Διάλεξη από τον μουσικολόγο Παύλο Γαϊτανίδη. Θεσσαλονίκη: Γράφει ο Γιάννης Δελόγλου.
Στην αίθουσα εκδηλώσεων του Μορφωτικού Κέντρου της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης πραγματοποιήθηκε μια ακόμα σπουδαία διάλεξη απο τον μουσικολόγο καθηγητή μουσικής στο Μουσικό Σχολείο Θεσσαλονίκης κ. Παύλο Γαϊτανίδη με θέμα: «Ποντιακή Μουσική Παράδοση :Προφορική δημιουργία-παραλλαγές και νέες μουσικές προτάσεις».Στο πλαίσιο αυτής της παρουσίασης αποδόθηκαν κάποια μουσικά «παραδείγματα»( σκοποί ή τραγούδια), στο πνεύμα των παραλλαγών ή μιας νέας μελοποιϊας. Με κυρίαρχο όργανο τη λύρα ,υπήρξε σύμπραξη με μουσικά όργανα της ευρύτερης μουσικής παράδοσης ,(ούτι ,ταμπουράς,φλογέρα,μπεντίρ).
Εκ μέρους του δ.σ. της Ευξείνου Λέσχης χαιρέτησε την εκδήλωση ο γνωστός χοροδιδάσκαλος παραδοσιακών χορών κ. Μιχάλης Καραβέλας, ενώ η Γενική Γραμματέας του δ.σ. κ . Παναγιώτα Νικολαϊδου τόνισε μεταξύ άλλων : Έχει ειπωθεί ότι το ιδιωματικό Ποντιακό θέατρο ,μαζί με τους χορούς και τα τραγούδια υπήρξαν ο κύριος συνεκτικός κρίκος της ταυτότητας.Κυρίαρχο εκφραστικό μέσο η μουσική με την θαυματουργή Ποντιακή λύρα.Με αυτό το όργανο οι Έλληνες του Πόντου εξέφρασαν και εκφράζουν έναν εκπληκτικό πνευματικό , συναισθηματικό και εθνικό θησαυρό . Οι κορυφαίοι Έλληνες και ξένοι μελετητές των διαφόρων δημοτικών τραγουδιών όλων των περιοχών του Ελληνισμού έχουν αποφανθεί ότι τα τραγούδια αυτά προκαλούν δέος , έκπληξη ,είναι ασύλληπτης λογοτεχνικής αξίας ,μεγαλοπρεπή ,απροσδόκητα,πρωτότυπα σε ποιητικές εμπνεύσεις και πλημμυρισμένα από Ελληνικότητα ευαισθησία ,ανθρωπισμό και γενναιοφροσύνη . Ένα άλλο ουσιώδες γνώρισμα πολλών δημοτικών τραγουδιών του Πόντου είναι ότι αυτά εμπεριέχουν και επιβεβαιώνουν την αφοσίωση των Ποντίων στις γενικές αρχές του Ελληνικού δικαίου. Ο καταλύτης όμως της σφυριλάτησης της εμπέδωσης ,της συνέγερσης που αποτυπώνεται στη μέθεξη , είναι η λύρα που ουσιαστικά και ενστικτωδώς σε ταξιδεύει σε βαθιές εσωτερικές περιοχές πλημμυρισμένες από συναισθήματα , εικόνες και ανατάσεις μοναδικές. Αυτή η εύρωστη , πολύμορφη , πρωτότυπη και υψηλή αισθητική δεν εκφράζεται μόνο στη μουσική των δημωδών ,αλλά στη μουσική όλων των τραγουδιών ,όποιο αίσθημα , συναίσθημα ή ανθρώπινη ανάγκη και κοινωνική κατάσταση και αν εξωτερίκευαν .
Στην συνέχεια ο Μουσικολόγος καθηγητής κ. Παύλος Γαϊτανίδης τόνισε:
«Ο ποντιακός μουσικός πολιτισμός με τα κριτήρια των μουσικών συστημάτων και των γενών τους, φθάνει μέχρι την αρχαιότητα ωστόσο η γνώριμη και συγκεκριμένη δομή, μορφή και γενικά το ηχόχρωμα της παραδοσιακής μουσικής, που αντανακλά μία πολιτισμική έκφανση σύμφωνα με την επιστημονική έρευνα και μελέτη, τεκμηριώνεται με στοιχεία που αναφέρονται στην χρονική περίοδο των τελευταίων (250 – 300) χρόνων. Η παραδοσιακή μουσική είναι βιωματική και δημιούργημα της προφορικής ομαδικής δράσης. Ο χώρος έκφρασης της επικεντρώνεται στα εθιμικά δρώμενα (παρακάθ, γάμος, αρραβώνας, ονοματική γιορτή, πανηγύρι, μεγάλες γιορτές του έτους και αλλού) Επισημαίνω ότι τον όρο «μουσική» στην παράδοση τον εκλαμβάνουμε με την διπλή έννοια: (μέλος-λόγος ή μέλος-χορός) ή και την τριπλή έννοια της: (μέλος – λόγος – χορός).
ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
Επαναλαμβάνω ότι στην παραδοσιακή κοινωνία οι συντελεστές της επιτέλεσης των μουσικών δρωμένων εκφράζονται με έναν βιωματικό τρόπο, σημείο που συμβάλλει στην συνολική διαμόρφωση της μουσικής ως ιδιαίτερο άκουσμα (το σημαίνον) και ως περιεχόμενο (το σημαινόμενο) που αυτό μπορεί να είναι μία έκφραση υποκειμενικού λόγου ή έκφραση ποιητική ή ακόμα και κινησιολογική.
-Το παρακάθ, είναι ένα συχνό έθιμο που ίσως αποτελεί το κορυφαίο κοινωνικό και μουσικό δρώμενο άμεσης και βαθύτερης επικοινωνίας και βέβαια προφορικής μουσικής δημιουργίας. Είναι η κατ’ εξοχήν περίσταση όπου στις διαπροσωπικές εκφράσεις, οι αλληλοεπιδράσεις σε οποιαδήποτε θέματα (ατομικά, οικογενειακά, κοινωνικά, οικονομικά, εργασιακά και άλλα της καθημερινής ζωής) είναι εμφανείς και πιο διεισδυτικές και ενδεχομένως πιο εποικοδομητικές για την προσωπική, οικογενειακή και κοινωνική ζωή.
Οι συντελεστές του παραδοσιακού αυτού δρωμένου αυθόρμητα χωρίς δεσμεύσεις εκφράζουν με δυναμική παρουσία την κινητικότητα τους και ταυτοχρόνως επαναδιατυπώνουν την κοινωνική τους σχέση, την ηθική, την ομαδική δράση την αλληλεγγύη και οποιεσδήποτε άλλες αξίες οι οποίες αποτελούν τη βάση της κοινωνικής συνύπαρξης και συμβίωσης.
Στο πλαίσιο αυτό η ίδια η μουσική πράξη (με το τραγούδι και τους ήχους της λύρας ή με το νέο αυτοσχέδιο και προσαρμοσμένο σε έναν μουσικό κώδικα στίχο ή ακόμα με την χορευτική κινησιολογία) συνδράμει καταλυτικά και καθοριστικά στην προώθηση της εσωτερικής και βαθιάς αυτής επικοινωνίας.
Από μουοτκολογτκή σκοπιά, το παρακάθ είναι ένας τόπος και ένας τρόπος επιτέλεσης, το οποίο εμπνέει στην αναδημιουργία και την ανανέωση της παραδοσιακής μουσικής καθώς επίσης και στην παραγωγή νέων μουσικών προτάσεων.
-Στο έθιμο του γάμου μπορούμε να διακρίνουμε τα ίδια χαρακτηριστικά βιωματικής έκφρασης. Ο λυράρης γνωρίζει πολύ καλά τις μουσικές και τους χορούς ως ιδιαίτερες επιθυμίες των ατόμων και κυρίως των οικογενειών που συμμετέχουν στο γάμο – είναι γνωστό ότι στην κλειστή κοινότητα απαραιτήτως συμμετέχουν όλα της τα μέλη.
Κάθε μικρή κοινωνική ομάδα ή οικογένεια εκφράζεται με το δικό της χορό και με την όποια δικιά της χορευτική κινησιολογία. Με αυτόν τον τρόπο εκδηλώνουν το κοινωνικό τους πρόσωπο αλλά και την τιμή προς τα πρόσωπα των νεόνυμφων και εκτενέστερα των οικογενειών τους.
Έτσι στην χορευτική διαδικασία δεν επιτρέπεται να εισέρχεται εμβόλιμα κανείς, αυτό θα σήμαινε διακοπή της συνοχής του χορευτικού δρωμένου και φυστκά την προσβολή της ομάδας. Η βιωματική αυτή σχέση (μουσικής – χορού) είναι τρόπος ζωής στην εποχή των κλειστών κοινωνιών και ως προσωπική ή ομαδική δράση αλλά και πολιτιστικό δρώμενο τυγχάνει τον απόλυτο σεβασμό από τα μέλη της κοινότητας.
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΑΝΑΔΕΙΞΗΣ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ
Πολλές φορές, η ποιότητα του στίχου και κυρίως ή θεματολογία του τραγουδιού, η υψηλή κινησιολογική ικανότητα και καλλιτεχνική παρουσία του χορευτή ή των χορευτών και βέβαια η υψηλή ικανότητα και η μουσική προσωπικότητα του λυράρη, αποτελούν παράγοντες ανάδειξης διαχρονικά της μουσικής.
Ο Πάνος Λαμψίδης στην εργασία του «δημοτικά τραγούδια του Πόντου» (Αρχείον Πόντου 1960 παράρτημα 4) διακρίνει πολύ εύστοχα την έννοια του στίχου, δίστιχου από την έννοια του τραγουδιού -ποιήματος.
Ο στίχος ή το δίστιχο είναι σκάρωμα, είναι μία επινόηση, ένας αυτοσχεδιασμός με νοηματική αυτοτέλεια. Βασίζεται στις έννοιες των λέξεων και μόνο ενώ το τραγούδι είναι ένα πολύστιχο ποίημα που περιέχει ένα μύθο και μία πλοκή. Αυτές οι μουσικές, είτε είναι σκοπός χορού είτε σκοπός επενδυμένος σε δίστιχο ή τραγούδι, πορεύονται διαχρονικά και άρρηκτα δεμένα μεταξύ τους ενώ παράλληλα αναδεικνύονται σε καλλιτεχνικά δημιουργήματα στο χώρο της μουσικής.
Τέτοια καλλιτεχνήματα μπορεί κανείς να παρατηρήσει σε μουσικές που είναι μοναδικά συνδεδεμένες με ορισμένους χορούς όπως είναι: ο χορός «σέρρα», «των μαχαιριών», «η τρυγώνα», «το μονόν τικ», «το κοτς», το «κοτσαγγέλ» ο χορός «γετίαρετς» η «λεμόνα», ο χορός «σαρήκουζ» «του αποκαμαρώματος» κ.ά)
ή συνδεδεμένες με ορισμένα θέματα τραγουδιών που μπορεί να είναι: παραλογές, ακριτικά, ιοτορτκά, θρησκευτικά, φυσιολατρικά, κοινωνικά, σκωπτικά και πολλά άλλα τραγούδια όπως τα τραγούδια: «σην γέφυραν», «ο μονόγιαννες», «ο αιχμάλωτον» «η κορ επήεν σον παρχάρ», «το νυφόπαρμαν», «το χάριμαν ή χάρισμαν», «έταιρον κι η λυγερή», «η τρυγώνα», «πατώ και κι βουλίζω» και άλλα).
Οι μουσικές αυτές, στην διαχρονική πορεία αναδεικνύονται ως τύποι μουσικών συνθέσεων, όμοιοι με τους «μουσικούς νόμους» της αρχαιότητας.
ΜΟΥΣΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ
Οι μουσικοί νόμοι ήταν ορισμένες μουσικές συνθέσεις με τις οποίες ο λαός τραγουδούσε τους πολιτειακούς νόμους για να τους απομνημονεύσει και να τους ακολουθεί.
Ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) στην πραγματεία του (Προβλήματα XIX. 28) που είναι σε διαλογική μορφή για τη μουσική, ειδικότερα αναφέρει τα εξής: αυτές οι μουσικές συνθέσεις ονομάστηκαν νόμοι, γιατί απαγορευόταν αυστηρά η απομάκρυνση και παρέκκλιση από τις θεμελιώδεις αρχές τους.
Ο Πλούταρχος (46/48-120 μ.Χ.) στο βιβλίο του (Περί μουσικής 1133C. 6) παρόμια λέει: «νόμοι γάρ προσηγορεύθησαν, επειδή ουκ έξήν παραβήναι καθ’ έκαστον νενομισμένον είδος της τάσεως» (ονομάστηκαν νόμοι, γιατί δεν επιτρεπόταν να παρεκκλίνει κανείς από το καθιερωμένους φθόγγους ή το κούρδισμα ή το είδος της κλίμακας). Αυτές οι μουσικές συνθέσεις επεκτάθηκαν και σε θρησκευτικά τραγούδια (ωδές ύμνοι) απευθυνόμενα σε θεούς.
Στην μουσική μας παράδοση παρόμοιοι τύποι μουσικών συνθέσεων (σκοπών – τραγουδιών) όπως παραπάνω αναφέρθηκαν αναδεικνύονται σε μουσικούς κώδικες που από τη μια, αποτελούν αξιοποιήσιμο υλικό για νέες μουσικές παραγωγές (παραλλαγές τους ή νέες προτάσεις) και από την άλλη σημεία αναφοράς επικοινωνίας και συνοχής των μελών της ποντιακής ομάδας.
Έχουν λοιπόν χαρακτήρα «μουσικού νόμου» που λειτουργικά σημαίνει την συμμετοχή και την ορθή διαχείρησή τους με απώτερο σκοπό τον πολιτισμικό προσανατολισμό στην βάση της ιστορίας και των παραδόσεων.
Οι προαναφερόμενες μουσικές οι οποίες προέρχονται από το βαθύ παρελθόν έχουν επίσης αξία πολλαπλής μελέτης: κοινωνιολογικής, ηθογραφικής, θρησκευτικής, αισθητικής, μουοτκολογικής και καλλιτεχνικής. Μελέτης που μπορεί να αναδείξει ασφαλή συμπεράσματα για την ιδιαιτερότητα, την στάση ζωής και τη φιλοσοφία τόσο για την ομαδική ζωή όσο και για τον άνθρωπο γενικότερα.
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΥΦΟΣ
Η παραδοσιακή μουσική ως τέχνη διέπεται από ορισμένα θεμελιακά χαρακτηριστικά συστατικά τα οποία μετουσιώνονται στη λύρα και στο τραγούδι. Είναι μονόφωνη και τροπική και επικεντρώνεται σε ένα ορισμένο σύνολο τρόπων. Ως «πολυφωνικό» στοιχείο χρησιμοποιεί την παράλληλη συνήχηση και το ονομαζόμενο ισοκράτημα που συνεισφέρουν τα ουννημένα και τα διαζευγμένα αρχαιοελληνικά τετράχορδα.
Κυρίαρχο μουσικό όργανο η λύρα η οποία με την αυτοτέλεια της (μελωδική-ρυθμική), με τις χακτηριοτικές της τεχνικές και τη δυνατότητα παραγωγής ρυθμικού παλμού και με πρόσθετο στοιχείο, τη διάλεκτο καθορίζει το ανάγλυφο, το ήθος και το ύφος της μουσικής ταυτότητας.
ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ
Η μουσική πράξη, βασισμένη στα παραπάνω χαρακτηριστικά, αντλώντας το μουσικό υλικό και την έμπνευση από την υπάρχουσα μουσική κληρονομιά και προσαρμόζοντας το κάθε φορά στις νέες ανάγκες της εποχής, μπορεί να αναπαράγει, να αναδημιουργεί, να ανασυνθέτει με αποτέλεσμα την αέναη παραγωγή «μουσικών παραλλαγών» οι οποίες αποτελούν την εξελικτική μορφή της μουσικής παράδοσης. Στο πεδίο των παραλλαγών η μουσική ξετυλίγεται ανανεωμένη απηχώντας τις νέες αντιλήψεις και αισθητικές.
ΝΕΕΣ ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Στο δημιουργικό επίσης πεδίο η μουσική πράξη στα πλαίσια πάντοτε των θεμελιακών συσταπκών που προαναφέρθηκαν μπορεί να παράξει και να εκφράσει νέες μουσικές προτάσεις.
Υπενθυμίζω ότι ο μετρικός ρυθμός, το τροπικό σύστημα και το σύνολο των τρόπων, τα μουσικά όργανα (ιδιαίτερα η λύρα) και η διάλεκτος αποτελούν ένα κλειστό σύστημα μουσικής δημιουργίας (το ίδιο ισχύει ανάλογα πάντοτε για όλες τις λαϊκές ή λόγιες παραδόσεις ανά τον κόσμο) όμως η ρυθμοποιΐα και η μελοποιΐα αποτελούν ανοιχτό πεδίο μουσικών μηνυμάτων και βέβαια μιας νέας δημιουργικής έκφρασης.
Έτσι αν το ενδιαφέρον εστιάζεται στις μουσικές παραλλαγές άλλο τόσο και περισσότερο έχει ενδιαφέρον η νέα δημιουργία.
Η μουσική (μέλος-λόγος-χορός) ως ενιαίος κώδικας από τη μια απηχεί την καλλιτεχνική αισθηττκή και από την άλλη εξωτερικεύει την ψυχοσύνθεση και τα ιδιώματα του λαού.
Με τις παραλλαγές και τις νέες μουοτκές προτάσεις η ποντιακή μουσική θα είναι πάντοτε παρούσα εκφράζοντας το πολιτισμικό της προφίλ αλλά και τα αιτήματα της νέας εποχής. Το δημιουργικό πνεύμα καλλιτεχνικής αισθητικής και πολιτισμτκής ανάδειξης αποτελεί πάντοτε επίκεντρο ενδιαφέροντος στην παγκόσμια κοινωνία.
Η μουσική εν τέλει ως κώδικας επικοινωνίας, μέσα από τις πολιτισμικές εκφράσεις (εθιμικά και μουσικά δρώμενα) και όχι μόνο, εξασφαλίζει μία καλή προοπτική διαχρονικής συνοχής της ιδιαιτερότητας σε επίπεδο επικοινωνιακό, ιδεολογικό και πολιτισμικό.
ΜΟΥΣΙΚΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
» Τον Μάραντον χαρτιν έρθεν » Σηνγέφτιραν
■ Ακρύας όντες έλαμνεν
■ Χρόνε έρθαν και εδέβσνε
■ Ο αιχμάλωτον
Η ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ
Όπως κάθε μουσική, έτσι και η ποντιακή παρακολουθεί και καταγράφει τις συμπεριφορές και γενικά όλες τις παραμέτρους της κοινωνικής ζωής, ταυτόχρονα αποτελεί δείκτη της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας.
Στην εποχή των κοινωνικών μετασχηματισμών, της αστικοποίησης και του συγχρωτισμού με την ευρύτερη ελληνική κοινωνία σε όλα τα επίπεδα ζωής (επιγαμικές μίξεις, πολιτισμικές ανταλλαγές επαγγελματισμός και πρακτικές στην αναζήτηση καλύτερων συνθηκών ζωής και γενικότερα των τεχνολογικών προκλήσεων) οι εξελίξεις στα μουσικά δρώμενα είναι καθοριστικές.
Στα πλαίσια αυτά υιοθετούνται σύγχρονες μουσικές επιτελέσεις. Η παραδοσιακή μουσική αποδίδεται πλέον:
α) ως μέρος ευρύτερου ρεπερτορίου ή τροποποιημένη με τις τεχνικές της ενορχήστρωσης και τη μηχανική υποστήριξη του ήχου, που υπαγορεύονται από την εμπορική δραστηριότητα κέντρων ψυχαγωγίας και
β) στις νέες συνθήκες ψυχαγωγίας ή διασκέδασης αποδίδεται από απόσταση, σημείο το οποίο ακυρώνει τον βιωματικό τρόπο έκφρασης και βέβαια πολλές άλλες επιτελέσεις.
Μέσα σε ένα τέτοιο διαμορφωμένο κλίμα, μοιραία χάνεται το σημαίνον της παραδοσιακής μουσικής (ηχόχρωμα, ηχητική μορφή) και το σημαινόμενο (ύφος, ήθος, περιεχόμενο) της ομαδικής προφορικής δημιουργίας.
Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια η ποντιακή μουσική στα πλαίσια της μουσικοχορευτικής διασκέδασης επικεντρώνεται σε μικρό αριθμό χορών όπως είναι: το διπάτ, το τικ (μονόν-διπλόν) το μονόν ομάλ και το κότσαρι.
Εύλογα καταλαβαίνει κανείς ότι, η απλή κινησιολογτκή και χορευτική πρακτική αυτών των χορών δίνει τη δυνατότητα και ευχέρεια συνολικά στον ποντιακό λαό και όχι μόνο να εκφραστεί.
Ίσως από τα χρόνια της εγκατάστασης των προσφύγων προγόνων μας στον ελλαδικό χώρο, όμως πολύ περισσότερο τα τελευταία χρόνια υπάρχει μία πληθώρα αναπαραγωγή αρχέτυπων μελωδιών, δηλαδή τραγουδιών του Πόντου που αποδίδονται είτε αυτούσιες είτε ρυθμοποιητικά προσαρμοσμένες πάνω στα πατήματα κυρίως αυτών των χορών.
Αυτές οι πρακτικές συνολικά υπαγορεύονται από τις χορευτικές απαιτήσεις των περιστάσεων: του γάμου, του πανυγηριού, ή οποιονδήποτε άλλων μουσικοχορευτικών δρωμένων και ασφαλώς των νέων ποντιακών μουσικοχορευτικών κέντρων διασκέδασης.
Εξαίρεση αποτελούν οι φιλότιμες προσπάθειες των χορευτικών συλλόγων για ανάδειξη των ποικίλων χορών. Ωστόσο και στο σημείο αυτό προβάλλει ένα ερωτηματικό που χρήζει άλλης αντιμετώπισης.
Οι παραπάνω πρακτικές περικλείουν πολλούς κινδύνους επισκίασης (όχι αφανισμού) της πραγματικής διάστασης του ποντιακού μουσικού πολιτισμού.
Αναφέρω ένα απλό παράδειγμα, μπορεί οι χοροί ως σταθερές μορφές να αποτελούν παράγοντες ανάδειξης της μουσικής όμως η επικέντρωση της πρακτικά μόνο σ’αυτούς τους λίγους χορούς, δημιουργεί τάσεις συρρίκνωσης της παραδοσιακής μουσικής και την οποία συνολικά καθιστά στενή και γραφική στις συνειδήσεις του κόσμου.
Νομίζω ότι και εσείς γνωρίζετε πολύ καλά αυτήν την κατάσταση. Ωστόσο, στη βάση μιας άλλης φιλοσοφίας και πρακτικής εφαρμογής μπορούμε να αλλάξουμε αυτήν την κατάσταση και να γίνουμε παράγοντες και φορείς ανάπτυξης και διάδοσης του τόσου ξεχωριστού πολιτιστικού και πολιτισμικού κεφαλαίου.
Στην εποχή μας τα στοιχεία που λείπουν από τη νέα μουσική ως σημαίνον και σημαινόμενο είναι:
Ως σημαίνον: λείπει το ηχόχρωμα εξαιτίας της ανορθόδοξης χρήσης του τροπικού συστήματος, λείπει η συνεχής οργανική συνοδεία του φωνητικού μέλους, λείπει ο αδιάλειπτος ρυθμικός παλμός ο οποίος αποτελεί την γενεσιουργό αιτία της πηγαίας και μυστηριακής έκφρασης στην ακροαματική διαδικασία και πολύ περισσότερο που μετουσιώνεται στην κινησιολογία η οποία στα χορευτικά δρώμενα συμπαρασύρει και οδηγεί σε έναν υψηλό εκστασιασμό.
Ως σημαινόμενο: λείπει ο συμβολισμός, το ήθος, το ύφος και ως διαδικασία μουσικού δρωμένου είναι χωρίς αμεσότητα μουσικής επικοινωνίας, χωρίς ενεργή συμμετοχή στο τραγούδι ή το χορό. Με άλλα λόγια η βιωματική μουσική η οποία είναι ταυτόσημη με την προφορικότητα, την αμεσότητα, την ομαδυχή δράση σε κάθε μουσική επιτέλεση είναι ανύπαρκτη στα μουσικό δρώμενα της νέας εποχής
Η αλλαγή αυτή υπαγορεύεται κυρίως από την επιχειρηματική δραστηριότητα των κοσμικών και νυχτερινών κέντρων διασκέδασης όπου οι ακροατές γίνονται πλέον θεατές που από τη μια βρίσκονται σε «θλιβερή απόσταση» και από την άλλη δέχονται παθητικά την όποια γκρίζα μουσική παραγωγή των ενορχηστρώσεων, των μηχανημάτων και των υψηλών decibel.
Είναι η μουσική, χωρίς την ποιητική της διαλέκτου, των λέξεων και των φράσεων που είναι διαποτισμένες με βιώματα και ιστορία. Είναι η μουσική, χωρίς αμεσότητα και παλμό. Είναι η μουσική των ντεσιμπέλ και της απόστασης. Είναι εν τέλει, η λαϊκότροπη «οπτική μουσική» των κοσμικών και νυχτερινών κέντρων, που το έσχατο της ασυνειδησίας φτάνει στην υιοθέτηση της, ως η παραδοσιακή μουσική του ποντιακού λαού.
Η αναφορά, ιδιαίτερα για τις εξελικτικές τάσεις και παραμορφώσεις του σημαίνοντος και του σημαινόμενου της ποντιακής μουσικής, σκοπό έχει να αναδείξει τον προβληματισμό και την ανησυχία μας για το μέλλον του πολιτισμικού αυτού στοιχείου που κατά την άποψη αποτελεί το πιο σπουδαίο επικοινωνιακό εργαλείο και σημείο αναφοράς συνοχής του ποντιακού λαού».