Οι λαϊκοί μάστορες-δημιουργοί αξιοποιούσαν τους φυσικούς νόμους άλλοτε συνειδητά και άλλοτε μισοσυνειδητά και συναρμολογούσαν μικρές αλλά γερές πέτρες με μια ειδική τεχνική για να δώσουν στο γεφύρι το κατάλληλο τοξοειδές σχήμα μέσα στο κατακόρυφο επίπεδο, έτσι ώστε να αποφευχθεί η ανάπτυξη εφελκυστικών δυνάμεων και να μην ολισθαίνουν οι πέτρες. Αυτός ο κατασκευαστικός περιορισμός δεν οδήγησε σε πτώχευση την αισθητική των γεφυριών. Αντίθετα, η έντονη ποικιλομορφία φορετικότητα στην αρχιτεκτονική σύνθεση των γεφυριών παραπέμπει στο μεράκι του μάστορα-κατασκευαστή.
Αυτά αναφέρει ο εκπαιδευτικός κ. Γιώργος Γκράσσος σε μια έκδοση όπου κάνει μια συνοπτική αναδρομή στην παγκόσμια γεφυροποιία, όπου παρουσιάζει μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά πέτρινα τοξωτά γεφύρια που υπάρχουν ή υπήρχαν σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, μελετά και αναπαριστά τη διαδικασία κατασκευής τους, συστήνει τους συνήθως ανώνυμους κατασκευαστές τους, τα εργαλεία και τη συνθηματική γλώσσα τους και στο τέλος παραθέτει αρκετά φύλλα εργασίας για μαθητές όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης.
Ο κύριος στόχος της είναι η ευαισθητοποίηση της μαθητικής κοινότητας, της κοινής γνώμης και των αρμόδιων φορέων που σχετίζονται με την προστασία όχι μόνο του φυσικού αλλά και του δομημένου περιβάλλοντος, όπως ο ίδιος σημειώνει.
Στην προβιομηχανική Ελλάδα, σύμφωνα με τον ίδιο, το κύριο δομικό υλικό ήταν η πέτρα και ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα που απασχολούσαν τους κατοίκους περισσότερο της ηπειρωτικής και λιγότερο της νησιωτικής υπαίθρου ήταν η ασφαλής διέλευση των οδοιπόρων και των μεταφορικών μέσων τους πάνω από ποτάμια, ρέματα και χείμαρρους.
Η μορφολογία του εδάφους έπαιζε τον πιο καθοριστικό ρόλο. Ο πρωτομάστορας αναζητούσε ένα βραχώδες στένωμα του ποταμού με γερούς βράχους στις όχθες για να στηρίξει με ασφάλεια τα ακρόβαθρα. Οι πολύπειροι λαϊκοί γεφυροποιοί γνώριζαν ότι όσο μικρότερη η καμάρα τόσο πιο στέρεο το γεφύρι και τόσο μικρότερο το κόστος κατασκευής.
Επομένως, η επιλογή της θέσης του γεφυριού ήταν σπουδαιότερη από τη χάραξη του δρόμου ή του μονοπατιού. Έτσι, πολλές φορές ήταν αναπόφευκτο ο δρόμος να ακολουθεί την όχθη του ποταμού μέχρι να συναντήσει το γεφύρι. Συνήθως, η θέση ήταν από χρόνια προκαθορισμένη, δηλαδή, εκεί που υπήρχε παλιότερα ένα ξύλινο ή άλλο πέτρινο γεφύρι που είχε γκρεμιστεί. Τα γεφύρια είναι διάσπαρτα σ’ ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Μάλιστα, ορισμένες περιοχές, που ήταν οικονομικά ανεπτυγμένες, όπως αυτή των Ζαγοροχωρίων, είχαν το πιο πυκνό οδικό δίκτυο με πολλά γεφύρια. Το 18ο και 19ο αιώνα, που το εμπόριο βρισκόταν στη μεγαλύτερη ανάπτυξη του, η παραπάνω περιοχή είχε συνολικά 45 γεφύρια!
Όλα τα πέτρινα γεφύρια, ανάλογα με τον αριθμό των τόξων τους, ταξινομούνται σε δύο κύριες κατηγορίες: τα μονότοξα και τα πολύτοξα. Η μορφολογία των ποταμιών ακολουθεί την εξής λογική: στα ορεινά εδάφη με μεγάλη κλίση τα ποτάμια έχουν μικρό πλάτος και έτσι είναι πιο ορμητικά, ενώ στα πεδινά εδάφη με ελάχιστη κλίση τα ποτάμια mφτάνουν στο μέγιστο πλάτος τους και χάνουν την ορμητικότητα τους.
Κανένα γεφύρι, σύμφωνα με τον εκπαιδευτικό, δεν είναι ολόιδιο με κάποιο άλλο, γιατί το κάθε ένα έχει τα δικά του μοναδικά χαρακτηριστικά. Μπορεί να έχει ανακουφιστικά τόξα, μεμονωμένες ή συσσωματωμένες αρκάδες, σιδερένιες άρπιζες, ενεπίγραφες μαρμάρινες πλάκες, ακόμα και ένα μικρό καμπανάκι που προειδοποιεί για τους κινδύνους της διέλευσης.
Τα γεφύρια που υπάρχουν στον Ελλαδικό χώρο είναι απλά και απέριττα, δίχως υπερβολικές διακοσμήσεις. Είναι αξιοσημείωτο ότι στην Ήπειρο, παρά τον ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό γεφυριών, δεν υπάρχουν πολλά λιθόγλυπτα διακοσμητικά στοιχεία. Τα λιγοστά που υπάρχουν αφορούν οικοδομικές επιγραφές με χρονολογίες κτίσης ή ανακαίνισης. Επίσης, αναφέρονται ονόματα χορηγών και σπανιότατα των μαστόρων.
Άλλες παραστάσεις είτε ως αυτόνομα θέματα είτε ως πλαίσιο στις επιγραφές σπανίζουν. Οι λιθόγλυπτες επιγραφές εντοιχίζονται στην κορυφή του τόξου, πάνω από τον κορυφαίο θολίτη (κλειδί) ή στο κεντρικό τμήμα των τύμπανων μεταξύ των τόξων. Στην περίπτωση των γεφυριών της Ηπείρου φαίνεται πως ενδιαφέρει μόνο ο υπομνηματικός ρόλος της κτητορικής επιγραφής.
Αρκετά γεφύρια ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα γιατί δε στέκουν μόνα τους στην ερημιά της ελληνικής υπαίθρου. Τα γεφύρια αυτά πλαισιώνονται με ένα εικονοστάσι, ένα ξωκλήσι, μια κρήνη, ένα νερόμυλο, ένα χάνι και σπανιότερα με μια κούλια. Στα χρό-
νια της Τουρκοκρατίας, η κούλια ήταν ένα φυλάκιο, στο οποίο διέμενε μόνιμη φρουρά για να προστατεύει το γεφύρι από δολιοφθορές και να ελέγχει τους διερχόμενους.
Υλικά κατασκευής
Βασική πρώτη ύλη, σύμφωνα με τον κ. Γκράσσο, ήταν ο σχιστόλιθος που αφθονεί στην Ελλάδα, ενώ για συνδετική ύλη χρησιμοποιούσαν ένα είδος υδατοστεγούς ασβεστοκονιάματος, το «κουρασάνι».
Αυτό το έφτιαχναν οι ίδιοι οι μάστορες και αποτελούνταν από ένα μίγμα τριμμένου κεραμιδιού, σβησμένου ασβέστη, ελαφρόπετρας, χώματος, νερού και ξερών χόρτων. Σε αρκετές περιπτώσεις, έριχναν μέσα στο μίγμα ασπράδια αυγών και μαλλιά ζώων για να αυξήσουν την αποτελεσματικότητα και τη συνεκτικότητα του. Επίσης, υλοτομούσαν τοπική ξυλεία, την επεξεργάζονταν μερικώς και κατασκεύαζαν τον ξυλότυπο.
Ονοματοδοσία
Πρέπει να τονιστεί πως τα πέτρινα γεφύρια είχαν πολύ υψηλό κόστος κατασκευής και γι’ αυτό τη χρηματοδότηση του έργου την αναλάμβανε είτε ένα ή περισσότερα γειτονικά χωριά είτε κάποιοι μεμονωμένοι χορηγοί-χρηματοδότες. Στη δεύτερη περίπτωση ως ηθική ανταμοιβή προς το χορηγό αυτόν, το γεφύρι έπαιρνε το όνομα του.
Όμως, αρκετές φορές η ονοματοδοσία γινόταν κατά συνήθεια από τους κατοίκους των γύρω χωριών με την πάροδο του χρόνου. Όλες οι πιθανές περιπτώσεις ονοματοδοσίας, επισημαίνεται στην εργασία του εκπαιδευτικού, μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις μεγάλες κατηγορίες.
Από το χορηγό (συνήθως άντρες και σπανιότατα γυναίκες), από το φυσικό περιβάλλον: το ίδιο το ποτάμι, τη χαράδρα, το βουνό, ή την τοποθεσία και από το ανθρωπογενές περιβάλλον: χωριό, μοναστήρι ή εκκλησία, χάνι, νερόμυλο, βρύση, σπίτι, ή κάποιο τυχαίο συμβάν π.χ. έναν πνιγμό, μια συμπλοκή κ.ά.
Χορηγοί
Ποιοι, όμως, ήταν αυτοί οι άνθρωποι που μπορούσαν να γίνουν χορηγοί σε ένα τόσο_ ακριβό κατασκευαστικό έργο; Συνήθως ήταν Έλληνες που είχαν πλουτίσει στον τόπο τους ή στο εξωτερικό από το εμπόριο, την κτηνοτροφία, κ.ά. Αρκετές φορές ήταν ο ιδιοκτήτης του παρακείμενου μύλου και αυτό γινόταν γιατί έτσι ο μυλωνάς μεγάλωνε το πελατολόγιο του, αφού ο μύλος του θα γινόταν προσβάσιμος σε κατοίκους και από τις δύο όχθες του ποταμού. Επίσης, κάποιες φορές, είτε ένας κλέφτης ή αρματολός, είτε ένα θρησκευτικό πρόσωπο, π.χ. καλόγερος ή παπάς, αναλάμβανε εξ ολοκλήρου τα έξοδα της κατασκευής. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κληρικού-χορηγού υπήρξε ο Βησσαρίων (1490-1540), ο οποίος διετέλεσε Μητροπολίτης Λάρισας (μετά το θάνατο του ανακηρύχτηκε σε Άγιο) και μέσα σε 15 περίπου χρόνια χρηματοδότησε τρία πολύ σημαντικά γεφύρια στο νομό Τρικάλων. Το γεφύρι του Κοράκου στον Αχελώο, της Πόρτας στον Πορταϊκό και της Σαρακίνας στον Πηνειό. Τέλος, αρκετές φορές ο χορηγός ήταν ένας Τούρκος αξιωματούχος, όπως ο Καμπέρ Αγάς στα Ιωάννινα, ο Μαχμούτ Πασάς στα Γρεβενά κ.ά.
Τα γεφύρια σήμερα
Σήμερα το ατσάλι και το τσιμέντο αντικατέστησαν την πέτρα και τη λάσπη.
Αυτά τα μοναδικά αριστουργήματα της ελληνικής λαϊκής αρχιτεκτονικής στάθηκαν αποφασιστικοί παράγοντες στην οικονομική και εθνική ζωή του μείζονος ελληνικού χώρου στα νεότερα χρόνια. (από το 17ο έως τον 20ο αιώνα). Με την πάροδο του χρόνου πολλά πετρογέφυρα παρασύρθηκαν από τα ποτάμια, λόγω έλλειψης συντήρησης και άλλα ανατινάχθηκαν στον τελευταίο πόλεμο και τα επακόλουθα του. Σημαντικός αριθμός απ’ αυτά βούλιαξαν και εξακολουθούν να βουλιάζουν στον πυθμένα των κάθε σκοπιμότητας ταμιευτήρων και λιγότερα ίσως επιχώθηκαν από τις χαράξεις των δρόμων. Δε λείπουν και οι περιπτώσεις που εγκιβωτίστηκαν τα γεφύρια με σκυρόδεμα, για να προκύψει μεγαλύτερο πλάτος καταστρώματος ώστε να καλυφθούν οι σημερινές κυκλοφοριακές ανάγκες. Εκτός από μεμονωμένες περιπτώσεις, κανένα ουσιαστικό μέτρο δν πάρθηκε για τη διάσωση, έστω των πιο αξιόλογων γεφυριών από επικείμενη κατάρρευση.