Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε Γ. Παπανικολάου.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που διαθέτει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το συνολικό ποσοστό γονιμότητας στην Ελλάδα ανέρχεται στις 1,42 γεννήσεις ζώντων νεογνών ανά γυναίκα, αποτελώντας το 17ο υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ, κάτω από τον μέσο όρο των 1,57 στην ΕΕ των 27. Αυτό σημειώνει ο αρμόδιος Επίτροπος για θέματα Απασχόλησης, Κοινωνικών Υποθέσεων και Κοινωνικής Ένταξης κ. Λ. Άντορ απαντώντας σε σχετικό κοινοβουλευτικό έλεγχο του Ευρωβουλευτή της Ν.Δ. κ. Γιώργου Παπανικολάου.
Ο Έλληνας Ευρωβουλευτής ανέφερε πως στην πρόσφατη τριμηνιαία επισκόπησή της, η Επιτροπή ανέλυσε τις επιπτώσεις της κρίσης στη γονιμότητα. Από το 2009 η γονιμότητα έχει σταματήσει να ανέρχεται και έχει σταθεροποιηθεί σε μέσο όρο μόλις κάτω από 1,6 παιδιά ανά γυναίκα στην ΕΕ των 27. Επιβεβαιώνοντας τα στοιχεία αυτά, ο Ούγγρος Επίτροπος σημείωσε πως η μεγαλύτερη πτώση από το 2010 στο 2011 σημειώθηκε στη Δανία (1,87 σε 1,75), στην Εσθονία και στο Λουξεμβούργο (1,63 έως 1,52 και στις δύο περιπτώσεις). Για τα ίδια έτη αναφοράς, το ποσοστό για την Ελλάδα μειώνεται από 1,51 σε 1,42. Η κατάσταση ωστόσο, διαφέρει σημαντικά από το ένα κράτος μέλος στο άλλο, με ορισμένες χώρες να σημειώνουν αύξηση στο συνολικό ποσοστό γονιμότητας (π.χ. η Λιθουανία, όπου το ποσοστό γονιμότητας αυξήθηκε από 1,55 σε 1,76).
Ο κ. Παπανικολάου δήλωσε: «Παράπλευρες απώλειες και ίσως περισσότερο σημαντικές από την οικονομική κρίση είναι η ανασφάλεια των νέων οικογενειών να κάνουν περισσότερα από δύο παιδιά παρόλο που σύμφωνα με μελέτες της Ε.Ε. οι νεαροί ενήλικοι στην ΕΕ γενικά θα ήθελαν να αποκτήσουν περισσότερα παιδιά από όσα έχουν. Είναι σαφές πως η οικονομική συγκυρία στην κυριολεξία υπονομεύει το μέλλον της Ελλάδας και της Ε.Ε γενικότερα. Στο νέο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο (2014-2020), που αυτή τη στιγμή βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση, ο συγκεκριμένος παράγοντας δεν πρέπει να παραβλέπεται. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στηρίζει σταθερά την αρχική πρόταση της Επιτροπής για αύξηση των πόρων του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου και των προγραμμάτων που το συνοδεύουν τόσο για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος, όσο και για την παροχή περισσότερων ευκαιριών στους νέους προκειμένου να «πατήσουν στα πόδια τους» και να χτίσουν τη δική τους οικογένεια».