Του Χρήστου Ηλιόπουλου*
bm-bioxoi@otenet.gr
Η υιοθεσία είναι ένα γεγονός με πολύ σημαντικές συνέπειες όχι μόνο στο οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον των εμπλεκομένων, αλλά και στις νομικές σχέσεις του τέκνου, τόσο με την οικογένεια των φυσικών του γονέων, όσο και με τους θετούς γονείς.
Μέχρι το 1996 ο νόμος στην Ελλάδα όριζε ότι παρά την νομική συντέλεση της υιοθεσίας, οι σχέσεις του υιοθετημένου τέκνου με τους φυσικούς γονείς του παραμένουν αμετάβλητες, πράγμα που σήμαινε ότι το θετό τέκνο κληρονομεί όχι μόνο τους θετούς γονείς του, αλλά ακόμα και τους φυσικούς.
Το 1996 όμως έλαβε χώρα μία σημαντική αλλαγή στο οικογενειακό δίκαιο αναφορικώς με την υιοθεσία και ο νόμος πλέον προβλέπει ότι από την συντέλεση της υιοθεσίας διακόπτονται οι νομικές σχέσεις του υιοθετημένου με τους φυσικούς γονείς του, άρα όταν αυτοί αποβιώσουν δεν κληρονομούνται από το τέκνο τους που έχει υιοθετηθεί.
Το άρθρο 1561 του Α.Κ., όπως αυτό ισχύει με το Ν.2447/1996, ορίζει ότι «με την υιοθεσία διακόπτεται κάθε δεσμός του ανήλικου με τη φυσική του οικογένεια, με εξαίρεση τις ρυθμίσεις περί κωλυμάτων γάμου, των άρθρων 1356 και 1357 και ο ανήλικος εντάσσεται πλήρως στην οικογένεια του θετού γονέα του». Με το παραπάνω άρθρο εισήχθη ριζοσπαστική αλλαγή, δηλ. η πλήρης διακοπή κάθε δεσμού τού ανήλικου με τη φυσική του οικογένεια και η πλήρης ένταξή του στην οικογένεια των θετών γονέων. Εφόσον, λοιπόν, μετά την υιοθεσία δεν υφίσταται οικογενειακός δεσμός του υιοθετούμενου με τη φυσική του οικογένεια, τούτο στερείται των εκ της συγγενείας απορρεόντων δικαιωμάτων, συνεπώς και των κληρονομικών.
Θα νόμιζε κάποιος ότι το θέμα τελειώνει εδώ και ότι από το 1996 πλέον η αλλαγή του νόμου είναι σαφής και εύκολα εφαρμόσιμη από το νόμο. Ωστόσο, ο Ν. 2447/1996 ορίζει στο άρθρο 57 ότι «με εξαίρεση τις ρυθμίσεις που ακολουθούν, υιοθεσίες που έγιναν πριν από την έναρξη της ισχύος αυτού του νόμου διέπονται, ως προς το κύρος τους και τα έννομα αποτελέσματα, από το έως τώρα δίκαιο».
Αυτό σημαίνει ότι εάν η υιοθεσία έχει νομικώς συντελεσθεί προ της ισχύος του Ν.2447/1996, εάν δηλαδή η δικαστική απόφαση που επιτρέπει την υιοθεσία έχει εκδοθεί πριν τις 30-12-1996, το θετό τέκνο εξακολουθεί να κληρονομεί τον φυσικό του γονέα που θα αποβιώσει αργότερα, δηλαδή ακόμη και μετά το 1996.
Αποτέλεσμα της διατάξεως αυτής είναι ότι παρά το γεγονός ότι η νομική αλλαγή το θετό τέκνο να μην κληρονομεί τους φυσικούς γονείς του έχει λάβει χώρα ήδη από το 1996, πολλές υποθέσεις κληρονομίας μεταξύ φυσικών γονέων και θετών τέκνων που ανακύπτουν σήμερα ρυθμίζονται από το προ του 1996 νομικό καθεστώς και ειδικώς από το παλαιό άρθρο 1583 Αστικού Κώδικος, που όριζε ουσιαστικώς ότι το θετό τέκνο κληρονομεί και τους φυσικούς γονείς του.
Κατ΄αυτόν τον τρόπο, με την υπ’ αριθ. 5305/2008 απόφαση του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης εκρίθη ότι το θετό τέκνο δικαιούται να λάβει κληρονομητήριο που να πιστοποιεί ότι κληρονομεί την φυσική του μητέρα, η οποία απεβίωσε το 2006, διότι το τέκνο αυτό είχε υιοθετηθεί με δικαστική απόφαση το έτος 1948, δηλαδή προ του 1996.
Εφαρμόζοντας το ίδιο δίκαιο ο Άρειος Πάγος στην υπ΄αριθ. 451/2011 απόφασή του έκρινε ότι το Εφετείο έσφαλε όταν απεφάσισε ότι το προ του 1996 υιοθετημένο τέκνο, δεν κληρονομεί τον θετό γονέα του που απεβίωσε μετά το 1996, διότι το ορθό, όπως επιβεβαίωσε το ανώτατο δικαστήριο, είναι ότι εφόσον η υιοθεσία έχει γίνει προ του 1996, το θετό τέκνο κληρονομεί τον θετό γονέα του, ενώ εάν η υιοθεσία έχει γίνει μετά το 1996, τότε το θετό τέκνο δεν κληρονομεί τον θετό γονέα του.
8 Νοεμβρίου 2011
* Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Master of Laws.