακουμπισμένος στην γκλίτσα του, βουβός, και παραδίπλα ο Θωμάς και Βασίλης του παπα-Κώστα, με καρφωμένο το βλέμμα τους στο τραπέζι. Η Βασίλω του δάσκαλου, η κοπέλα με την ευαίσθητη και τρυφερή καρδιά, σκούπιζε πότε – πότε με ένα χαρτομάντιλο τα κοκκινισμένα από το κλάμα γαλανά μάτια της. Ο οργανοπαίχτης στο κλαρίνο, νεαρός τότε ο Βαγγέλης Κουτσοκώστας, λες και αφουγκράστηκε την ψυχή μου και διάβασε καλά την έκφρασή μου, μίλησε στο κλαρίνο, και αυτό το αθεόφοβο, σα να είχε ψυχή, αντέδρασε στο παίξιμό του και έκανε όλα αυτά μια μελωδία που ράγιζαν και οι πέτρες του τοίχου της πλατείας.
Στο «ξύπνα Σαμαντάκα» δεν άντεξα στη συναισθηματική αυτή φόρτιση του τραγουδιού και τα μάτια μου βούρκωσαν. Και το βούρκωμα έγινε δάκρυ, που έβγαινε σα λάβα καυτό από μέσα μου και κυλούσε στο πρόσωπό μου. Πρώτη φορά μου συνέβη αυτό στα τόσα χρόνια που χορεύω. Να χορεύω και να κλαίω. Τότε διαπίστωσα πως ο άνθρωπος δε χορεύει μόνο από χαρά. Χορεύει και για να ξεσπάσει, ακόμα και για να κλάψει. Χορεύει για να εκφράσει το παράπονο, την πίκρα, τον πόνο κι ένα σωρό άλλα συναισθήματα. Τότε κατάλαβα πως ο χορός, εκτός από έκφραση, άρωμα και τρόπος ζωής, είναι και άγγιγμα ψυχής. Τότε ένιωσα θεόρατος, πελώριος, κυριευμένος από άπειρα και όμορφα ανθρώπινα συναισθήματα.
Εκείνη τη βραδιά ένιωθα την ανάγκη να ανοίξω τα χέρια μου και να σφίξω στην αγκαλιά μου τον κόσμο όλο. Εκείνη τη βραδιά κατάλαβα και κάθε βραδιά αισθάνομαι πως αγαπάω τον κόσμο όλο. Εκείνη τη βραδιά σκέφτηκα πως τόσα χρόνια που χορεύω κέρδισα την αγάπη του κόσμου. Εκείνη τη βραδιά ανακάλυψα πως είμαι «πλούσιος», γιατί έχω όλα αυτά και άλλα τόσα, που δεν έχουν οι πλούσιοι.

*ο Σπύρος Νεραϊδιώτης είναι  Χοροδιδάσκαλος,  λαογράφος,  τηλεοπτικός παραγωγός.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ