Ο Βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ δήλωσε πριν μεταβεί στην Ουάσιγκτον ότι «η Ρωσία ξεκίνησε αυτόν τον πόλεμο και αυτή μπορεί να τον σταματήσει εδώ και τώρα».Ανταπόκριση απο το Λονδίνο

Ξεκάθαρη η βρετανική πλευρά απέναντι στις ρωσικές απειλές, σχολιάζουν τα βρετανικά μέσα ενημέρωσης. Στο επίκεντρο της σημερινής συνάντησης του Βρετανού πρωθυπουργού Κιρ Στάρμερ με τον Αμερικανό πρόεδρο Μπάιντεν στην Ουάσιγκτον, η χρήση δυτικών πυραύλων από την Ουκρανία εναντίον στόχων εντός ρωσικού εδάφους.

Είναι μια έντονη διπλωματική περίοδος για τη χώρα. Την εβδομάδα αυτή, ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Ντέιβιντ Λάμι με τον Αμερικανό ομόλογό του Άντονι Μπλίνκεν επισκέφθηκαν από κοινού το Κίεβο. Σήμερα, ο Βρετανός πρωθυπουργός μετέβη στην Ουάσινγκτον, προκειμένου να συναντήσει τον πρόεδρο Μπάιντεν. Την Κυριακή, και πριν καλά-καλά προλάβει να πατήσει βρετανικό έδαφος, ο Κιρ Στάρμερ θα βρεθεί στη Ρώμη, ώστε να συναντηθεί με την Ιταλίδα πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι.

Τα ταξίδια, οι επισκέψεις και οι συναντήσεις είναι μόνο ένα στοιχείο απόδειξης της έντονης διπλωματικής περιόδου. Το άλλο είναι οι δηλώσεις. Για παράδειγμα, ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών ανακοίνωσε επιπλέον βρετανική στήριξη στην Ουκρανία που θα ξεπεράσει τα 600 εκατομμύρια λίρες. Παράλληλα, με συνέντευξή του στη βρετανική Telegraph δήλωσε ότι «οι επόμενοι μήνες είναι κρίσιμοι, ώστε αν βοηθήσουμε την Ουκρανία να μπει σε νικητήρια θέση» προσθέτοντας ότι Βρετανία και Αμερική πρέπει να δώσουν στην Ουκρανία τα όπλα που χρειάζεται ενάντια στη Ρωσία.

Και ακριβώς αυτό το ζήτημα είναι η αιτία περαιτέρω κλιμάκωσης των σχέσεων Δύσης-Ρωσίας. Μάλιστα, η σημερινή συνάντηση στην Ουάσιγκτον πραγματοποιείται έχοντας στο επίκεντρό της την πιθανή έγκριση χρήσης δυτικών πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς από την Ουκρανία προς στόχους εντός ρωσικού εδάφους.

Γιατί είναι ακανθώδες το ζήτημα των πυραύλων;

Υπενθυμίζεται ότι η χρήση τέτοιων πυραύλων από την Ουκρανία απασχολεί εδώ και μήνες τη Δύση. Είναι όντως ένα ευαίσθητο διπλωματικό ζήτημα, διότι η χρήση τους μπορεί να θεωρηθεί έμμεση συμμετοχή των δυτικών δυνάμεων στον πόλεμο της Ουκρανίας.

Νωρίτερα μάλιστα, και υπό την γνωστοποίηση τέτοιων προθέσεων, ο πρόεδρος Βλάντιμιρ Πούτιν μιλώντας σε ρωσικό κρατικό κανάλι δήλωσε ότι «μια τέτοια κίνηση θα θεωρηθεί από τη Μόσχα ως σοβαρή κλιμάκωση του πολέμου».

Από την άλλη, τα βρετανικά μέσα ενημέρωσης σχολιάζουν τον τόνο του Βρετανού πρωθυπουργού ως έντονο και ξεκάθαρο. Ο Κιρ Στάρμερ, λίγο πριν φτάσει στην αμερικανική πρωτεύουσα, δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι «η Ρωσία ξεκίνησε αυτήν τη σύγκρουση. Η Ρωσία εισέβαλε παράνομα στην Ουκρανία. Η Ρωσία μπορεί να σταματήσει αυτήν τη διαμάχη εδώ και τώρα», προσθέτοντας ότι το Κίεβο έχει το δικαίωμα να υπερασπιστεί τον εαυτό του.

Το Ιράν, αλλά και η άποψη των Βρετανών πολιτών

Οι δηλώσεις του Βρετανού πρωθυπουργού κατευνάστηκαν από τον ίδιο, όταν τόνισε ότι «δεν επιδιώκει σύγκρουση με τη Μόσχα» επισημαίνοντας ότι «δεν είναι η πρόθεσή μας ούτε στο ελάχιστο». Όμως, σύμφωνα με βρετανικές αναλύσεις, ο διπλωματικός τόνος άλλαξε από τη στιγμή που το Ιράν ενίσχυσε την εξοπλιστική βοήθεια προς τη Ρωσία, σχολιάζοντας ότι οι ο Βρετανός πρωθυπουργός μαζί με τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών ψάχνουν τρόπο να απαντήσουν σε αυτήν την ενέργεια.

Ο Στάρμερ πάντως έκανε λόγο για πολύ σημαντικές εξελίξεις τις επόμενες εβδομάδες, τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Μέση Ανατολή, ενώ πρόσθεσε ότι θα ληφθούν κάποιες στρατηγικές αποφάσεις.

Σήμερα πάντως και σύμφωνα με ζωντανή δημοσκόπηση της Telegraph, το 70% των περισσότερων από τους μέχρι τώρα 16.000 συμμετεχόντων πιστεύει ότι πρέπει να επιτραπεί στην Ουκρανία να χρησιμοποιήσει βρετανικούς πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς (British Storm Shadow) εναντίον στόχων εντός ρωσικού εδάφους, με το 30% να τάσσεται κατά μιας τέτοιας απόφασης.

Ενδεικτικό της κατάστασης είναι ότι μόλις σήμερα το πρωί η Ρωσία ανακάλεσε τη διαπίστευση έξι Βρετανών διπλωματών με την κατηγορία της κατασκοπίας αλλά και δραστηριοτήτων που απειλούσαν την ασφάλεια της χώρας. Λίγες ώρες μετά, το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών χαρακτήρισε τις κατηγορίες «τελείως αβάσιμες».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ