Συνέντευξη του Χρήστου Γραμματίκα στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη.

Ο Χρήστος Γραμματίκας γεννήθηκε στα Τρίκαλα και σπούδασε στο Παρίσι Μαθηματικά και Πληροφορική. Έζησε πολλά χρόνια στο Παρίσι όπου και εργάστηκε. Το βιβλίο του «Άσπρα μούρα , μαύρα μούρα», εκδόσεις Στοχαστής , στάθηκε η αφορμή για να τον προσεγγίσουμε. Με μια αφήγηση που σε κερδίζει καταφέρνει να μας ταξιδέψει στον μαγικό κόσμο του Βασίλη Τσιτσάνη.

«Γλυκοχαράζουν τα βουνά. Μα εγώ τα βλέπω σκοτεινά». Είναι αλήθεια ότι το συγκεκριμένο τραγούδι θεωρείται από τα πιο τρικαλινά άσματα;

Δεν νομίζω ότι μπορεί να υποστηρίξει κανείς κάτι τέτοιο. Η πρώτη φράση του βιβλίου εκφράζει μια εντελώς προσωπική εντύπωση. Ο «Σακαφλιάς», «στου Αλευρά τη μάντρα», «βαριά χτυπούν τα σήμαντρα» και αρκετά άλλα, έχουν αμιγώς τρικαλινό θέμα και θα αντιστοιχούσαν καλύτερα στην ερώτησή σας. Άλλωστε, οι οργανωμένοι οπαδοί της τοπικής ομάδας αυτοαποκαλούνται «σακαφλιάδες».

Επηρέασε ο γενέθλιος τόπος την πορεία του Βασίλη Τσιτσάνη;

Επηρέασε οπωσδήποτε τη μαθητεία του και τα πρώτα βήματα, αν και η απάντησή μου είναι λίγο ταυτολογική. Όταν έφυγε από τα Τρίκαλα ήταν ήδη σχεδόν ολοκληρωμένος καλλιτέχνης, έτοιμος να ριχτεί στη δημιουργία. Μπορεί κανείς να αναφέρει τη μάντολα που κληρονόμησε από τον ηπειρώτη πατέρα του και άλλα βιογραφικά στοιχεία αλλά υποπτεύομαι ότι η ερώτησή σας αναζητεί κάτι βαθύτερο. Καλύτερα να αφήσουμε την απάντηση στον ίδιο τον Τσιτσάνη όταν, στην ερώτηση για τις επιρροές στο έργο του, είπε, για τη μουσική του, «ξεκινάει μέσα από τον δικό μου κόσμο».

Τσιτσάνης, Καλδάρας, Μητροπάνος. Νομίζω ότι τα Τρίκαλα έχουν την τιμητική τους. Τι εξήγηση θα δίνατε για αυτή την συνύπαρξη;

Δεν έχω εξήγηση, μόνο μια επί μέρους γνώμη. Ο Τσιτσάνης, για μένα, είναι δημιουργός νέου είδους, το οποίο αναπόφευκτα επηρεάζει κι άλλους, κατά πρώτο λόγο τους συντοπίτες του. Ο θαυμασμός και η οικειότητα με το έργο και τον άνθρωπο διευκολύνουν την έκφραση νέων ταλέντων. Πάντως, κάτι που χτυπάει στα Τρίκαλα είναι τα αναρίθμητα εστιατόρια, τσιπουράδικα, ταβέρνες, μπαράκια ακόμα, αρκετά από τα οποία βάζουν λαϊκή μουσική. Τα ακούσματα είναι πανταχού παρόντα. Αγνοώ όμως τι ατμόσφαιρα επικρατούσε στα Τρίκαλα τη δεκαετία του τριάντα, ώστε να τη συσχετίσουμε, ως ένα σημείο, με τα νεανικά χρόνια του Τσιτσάνη.

Τι το καινούργιο έφερε η μουσική του Βασίλη Τσιτσάνη στην ελληνική μουσική;

Ξεκινώντας με τα βασικά υλικά του ρεμπέτικου, «απλότης και λιτότης», τους δρόμους του και τους χορούς του, ο Τσιτσάνης εμβαθύνει και εμπλουτίζει τη μελωδία, τη θεματολογία και το τραγικό στοιχείο. Ευρύνει το κοινό της λαϊκής μουσικής, μπαίνει στην καρδιά του λαού και τον συνοδεύει στις τραγικές στιγμές. Ας πάρουμε «τα λερωμένα τ’ άπλυτα» σαν παράδειγμα. Από τις πρώτες νότες της εισαγωγής, με τη δεξιοτεχνία του μπουζουκιού ανθίζει ο πλούτος της μελωδίας. Ο πρώτος στίχος ερεθίζει και η συνέχεια, πάντα σε άψογο τέμπο, σε πιάνει σχεδόν απ’ το χέρι για να χορέψεις. Οι στίχοι είναι κάθε άλλο παρά απλοϊκοί. Στο βιβλίοτο χαρακτηρίζω ένα τραγούδι χωρισμού όπου την πρωτοβουλία παίρνει η γυναίκα αλλά είναι κάτι πολύ παραπάνω: η εξέγερση μιας γυναίκας που έχει μπουχτίσει να την βλέπει ο άνδρας της σαν πλύστρα. Όλα αυτά φτιάχνουν το καινούργιο.

Ονομάζετε τον Τσιτσάνη μεγαλοφυΐα. Σε αυτόν τον ορισμό δεν ελλοχεύει οκίνδυνος της υποκειμενικότητας;

Οπωσδήποτε, αλλά πώς αλλιώς να περιγράψεις έναν καλλιτέχνη που δημιουργεί νέο είδος, το οποίο υιοθετείται από έναν ολόκληρο λαό; Υστερεί μόνο η γεωγραφική οικουμενικότητα. Τι να κάνουμε; Αυτόν τον πληθυσμό έχουμε.

Στην δεκαετία του 1970 έγραψε τα σπουδαιότερα τραγούδια του. Βαριά σεκλέτια, Της γερακίνας γιος, Το βαπόρι απ’ την Περσία και άλλες επιτυχίες. Πολλοί ισχυρίζονται ότι τα συγκεκριμένα τραγούδια τα δούλευε χρόνια. Ήταν λοιπόν παράλληλα κα τελειομανής;

Αυτό που έγραψα είναι «μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια του», δεν τα θεωρώ τα σπουδαιότερα. Προσωπικά πιστεύω ότι δεν τα δούλευε χρόνια, κάτι που εξάλλου θα ήταν αδύνατο για «το βαπόρι απ’ την Περσία». Απλώς ήθελα να τονίσω τη μακροβιότητά του, χωρίς απώλεια ποιότητας. Στο συγκεκριμένο ερώτημά σας θα απαντούσα καταφατικά, όχι από πρώτο χέρι αλλά βασισμένος σε έμπιστες μαρτυρίες. Είναι γνωστό ότι η «συννεφιασμένη Κυριακή» τον «βασάνισε» πάνω από ένα χρόνο, ίσως πολύ περισσότερο. Επίσης, όπως και πολλοί συνάδελφοί του, πριν ηχογραφήσει ένα νέο τραγούδι το έπαιζε για αρκετό διάστημα σε μαγαζιά και έδινε την τελική μορφή λαμβάνοντας υπόψη τις αντιδράσεις του κοινού.

Ο Τσιτσάνης δεν είναι μόνο συνθέτης αλλά και στιχουργός. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ποιητής για τα υπέροχα λόγια των τραγουδιών του;

Ανεπιφύλακτα ναι και είναι μάλιστα ένα από τα ιδιαίτερα γνωρίσματά του. Είναι, φυσικά, δύσκολο να ξεκολλήσεις τους στίχους από τη μουσική, παίρνεις κάτι σαν κομματιασμένο άγαλμα, κάπως σαν την Αφροδίτη της Μήλου. Επίσης, παίζουν ρόλο η λογοκρισία και οι απαιτήσεις των εταιρειών δίσκου, που μάλλον του επέβαλαν τη χρήση του ρεφρέν, κάτι μεταγενέστερο στο έργο του. Όμως, έστω και χωρίς χέρια, η Αφροδίτη της Μήλου είναι πανέμορφη. Μπορείς να απαγγείλεις σαν ποίημα «τα λερωμένα τ’ άπλυτα», το «πέφτουν της βροχής οι στάλες», το «ζουμ τρια λα ρι λα ρο», το «τι σήμερα τι αύριο τι τώρα», αμέτρητα άλλα, που κάποτε θα μπουν στα σχολικά βιβλία. «Η λιτανεία του μάγκα» θα χρειασθεί μάλλον περισσότερο χρόνο. Σαν εντελώς προσωπική άποψη, προτιμώ τους στίχους από το σύνολο στο τραγούδι «δηλητήριο στη φλέβα».

Είναι αλήθεια ότι έπιασε τον σφυγμό του λαού και ταυτίστηκε με τον πόνο των κατατρεγμένων και τα όνειρά τους. Αυτό έκανε τα τραγούδια του να αποκτήσουν διαχρονική αξία;

Ποιος μπορεί να αμφιβάλλει γι’ αυτό το πράγμα; Τα τραγούδια του, από την Κατοχή έως σήμερα, συνοδεύουν κάθε γλέντι και κάθε αναστεναγμό, ακόμα και όταν δεν είναι πια επίκαιρα. Το σακάκι αντικαταστάθηκε από το μπουφάν αλλά το «πάλιωσε το σακάκι μου» εξακολουθεί να συγκινεί όπως παλιά. Δεν πρόκειται για νοσταλγία αλλά για διαιώνιση και ταύτιση με τον πόνο του καθημερινού ανθρώπου.

Με τον Τσιτσάνη γλεντάς, πονάς, κλαις και χορεύεις αυθόρμητα. Μήπως αυτή είναι και μία διέξοδος για να αντιμετωπίσουμε την δίνη της καθημερινότητας που μας πιέζει;

Οπωσδήποτε και, όντως, αυτό συμβαίνει. Συχνάζω σε πολλά συνοικιακά στην Αθήνα τον τελευταίο καιρό και μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι όλες οι αυτοσχέδιες, ερασιτεχνικές, επαγγελματικές ορχήστρες βασίζονται κυρίως στο ρεπερτόριο του Τσιτσάνη. Το ίδιο συμβαίνει στα Τρίκαλα και, πιστεύω, στη Θεσσαλονίκη και σε όλες τις ελληνικές πόλεις. Σε ήπιους τόνους συνήθως, αυτά τα ταβερνάκια προσφέρουν ένα χώρο χαράς, παρηγοριάς αλλά και αντίστασης.

Αλήθεια γνωρίσατε ποτέ τον Βασίλη Τσιτσάνη;

Όχι προσωπικά και άμεσα, χωρίς αυτό να με ενοχλεί. Τον έχω δει στο πάλκο καμιά τριανταριά φορές και αυτό μου αρκεί. Στην Καισαριανή και στις Τζιτζιφιές, ήμασταν κυρίως μεγάλες φοιτητικές παρέες, στις οποίες δεν μπορούσε εύκολα να βρει «θέση» ούτε πρέπει να είχε τη διάθεση. Του είπα κάποτε ότι είμαι Τρικαλινός και του ζήτησα την «Τρικαλινή μαργιόλα» αλλά δεν το έπαιξε. Ίσως δεν βρήκα τα σωστά λόγια, ίσως δεν ήταν στο ρεπερτόριο της ορχήστρας, χωρίς να έχει μεγάλη σημασία.

Ποια είναι η απήχηση της μουσικής του στην Γαλλία που διαμένετε;

Όλο και μεγαλύτερη. Παλιότερα έπαιζα ρόλο μυητή αλλά τα πράγματα έχουν αλλάξει. Την άνοιξη του 2013, ο Γάλλος ταξιτζής που με πήγε στο αεροδρόμιο, όταν έμαθε ότι είμαι Έλληνας με ρώτησε πρώτα για την κρίση και μετά αναφώνησε «α, Βασίλης Τσιτσάνης». Κάποιος φίλος του του είχε φέρει ένα δίσκο, μετά από ένα ταξίδι στην Ελλάδα. Το ίδιο και με τον καβίστα της γειτονιάς μας, που τον ήξερε από τη γυναίκα του. Ο (Κούρδος) κουμπάρος μου έχει επί δεκαετίες εστιατόριο στο Παρίσι, με κυρίως γαλλική πελατεία. Τις προάλλες πήγα να τον δω και μου είπε ότι εδώ και λίγο καιρό παρατηρεί κάτι πρωτόγνωρο: όλοι οι Γάλλοι πελάτες του ξέρουν και εκτιμούν τον Τσιτσάνη.

Από την Γαλλία, το Παρίσι που μένετε βλέπετε την Ελλάδα. Δεν σας πιάνει η νοσταλγία για να γυρίσετε πίσω;

Από το 1967 που αποδήμησα και με μια διακοπή από το 1977 έως το 1981, για λόγους ανωτέρας βίας, έρχομαι τουλάχιστον τέσσερις φορές τον χρόνο στην Ελλάδα, κατά μέσο όρο. Τώρα που βγήκα στη σύνταξη, πολύ συχνότερα. Οι καλύτεροί μου φίλοι είναι Έλληνες, από μια άποψη δεν έφυγα ποτέ. Δεν τίθεται λοιπόν θέμα νοσταλγίας.

Είσαστε και εκδότης . Μπορείτε να μας μιλήσετε για την εκδοτική σας δραστηριότητα;

Ο «Ευρύαλος» είναι ένας μικρός εκδοτικός οίκος, που έβγαλε οκτώ βιβλία στις δεκαετίες του ογδόντα και του ενενήντα, με άξονα την ανθρώπινη αυτονομία και χειραφέτηση, από τη δημιουργία της Δημοκρατίας στην αρχαιότητα έως το νέο ξεκίνημα, εδώ και μερικούς αιώνες, στη Δύση. Μετά από μια μακρά χειμερία νάρκη, για επαγγελματικούς και οικογενειακούς λόγους, ο «Ευρύαλος» αναβίωσε το 2010 και εκδίδει πλέον βιβλία μαθηματικού περιεχομένου.

Ποια τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη θα προτείνατε να ακούσουν οι αναγνώστες μας;

Είναι πιθανό ο μέσος αναγνώστης σας να ξέρει περισσότερα τραγούδια του Τσιτσάνη από μένα. Θα πρότεινα πάντως τον δίσκο «Χάραμα», όχι τόσο για τα τραγούδια του, σχεδόν όλα πασίγνωστα, αλλά για τις εκτελέσεις, σταμπαρισμένες Τσιτσάνης. Επίσης, για όσους δεν τα ξέρουν, το «δώστου, δώστου» (το μωρό μου κάνι νάνι) με τη φωνή της Νίνου και το «σ’ έναν τεκέ σκαρώσανε», το πρώτο ηχογραφημένο τραγούδι του.

tsitsanis exof_4Με ποιο τραγούδι σας νανούριζε η μητέρα σας;

Δεν ξέρω αν η καημένη είχε διάθεση ακόμα και για νανούρισμα στα βρεφικά μου χρόνια. Μόνο η ίδια θα μπορούσε να απαντήσει, δεν υπάρχουν άλλοι μάρτυρες. Δυστυχώς την έχασα το 2009. Αν κρίνω από κάποιες προτιμήσεις της στα παιδικά μου χρόνια, θα μπορούσε να ήταν «το γελεκάκι που φορείς» ή το «τάκου, τάκου, ο αργαλειός μου» της Βέμπο.

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ